Υπολοχαγός Ουάσινγκτον: αφανής φιλελεύθερος φιλέλληνας ή αμφιλεγόμενος τυχοδιώκτης και πράκτορας;

γράφει ο Χρίστος Δαγρές,

Πρόσφατα ανέβηκε στην ιστοσελίδα του “Έθνους” ένα άρθρο του Νίκου Τζιανίδη υπό τον τίτλο “Ο φιλέλληνας που απεχθανόταν τους Άγγλους, πρόβλεψε το μέλλον της Ελλάδας για τα επόμενα 120 χρόνια και σκοτώθηκε μυστηριωδώς” (27 Μαϊου 2024) και το οποίο αναφέρεται στη δράση και το θάνατο του Αμερικάνου φιλέλληνα υπολοχαγού Ουίλιαμ Τάουνσεντ Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Το άρθρο σε μεγάλο του μέρος φαίνεται ότι βασίζεται στη βιογραφία του Ουάσινγκτον, από την Πολιτεία της Βιρτζίνια, που δημοσίευσε η “Εταιρεία για τον Ελληνισμό και το Φιλελληνισμό” [ΕΕΦ] στις 25 Ιουνίου 2021 με τον τίτλο “Ο William Townsend Washington, Αμερικανός Φιλέλληνας στην Ελληνική Επανάσταση”.

Ο Ουάσινγκτον έφτασε στη χώρα ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Βοστώνης σε μία ιδιαιτέρως κρίσιμη στιγμή, τον Ιούνιου του 1825, με τον Ιμπραήμ να απειλεί τη βιωσιμότητα της Επανάστασης στην Πελοπόνησσο. Σύμφωνα με τον William St Clair, “έφτασε στο Ναύπλιο, ένας εντυπωσιακός νέος άνδρας, που συστήθηκε ως υπολοχαγός Ουάσινγκτον, ανηψιός του Τζορτζ Ουάσινγκτον, πρώτου προέδρου των ΗΠΑ”, ο οποίος επίσης κατάγονταν από τη Βιρτζίνια. Η συγγένεια τους – αν όντως υπήρχε – ήταν σίγουρα μακρινή. [1]

Ήταν ένας από τους ελάχιστους Φιλέλληνες εξ Αμερικής που ήρθαν στην Επαναστατημένη Ελλάδα. Αναφέρονται άλλοι 5 πριν από αυτόν, κυρίως στρατιωτικοί αλλά και ο ιατρός Samuel Gridley Howe, αυτός ήταν ο 6ος και συγχρόνως με τον Ουάσινγκτον ήρθε από το Οχάϊο ο Merrett Bolles. Ο St Clair περιγράφει το κάτωθι συμβάν σε σχέση με έναν άλλον Αμερικανό φιλέλληνα που βρίσκονταν ήδη στη χώρα, τον Jonathan Peckham Miller. Το κομιτάτο της Βοστώνης είχε δώσει στον Ουάσινγκτον πέρα από 300 δολάρια για τα έξοδα του, επιπλέον 200 για τον Miller ωστόσο όταν συναντήθηκαν ο Ουάσινγκτον του έδωσε μόλις 84 δολάρια, λέγοντας ότι ξόδεψε τα υπόλοιπα για τον ίδιο! Γενικά, περιγράφεται ως επιθετικός, προκλητικός προς τους άλλους Αμερικάνους (με την ελπίδα να μπορέσει να επιδείξει τις ικανότητες του σε κάποια μονομαχία), άσωτος και αδιάντροπα ανειλικρινής. [2] Ο Κ. Σιμόπουλος (ο οποίος υπολόγιζε σε 16 συνολικά τους Αμερικανούς που πολέμησαν στην Ελλάδα) περιλαμβάνει τον Ουάσινγκτον σε αυτούς που χαρακτήριζε “τυχοδιώκτες, πράκτορες και απατεώνες”, λέγοντας ότι “αναμίχθηκε στις εσωτερικές, πολιτικές διαμάχες και έγινε πράκτορας των Γάλλων”. [3]

Οι πρώτες του επαφές στη χώρα ήταν με την οικογένεια Κουντουριώτη στην Ύδρα και με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στον οποίο υπέβαλλε πρόταση για τη δημιουργία πολυεθνικής “Λεγεώνας” εθελοντών (στην Ιρλανδία ή την Ελβετία, ειδάλλως στις ΗΠΑ) που θα πολεμούν ως τακτικός στρατός υπό τη διοίκηση του. Η μάλλον “παγωμένη” υποδοχή των μεγαλεπίβολων σχεδίων του Ουάσινγκτον – που αντανακλούσαν περισσότερο τις προσωπικές του φιλοδοξίες και όχι τις πραγματικές ανάγκες του Αγώνα – ήταν συνέπεια του κάζου της “Γερμανικής Λεγεώνας” από 120 Γερμανούς και Ελβετούς μισθοφόρους (τους οποίους ο συνοδός-εκπρόσωπος του Κομιτάτου του Ντάρμσταντ χαρακτήριζε “αποβράσματα” [4]). Η Γερμανική Λεγεώνα ήταν το σχέδιο ενός άνεργου Πρώσσου αξιωματικού του ιππικού, του von Dittmar, και ενός προεστού από τη Θεσσαλία που μιλούσε γερμανικά, του Θεοχάρη Κεφαλά. Σύμφωνα με τον St Clair, o Κεφαλάς, εκλεγμένο μέλος στον “Άρειο Πάγο της Ανατολ. Χέρσου Ελλάδας”, δηλαδή στο “θεσμικό” όχημα των πολιτικών φιλοδοξιών του Θεόδωρου Νέγρη, εμφανίστηκε στο Ντάρμσταντ ως Γερουσιαστής και “Βαρώνος του Ολύμπου”, διαβεβαιώνοντας ότι έχει εξασφαλίσει συμβόλαιο με την ελληνική κυβέρνηση για να δημιουργήσει μία λεγεώνα Γερμανών και Ελβετών εθελοντών. Φαίνεται ότι όντως ο Μαυροκορδάτος σε κάποια στιγμή – πριν την καταστροφή στο Πέτα υπό την αποτυχημένη ηγεσία του – είχε δώσει έγκριση για δημιουργία σώματος από 6 χιλιάδες στρατιώτες. Με αυτή την υπόσχεση και με μια σειρά από ψέματα και παραπλανητικούς ισχυρισμούς, οι Κεφαλάς και von Dittmar εξασφάλισαν τη χρηματοδότηση του Κομιτάτου του Ντάρμσταντ και σαλπάρισαν με ένα μικρό βρίκι από τη Μασσαλία για την Ύδρα, όπου όμως δεν τους επετράπη η αποβίβαση καθώς αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε η συμφωνία που ισχυριζόταν ο Κεφαλάς, ενώ ο Μαυροκορδάτος είχε καταφύγει στο Μεσολόγγι. Τελικά μετά από μήνες εξαθλίωσης και ταλαιπωριών, κάποιοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους, περίπου 25 (μαζί και ο Κεφαλάς) πέθαναν από τύφο και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στο στρατό του Μωχάμεντ Άλι στην Αίγυπτο ή σε άλλες χώρες του Λεβάντε. Ελάχιστοι μόνο, αργότερα μπήκαν στο σώμα που συντηρούσε ο Βύρωνας. [5]

Σύμφωνα και με τα δύο άρθρα ο Ουάσινγκτον πολέμησε στην Ελλάδα χωρίς όμως άλλες λεπτομέρειες πέρα από το εξής: τον Οκτώβριο του 1825 (αφού προηγουμένως είχε φύγει για λίγο στη Σμύρνη) έφτασε στο Μεσολόγγι όπου συμμετείχε στην άμυνα της πόλης από την πολιορκία του Κιουταχή, όμως νόσησε από ελονοσία και έφυγε για το Ναύπλιο (πιθανόν προτού φτάσουν το Δεκέμβριο οι ενισχύσεις του Ιμπραήμ και ενισχυθεί ο κλοιός γύρω από την πόλη). Η επόμενη διαμάχη στην οποία παίρνει μέρος είναι οι αψιμαχίες μεταξύ της φρουράς του Φωτομάρα στο Παλαμίδι και της εμφύλιας αντίπαλης ομάδας στην Ακροναυπλία σε μία εκ των οποίων θα σκοτωθεί (ένας καθόλου “μυστηριώδης” θάνατος, παρά το σχετικό τίτλο του Τζιανίδη).

Πέρα απ’το αμφίβολο πολεμικό παλμαρέ του αξίζει να σταθούμε σε δύο άκρως αμφιλεγόμενα ζητήματα, με πολιτικές προεκτάσεις, στα οποία ενεπλάκη ο Ουάσινγκτον. Το πρώτο είναι το ζήτημα του τακτικού στρατού (υπό τη μορφή της πολυεθνικής λεγεώνας “εθελοντών”) του οποίου η πολιτική αλλά και στρατιωτική σημασία απαιτεί προσεκτική διερεύνηση και το δεύτερο ήταν το ζήτημα του πολιτεύματος της ακόμη αμφισβητούμενης (“ετοιμοθάνατης” από τον Ιμπραήμ, κατ’ άλλους) απελευθερωμένης Ελλάδος, της οποίας το ζήτημα του βαθμού κυριαρχίας της, δηλαδή αν θα είναι “αυτόνομη” (αλλά υποτελής στην Υψηλή Πύλη) ή “ανεξάρτητη”, θα παραμείνει ανοιχτό για αρκετά ακόμη χρόνια.

Το πρόβλημα του “τακτικού στρατού”

Η διαμάχη περί “τακτικού στρατού” αποτέλεσε σημαντικό σημείο τριβής όχι μόνο μεταξύ ξένων “στρατιωτικών” και των Ελλήνων καπετάνιων αλλά και εντός του στρατοπέδου των Επαναστατών. Οι δυτικοί “επαγγελματίες” θέλοντας να μεταφέρουν τα κατάλοιπα ενός όχι μόνο παρωχημένου αλλά και εντελώς ξένου για την Ελλάδα κώδικα “τιμής” της φεουδαλικής στρατιωτικής αριστοκρατίας των τόπων τους, έβρισκαν “υποτιμητικό” τον “άτακτο” αλλά ευφυή στην πράξη και αποτελεσματικό τρόπο κλεφτοπολέμου με ταμπούρια ενώ προτιμούσαν την μάχη κατά παράταξη, όπως είχε εξελιχθεί κατά τους ναπολεόντιους πολέμους. Επιπλέον, η προοπτική δημιουργίας τακτικού στρατού σήμαινε θέσεις εργασίας και ευκαιρίες ανέλιξης (ή και πλουτισμού) καθώς όλοι “επαγγελματίες του πολέμου, ιδεαλιστές, κυνηγημένοι και κατεργαρέοι” κατέφθαναν στην Ελλάδα μεταμορφωμένοι σε “φοβερούς πολέμαρχους” [6].

Στην εξίσωση δεν πρέπει να παραλείψουμε τον ντόπιο παράγοντα, κυρίως αυτούς που ο St Clair ονομάζει “εξευρωπαϊσμένους Έλληνες” με πρώτον τον “ποστέλνικο” Μαυροκορδάτο, οι οποίοι υπολόγιζαν στα όπλα αυτά για να υφαρπάξουν την εξουσία από τους προεστούς και τους καπεταναίους. Ωστόσο, όποτε προσπάθησαν να διεξάγουν μάχη παρατάξεως – όπως στο Πέτα υπό την ηγεσία του “ποστέλνικου”, στο Δραγατσάνι ή στην μάχη του Ανάλατου μετά τις φορτικές πιέσεις των Τσωρτς και Κόχραν για κατά μέτωπο επίθεση στον κάμπο του Φαλήρου – τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά! [7] Ποτέ δεν θα ελευθερώνονταν αυτή η χώρα χωρίς στρατιωτικές ιδιοφυΐες όπως τον Κολοκοτρώνη και τα ταμπούρια των καπεταναίων. Γι’αυτό ο Κολοκοτρώνης ήταν κάρφος στο μάτι των ξένων αξιωματικών, όπως του υποψήφιου αρχιστράτηγου Napier, που ζητούσε τη δολοφονία του, μεταφέροντας την αγανάκτηση των “φίλων της Ελλάδος” επειδή η κυβέρνηση “δεν τολμά να φυλακίσει αυτόν τον διαβόητο εγκληματία”, ή τον Γάλλο συντ/χη Baleste (Βαλέστρα) που εισηγήθηκε τη δολοφονία του στον Υψηλάντη [8].

Η προθυμία του Ουάσινγκτον να φέρει “εθελοντές” για τη Λεγεώνα δεν ήταν μία ουδέτερη, αγαθή πράξη φιλελληνισμού αλλά ήταν πολιτικά χρωματισμένη και παντελώς ξεκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες στα πεδία μαχών του Αγώνα. Δικαίως ο Σιμόπουλος τον ψέγει για την εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα, την οποία τελικά – δυστυχώς για τον ίδιο – πλήρωσε με τη ζωή του.

Η Επιστολή εναντίον της Πράξης Υποτέλειας

Ο Ουάσινγκτον φέρεται να αντέδρασε έντονα στην Πράξη Υποτελείας στη Μεγάλη Βρετανία που είχε υποβάλει το Βουλευτικό. Μεταξύ άλλων φαίνεται ότι “συνέταξε επιστολή προς το Εκτελεστικό Σώμα με την οποία προειδοποιούσε πως αν η Ελλάδα δεχόταν την κηδεμονία των Βρετανών, θα υποθήκευε το μέλλον της”, [9] η οποία δημοσιεύθηκε και στην «Εφημερίδα των Αθηνών». Στην επιστολή η “Πράξη Υποτέλειας” χαρακτηρίζεται ως ένδειξη δεσποτισμού της Διοίκησης επί των υπηκόων της ωσάν να “ημπορή να έχη το δικαίωμα να πωλήση ή να χαρίση ένα μέρος των λεγομένων υπηκόων της, ή των Κτημάτων τους”. Στον αυταρχικό δεσποτισμό της Υποτέλειας προς τη Μ. Βρετανία ο Ουάσινγκτον αντιπαραθέτει τη δική του πρόταση όπως διαμορφώνεται από την εμπειρία των ΗΠΑ: “Κατά τας εδικάς μου όμως ιδέας της Αμερικής, μία Διοίκησις η οποία συσταίνεται από τον Λαόν, και η οποία διοικεί Δυνάμει μίας εξουσίας Παραστατικής [10] δεν ημπορή να έχη άλλην δύναμιν, παρά εκείνη μονάχα, όπου της δίνεται από τον Λαόν.”

Ο St Clair δίνει μια λιγότερο “ηρωική” εικόνα αυτής της επιστολής, την οποία συνυπογράφει ο Ουάσινγκτον μαζί με τον στρατηγό Roche, παρουσιαζόμενοι ως “αντιπρόσωποι” των Αμερικανών και Γάλλων φιλελλήνων. Η επιστολή αποδείχτηκε “φιάσκο”, σύμφωνα με τον St Clair. Η αξιοπιστία του Roche είχε πληγεί μετά την αποκάλυψη ότι ήταν ο κύριος εμπλεκόμενος που δρούσε στην Ελλάδα για την υλοποίηση της “συνωμοσίας της Ορλεανιστών” [11] ενώ αμφιβολίες είχαν γεννηθεί και για το κατά πόσον ο Ουάσινγκτον όντως εκπροσωπούσε τους Αμερικάνους. Γρήγορα, ξεκαθάρισε ότι τελικά δεν εκπροσωπούσε κανέναν άλλον πλην του ιδίου, καθώς οι υπόλοιποι Αμερικάνοι φιλέλληνες τον αντιπαθούσαν και αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση μαζί του. [12]

O Ουάσινγκτον, αν και ιδιαίτερα νέος στην ηλικία, έρχεται στην Ελλάδα ως φορέας μιας αποκρυσταλωμένης πολιτικής αντίληψης περί διακυβέρνησης όπως ξεκίνησε απ΄την Αμερικάνικη Επανάσταση (1775-783), η επιτυχία της οποίας άφησε τους Αμερικανούς με το ερώτημα τι είδους διακυβέρνηση θέλουν αφ’ ης στιγμής έγιναν ανεξάρτητη ομοσπονδία. Οι έντονες ζυμώσεις τελικά αποκρυσταλώθηκαν σε ένα σύστημα αντιπροσώπευσης (Ρεπουμπλικάνικο Κοινοβουλευτισμό) όπου οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα λειτουργούσαν ως “φύλακες των συμφερόντων του λαού” κατά τον Χάμιλτον – ένα μοντέλο που γρήγορα έδειξε σοβαρές δομικές αδυναμίες. [13] Καταβλήθηκε προσπάθεια από διάφορους κύκλους να εξαχθούν οι ιδέες αυτές στην Επαναστατημένη Ελλάδα, σε μία προσπάθεια “αμερικανοπίησης” ως αντιδιαστολή του μοναρχικού μοντέλου που κυριαρχούσε στην Ευρώπη.

Δεν γνωρίζουμε αν ο Ουάσινγκτον ξεκίνησε από τη χώρα του ενταγμένος σε κάποιον κύκλο “αμερικανοποίησης” της Ελλάδος, σίγουρα όμως ήρθε σε επαφή με πρόσωπα που συνδέονταν με τους κύκλους αυτούς. Η περίφημη (αλλά απαξιωμένη από τα γεγονότα) επιστολή του εναντίον της Πράξης Υποτέλειας στηρίχθηκε σε μία βάσιμη και ρεαλιστική κριτική της μοναρχικής πολιτικής κοσμοθεωρίας, όμως από την άλλη πλευρά, η εμπλοκή του σε αμφιλεγόμενα πολιτικά παιχνίδια με πρόσωπα υστερόβουλα και δολοπλόκα, δημιουργούν εύλογο προβληματισμό για τις πραγματικές του επιδιώξεις. Το πολιτικό παιχνίδι γύρω από το πολίτευμα της ελεύθερης Ελλάδος, οι κύκλοι της “αμερικανοποίησης” και η αλληλεπίδραση του Ουάσινγκτον μαζί τους θα εξεταστούν σε ένα δεύτερο, συναφές κείμενο.

Σημειώσεις

[1] William St Clair & Roderick Beaton “That Greece might still be free: The Philhellenes in the War of Independence”. Open Book Publishers (2008).
[2] Καμία αναφορά σε αυτά δεν γίνεται στα άρθρα του Τζιανίδη και του ΕΕΦ. Πηγή: W. St Clair & R. Beaton, ό.π.. Ειδικά για τις μονομαχίες, ο Σιμόπουλος τις εντάσσει μέσα στο γενικό πνεύμα τυχοδιωκτισμού, έπαρσης και μωροφιλοδοξίας που χαρακτήριζε πολλούς “φιλέλληνες” επαγγελματίες στρατιώτες. Τις θεωρεί ως τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία απωλειών ξένων στρατιωτών στην επαναστατημένη Ελλάδα μετά τη μάχη του Πέτα, και παραθέτει τον Ιταλό αξιωματικό Brengeri, ο οποίος αναφερόμενος στις αναμέτρητες μονομαχίες θεωρούσε ότι “έδωσαν στους Έλληνες το δικαίωμα να λένε πως αλληλοσφαζόμαστε μεταξύ μας ενώ λέγαμε πως ήρθαμε να πολεμήσουμε για την Ελλάδα”. [Κ. Σιμόπουλος, “Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια”, εκδ. Στάχυ (3η εκδ), σελ. 471 (1990)].
[3] Πολλοί Αμερικανοί φιλέλληνες ήταν εξαιρετικά επικριτικοί για άλλους ξένους που βρέθηκαν στην Ελλάδα. Ο Henry Post (“από τους ελάχιστους γνήσιους φιλέλληνες”) τους κατηγορούσε ότι “μεταχειρίζονται τους Έλληνες με ιταμότητα, χειρότερα από τους Τούρκους” και ότι ήταν “αλαζόνες και αρπακτικοί και ήθελαν να αποκτήσουν δύναμη, επιρροή και πλούτο”. Ο γιατρός Samuel Howe θεωρούσε τους περισσότερους “τυχοδιωκτικά στοιχεία, αποσαρίδια από όλα τα σημεία του ορίζοντα”, ενώ κατά τον Jonathan Miller “οι φιλέλληνες αντί να βοηθήσουν τους Έλληνες, ζούσαν εις βάρος τους”. Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, ο.π., σελ. 474 & 479-480. Λεπτομερής κριτική με πολλά παραδείγματα για το φαινόμενο του “Φιλελληνισμού”, συμπεριλαμβανομένης και μιας προσπάθειας να διαχωριστούν οι γνήσιοι αγωνιστές από τους συμφεροντολόγους, στα 2 σχετικά κεφάλαια του βιβλίου του Σιμόπουλου (σελ. 462-520).
Λακωνικά αλλά εμφατικά υπογραμμίζει τα παραπάνω ο Κ. Παπαγιώργης (βλέπε σημείωση #6): “Ο “φιλελληνισμός” εν γένει δεν ήταν καθαρή ούτε βέβαια φιλελληνική επιχείρηση” (σελ. 284).
[4] Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, ο.π., σελ. 476.
[5] Αναλυτικά, η ιστορία της “Γερμανικής Λεγεώνας” περιγράφεται στο 12ο κεφάλαιο του βιβλίου των St Clair & Beaton, σελ. 119-126.
[6] Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, ο.π., σελ. 467.
[7] Ο Κωστής Παπαγιώργης είναι δριμύτατος στην κριτική για τους δύο – “ολέθρια φαντάσματα που εμφανίστηκαν αίφνης στη χώρα” – Τσώρτς και Κόχραν, στους οποίους επιρρίπτει την ηθική αυτουργία για το φόνο του Καραϊσκάκη. “Η φιλολογία γύρω από το θέμα επιμένει εμμανώς στο ποιόν των δύο Άγγλων καραβανάδων για να αποδείξει – τι; – τα αυταπόδεικτα· ότι ήταν δηλαδή τυχοδιώκτες, αισχροκερδείς, ανθέλληνες και τελικά πράκτορες των αγγλικών συμφερόντων.” Ο Παπαγιώργης προχωρά σε μία εξονυχιστική περιγραφή του γενικότερου βίου και πολιτείας των δύο ύποπτων καραβανάδων, τους οποίους εντάσσει στην ευρύτερη στρατηγική του Κάνινγκ για την περιοχή. Οι ξένοι στρατιωτικοί γενικά απεχθάνονται την τακτική του κλεφτοπόλεμου (ως “κατάλληλη για δειλούς”) και προτιμούν τη “μάχη εκ παρατάξεως” όπου οι στρατιώτες είναι αναλώσιμοι καθώς βαδίζουν αδιαφορώντας για τις σφαίρες του εχθρού. Παράλληλα, δείχνουν μια “δυσεξήγητη βιασύνη για την κατάληψη της Ακρόπολης”. Η βιασύνη εκείνη τη στιγμή ευννοεί μόνο τους Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης αντιδρά έντονα στο καταστροφικό σχέδιο των Άγγλων αλλά στις 22 Απριλίου πέφτει νεκρός σε μια ασήμαντη αψιμαχία και δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός υφίσταται τη μεγαλύτερη πανωλεθρία του αγώνα στον Ανάλατο του Φαλήρου. Με την απορία δικαίως να πλανάται για το κατά πόσον ο θάνατος του ρουμελιώτη οπλαρχηγού και η καταστροφική στρατηγική των Τσωρτς και Κόχραν ήταν απλά “λάθη” ή μέρος ενός σχεδίου για να κρατηθούν τα σύνορα του μελλοντικού ελληνικού κράτους όσο γίνεται πιο περιορισμένα, ει δυνατόν μόνο στην Πελοπόννησο. Κωστή Παπαγιώργη, “Τα καπάκια”, εκδ. Καστανιώτη (9η εκδ), σελ. 280-290 (2014).
[8] Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, ο.π., σελ. 474 & 491.
[9] Σύμφωνα με τη βιογραφία του από την ΕΕΦ την επιστολή διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση υπέγραψαν και άλλοι φιλέλληνες εκτός του Ουάσινγκτον. Ίσως όμως να μην πρόκειται για ακριβώς την ίδια με την επιστολή που δημοσιεύτηκε από την Εφημ. των Αθηνών αλλά κάποιο παρόμοιο κείμενο.
[10] Εννοεί την “αντιπροσώπευση”, δηλαδή τη διακυβέρνηση μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων.
[11] Ο St Clair χαρακτηρίζει ως “συνωμοσία των Ορλεανιστών” [Orleanist or Orleans intrigue] το σχέδιο που εξυφαίνετο από κύκλους γύρω από τον Δούκα της Ορλεάνης, μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο της Γαλλίας, για να στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδος ο γιός του Δούκας του Νεμούρ. Η συνωμοσία του Δούκα της Ορλεάνης στόχευε στη μεσοπρόθεσμη προσκόλληση της ανεξάρτητης Ελλάδος στο άρμα της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας. Ο στρ. Roche, αν και τύποις απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου των Παρισίων που του απαγόρευε οποιαδήποτε ανάμιξη σε πολιτικά ζητήματα, στην πραγματικότητα ήταν κρυφός εντολοδόχος του Δούκα της Ορλεάνης και ο σκοπός της ενεργοποίησης του στην Ελλάδα είχε την έγκριση της γαλλικής κυβέρνησης! Κατά τον St Clair το κομιτάτο των Παρισίων λειτουργούσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ως όργανο της κυβέρνησης του, χωρίς ωστόσο να αθωώνει και το αντίστοιχο του Λονδίνου το οποίο επίσης ήταν φορέας του αγγλικού εθνικισμού και αρκετά μέλη του ερχόταν σε συνεννόηση με τη δική τους κυβέρνηση. [W. St Clair & R. Beaton, ό.π., σελ.264-66 & 272]. Ο Κ. Σιμόπουλος προχωρεί σε ακόμη οξύτερη αλλά μάλλον πληρέστερη κριτική: “Αντίθετα, τα κομιτάτα της Αγγλίας και της Γαλλίας δεν είχαν λαϊκή βάση και ιδεολογία. Δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις με αποκλειστικό σκοπό να υπονομεύσουν και να χειραγωγήσουν την Επανάσταση. Από την πρώτη στιγμή λειτούργησαν ως εξαρτήματα του υπουργείου Εξωτερικών των δύο χωρών και πρακτορεία εθνικών βλέψεων και πολιτικών συνωμοσιών. Ψευδεπίγραφα και τα δύο, με απατηλή πρόσοψη”. [Κ. Σιμόπουλος, “Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια”, εκδ. Στάχυ (3η εκδ), σελ. 477-8 (1990)].
[12] Επίσης χωρίς καμία σχετική αναφορά στα κείμενα του Τζιανίδη και του ΕΕΦ. Πηγή: W. St Clair & R. Beaton, ό.π.
[13] Δείτε περισσότερα στο άρθρο “Η Άμεση Δημοκρατία και οι ΗΠΑ” της ιστοσελίδας Cognosco Team.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *