Πηγή: Twitter Chrysoloras (Alyunan00)
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο του 16ου αιώνα απο τον Ζακυνθηνό μοναχό Παχώμιο Ρουσάνο (1508-1553) σχετικά με τις ελληνικές διαλέκτους της εποχής του.
Ο Ρουσάνος μόνασε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών στην πατρίδα του την Ζάκυνθο, ενώ είχε την ευκαιρία να βρεθεί σε πολλά μέρη της Ελλάδας, από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, το Άγιο Όρος(οπου μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα) ως τη Χίο, τη Λέσβο(όπου ίδρυσε και κάποια σχολεία), και σε πολλά άλλα μέρη μέχρι και την Ιταλία.
Ο λόγος του είναι κυρίως επικριτικός για τις σύγχρονές του διαλέκτους, γιατί θεωρεί οτι απομακρύνονται απο την αρχαία, και μερικές δέχονται ξένες επιρροές, αλλά η εικόνα του για την γεωγραφία της ελληνικής γλώσσας είναι εντυπωσιακή. Αναφέρει παραδείγματα διαλεκτικών τύπων απο την Αχαΐα, Μακεδονία, Κρήτη, Πόντο, Σωζόπολη και Αδριανούπολη Θράκης, Κάρπαθο, Ελλησποντο, Κύπρο, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Άθω, Απούλια, Σικελία, Αρτάκη, Κύζηκο, Λέσβο, Κύθηρα κτλ.
Ενδεικτική είναι και η προτελευταία παράγραφος, όπου εξηγεί οτι συνήθως οι μη-αστικοί πληθυσμοί διατηρούν πιο αρχαιοπρεπή στοιχεία της γλώσσας αν και συνήθως τους περιγελούν οι αστικοί πληθυσμοί ως αγροίκους.
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Η των Ελλήνων Διάλεκτος, η αυτή τοις πάσιν ήν εξ αρχής, μηδέν διαφέρουσαν, ήγουν η κοινή, επεί δε διεσπάρησαν κατά φυλάς, το ακοινώνητον και τινα διένεξιν ήνεγκε, και τοσούτω μάλλον, όσω και μετανάσται κατά διαφόρους καιρούς εγένοντο, πρώτον μεν γάρ Ίωνες τε και Αιολείς και Δωριείς και Αττικοί, οι μέν αυτών εν Πελοποννήσω ώκουν, οι δε, εκτός ταύτης και Δωριείς μεν, τα προς ανατολάς Πελοποννήσου, Ίωνες δε, τα προς δυσμάς, Αιολείς δε, περί τον κορινθιακόν κόλπον, ο και Αχαΐα λέγεται, μεθ’ούς Αττικοί οι και Αθηναίοι, κατά την Ατθίδα, μέρος της Ελλάδος, μετά δε ταύτα Ίωνές τε και Αιολείς μετώκησαν εις Ασίαν την κάτω. Δωριείς δε και εις τας νήσους. Ταύτα δη και Αττικοί πεπόνθασιν , εξ ου συνέβη δια το ανεπίμικτον την μίαν διάλεκτον διαιρεθήναι εις τέσσαρας, την κοινήν μεν, και ούτω πέντε διάλεκτοι παρά τοις ποιηταίς και συγγραφεύσιν εξεδόθησαν, αυτή τε η καταρζάς, ήγουν η κοινή, και Ιάς, Ατθίς, Δωρίς, Αιολίς, διαφέρουσαι κατά τινα την κοινής, ων αρχαιοτέρα τε και επικρατεστέρα έοικεν η των Ιώνων, ου μόνον ότι παρά των παλαιών ποιητών φέρεται, οίον Σιβύλλης και Ορφέως, Ομήρου τε και Ησιόδου και των τοιούτων, άλλ’ότι και παρά των νέων αυτή επικρατεί ώσπερ η Ατθίς, επι των ρητόρων, οίον Γοργίου, Αισχίνου, Δημοσθένους και των λοιπών.
Νυν δε αι τοιαύται διάλεκτοι ηλλοιώθησαν εκμιγείσαι, και παντελώς εξεβαρβαρώθησαν τω ρεόντι του χρόνου, όθεν και το αίτιον της αγνοίας της καθ΄ημάς γραφής, απολεσάντων ημών και την κοινήν διάλεκτον μετά του τεχνικού, όθεν έστιν ιδείν εν τήδε μεν τη χώρα κατά την πάλαι παράδοσιν τινά της γραφής ομολογούντας, εν ετέρα δε έτερα, και εν άλλη άλλα, όπερ δια την αγροικίαν τινών πειράσομαι αποδείξαι, «φρέαρ» τινές εν τη Αχαΐα λέγουσι την ορωρυγμένην πηγήν, και «λέβητα» και «κακκάβην» την χαλκήν χύτρα, ά παρά των εν Μακεδονία αγνοείται, ώσπερ τινά τούτων αγνοείται παρ’εκείνοις, οίον «στιβή, κόνυζα, μυρσίνη», οι δε Κρήτες αγνοούσι πολλά τοιαύτα, λατινικώς λέγοντες διά την τούτων επιμιξίαν, ήτοι τον στενωπόν , την ρύμην και εν λαχάνους δαύκον, κρόκον, βούβλωσσον, μακεδονήσιον, σάψυχον, και τον λέβητα κατ’ολίγον βαρβαρώσαντες, λαβένζι λέγουσιν, ομοίως και εν ετέροις. Έστι δ’ουν όμως ά των ονομάτων και ελληνικώτερον εκφέρουσιν υπέρ τους εν ταις άλλαις χώραις, οίον, έριφον, αίγαν, κολοιόν, κορυδαλόν, στρύχνον, βρυωνίαν. Ομοίως και τινα ρήματα άπερ ούκ οίδασιν εν ετέραις χώραις αλλ’άλλα τινά εις άλλον νούν πίπτοντα, οίον αδημονείν, ειρωνεύεσθαι, και οι εν ταις ημετέραις χώραις ούκ οίδασι διαφοράν πηγής και κρουνού, αλλ’άπαντα βρύσιν καλούσιν, οι δε εν Κεφαλληνία εσθ’όπου και πηγήν, και οι εν Σωζόπολει τη κατά Πόντον, κρουνόν που, και οι εν Αδριανουπόλει ικρία λέγουσι τινα επομήκη ξύλα, στάβαρα δε αντί τους σταυρούς εν Μακεδονία, τα εν τοις φραγμοίς, διατόνια δε οι Ζακύνθιοι τα πλαγίως τούτων τιθέμενα επιμηκή. Και οι μεν ημέτεροι αντί του ανάστα, σηκώθητι λέγουσιν , οιονεί, κουφίσθητι, οι δε Κύπριοι, ελλειπτικώς, άνα, και οι Κερκυραίοι ομοίως το εξής, άστα. Ωσαύτως Κύπριοι και Κρήτες γραφικώς λέγουσι το χαμαί και αριστερά, έτεροι δε βαρβαρικώτερον ταύτα λέγουσι, και αντί του χαμαί κάτω λέγουσι, το δε κάτω, σχέσιν έχει προς το άνω.
Και οι κατά την Απουλίαν και Σικελίαν, τινά κατά τον νόμον της γραφής προφέρουσιν, οίον, έκλασε τον άρτον, και άρτι παραγέγονα. Και Καπάρθιοι, ήμην λέγουσιν, αντί του υπήρχον, ως δε Αρτακήσιοι και Κυζικηνοί εδάρθηνα λέγουσιν, όπερ οι κατά την ημετέραν διάλεκτον εδάρθηκα λέγουσιν, οι δε Πόντιοι, εδάρθην, ομοίως και λεπάδας, όστρεά τινα, και βραγχία τα του ιχθύος, ώσπερ δήτα και Ελλησπόντιοι. Εύρηται δε ταύτα ούρω και παρά ποιηταίς τε και φιλοσόφοις. Οι δε πλείους εν τη καθ’ημάς χώρα, σύρε λέγουσι, αντί του, ύπαγε, έστι δε ελλειπτικόν, αντί του σύρε τους πόδας, ή έλκε την οδόν. Τινές το άνω και έσω κατά αρχαίαν συνήθειαν επί των αροτριών των βοών λέγουσι, μη επιστάμενοι τούτο εξ αμαθία εν ετέροις χρασθαι, νομίζοντες, ότι τοις βουσί τούτο ίδιον οι βοών αλογώτεροι. Αλλά και παρά γυναιξίν έστι τινα εκφερόμενα σχετλιαστικά επιρρήματα κατά τους παλαιούς οίον , το ίου, το αιβοί, ομοίως και παρά Λεσβίοις το ά εκπληκτικόν όν, ή ποιητικώς προφέρεται, και το τέως χρονικόν, απερώμενοι δε ποτε αλλήλους, καρκίνος λέγουσι, κατά επικράτησιν παλαιάν , ούκ οίδασι δε διόπερ τούτο λέγουσιν , έστι δε τούτο παρ’ιατροίς πάθος τι συμβαίνον πολλάκις εν τοις των γυναικών μαζοίς, και ο παρ’ημίν κάβειρος, και το μεν κοινόν ούκ οίδασι, το δε πάγκοινον τέως γινώσκουσιν αλόγως καθά δη και οι εν Πόντω, ηλάριον μεν ίσασι το καρφίον, ήλον δ’ού, και οι εν Κύπρω, ιππάριν μεν, ουχί δε και ίππον, ως δήπου και οι εν τη ημεδαπή, δοκάριον μεν γινώσκουσι, δοκόν δ’ήκιστα, και τοι όμοιον τούτο ως είποι τις ξύλον και ξυλάριον, και νησσάριον οίδασι την λιμναίαν όρνιν, νήσσαν δ’ουδόλως, και παρίππιον συνθέτως και παραγώγως, είθουν παρασυνθέτως γινώσκουσιν , ου μην δε ίππον, αλλ’άλογον , άλογον δε, ου μόνον ίππος, αλλά και βούς και όνος, και όσα λόγον ουκ έχουσιν, και ψιλούν λέγουσι τον αγρόν και εξυλούν, όπερ αλλαχού ελοκοπείν, αλλ’ούτε ούτοι, ούτε εκείνοι γιγνώσκουσι τι έστι ψιλόν και τι ύλη, και τι έλος, εκ τούτων γάρ τα παρ’αυτοίς ρήματα. Ομοίως και οι Αθωνίται, το άπαξ επίρρημα ποσότητος, και δίς λέγουσι και ούτοι και οι πλείστοι, ως όταν λέγωσι, δις την ώραν, αν δ’ακούωσι τούτο εν βιβλίω, ου συνιούσι, και οι μεν Κύπριοι επί εικασμού, ίσως λέγουσιν, οι δε λοιποί, τάχα, και τινες εν ταις νήσοις τον στοχασμόν γινώσκουσιν, έτεροι δε ουδαμώς.
Και άλλοι μεν το ω κλητικό επίρρημα, άλλοι δε αντί τούτου, το έ, και άλλοι αντί του βλέπειν τηρείν λέγουσιν, άλλοι θεωρείν, άπερ εις άλλον νούν έρχονται, ει και τινα οικειότητα έχουσιν, άλλοι , κυττάζειν, ίσως από του κυπτάζειν, και οι μεν Κυθήριοι τας μετοχάς έχουσιν εν συνηθεία, άλλοι δε σπανίως, και ούχ ως δεί.
Και άλλοι το ιδίωμα ποσώς αναφέρουσιν , άλλοι το ίδιον, και άλλοι το ποσόν, μη γινώσκοντες δε το ποιόν, και τοι ώσπερ το ποίον αοριστούμενον γίνεται ποιόν, ούτε και το πόσον ποσόν. Ζακύνθιοι δε φιλούσιν ιδίως καλείν σκοπόν, τινά παρ’αυτοίς σκοπιάν. Και Μηθυμναίοι, λειμώνα, λειβάδιον τι. Ανέμων δ’ονόματα κρειττόνως οίδασι Πόντιοι, ούτοι έχω λέγουσιν, όπερ έτεροι, δεν έχω. Και Κρήτες ίντα θες, αντί του τι θέλεις, και τι λές, έτεροι, αντί του τι λέγεις, άπερ κατά αφαίρεσιν ,ή αποκοπήν τε και συγκοπήν των συλλαβών ούτω φέρεται, ήτοι από του ουδέν αττικού, δεν, αντί του ού, και από του τι ένι το, και τι ένι τα, τίντο και τίντα, ως παρά Λεσβίοις, εξ ου παρά Κρησί και άλλοις ραθύμοις, το ίντα και σχεδόν ουδέν της γραφής ρήμα, όπερ μη εν τη οικουμένη φέρεται, ει δε και τινα ου φέρεται, ουδέν θαυμαστόν, πολλά γαρ εν λήθη και αλλοιώσει γεγόνασιν, εξ αμελείας και της επιμιξίας των βαρβάρων, ως εν τοις ήδη ρηθείσι βραχέσι ρήμασιν αποδέδεικται, πόσα γαρ ονόματα πετεινών, ερπετών, τετραπόδων, φυτών, ιχθυών, ζωυφίων τε και κνωδάλων, και των λοιπών των εν τω κόσμω ούκ οίδαμεν ; Πώς ουν άκουσαντες εν τη γραφή ταύτα νοήσωμεν ; Και γάρ κατ’αρχάς τα ονόματα ετέθησάν τε και διωρίσθησαν εκάστω είδει των κτισμάτων δια την χρήσιν και ωφέλειαν την εξ αυτών, και τας διαφόρους ενεργείας εκάλεσε γαρ φήσιν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι, και πάσι τοις πετρινοίς του Ουρανού και πάσι τοις θηρίοις της γής.
Αλλά και Σολομών οίδεν αστέρων θέσεις, και φυτών φύσεις και βοτάνων. Έστι δ’ότε και οι τηλού των αγρών οικούντες, ελληνικώτερόν τε και τεχνικώτερον λαλλούντες των αστικών εξ απλότητος, οι γαρ κατά τας πόλεις εκ κενοδοξίας, εις το ευσχημονέστερον βουλόμενοι μεταγάγειν τας λέξεις μάλλον φθείρουσι, και τους κωμήτας και αγροίκους αλόγως σκώπτουσι και μυκτηρίζουσιν, ομοίως και τοις αλλοπαποίς επιγελώσι, και έθνος έθνει ετέρω, και πόλις πόλει, ότι ου ταύτα λαλούσι, μη ειδότες ά διαβεβαιούνται.
Ταύτα δε πάσχουσιν εξ αμαθίας, ως είρηται, ο γαρ Θεός εξ αρχής τελείς και τεχνικάς διένειμε τας διαλέκτους εν τοις έθνεσιν, ως δέδεικται, μετά δε ταύτα, ούτω κατεστάθησαν ού μόνον γάρ η ημετέρα διάλεκτος ούτως ηλάττωται και ηλλοιώται, αλλά και των λοιπών εθνών. Και τούτων μέν, μάλλον ηλάττωται, ηλλοίωται δε μάλλος η ημετέρα, δια την διασποράν την γενόμενην εις διαφόρους τόπους, τα γαρ λοιπά έθνη ουκ εισίν ούτως εξηπλωμένα εις διαφόρους επαρχίας τε και πατριάς, όθεν και η γραφή παρ’αυτοίς απλουστέρα, αλλ’ούχι και ποικίλη και δαψιλής εν ταις λέξεσι, δια το στενόν της γλώσσης, όπερ συνέβη αυτοίς δια το των χώρων ανεπιτήδειον, ουδεμία δε η εντεύθεν βλάβη, καν εκ της μερικής είπης εναλλαγής, καν εκ της γενομένης καθόλου επι της πυργοποιΐας, ώσπερ γαρ δια των διαφόρων αυτού ποιημάτων δοξάζεται ο Θεός, ούτω δη και εκ των διαφόρων διαλέκτων, και γαρ το πολύτροπον , των τρεπτών ίδιον. Ει δε τις έρει, ότι δια το διάφορον της γλώσσης αι αλλεπάλληλοι μάχαι και οι πόλεμοι, ψεύδος ερεί δηπουθεν, ουκ ειδώς των Ελλήνων τους εμφυλίους πολέμους, ωσαύτως και των βαρβάρων, μάλλον δε δια το διαφέρειν ημάς κατά την διάλεκτον, έκαστος εν τοις όροις μένει τοις ιδίοις, μισών την αλλοδαπήν…»
Πηγή: Patrologiae cursus completus, Jacques-Paul Migne, τ.98, σελ.1349