Charles Diehl: Η Εξέλιξη της Ιστορίας του Βυζαντίου

H ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, παρά τις εργασίες που την ανανέωσαν σχεδόν κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, παραμένει ακόμη και σήμερα, κυρίως στη Δύση, αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων. Για πολλούς από τους συγχρόνους μας εξακολουθεί να είναι, όπως ήταν για τον Montesquieu και τον Gibbon, η συνέχεια και η παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από μια υποσυνείδητη επίδραση προαιώνιων μνησικακιών, από τη σκοτεινή ανάμνηση θρησκευτικών παθών που έχουν σβήσει, εξακολουθούμε να κρίνουμε τους Έλληνες του μεσαίωνα όπως τους έκριναν οι σταυροφόροι που δεν τους κατάλαβαν και οι πάπες που τους αφόρισαν. Επίσης, η βυζαντινή τέχνη εξακολουθεί να θεωρείται πολύ συχνά στατική -ή μάλλον «ιερατική»- τέχνη, ανίκανη να ανανεωθεί, η οποία, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Εκκλησίας, περιόρισε τη χιλιετή προσπάθειά της στην επανάληψη των δημιουργιών μερικών μεγαλοφυών καλλιτεχνών.

CHARLES DIEHL Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετάφραση: Ελένη Ταμπάκη. Εκδόσεις Ηλιάδη – Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Αθήνα, 1991.
ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ

Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο ήταν εντελώς διαφορετικό. Αν και αρεσκόταν να αυτοα-ποκαλείται κληρονόμος και συνεχιστής της Ρώμης, αν και οι αυτοκράτορές του, ώς την τελευταία ημέρα, έδιναν στον εαυτό τους τον τίτλο των «βασιλέων των Ρωμαίων», αν και ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τα δικαιώματα που διεκδικούσαν πάνω στην αρχαία και ένδοξη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα το Βυζάντιο έγινε πολύ γρήγορα και υπήρξε βασικά μια ανατολίτικη μοναρχία. Δεν πρέπει να τη συγκρίνουμε με τις συντριπτικές αναμνήσεις της Ρώμης: κατά τα λεγόμενα ενός από τους ανθρώπους που κατάλαβαν καλύτερα τον χαρακτήρα της και διέκριναν την πραγματική του όψη, ήταν «ένα μεσαιωνικό Κράτος, τοποθετημένο στα ακραία σύνορα της Ευρώπης, στα όρια της ασιατικής βαρβαρότητας». Αυτό το Κράτος είχε τα ελαττώματά του, που θα ήταν παιδιάστικο να θελήσουμε να τα αποκρύψουμε. Γνώρισε πολύ συχνά επαναστάσεις των ανακτόρων και στρατιωτικές στάσεις. Αγάπησε με πάθος τα παιχνίδια του ιπποδρόμου και ακόμη περισσότερο τις θεολογικές έριδες· παρά την κομψότητά του πολιτισμού του, τα ήθη του ήταν συχνά σκληρά και βάρβαρα και παρήγαγε σε μεγάλη αφθονία μέτριους χαρακτήρες και κακές ψυχές. Αλλά, ό,τι και αν ήταν, αυτό το Κράτος υπήρξε μεγάλο.

Δεν πρέπει, όπως κάνουν, πολλοί να φανταζόμαστε ότι στα χίλια χρόνια που επέζησε μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο ακολούθησε μια συνεχή πορεία προς την καταστροφή. Τις κρίσεις στις οποίες παρά λίγο να υποκύψει ακολούθησαν πολλές φορές περίοδοι ασύγκριτης λάμψης, απρόβλεπτες αναγεννήσεις, όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός χρονογράφου, «η αυτοκρατορία, αυτή η γριά, φαίνεται σαν νέα γυναίκα, στολισμένη με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες». Τον 6ο αιώνα, με τον Ιουστινιανό, η μοναρχία ανασυγκροτείται για τελευταία φορά όπως τον καλό καιρό της Ρώμης και η Μεσόγειος γίνεται και πάλι ρωμαϊκή λίμνη. Κατά τον 8ο αιώνα, οι Ίσαυροι αυτοκράτορες αναχαιτίζουν την ορμή του Ισλάμ, την ίδια στιγμή που ο Κάρολος Μαρτέλος έσωζε τη Χριστιανοσύνη στο Πουατιέ. Κατά τον 10ο αιώνα, οι ηγεμόνες της μακεδονικής δυναστείας κάνουν το Βυζάντιο τη μεγάλη δύναμη της Ανατολής, οδηγώντας τα νικηφόρα όπλα τους μέχρι τη Συρία, συντρίβοντας τους Ρώσους στον Δούναβη, πνίγοντας στο αίμα το βασίλειο που δημιούργησαν οι Βούλγαροι τσάροι. Κατά τον 12ο αιώνα, με τους Κομνηνούς, η ελληνική αυτοκρατορία διατηρεί το γόητρο της στον κόσμο και η Κωνσταντινούπολη είναι ένα από τα κύρια κέντρα της ευρωπαϊκής πολιτικής.

Έτσι, επί χίλια χρόνια, το Βυζάντιο έζησε και όχι μόνο χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση: έζησε δοξασμένα και για να συμβεί αυτό πρέπει να είχε και ορισμένες αρετές. Είχε, για να διευθύνουν τις υποθέσεις του, μεγάλους αυτοκράτορες, ένδοξους πολιτικούς, ικανούς διπλωμάτες, νικηφόρους στρατηγούς και μέσω αυτών, πέτυχε ένα μεγάλο έργο στον κόσμο. Πριν από τις σταυροφορίες ήταν ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης στην Ανατολή κατά των απίστων και έσωσε πολλές φορές την Ευρώπη με τη στρατιωτική αξία του. Υπήρξε, ενάντια στους βαρβάρους, το κέντρο ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού, του πιο εκλεπτυσμένου και κομψού που γνώρισε ποτέ ο μεσαίωνας. Δίδαξε τη σλαβική και ασιατική Ανατολή, οι λαοί της οποίας τού οφείλουν τη θρησκεία τους, τη λογοτεχνική γλώσσα τους, την τέχνη τους, τη διακυβέρνησή τους. Η παντοδύναμη επιρροή του εξαπλώθηκε στη Δύση, που δέχθηκε απ’ αυτό ανεκτίμητες πνευματικές και καλλιτεχνικές ευεργεσίες. Από το Βυζάντιο προέρχονται όλοι οι λαοί που κατοικούν σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη και ειδικότερα η σύγχρονη Ελλάδα οφείλει πολύ περισσότερα στο χριστιανικό Βυζάντιο παρά στην Αθήνα του Περικλή και του Φειδία.

Με όλα όσα υπήρξε στο παρελθόν και με όσα ετοίμασε για το μέλλον, το Βυζάντιο αξίζει ακόμη την προσοχή και το ενδιαφέρον μας. Όσο μακρινή και αν φαίνεται η ιστορία του, όσο άγνωστη και αν είναι για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι καθόλου μια ιστορία νεκρή που πρέπει να ξεχαστεί. Ο Ducange το ήξερε καλά όταν, στα μέσα του 18ου αιώνα, με τις εκδόσεις των βυζαντινών ιστορικών, με τα σοφά σχόλια με τα οποία τις συνόδευε, με τόσα αξιοθαύμαστα έργα, έθετε τις βάσεις της επιστημονικής ιστορίας του Βυζαντίου και άνοιγε, σ’ αυτόν τον ανεξερεύνητο ακόμη τομέα, μεγάλα και φωτεινά παράθυρα. Εδώ και πενήντα χρόνια αναβίωσε στην πατρίδα του Ducange η παράδοση των σπουδών των οποίων υπήρξε ιδρυτής. Και χωρίς να παραγνωρίσουμε τη δουλειά που γίνεται αλλού, στη Ρωσία και στην Ελλάδα, στην Αγγλία και τη Γερμανία, μπορούμε ίσως να πούμε ότι, εάν η έρευνα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ανέκτησε μια θέση στον επιστημονικό κόσμο, το οφείλει κυρίως στη Γαλλία.

Μου ζήτησαν, με υποχρεωτική επιμονή, να γράψω ένα βιβλίο -που έλειπε ακόμη στη χώρα μας-, ένα συνοπτικό εγχειρίδιο βυζαντινής ιστορίας. Δεν θεώρησα περιττό κάτι τέτοιο. Πρόσφατα επιχείρησα, σε ένα τόμο, να παρουσιάσω τον συνθετικό πίνακα του Βυζαντίου, να εξηγήσω τα βαθύτερα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής του, να δείξω τις διακεκριμένες υπηρεσίες που πρόσφερε στον πολιτισμό. Αυτό το βιβλίο θα προσφέρει στον αναγνώστη μια αναλυτικότερη έκθεση της χιλιετούς ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Προσπάθησα να δείξω τις ιδέες που κυριάρχησαν στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας, να παρουσιάσω τα βασικά γεγονότα, προτιμώντας, αντί να περιοριστώ στη χρονολογική λεπτομέρεια, να τα συγκεντρώσω σε αρκετά μεγάλες περιόδους που θα αποδώσουν ίσως καλύτερα το νόημα και την εμβέλεια των γεγονότων. Οι πίνακες στο τέλος του Α’ τόμου θα επιτρέψουν εύκολα στον αναγνώστη να ταυτίσει χρονολογικά τα σημαντικότερα γεγονότα, θεώρησα όμως ότι το έργο μου θα ήταν ακόμη πιο ωφέλιμο για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια γενική γνώση αυτού του χαμένου κόσμου, αν σημείωνα στο βιβλίο, χωρίς να παραλείψω καμία απαραίτητη λεπτομέρεια, τις γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τις κατευθυντήριες ιδέες της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου.

Από την ημέρα που, το 330, ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της μοναρχίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ημέρα που, το 1453, οι Τούρκοι κατέλαβαν αυτή την πρωτεύουσα, η βυζαντινή αυτοκρατορία διήρκεσε πάνω από 1.000 χρόνια. Δεν της έλειπε ούτε το μεγαλείο ούτε η δόξα. Για πολύ καιρό η αυτοκρατορία αυτή κρινόταν αυστηρά. Ακόμη και σήμερα παλιές και επίμονες προκαταλήψεις τής αρνούνται πολύ συχνά τη δικαιοσύνη που αξίζει. Για να το καταλάβουμε αρκεί να θυμηθούμε την κακή όσο και λυπηρή σημασία που αποδίδεται, είτε πρόκειται για ανθρώπους ή για πράγματα, στο προσδιοριστικό επίθετο βυζαντινός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η αυτοκρατορία είχε τα ελαττώματα και τα κακά της που θα ήταν παιδιάστικο να θελήσουμε να τα αρνηθούμε και που θα έχουμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σ’ αυτό το βιβλίο. Ωστόσο δεν αξίζει την περιφρόνησή μας. Αυτό το είχε καταλάβει πολύ καλά, ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, ένας μεγάλος σοφός, ο Ducange, που υπήρξε ο θεμελιωτής της επιστήμης των βυζαντινών σπουδών. Κάτω από την επιρροή του και με τα πολύτιμα σχόλιά του άρχισε από το 1648 η πρώτη συλλογή βυζαντινών ιστορικών, η αξιοθαύμαστη αυτή σειρά των τριάντα τεσσάρων τόμων in-folio που ονομάζουμε Βυζαντινή του Λούβρου και για την οποία έχει ειπωθεί σωστά ότι ήταν «ένα ασύγκριτο μνημείο της λαμπρότητας του γαλλικού πνεύματος». Και στον πρόλογο του πρώτου τόμου, ο Labbe, επιμένοντας στο ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας, «που είναι τόσο αξιοθαύμαστη λόγω της πληθώρας των γεγονότων, τόσο ελκυστική λόγω της ποικιλίας των πραγμάτων και τόσο αξιοσημείωτη λόγω της διάρκειας της μοναρχίας», υποσχόταν σε όσους επιχειρούσαν αυτές τις σπουδές «αιώνια δόξα, πιο ανθεκτική από το μάρμαρο και το χαλκό». Παρά τη μεγάλη αυτή προσπάθεια της γαλλικής διανόησης, ο 18ος αιώνας ξεχνούσε ή περιφρονούσε το Βυζάντιο. Ο Βολταίρος δήλωνε ότι η ιστορία του ήταν απλώς μια «φρικτή και αηδιαστική» σειρά γεγονότων. Για τον Μοντεσκιέ, και μετά απ’ αυτόν για τον Γίββωνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και ο Lebeau, που ανέλαβε να διηγηθεί σε τριάντα τόμους αυτή την ιστορία, την έπνιξε κάτω από ένα κύμα πλήξης που ολοκλήρωσε τον εξευτελισμό της. Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα ξανάρχισε το ενδιαφέρον για τις βυζαντινές σπουδές. Στην Ελλάδα, όπου η ιστορία του Βυζαντίου φαινόταν εθνική ιστορία, εξέχοντες λόγιοι, όπως ο Παπαρρηγόπουλος και ο Λάμπρος, δημοσίευαν σημαντικές εργασίες. Στη Ρωσία, που είχε αυτοαναγορευτεί σε κληρονόμο του Βυζαντίου και όπου το τελετουργικό τής αυλής των τσάρων εξακολουθούσε να δίνει μια ιδέα γι’ αυτό που ήταν κάποτε το ανάκτορο και η αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εξέχοντες λόγιοι, όπως ο Uspenskij και ο Kondakov, μελετούσαν με σπάνια διεισδυτικότητα την ιστορία του Βυζαντίου και της βυζαντινής τέχνης. Στη Γερμανία όπου, ήδη από το 1828, ο Niebuhr και οι συνεργάτες του είχαν αναλάβει την επανέκδοση των βυζαντινών ιστορικών στη συλλογή των πενήντα τόμων που ονομάζουν Βυζαντινή Ιστορία της Βόννης, ο Krumbacher και οι διάδοχοι του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ο Strzygowski και οι μαθητές του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης δημοσίευαν έργα γεμάτα πρωτότυπες απόψεις και νέες ιδέες σχετικά με την ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως σχετικά με την ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης της. Αλλά κυρίως στη Γαλλία, στην πατρίδα του Ducange, εκδηλώθηκε με λαμπρότητα η αναγέννηση των βυζα-ντινών σπουδών. Ο Alfred Rambaud, στο ωραίο βιβλίο του για τον Κωνσταντίνο Πορφυρο-γέννητο, που δημοσιεύτηκε το 1871, ο Bayet, ο Gustave Schlumberger και μετά απ’ αυτούς ο Brehier, ο Gabriel Milletki, άλλοι, ανάμεσα στους οποίους ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι υποχρεωμένος να περιλάβει τον εαυτό του, έδιναν έργα μεγάλης αξίας για τη βυζαντινή ιστορία και τέχνη. Στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, των Βρυξελλών, του Παρισιού, δημιουργούνταν σεμινάρια όπου γράφονταν πολύτιμες εργασίες για τις υποθέσεις του Βυζαντίου. Και από όλες αυτές τις έρευνες έβγαινε επιτέλους μια πιο αληθινή εικόνα του Βυζαντίου, μια πιο ακριβής ιδέα του ρόλου που έπαιξε στον κόσμο και της μεγάλης θέσης που κατέχει στην ιστορία του μεσαίωνα. Αυτή τη θέση θα πρέπει να καθορίσουμε πρώτα με ακρίβεια σ’ αυτό το βιβλίο. Υστέρα, αφού χαράξουμε τις βασικές γραμμές της βυζαντινής ιστορίας, θα εξετάσουμε τα προβλήματα που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο και θα ερευνήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα έλυσε. Η μελέτη του λογοτεχνικού κινήματος και του καλλιτεχνικού κινήματος θα ολοκληρώσει την εικόνα αυτού του χαμένου πολιτισμού. Και τέλος, φάνηκε σκόπιμο να επισημάνουμε μερικά από τα προβλήματα που εξακολουθούν να τίθενται ακόμη και σήμερα στη βυζαντινή ιστορία. Ίσως αυτές οι ενδείξεις να κεντρίσουν την περιέργεια ορισμένων σοφών και να προκαλέσουν έρευνες που θα είναι πολύτιμες για την καλύτερη γνώση των πραγμάτων του Βυζαντίου. Έτσι θα μπορέσουμε να ορίσουμε ακριβώς ποιο ήταν το έργο του Βυζαντίου και που ακόμη και μετά την πτώση του 1453 διατηρήθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Αυτό είναι το σχέδιο αυτού του βιβλίου και ελπίζω ότι εκείνοι που θα το διαβάσουν, ακόμη κι αν γνωρίζουν ελάχιστα αυτή τη χαμένη ιστορία, θα καταλάβουν ότι η λέξη βυζαντινός δεν πρέπει πια να θεωρείται αναγκαστικά υβριστική.

Σε κάποια κείμενα προσπάθησα να δείξω σε μια σειρά από πορτραίτα πώς ήταν η βυζαντινή κοινωνία πριν από τις σταυροφορίες. Εδώ θα ήθελα να εκθέσω με τον ίδιο τρόπο πώς ήταν η ίδια αυτή κοινωνία κατά και μετά τις σταυροφορίες. Όπως θα δούμε, κατά την περίοδο από το τέλος του 10ου αιώνα ως τα μέσα του 15ου, τίθεται ένα πολύ σημαντικό ιστορικό και ψυχολογικό πρόβλημα, το να μάθουμε σε ποιο βαθμό, σ’ αυτή τη συχνή επαφή που υπήρχε τότε μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, η Δύση διείσδυσε και μεταμόρφωσε τις βυζαντινές ψυχές και ποιες ανταλλαγές ιδεών και ηθών έγιναν ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς που ήταν για πολύ καιρό ξένοι και εχθρικοί μεταξύ τους. Νομίζω πως δεν θα μπορούσαμε να βρούμε πουθενά καλύτερο έδαφος μελέτης και εμπειριών για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα απ’ όσο στο λεπτό πνεύμα των γυναικών, που ήταν τόσο πρόθυμο, μέσα στην περιπλοκότητά του, να υποστεί όλες τις επιδράσεις και να αντικατοπτρίσει όλες τις τάσεις του περιβάλλοντος όπου εξελισσόταν η ζωή τους. Γι’ αυτό οι «βυζαντινές μορφές» που θα προσπαθήσει να ζωγραφίσει αυτό το βιβλίο θα είναι ακόμη μια φορά κυρίως γυναικείες μορφές.

Και πάλι σ’ αυτή την πινακοθήκη θα συναντήσουμε τους πιο διαφορετικούς τύπους: έντιμες γυναίκες και άλλες λιγότερο έντιμες, αξιόλογα πνεύματα και μέτριες ψυχές, γυναίκες πολύ φιλόδοξες και ευλαβικά άτομα δοσμένα εξ ολοκλήρου στην αγιότητα και στην πίστη. Μια Άννα Κομνηνή, μια Ειρήνη Δούκα, και όλες οι ωραίες γυναίκες που έσερνε πίσω του ο βυζαντινός Δον Ζουάν Ανδρόνικος Κομνηνός, και άλλες ακόμη, πριγκίπισσες και αστές, θα δείξουν πρώτα πρώτα τις διάφορες πλευρές που πρόσφερε κατά τον 12ο αιώνα στην αυλή και στην πόλη, στο παλάτι και στο μοναστήρι, στον κόσμο των γραμμάτων και στο περιβάλλον των πολιτικών, η γεμάτη ίντριγκες, επαναστάσεις και περιπέτειες κοινωνία της εποχής των σταυροφοριών. Κυρίως όμως θα μελετήσουμε προσεκτικά τις μορφές που μας δείχνουν ποια ήταν τα αποτελέσματα της επαφής μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων: βυζαντινές πριγκίπισσες που μερικές φορές -σπάνια- έφυγαν από την πρωτεύουσα του Βοσπόρου για ν’ ανέβουν σε κάποιο θρόνο της Δύσης, πριγκίπισσες της Δύσης, περισσότερες αυτές, που ήρθαν από τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία, να καθίσουν στο θρόνο των Καισάρων, πριγκίπισσες της Συρίας, απόγονοι μεγάλων γαλλικών οικογενειών που μεταφυτεύτηκαν στην Ανατολή και που πολλές φορές γέμισαν το βυζαντινό κόσμο με τη λάμψη των περιπετειών τους. θα βρούμε μια ολόκληρη σειρά -με αρκετό ενδιαφέρον για την ιστορία- από ρομαντικές, μελαγχολικές ή τραγικές υπάρξεις που συμβολίζουν και εξηγούν πολύ καλά τη θεμελιώδη και αιώνια έλλειψη συνεννόησης που χώριζε πάντα αυτούς τους δύο εχθρικούς και αντίπαλους κόσμους, παρά τις προσπάθειές τους να πλησιάσουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Και τέλος, θα είναι ίσως ενδιαφέρον να συμπληρώσουμε τις πληροφορίες που μας δίνει η πραγματικότητα της ιστορίας με τις πληροφορίες που μας δίνουν τα μυθιστορήματα. Κι εδώ θα δούμε ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην ιπποτική κοινωνία της εποχής αυτής και από ποιες απόψεις αυτή η κοινωνία διαμορφώθηκε πάνω στα πρότυπα των ηθών των αυλικών της Δύσης. Έτσι, αναβιώνοντας μερικές από τις χαμένες μορφές της εποχής των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, ελπίζω να δώσουμε μια χρήσιμη συνεισφορά στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, ρίχνοντας κάποιο φως στην εξέλιξη του κόσμου της Ανατολής όπως μεταμορφώθηκε κατά την επαφή του με τους Λατίνους.

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *