γράφει ο Χρίστος Δαγρές,
Τους τελευταίους μήνες επέλεξα να ασχοληθώ με ένα ζήτημα που φοβάμαι ότι δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό στο πλατύ κοινό, τις περιπέτειες του Δωδεκανησιακού Ελληνισμού μέχρι την ενσωμάτωση τους στην Ελλάδα, αφ’ ης στιγμής δεν έγινε δυνατή η συμπερίληψη τους στο νεοσύστατο ελεύθερο ελληνικό κράτος – παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε τούρκικος στρατός και η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Έλληνες. Προϊόντα αυτής της ενασχόλησης ήταν δύο ιστορικές περιλήψεις της Ιταλοκρατίας (εδώ και εδώ), ένα σύντομο κείμενο που συμπεριλάμβανε τη μετάφραση ενός αποσπάσματος με μαρτυρίες κατοίκων για τη 2ετή Αγγλική διοίκηση και ένα ακόμη κείμενο για μία πρακτική εφαρμογή των κοινοτιστικών θεσμών στη Νίσυρο.
Με αφορμή αυτά τα κείμενα έλαβα με ταχυμεταφορά 3 βιβλία της Αστικής Εταιρείας “Ιπποκράτης” από την Κω γύρω από σημαντικά ιστορικά ζητήματα των Δωδεκανήσων, χάρις στην ευγενική φροντίδα του Επιστημονικού Διευθύντη της, Δρ. Δημήτριου Γερούκαλη [1] τον οποίο ευχαριστώ και δημοσίως. Θα ήθελα να γράψω δυο λόγια για τα βιβλία αυτά, πρώτον επειδή διασώζουν την ιστορική μνήμη κάποιων πολύ σημαντικών γεγονότων, δημοσιοποιώντας σπάνια τεκμήρια και πληροφορίες, και δεύτερον επειδή αποτελούν εκδοτικά κοσμήματα, προερχόμενα από μία σοβαρή εκδοτική προσπάθεια εκτός του αθηναϊκού κέντρου. Τα βιβλία είναι: “Το Σύνταγμα Δωδεκανήσιων” του Γιώργου Καραβίτη (Κως 2022) [2], “Η Εξέγερση της Καλύμνου το 1935: Το Αυτοκέφαλο, ο Πετροπόλεμος, οι Διώξεις” του Κων/νου Κογιόπουλου (Κως 2022) και “Το ιστορικό ανέγερσης και λειτουργίας του Επαρχιακού Μεγάρου της Καλύμνου [πρώην Ιταλικό Διοικητήριο]” του Μιχαήλ Ι. Κουτελλά (Κάλυμνος 2023).
“Το Σύνταγμα Δωδεκανήσιων”
Το 1ο βιβλίο, “Το Σύνταγμα Δωδεκανήσιων” (Σ.Δ.), είναι μία σχετικά σύντομη μονογραφία της ιστορίας του συντάγματος που σχηματίστηκε κυρίως από Δωδεκανήσιους που είχαν διαφύγει της Ιταλοκρατίας και είχαν σχηματίσει παροικίες σε Αθήνα-Πειραιά κυρίως αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος, και στην Αίγυπτο. Οι εθελοντές ήταν Έλληνες Δωδεκανήσιοι ιταλικής όμως υπηκοότητας – γεγονός που δημιουργεί κάποιες απορίες για το ποιά ίσως να ήταν η τύχη τους εάν συνελαμβάνοντο ως αιχμάλωτοι πολέμου από τους Ιταλούς. Οι Δωδεκανήσιοι με διπλή υπηκοότητα είχαν ήδη επιστρατευτεί όπως οι υπόλοιποι έλληνες πολίτες ενώ κάποιοι ήταν μόνιμα στελέχη του Ελληνικού Στρατού (Ε.Σ.) – μάλιστα ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που σκοτώθηκε στο Αλβανικό ήταν ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος από τη Χάλκη (σελ.8). Οι εθελοντές παρουσιάστηκαν εν μέσω έντονης φημολογίας ότι ο ΕΣ προετοίμαζε απόβαση για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, με ή χωρίς τη συνδρομή του Βρετανικού ναυτικού. Αν και η φημολογία αυτή είχε ευγενή και ρομαντικά κίνητρα – η προοπτική απελευθέρωσης της πατρίδας από ένα σκληρά καταπιεστικό και συστηματικά αφελληνιστικό καθεστώς είναι ένα υψηλό κίνητρο που μόνο ηθικά και συναισθηματικά απονεκρωμένους ανθρώπους μπορεί να αφήσει ασυγκίνητους – απείχε από την πραγματικότητα καθώς ούτε ο Ε.Σ. μπορούσε να δράσει αυτόνομα απέναντι στο αρκετά ισχυρότερο ιταλικό ναυτικό, ούτε οι Άγγλοι ενδιαφέρονταν για την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων (πόσω μάλλον για να τα αποδώσουν στην Ελλάδα, όπως θα έπρεπε ήδη να έχουν κάνει μετά τον Α’ΠΠ).
Ωστόσο, η προσφορά των Δωδεκανησίων πατριωτών δεν ήταν χωρίς αντίκρυσμα. Από την αρχή του εγχειρήματος το σύνθημα που το χαρακτήρισε ήταν ότι “η απελευθέρωση των Δωδεκανήσων κρίνεται στο Αλβανικό μέτωπο” (σελ.12) [3], δηλαδή ότι η προσφορά και η μαχητικότητα των Δωδεκανησίων θα αποτελούσε το ισχυρότερο τεκμήριο για να πιέσει η Ελλάδα τους … “συμμάχους” της ώστε να ικανοποιηθεί πλέον το παλλαϊκό αίτημα του δωδεκανησιακού λαού για Ένωση! Το αποτέλεσμα της κινητοποίησης των Δωδεκανησίων (ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου) ήταν η στράτευση 1.665 εθελοντών αρχικά με κάπως χαλαρά κριτήρια, που μειώθηκαν στους 1.586 εθελοντές όταν εφαρμόστηκαν τα κανονικά κριτήρια στράτευσης (σελ.11). Η σημασία του Σ.Δ. ήταν τεράστια γι’αυτό και κρίθηκε απαραίτητο να λάβουν τη καλύτερη δυνατή στρατιωτική εκπαίδευση (παρόμοια του προγράμματος των Ευελπίδων – σελ. 11) προτού σταλούν στο Μέτωπο. Ο αριθμός τους ήταν ικανός για την πλήρωση 2 ταγμάτων, ενώ το ΙΙΙο Τάγμα του Συντάγματος συμπληρώθηκε από εφέδρους του στρατού και του ναυτικού, με αξιωματικούς που ήταν απότακτοι για πολιτικούς λόγους (σελ. 12). Το Σ.Δ. υπήχθη στη νεοσύστατη 20η Μεραρχία που εντάχθηκε στο νεοσύστατο επίσης Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) όταν την 18η Φεβρουαρίου διατάχθηκε να μετακινηθεί στην Κορυτσά, μέσω Βεύης (σελ.13).
Ο συγγραφέας αρχικά παρουσιάζει όλα τα βήματα εκπαίδευσης αυτού του αξιόμαχου και ικανοποιητικά εξοπλισμένου τμήματος και κατόπιν τις διαταγές που έλαβε όταν παρατάχθηκε για μάχη. Δυστυχώς, το Σ.Δ. παγιδεύτηκε μεταξύ αφενός της επιθυμίας του Παπάγου να μην εγκαταλείψει τη θέση του νικητή έναντι των Ιταλών (σελ.17), αφετέρου της επιλογής των Βρετανών να μην ενισχύσουν ουσιαστικά τον αδύναμο ελληνικό στρατό απέναντι στους Γερμανούς (πέρα από τη Γραμμή Μεταξά). Οι Βρετανοί ναι μεν ήθελαν να δείξουν για πολιτικούς λόγους ότι συμπαρατάσονται με την Ελλάδα αλλά χωρίς να δεσμεύουν άντρες και υλικό σε μεγέθη ικανοποιητικά για ουσιαστική άμυνα. Έτσι μετά την προαλειφόμενη συνθηκολόγηση των Γιουγκοσλάβων, η ελληνική άμυνα εκτός της Γραμμής Μεταξά δεν αρκούσε και γρήγορα έσπασε. Οι Βρετανοί εξαρχής περισσότερο προετοίμαζαν την αυτόνομη αναδίπλωση τους σε περίπτωση προέλασης των Γερμανών, παρά το να αμυνθούν (σελ.14), βάζοντας ουσιαστικά τον Ε.Σ. σε θέση απεγνωσμένης άμυνας. Την 6η Απριλίου όταν τα στρατεύματα του στρατηγού Λιστ κατέλεβαν της Στρούμιτσα της Γιουγκοσλαβίας, αν και η γραμμή Μέταξα κρατούσε ακόμη, η προέλαση των Γερμανών προς τα νότια ήταν αναπόφευκτη (σελ.14).
Την 10η Απριλίου το ΙΙΙο Τάγμα δέχτηκε επίθεση από ισχυρή γερμανική δύναμη την οποία απώθησε μετά από 2ωρη μάχη. Αν και ήταν το λιγότερο καλά προετοιμασμένο τάγμα του Σ.Δ. ανταποκρίθηκε άψογα στο βάπτισμα του πυρός (σελ.17). Στις επόμενες σελίδες (17-24) ο συγγραφέας βασισμένος σε επίσημες διαταγές και αναφορές, περιγράφει πως η προσπάθεια υποχώρησης και ανασύνταξης σε συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις – που όπως είπαμε είχαν ήδη δικά τους σχέδια ενώ τα προβλήματα επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης δυσχέραιναν έτι περαιτέρω το συντονισμό – η οποία τελικά οδηγήθηκε σε φιάσκο καθώς τα διάφορα τμήματα παρεξέκλιναν σημαντικά του αρχικού σχεδιασμού. Αργότερα ο διοικητής του ΤΣΚΜ στρατηγός Καράσσος θα έγραφε για το ΣΔ ότι “… η τύχη ηθέλησε να εξουδετερωθεί τούτο χωρίς να δώσει μάχην κατά του εχθρού”, παρά το ότι ήταν ίσως το καλύτερα εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο τμήμα της Μεραρχίας και το ηθικό των στρατιωτών του ήταν εξαιρετικά υψηλό (σελ.23).
“Η Εξέγερση της Καλύμνου το 1935”
Η Αντίσταση στην Ιταλοκρατία έχει δύο εμβληματικά – δυστυχώς, αιματηρά από ελληνικής πλευράς – περιστατικά: το “Αιματηρό Πάσχα του 1919” με 2 νεκρούς στο χωριό Παραδείσι της Ρόδου και τον “Πετροπόλεμο” μεταξύ 5-7 Απριλίου 1935 στην Κάλυμνο (η έναρξη έγινε την Παρασκευή των Χαιρετισμών), με 1 νεκρό. Το βιβλίο του ιατρού-ψυχιάτρου δρ. Κογιόπουλου για την “Εξέγερση της Καλύμνου το 1935” αφορά το δεύτερο περιστατικό, ξεκινώντας από την πραγματική αιτία που την προκάλεσε, την επίμονη επιδίωξη του Κυβερνήτη Μ. Λάγκο (σελ. 129-131) να επιβάλει το “αυτοκέφαλο” της Δωδεκανησιακής Εκκλησίας. Ο Λάγκο (του οποίου η ύπουλη, δήθεν “φιλελεύθερη”, διακυβέρνηση κάποια στιγμή πρέπει να εξεταστεί σε βάθος) είχε χαράξει 2 κύριους άξονες στην πολιτική “ήπιου” αφελληνισμού των νησιών: τη σταδιακή απαγόρευση της ελληνικής παιδείας και το “ξεδόντιασμα” της Ορθοδόξου Εκκλησίας [4] μέσω της αποκοπής της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την διοικητική “αυτονόμηση” της ως μία μικρή “Αυτοκέφαλη” (επομένως και εύκολα χειραγωγίσιμη) Εκκλησία. Δυστυχώς μέσα στο δίχτυ του Λάγκο μπλέχτηκαν και οι τέσσερεις ιεράρχες των νησιών, μεταξύ αυτών και άξιοι πατριώτες με διώξεις και εξορίες όπως ο Ρόδου Απόστολος (σελ. 124-6) και ο Καρπάθου-Κάσου Γερμανός (σελ. 126) [5], καθώς ξεγελάστηκαν από τις απατηλές υποσχέσεις για επανελληνοποίηση της εκπαίδευσης (ποτέ δεν είχε αυτό το σκοπό, ούτε ποτέ δεσμεύτηκε απερίφραστα επ’αυτού ο Λάγκο).
Ο Πετροπόλεμος της Καλύμνου το ‘35 ήταν το αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ των 4 μητροπολιτών και ενός πολύ μικρού κύκλου οπαδών τους, λαϊκών και ελαχίστων κληρικών, και της μεγάλης πλειοψηφίας των πιστών και του κατώτερου κλήρου που αντιτάχθηκαν τόσο στις κατοχικές δυνάμεις (καραμπινιέρους και στρατιώτες) όσο και στους ολίγους που έπεσαν στην παγίδα του Λάγκο. Οι συζητήσεις περί του αυτοκεφάλου απασχόλησαν 4 Οικουμ. Πατριάρχες (σελ. 122) μέχρι τον Πατριάρχη Φώτιο τον Β’, έναν άξιο ιεράρχη με σπουδές σε Θεολογία και Φιλοσοφία, ο οποίος ουσιαστικά έθεσε τέρμα συμφωνώντας με το Αυτοκέφαλο αλλά μόνο εάν το ενέκρινε το ποίμνιο με δημοψήφισμα! (σελ. 34) Φυσικά ο Λάγκο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμφωνήσει με μία διαδικασία που αφενός θα καταδείκνυε την απειροελάχιστη διείσδυση των σχεδίων του στον πληθυσμό, αφετέρου ένα δημοψήφισμα πιθανότατα θα μετατρέπονταν σε de facto απόδειξη της επιθυμίας για Ένωση με την Ελλάδα. Το βιβλίο με νηφαλιότητα και αμεροληψία καταδεικνύει τα λάθη της τοπικής ιεραρχείας – χωρίς όμως να ακυρώνει την εν γένει παρουσία τους υπέρ του εθνικού σκοπού. Το διακύβευμα της ελληνικής παιδείας ήταν τόσο σημαντικό (και ο κίνδυνος σταδιακού αφελληνισμού υπαρκτός, σε συνδυασμό με τον εποικισμό, την υποχρεωτική εξορία πολλών Δωδεκανησίων και τα δυσανάλογα οικονομικά βάρη στις ελληνικές επιχειρήσεις) που δυστυχώς παρέσυρε κάποιους από αυτούς. Τελικά όμως το Αυτοκέφαλο στάθηκε το “Βατερλώ” του Λάγκο καθώς όχι μόνο απέτυχε να το ολοκληρώσει αλλά θεωρήθηκε ως σπατάλη χρόνου και πόρων και οδήγησε στην (σιωπηρώς ατιμωτική) αντικατάσταση του από τον De Vecchi, ο οποίος προτίμησε την πολιτική της ωμής ισχύος σε παιδεία και διοίκηση και εγκατέλειψε τα σχέδια περί Αυτοκεφάλου, αφού βέβαια ο προκάτοχος του είχε καταφέρει να προκαλέσει ανυπολόγιστη φθορά στο εσωτερικό της Ορθοδόξου Κοινότητας (σελ. 36).
Στο μεταξύ, η τοξική διαίρεση της ελληνικής κοινότητας οδηγήθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση στην Κάλυμνο (η Κάλυμνος στάθηκε αδάμαστο προπύργιο του μαχόμενου Ελληνισμού στην περίοδο της Ιταλοκρατίας) με αφορμή τη δόλια συμπεριφορά του μητροπολίτη Καλύμνου-Λέρου Απόστολου (Καβακόπουλου) [6], ο οποίος τελικά αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στη Λέρο, διωγμένος από την έδρα του στην Κάλυμνο. Κατά τους Χαιρετισμούς του 1935 ένας έμπιστος του μητροπολίτη από τη Λέρο μαζί με λίγους φίλους του στην Κάλυμνο προσπάθησαν να λειτουργήσουν μία εκκλησία χτυπώντας την καμπάνα (εξ’ου και ο περιπεκτικός χαρακτηρισμός “καμπανέλοι” που τους απέδωσαν οι συντοπίτες τους). Αυτό οδήγησε σε μια σειρά επεισοδίων με έκρηξη δυναμίτη, θραύση υαλοπινάκων σε σπίτι οπαδών του Απόστολου, παρέμβαση των καραμπινιέρων συνεπικουρούμενων από στρατιώτες, την απάντηση των Καλυμνίων με πετροπόλεμο, όπου συμμετοχή είχαν σχεδόν αποκλειστικά οι γυναίκες (για να προστατεύσουν τους άντρες απ’τα πυρά των Ιταλών) και τελικά τη δολοφονία του άτυχου βοσκού και πλανόδιου γαλατά Μανώλη Καζώνη από πυροβολισμούς (υποτίθεται “στον αέρα”, αν και ποτέ δεν έγινε επίσημη διερεύνηση ποιός εκ τους αποσπάσματος τελικά πυροβόλησε και τον σκότωσε, ενώ οι μαρτυρίες των γυναικών αναφέρουν ότι είχαν πυροβολήσει εναντίον του ξανά λίγο πριν).
Μετά τη λήξη του πετροπολέμου, οι Ιταλοί κήρυξαν στρατιωτικό νόμο για τις 7-10 Απριλίου, απαγορεύοντας τις συναθροίσεις άνω των 3 ατόμων (σελ.96), αρπαξαν βίαια τη σωρό του άτυχου νέου απ’τους οικείους του και την έθαψαν νύχτα χωρίς ιερέα, ενώ ξεκίνησε κύμα προσαγωγών (τουλάχιστον 200 άτομα), με πολλούς εξευτελισμούς και βασανισμούς, και συλλήψεων (τουλάχιστον 70 άτομα, μεταξύ των οποίων πολλοί κληρικοί, δάσκαλοι και άλλοι επιστήμονες), αρκετοί εκ των οποίων καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις από λίγους μήνες μέχρι 2.5 έτη, ωστόσο οι περισσότεροι αμνηστεύτηκαν στο τέλος της χρονιάς (σελ. 96-7). Ο συγγραφέας συμπεριέλαβε στο βιβλίο ένα μεγάλο αποσπασμα από το “Ημερολόγιο” του γυμνασιάρχη Μ.Γ. Σκαρδάση με πλήρη περιγραφή των αποκρουστικών και απάνθρωπων συνθηκών φυλάκισης τους (σελ. 102-111). Να σημειωθεί εδώ ότι ο Σκαρδάσης ήταν μεταξύ των εθελοντών που υπηρέτησε λίγα χρόνια αργότερα στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων.
Ο συγγραφέας έχει κάνει τεράστια και εις βάθος έρευνα, μέρος της οποίας συμπεριέλαβε στο βιβλίο με τη μορφή εικόνων, φωτογραφιών, αποκομμάτων εφημερίδων (ελληνικών αλλά και της Messangero di Rodi, του προπαγανδιστικού οργάνου του κατοχικού μηχανισμού) συμπεριλαμβανομένων και των επισήμων καταθέσεων καραμπινιέρων και στρατιωτών που συμμετείχαν στα επεισόδια (υπόπτως πανομοιότυπων και ευθυγραμμισμένων με την “επίσημη” γραμμή – σελ. 71-85). Οι τελευταίες 40 σελίδες του βιβλίου έχουν αφιερωθεί εξολοκλήρου σε ντοκουμέντα που δεν ενσωματώθηκαν στο κείμενο. Γενικά πρόκειται για ένα συγκλονιστικό, λεπτομερές και ατράνταχτα τεκμηριωμένο κείμενο γύρω από μία αυθεντικά λαϊκή εξέγερση από τα κάτω εναντίον των αποικιοκρατικών σχεδίων των Ιταλών.
Το Επαρχιακό Μέγαρο Καλύμνου
Το τρίτο βιβλίο αναφέρεται στην ιστορία και την αρχιτεκτονική του Επαρχιακού Μεγάρου της Καλύμνου, γνωστού παλαιότερα ως το “Ιταλικό Διοικητήριο”. Το βιβλίο ξεκινά με ένα σύντομο αλλά γεμάτο χρήσιμες πληροφορίες ιστορικό για την Ιταλοκρατία, δίνοντας έμφαση στο ρόλο που έπαιξε η αρχιτεκτονική και η αναστήλωση μνημείων στον προπαγανδιστικό μηχανισμό της και στο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στυλ που προσπάθησαν να δημιουργήσουν (απομακρυνόμενοι συνειδητά τόσο από το παραδοσιακό αιγαιοπελαγίτικο όσο και το αθηναϊκό νεοκλασσικό καθώς αποτελούσαν υπομνήσεις του ελληνικού παρελθόντος και παρόντος των Δωδεκανήσων). Η ιστορική αναδρομή συμπεριλαμβάνει και αναφορές στις αισθητικές προτιμήσεις των δύο κυριότερων κυβερνητών και σύντομα βιογραφικά σημειώματα για τους επικεφαλείς ιταλούς αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στο κτίριο.
Το υπόλοιπο βιβλίο είναι μοιρασμένο μεταξύ της περιγραφής των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών και των διακοσμητικών μοτίβων του κτιρίου και των αναφορών σε ιστορικά γεγονότα που συνδέθηκαν με το κτίριο στο πέρασμα των δεκαετιών. Οι τελευταίες σελίδες (σελ.56-70) είναι αφιερωμένες σε φωτογραφίες με αρχειακό υλικό και σε αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις όλων των πλευρών του κτιρίου.
Εκδοτικά στοιχεία
Το πρώτο βιβλίο, 27 σελίδων, είναι μία τυπική μονογραφία, λιτή και δωρική αλλά προσεγμένη, που αρμόζει στο περιεχόμενο του, ακολουθώντας τη λιτή αφήγηση που περιορίζεται στην αποτύπωση των γεγονότων, τα οποία προέρχονται κυρίως από τις στρατιωτικές εντολές και τις αναφορές που συνόδευαν τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων. Η δομή και η ασιθητική του ακολουθεί ένα μοτίβο αρκετά προσφιλές στις μονογραφίες που ήταν τόσο δημοφιλείς, ειδικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Τα άλλα δύο βιβλία έχουν εντελώς διαφορετική αισθητική. Σημαντικό κομμάτι των βιβλίων (180 σελίδων για τον Πετροπόλεμο και το Αυτοκέφαλο και 73 σελίδων για το Ιταλικό Διοικητήριο) είναι αφιερωμένο σε ντοκουμέντα, κυρίως φωτογραφίες, χάρτες σχεδιαγράμματα και αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις, αλλά και αρκετά επίσημα έγγραφα και αποκόμματα εφημερίων, τα οποία απαιτούν υψηλή πιστότητα χρωμάτων και εικόνας. Και τα δύο βιβλία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μοντέλα υψηλής τυπογραφικής τέχνης και ποιότητας. Όχι μόνο δεν έχουν να ζηλέψουν σε κάτι τα αντίστοιχα του αθηναϊκού “κέντρου” αλλά μάλλον έχουν να παραδώσουν μαθήματα. Έχοντας πρόσφατα συναντήσει και άλλα τέτοια παραδείγματα (π.χ. “Τα χωριά της μαστίχας” του Ν. Γιαλούρη, ένα βιβλίο με σκίτσα και κείμενα για τα Μαστιχοχώρια από εκδοτ. οίκο της Χίου [7]) αιστάνθηκα την υποχρέωση να γράψω κάτι και για να δώσω την ευκαιρία στο δραστήριο και απαιτητικό κοινό του Cognosco να γνωρίσει αυτά τα βιβλία.
Δυστυχώς, εξαιτίας του μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα της αστ. εταιρείας “Ιπποκράτης” τα βιβλία δεν πωλούνται σε φυσικά ή ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία. Το βιβλίο του κ. Κουτελλά μπορεί να βρεθεί στο academia.edu όπου έχει ανέβει από τον ίδιο σε μορφή pdf (στην αρχή του κειμένου έχω προσθέσει και το σχετικό διασύνδεσμο) για τα άλλα δύο όμως δεν γνωρίζω κάτι σχετικό. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να απευθυνθεί στον “Ιπποκράτη” για πληροφορίες. Τα βιβλία εντάσσονται στα πλαίσια των εξαιρετικά δραστήριων εκδοτικών προσπαθειών από τα Δωδεκάνησα, ξεκινώντας από τον πολύ μεγάλο αριθμό περιοδικών εκδόσεων με δοκίμια και μαρτυρίες ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου από διάφορα νησιά (σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν περισσότερα από ένα σχετικά περιοδικά από το ίδιο νησί). Τα βιβλία και τα περιοδικά των Δωδεκανήσων προσφέρουν ένα τεράστιο πλούτο πληροφοριών και είναι αψευδείς μάρτυρες του θαλερού ενδιαφέροντος των κατοίκων για την ιστορική συνέχεια και τις ρίζες των κοινοτήτων τους. Ελπίζω και εύχομαι να συνεχιστεί με την ίδια ένταση και βάθος και τις επόμενες δεκαετίες!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Δρ. Γερούκαλης έχει σημαντικό έργο δημοσιευμένο σε άρθρα και βιβλία. Θα ήθελα να υπογραμμίσω το εκτεταμένο και απαιτητικό δοκίμιο του “Όταν η επιστήμη διακονεί την Αλήθειαν” στο συλλογικό έργο “Πολιτική Θεολογία-Εσχατολογία”, σε επιμέλεια του ίδιου (εκδ. Αρμός, 2023) το οποίο προσφέρει μία συναρπαστική εικόνα του ζωντανού διαλόγου θρησκείας και επιστήμης, ειδικά όπως αυτός διαμορφώνεται με τις εξελίξεις στο χώρο της Φυσικής, αλλά και γενικότερα τη θέση του σύγχρονου ανθρώπου στο δυναμικά μεταβαλλόμενο δίπολο θρησκεία-εκκοσμίκευση.
[2] Ο Γ. Καραβίτης έχει εκδόσει με το ίδιο θέμα το βιβλίο “Το σύνταγμα των δωδεκανησίων εθελοντών: Από τη συγκρότηση ως τη διάλυσή του (Νοέμβριος 1940 – Απρίλιος 1941)” 144 σελίδων, εκδόσεις Μπατσιούλας (2011).
[3] Η ιστορική ανακοίνωση του Π/Θ Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου την 30η Οκτωβρίου έκλεινε με μία πολύ χαρακτηριστική αναφορά στα Δωδεκάνησα, με αφορμή το τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ για την κήρυξη πολέμου από την Ιταλία: “Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας δια τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο ακόμη. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν …”. Υποθέτω ότι αναφέρεται στο κλείσιμο του σύντομου τηλεγραφήματος Τσώρτσιλ με τη μάλλον ασαφή φράση “… και θα μοιρασθώμεν την κοινήν Νίκην”. Υποθέτω ότι ο Μεταξάς ήθελε να ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα ερμηνεύει το τηλεγράφημα ως επιβεβαίωση του ελάχιστου όρου για το τι θα θεωρηθεί αποδεκτό από την Ελλάδα ως μεταπολεμική ικανοποίηση, ενώ με τη φράση “τα Δωδεκάνησα προδικάζουν …” θεωρώ ότι άφηνε ανοιχτές τις διεκδικήσεις για την Απελευθέρωση και άλλων ελληνικών περιοχών, όπως η Βόρεια Ήπειρος (ίσως άραγε και η αγγλοκρατούμενη Κύπρος;). Η σημαντικότητα του Σ.Δ. από εθελοντές ως σημαντική παράμετρος της επιδίωξης για μεταπολεμική Ένωση, επιβεβαιώνεται από την επίσκεψη του ίδιου του Μεταξά την 28η Νοεμβρίου στους χώρους εκπαίδευσης του Σ.Δ. στο Γουδί. Πηγή: “Το Προσωπικό Ημερολόγιο του Μεταξά”, εκδόσεις Γκοβόστη τόμος Δ΄, σελ. 526 και 540.
[4] Σε συνεργασία με την Εκκλησία, οι κοινότητες στράφηκαν στη λύση των κρυφών σχολειών (περισσότερα στο “Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων”).
[5] Περισσότερα για την περιπετειώδη ζωή και δράση του μητρ. Γερμανού στη σημείωση #12 του “Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων”
[6] Ο Λάγκο σε επιστολή του στον Μουσολίνι συγκρίνοντας τον μητρ. Λέρου-Καλύμνου με τον Ρόδου Απόστολο έγραφε ότι είναι “λιγότερο ευφυής και οξυδερκής, αναποφάσιστος και ευμετάβολος”. Γενικά, φαίνεται ότι σε όλη αυτή την ιστορία του “Αυτοκέφαλου” ότι είχε ροπή στα ψέματα και τη δολοπλοκία, γεγονός που σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη που έδειξε σε αμφιλεγόμενα πρόσωπα είχε ως αποτέλεσμα την οξύτατη αντίδραση του λαού της μητρόπολης του.
1 thought on “Τρία βιβλία ιστορίας από τα Δωδεκάνησα (βιβλιοκριτική)”