του Χρίστου Δαγρέ,
Το 1ο μισό του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από την κορύφωση (και τελικά την παρακμή, εξαιτίας και της πολεμικής εξάντλησης μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, των κύριων κρατικών υποκειμένων) του “αποικιοκρατικού δράματος”, δηλαδή τη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων με αποικίες ή αποικιοκρατικές βλέψεις, καμουφλαρισμένων πίσω από ιστορικο-ιδεολογικά “αυτοκρατορικά” κατασκευάσματα. Η πιο “οπερετική” εκδοχή αυτής της ιδεολογίας είναι αναμφίβολα η νεο-αυτοκρατορική ιδέα της ιταλικής άρχουσας ελίτ περί “αναβίωσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας”.
Η νεο-αυτοκρατορική ιταλική περιπέτεια χωρίζεται αδρά σε δύο φάσεις: την περίοδο της Αντάντ και την περίοδο του Άξονα, οι οποίες διαφέρουν μόνο ως προς το συμμαχικό πλαίσιο εντός του οποίου οι Ιταλοί επιχείρησαν να υλοποιήσουν τις αποικιοκρατικές στοχεύσεις τους, οι οποίες παρέμειναν λίγο-πολύ οι ίδιες και στις 2 περιόδους. Στα πλαίσια της Τριπλής Συνεννόησης [Triple Entente ή απλώς Αντάντ] και στην προσπάθεια της να προσεταιριστεί την Ιταλία, επιτράπηκε στους Ιταλούς να διεκδικήσουν την υλοποίηση των αποικιακών του στόχων στις τούρκικες επαρχίες της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής (στις οποίες κατόπιν έδωσαν την αρχαιοελληνική ονομασία Λιβύη). Οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία το Σεπτέμβριο του 1911, ωστόσο οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, τουλάχιστον στο ξεκίνημα, έκρυβαν πολλές απογοητεύσεις και ήττες για τον ιταλικό στρατό. Έτσι, σε μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, στις 5 Μαϊου 1912 ο στρατηγός G. Ameglio αποβιβάζεται στη Ρόδο, την οποία καταλαμβάνει σε λίγες ημέρες. Με την κίνηση αυτή, ως μία δευτερεύουσα εκδήλωση των νεο-αυτοκρατορικών ιταλικών φαντασιώσεων, οι ιταλικές στοχεύσεις κατέληξαν να ταλαιπωρούν για περίπου μισό αιώνα ένα σημαντικό κομμάτι του νησιώτικου Ελληνισμού: τα Δωδεκάνησα.

Η Ελληνική στάση
Ο Ιωάννης Μεταξάς– υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου- έγραψε στο ημερολόγιο του, ότι η κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία ήταν πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού προς τον Ιταλό ομόλογο του, στον οποίο είχε επίσης προτείνει να τα κηρύξουν αυτόνομα υπό την προστασία της Ιταλίας ή της Ευρώπης. [1]
Αρχικά οι κάτοικοι, στη μεγάλη του πλειοψηφία Έλληνες ορθόδοξοι, υποδέχτηκαν τους Ιταλούς ως απελευθερωτές, ελπίζοντας ότι αποτελεί προείκασμα της Ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα, ελπίδες που είχε υποδαυλίσει αρχικά και ο ίδιος ο Ameglio και άλλοι ιταλοί παράγοντες που τόνιζαν την προσωρινότητα της κατάστασης και το στόχο της αυτονομίας των νησιών υπό ιταλική προστασία. Ο Ίωνας Δραγούμης ως Τμηματάρχης Α’ στο Υπ. Εξωτερικών αναλαμβάνει δράση και με τη βοήθεια του Σταύρου Λιάτη και του αξιωματικού πεζικού Αλέξη Γαβαλιά οργανώνει το “Κοινόν των Νησιωτών” για να προλάβει τις εξελίξεις. Αστραπιαία και με μεγάλη μυστικότητα διοργανώνουν το Γ’ Συνέδριο Πληρεξουσίων από τις “δημαρχίες” των νησιών στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο (3-6 Ιουνίου 1912) [2]. Το Συνέδριο αφού εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Ιταλικό Βασίλειο για την απελευθέρωση “από του αφορήτου τουρκικού ζυγού”, κηρύσσει την Αυτονομία των νήσων ως “Πολιτεία του Αιγαίου” και αποφασίζει να σταλεί το ψήφισμα στις Ιταλικές αρχές και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Παρότι το Συνέδριο είχε προδοθεί, οι Ιταλοί δεν πρόλαβαν να διακόψουν τις εργασίες και να συλλάβουν τους πληρεξούσιους και τους διοργανωτές. Ωστόσο, ο Ameglio όταν του ενεχειρίζεται το ψήφισμα το επιστρέφει ως “μη αποδεκτό”. [3]
Η αντίδραση του στρατ. Ameglio ήταν ενδεικτική των κρυφών “αυτοκρατορικών” βλέψεων των Ιταλών για τα Δωδεκάνησα. Οι καθησυχαστικές αρχικές δηλώσεις προς τον ελληνικό πληθυσμό ήταν απλώς κούφιες υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Έτσι αρχικά τα νησιά αποκτούν “ενεχυριακό χαρακτήρα” καθώς η Ιταλία καταρχάς αγνόησε την προτροπή του Βενιζέλου για αυτονόμηση τους αλλά συμφώνησε με την Τουρκία να τα επιστρέψει όταν αυτή αποσύρει τα στρατεύματα της απ’τη Κυρηναϊκή. Η συμφωνία με την Τουρκία δεν τηρήθηκε καθώς με την “μυστική” Συνθήκη του Λονδίνου (1915) απαίτησε και πήρε, μεταξύ άλλων ανταλλαγμάτων, και την επίσημη προσάρτηση των Δωδεκανήσων, για να συμμετάσχει στον Α’ Παγκ. Πόλεμο (Α’ΠΠ) με το μέρος της Αντάντ.
Αργότερα ωστόσο, υπό την πίεση των συμμάχων της ο Ιταλός υπουργ. Εξωτερικών Tommaso Tittoni υπέγραψε συμφωνία με τον Ελ. Βενιζέλο το 1919 ότι η Ιταλία θα παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα (με την εξαίρεση της Ρόδου) και η Ελλάδα θα υποστήριζε τα ιταλικά συμφέροντα σε Αλβανία και Ανατολία. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκε στη βραχύβια Συμφωνία των Σεβρών το 1920, όπου η παραχώρηση των Δωδεκανήσων συνδέθηκε με την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα από τη Μ. Βρετανία ενώ για τη Ρόδο είχε προβλεφθεί δημοψήφισμα για την Ένωση μετά από 15 χρόνια. Υπό το βάρος των γεγονότων στη Μ. Ασία, η ιταλική κυβέρνηση θα αποκηρύξει τη συμφωνία Tittoni-Βενιζέλου το 1922, ενώ με τη Συμφωνία της Λωζάννης η Τουρκία εγκταλείπει επίσημα κάθε δικαιώματος στα νησιά και “επισημοποιείται” η προσάρτηση στην Ιταλία οπότε πλέον οι Δωδεκανήσιοι αποκτούν υπηκοότητα Ιταλού πολίτη. [4]
Από τον Ameglio και μέχρι το 1922 τα νησιά είχαν μια σειρά από Ιταλούς στρατιωτικούς διοικητές. Μετά την προσάρτηση τους όμως και επίσημα στην Ιταλία διορίζονται κατά σειρά 4 Κυβερνήτες, οι: Mario Lago (Νοεμ. 1922 – Νοεμ. 1936), Cesare Maria De Vecchi (Δεκ. 1936 – Δεκ. 1940), Ettore Bastico (Δεκ. 1940 – Ιουλ. 1941) και Inigo Campioni (Ιουλ. 1941 – Σεπτ. 1943).
1915: H Μυστική Συνθήκη του Λονδίνου
Το 1915 ο μαρκήσιος Imperiali, ως εκπρόσωπος της ιταλικής κυβέρνησης, συναντήθηκε μυστικά στο Λονδίνο με τους εκπροσώπους της Αντάντ, το Βρετανό υπουργό εξωτερικών σερ Edward Gray, το Γάλλο πρέσβη Paul Cambon και τον Ρώσσο πρέσβη κόμητα Benclcendorff για να διαπραγματευτεί την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο μαζί με την Αντάντ. Η τελική συμφωνία έδινε στην Ιταλία σχεδόν τα πάντα απ’όσα ζήτησε εδαφικά και οικονομικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα είχε το Άρθρο 8: “H Ιταλία θα λάβει και τα δώδεκα νησιά (Δωδεκάνησα), τα οποία τώρα κατέχει, σε πλήρη προσάρτηση.”
Έμμεσο Ελληνικό ενδιαφέρον είχε και το άρθρο 9, όπως γνωρίζουμε υπό το φως των πραχθέντων στη Μικρά Ασία μετά το τέλος του Α’ΠΠ. Το άρθρο αναγνώριζε εδαφικά δικαιώματα στην Ιταλία στην περιοχή της Αντάλιας (εάν κατακερματίζονταν η Τουρκία) ή, σε περίπτωση διατήρησης της Τουρκίας, αναγνώριζε το δικαίωμα της Ιταλίας να διατηρήσει στη σφαίρα επιρροής της την περιοχή αυτή. Ουσιαστικά, οι 3 Σύμμαχοι και το επίδοξο νέο μέλος μοίραζαν το κρέας της (τουρκικής) αγελάδας προτού τη σφάξουν. Ακόμη παραχωρούνταν εδάφη στην Ιταλία εδάφη που ανήκαν στη σφαίρα της Αυστρο-Ουγγαρίας στο Τρεντίνο, τη Τεργέστη, την Ίστρια και τη Δαλματία (συμπεριλαμβανομένων πολλών νησιών), ενώ δημιουργούνταν μία ευρύτερη “ουδέτερη” ζώνη πέριξ αυτών. Τέλος αναγνωρίζονταν εδαφικά δικαιώματα στην Ιταλία σε Λιβύη, Ερυθρέα και Σομαλιλάνδη. Η Συνθήκη ολοκληρώθηκε και υπογράφηκε την 26η Απριλίου. [5, 6]
Νωρίτερα τον Απρίλιο, ο Imperiali είχε εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις που κράτησαν εβδομάδες με το Γερμανό πρώην καγκελάριο Bernhard von Bülow με διακύβευμα την ουδετερότητα της Ιταλίας απέναντι στις Κεντρικές Δυνάμεις. Οι εδαφικές απαιτήσεις της Ιταλίας ήταν λίγο-πολύ οι ίδιες με αυτά που πήρε απ’την Αντάντ, γεγονός που ενοχλούσε κυρίως την Αυστρο-Ουγγαρία καθώς αυτή εξαναγκαζόταν σε εδαφικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, ενώ είχαν καταλήξει σε μία καταρχήν συμφωνία (η οποία περιλάμβανε την απόσυρση του όποιου ενδιαφέροντος της Αυστρο-Ουγγαρίας από Αλβανία και Δωδεκάνησα), τελικά κατέρρευσε εξαιτίας της κάθετης άρνησης της Αυστρο-Ουγγαρίας να παραχωρηθούν τα εδάφη άμεσα (όπως απαιτούσε η Ιταλία) και όχι μετά το τέλος του Α’ΠΠ. Μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, ο δρόμος άνοιξε για την Ιταλία για να προσχωρήσει πλήρως στην Αντάντ, με ανάληψη στρατιωτικών υποχρεώσεων. [6]
Γενικά η άσκηση της μυστικής διπλωματίας μεταξύ των μεγαλύτερων ή μικρότερων κρατών της Ευρώπης, με κυριότερη της διαβόητη Συνθήκη του Λονδίνου (1915) θεωρείται ως ένας από τους σοβαρότερους παράγοντες που αν δεν προκάλεσαν τον Α’ΠΠ, σίγουρα λειτούργησαν αναδραστικά για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης (αν υπήρχε). Αναμφισβήτητα δε, η Συνθήκη ήταν το δυσκολότερο εμπόδιο για την ολοκλήρωση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του Α’ΠΠ καθώς τα όσα είχαν τόσο “γενναιόδωρα” υποσχεθεί οι Άγγλοι στην Ιταλία συγκρούονταν τόσο με την εθνολογική πραγματικότητα επί του εδάφος (π.χ. σε Δαλματία και Δωδεκάνησα) όσο και με τα συμφέροντα άλλων συμμάχων με σημαντική προσφορά σε θυσίες, όπως η Ελλάδα και η Σερβία (Γιουγκοσλαβία). Οι φήμες για μια μυστική συμφωνία μεταξύ Αντάντ και Ιταλίας είχαν θορυβήσει έντονα τους Σέρβους βουλευτές, και ο πρωθυπουργός Μ. Πάσιτς σε μία προσπάθεια να διασκεδάσει τους φόβους τους επιχειρηματολόγησε επάνω στην πίστη του ότι η Ιταλία δεν θα πρόδιδε την αρχή των εθνοτήτων, την οποία είχε επικαλεστεί παλαιότερα κατά την περίοδο ενοποίησης της χώρας. [7] Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται μακρύτερα από την αλήθεια! Η μόνη σταθερή “αρχή” των δυνάμεων της “Δυτικής” Ευρώπης είναι η εργαλειακή χρήση των διαφόρων “ηθικών αρχών” χρησιμοποιώντας σταθερά “δύο μέτρα και δύο σταθμά” όταν το συμφέρον τους το υπαγορεύει.
Η στάση της Ελλάδος
Η περιφρόνηση της βούλησης της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων των Δωδεκανήσων τόσο από τους Ιταλούς (που προφανώς δεν ενοχλούνταν ιδιαίτερα μπροστά στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους), όσο και από τους “Συμμάχους” (σε μία όχι και τόσο “σωστή πλευρά της Ιστορίας”) είχε ως αποτέλεσμα την αναζωπύρωση του αισθήματος αλυτρωτισμού τόσο από τους δωδεκανήσιους που ζούσαν εντός και εκτός των νησιών, όσο και από τους υπόλοιπους Έλληνες, ειδικά από το 1919 και έπειτα, όταν με αφορμή το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, αποκαλύφθηκε η “μυστική” διπλωματία κατά τη διάρκεια του Α’ΠΠ.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εύποροι Δωδεκανήσιοι της διασποράς, κυρίως σε Αθήνα και Αλεξάνδρεια, με ηγήτορα τον Καλύμνιο γιατρό Σκεύο Ζερβό, ο οποίος πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Αιγαιοπελαγίτικου Συλλόγου (1912) και Δωδεκανησιακού Συλλόγου (1917) για την προώθηση του Δωδεκανησιακού ζητήματος. Μαζί με τον Γεώργιο Ρούσσο δημοσιεύουν τη “Λευκή Βίβλο της Δωδεκανήσου” την οποία κατέθεσαν στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, ενώ συνοδεύει τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο στό Συνέδριο των Σεβρών, με τον οποίο διαφωνεί στο ότι η Συμφωνία δεν ήταν εφαρμόσιμη άμα τη υπογραφή της αλλά χρειαζόταν επικύρωση απ’τα Κοινοβούλια. Εκτός από τους δύο αυτούς συλλόγους, οι Δωδεκανήσιοι της διασποράς είχαν σχηματίσει πολυάριθμα τοπικά σωματεία, ειδικά στον Πειραιά, τα οποία υποδέχονταν κάθε χρόνο δεκάδες νέους απ’τα Δωδεκάνησα που κατέφευγαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Εδώ πρέπει να εξάρουμε πάλι την οξυδέρκεια του Σκ. Ζερβού ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής Αθηνών με τους Φιλελεύθερους το 1923 και είχε πετύχει “την είσοδο των Δωδεκανησίων σπουδαστών στα Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις καθώς και την είσοδό τους στις στρατιωτικές σχολές πέρα από τον καθορισμένο αριθμό” [8], γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας ειδικά μετά την πλήρη απαγόρευση εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας στα νησιά.

Οι ελπίδες που καλλιέργησε η Συμφωνία Tittoni-Βενιζέλου και επιβεβαίωσε η Συμφωνία των Σεβρών αποδείχτηκαν φρούδες. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων στην Ελλάδα άλλαξε τις προτεραιότητες, ενώ η Ιταλία δεν αισθανόταν πλέον υποχρεωμένη να κυρώσει τη Συμφωνία. Το 1928 με την επίσκεψη Βενιζέλου στην Ιταλία και την υπογραφή του ελληνο-ιταλικού Συμφώνου Φιλίας Βνιζέλου-Μουσολίνι, η επίσημη πολιτική της Ελλάδος υποβαθμίζει το ζήτημα των Δωδεκανήσων. Διαμαρτυρόμενος “ο Ζερβός πήγε στα Χανιά και τον συνάντησε. «Είναι ξηρά και άγονα νησιά» του είπε ο µεγάλος Κρητικός, «δεν αξίζει τον κόπο»”. [9]
Η πολιτική του κατευνασμού της Ιταλίας σύμφωνα με το πνεύμα του Συμφώνου Φιλίας συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια της 10ετούς ισχύς του. Το 1938 δε, παρά τη θέληση του Ι. Μεταξά να ανανεώσει το Σύμφωνο Φιλίας και Μη-Επίθεσης, αυτό δεν ήταν εφικτό για λόγους ευρύτερων διπλωματικών συνθηκών από το φόβο μήπως εκληφθεί ως παραβίαση της αυστηρής ουδετερότητας της Ελλάδας. Η λύση που βρέθηκε ήταν να υπάρξουν ταυτόχρονες διακοινώσεις των δύο χωρών με ημερομηνία την 30η Σεπτ. 1938, όπου δηλώνονταν αμοιβαία οι καλές προθέσεις τους και η κοινή προσήλωση προς τη φιλία και ειρήνη των δύο χωρών, αφήνοντας την ανανέωση του Συμφώνου για το μέλλον. Οι διακοινώσεις αυτές προκάλεσαν μεγίστη εντύπωση παγκοσμίως και, σύμφωνα με τον Γκράτσι, ερμηνεύτηκαν από κορυφαίους Έλληνες διπλωματικούς ως πρόσκληση προς τα βαλκανικά κράτη να στραφούν προς την Ιταλία, ως ανάχωμα στην εξάπλωση του γερμανισμού και του σλαβισμού στα Βαλκάνια. [10]
Οι συνθήκες για την ανάδειξη της δωδεκανησιακής κατοχής γινόταν όλο και δυσχερέστερες, παρά τη σαφή σκλήρυνση της ιταλικής πολιτικής στα νησιά από το 1937 κι έπειτα. Οι εφημερίδες που εξέδιδαν οι ενώσεις δωδεκανησίων είχαν γίνει ιδιαιτέρως εχθρικές απέναντι στην Ιταλία. Το καθεστώς Μεταξά, στην προσπάθεια του να αποφύγει παντί τρόπω οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί προκλητική ως αφορμή πολέμου από πλευράς Ιταλίας, υπέβαλε τα σωματεία σε αυστηρό έλεγχο και λογόκρινε τις εφημερίδες τους, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Το πικρά τραγελαφικό δε είναι ότι ο υφυπουργός Τύπου και Τουρισμό κ. Νικολούδης, που προΐστατο της λογοκρισίας των δωδεκανησιακών εφημερίδων, ήταν δωδεκανησιακής καταγωγής ο ίδιος! [11]
Παρά τις αμοιβαίες διακοινώσεις φιλίας και μη-επίθεσης του 1938, από το 1939 οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώνονταν διαρκώς επάνω σε δύο κύριους άξονες: τις διαμαρτυρίες της Ιταλίας ότι η Ελλάδα παραβίαζε την ουδετερότητα, με κυριότερη και σε κάποιο βαθμό ίσως αληθή κατηγορία τις πιθανές παραβιάσεις των χωρικών της υδάτων από βρετανικά πολεμικά πλοία, για τις οποίες η Ελλάδα ρεαλιστικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω από επίσημες διαμαρτυρίες (οι κατηγορίες για ελιμενισμό ή απόκρυψη τους σε ελληνικά λιμάνια αποδείχτηκαν όλες παντελώς αναξιόπιστες και ψευδείς) και την (οπερετική) ανάδειξη της υπόθεσης Νταούτ Χότζα (ενός διαβόητου δολοφόνου και κακούργου, τσάμικης καταγωγής, που δολοφονήθηκε φυγάδας στην Αλβανία, πιθανόν ως αντεκδίκηση συγγενών θυμάτων του) σε κύριο εργαλείο της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής το καλοκαίρι του 1940.
Η κυβέρνηση Μεταξά έκανε κάθε τι δυνατό για να καθησυχάσει την Ιταλία και να αποφύγει μια πολεμική αναμέτρηση (όπως π.χ. να αποκρύψει τις αποδείξεις ότι ήταν ιταλικό το υποβρύχιο που τορπίλισε την “Έλλη”), συμπεριλαμβανομένης και της εξαιρετικά χλιαρής στάσης της στον προκλητικό αυταρχισμό της διοίκησης De Vecchi στα Δωδεκάνησα, λεπτομέρειες της οποίας θα δούμε σε επόμενο κείμενο. Τελικά, ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο – για δικούς τους λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού – επέλεξαν το δρόμο του πολέμου.
Θα ακολουθήσει ένα δεύτερο κείμενο με πληροφορίες γύρω από τις συστηματικές προσπάθειες εξιταλισμού των Δωδεκανήσων (κυρίως επί διοίκησης De Vecchi) και την απόπειρα ιδεολογικοποίησης της διοίκηση τους ως “μοντέλο αποικιοκρατίας” στην Ανατ. Μεσόγειο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πηγή: Αντγος ε.α. Ιωάννης Κρασσάς “Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911-12 και η κατάληψη των Δωδεκανήσων”.
[2] Σύμφωνα με μια μαρτυρία, η μυστικότητα της συνάντησης εκνεύρισε αρχικά αρκετούς κατοίκους της Πάτμου επειδή την εξέλαβαν για μυστική συνάντηση Νεότουρκων συνωμοτών. Οι “δημαρχίες” ήταν η εξέλιξη των παλαιότερων “δημογεροντιών”, δηλαδή ο αυτοδιοικητικός κοινοτιστικός θεσμός στα νησιά. Πηγή: Nicholas Doumanis “Occupiers and occupied in the Dodecanese, 1912-1947: Italian colonialism and Greek popular memory”. Diss. UNSW Sydney, (1994).
[3] Οι πληροφορίες για τον Ίωνα Δραγούμη και το Συνέδριο της Πάτμου, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του ψηφίσματος για την Αυτονομία, προέρχονται από το άρθρο του Αθανάσιου Λ. Κόρμαλη “«Κοινὸν Νησιωτῶν Αἰγαίου» Ἡ προσπάθεια τοῦ Ἴωνα Δραγούμη γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Δωδεκανήσων (1912)”. Περιοδικό “το Ένζυμο”, τεύχος ΚΑ’, σελ. 100-107 (Άνοιξη 2024).
[4] Πηγή: Alexis Rappas “The Fascist Temptation: British and Italian Imperial Entanglements in the Eastern Mediterranean.” Contemporary European History: pp.1-18 (2022) και Doumanis Ν., ο.π..
[5] Οι ιταλικές διεκδικήσεις επί των οθωμανικών κτήσεων σε Μ. Ασία και Μέση Ανατολή επαναδιατυπώθηκαν σε νέα μυστική συμφωνία στο Σαιν-Ζαν-ντε-Μωριέν (St. Jean de Maurienne) τον Απρίλιο του 1917, χωρίς τη συμμετοχή της καταρρέουσας τσαρικής Ρωσίας. Ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον έχει η απαίτηση της Ιταλίας να συμπεριληφθεί και το βόρειο τμήμα απ’το βιλαέτι της Σμύρνης στα ελεγχόμενα από την Ιταλία εδάφη. Πηγή: Wikipedia “Agreement of St.-Jean-de-Maurianne” (προσπελάστηκε: 04 Ιουνίου 2024).
[6] Ολόκληρη η μυστική συνθήκη του Λονδίνου καθώς και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Αυστρο-Ουγγαρίας βρίσκονται στο Bedford Turner “Secret treaties of the allies with a special study of the Treaty of London”. Electronic Theses and Dissertations. Paper 1470. https://ir.library.louisville.edu/etd/1470/ (1930).
[7] Πηγή: Bedford Turner, ό.π.
[8] Ο Σκευοφύλαξ (Σκεύος) Ζερβός εκτός από την εθνική του δράση είχε και σημαντική ακαδημαϊκή δράση ως υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπ. Αθηνών, θέση που αναγκάστηκε να αφήσει τo 1914 όταν ο πρύτανης του Πανεπεπιστημίου Σπύρος Λάμπρου (και βραχύβιος πρωθυπουργός για 7 μήνες μεταξύ των ετών 1916-17) του ζήτησε να επιλέξει μεταξύ της καθηγητικής ιδιότητας και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εναντίον της Ιταλικής Κατοχής, καθώς είχε δημιουργηθεί διπλωματικό ζήτημα. Τη δεκαετία του ‘30, είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία αντι-ιταλικού συνδέσμου στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών από διάφορες εθνότητες (Σέρβους, Σλοβένους, Τυρολέζους κ.α.) που υπέφεραν από την ιταλική καταπίεση. Κατά τη γερμανική Κατοχή της Ελλάδος, ο Ζερβός διέφυγε στην Αίγυπτο καθώς είχε πληθώρα καταδικαστικών σε θάνατο αποφάσεων από ιταλικά δικαστήρια, για να συνεχίσει απρόσκοπτα την εθνικοαπελευθερωτική του δράση. Το ιατρικό/ερευνητικό του έργο ήταν πολυσχιδές, και μεταξύ άλλων αφορούσε και στον τομέα της τηλεϊατρικής, στην οποία υπήρξε πρωτοπόρος καθώς κατασκεύασε και επέδειξε με επιτυχία τη συσκευή της “Τηλεξέτασης” που επέτρεπε την ακρόαση των σφυγμών του ασθενούς από απόσταση. Πηγή: Αναστάσιος Κοντάκος και Αναστάσιος Κουντούρης “Πανεπιστημιακή και Ενωτική Δράση του Σκεύου Ζερβού” (προσπελάστηκε: 04 Ιουνίου 2024).
[9] Πηγή: Μαρία Μ. Ζαϊρη “Σκεύος Ζερβός”. Καλυμνιακό Αρχείο http://www.kalymnos-archives.gr/2011/03/02/%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%82-%CE%B6%CE%B5%CF%81%CE%B2%CF%8C%CF%82/
(προσπελάστηκε 04 Ιουνίου 2024).
[10] Εμανουέλε Γκράτσι “Το Ημερολόγιο του Γκράτσι”. Έκδοση “τα Νέα”, (2018).
[11] Γκράτσι Εμ., ό.π.
4 thoughts on “Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία”