Εικόνα: Princeton University. Ο Δημήτριος Καπετανάκης (1912-1944).
Φώτιος Γ. Πάλλας – 28/05/2021 – BOOKS JOURNAL
Δημήτριος Καπετανάκης, Έργα. Τόμος πρώτος: Τα δημοσιευμένα (1933-1944), Βιβλίο Α΄, Βιβλίο Β΄, εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια: Εμμανουέλα Κάντζια, Eταιρεία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού / Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2020, 470 και 390 σελ. αντιστοίχως.
Ικανός αρχαιογνώστης, γνήσιος ρομαντικός, φιλόσοφος, μεταφυσικός, ποιητική μορφή μεγάλης ευαισθησίας, αξιόλογος τεχνοκριτικός, γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ίσως όσο κανένας άλλος στον καιρό του αλλά και σήμερα, τακτικός συνομιλητής των Συκουτρή, Τσάτσου, Κανελλόπουλου και Θεοδωρακόπουλου, άτομο ευγενέστατο και απροσποίητο και αιωνίως χαμογελαστό, δοκιμιογράφος πανευρωπαϊκού επιπέδου, ο Δημήτριος Καπετανάκης έγινε ασμένως αποδεκτός σε κύκλους των γραμμάτων στο Λονδίνο, όπου βρέθηκε από το 1939. Πέθανε νέος, το 1944. Αλλά γιατί, αυτόν, έναν λαμπρό πρέσβη των ελληνικών γραμμάτων στην Αγγλία, τον σκέπασε η σιωπή; [ΤΒJ]
Ι
Η μορφή του Δημήτρη Καπετανάκη (Δ.Κ. 1912-1944), έπειτα από πολυετή και αδικαιολόγητη απουσία, σταδιακά παίρνει και πάλι τη θέση που της αξίζει στο λογοτεχνικό μας στερέωμα. Και όμως, μετά το θάνατό του είχαμε συχνή την παρουσία του στα λογοτεχνικά μας δρώμενα, ώσπου φτάσαμε στο 1960 να έχουμε:
Τρεις αξιόλογες εκδηλώσεις (Έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο, εκδήλωση στο Αρχαιολογικό Μουσείο με ομιλητή τον Λέμαν και ίδρυση Συλλόγου Φίλων του Δημήτρη Καπετανάκη), το 1961 να κυκλοφορεί από τον Γαλαξία, με τη σπουδαία εκδοτική προσφορά, τομίδιο με μέρος του έργου του και αμέσως μετά μια κριτική αποτίμηση του έργου του από τους Γιώργο Θεοτοκά και Ανδρέα Καραντώνη. Έπειτα έχουμε τη δικτατορία, με τη γνωστή χειμέρια νάρκη, και ακολουθεί η Μεταπολίτευση. Έτσι, περί το 1985, εμφανίζονται μόνο κάποια δημοσιεύματα στο Δέντρο, τη Λέξη και το Ρόπτρο, καθώς και η αξιομνημόνευτη εργασία της Ε. Κούρια. Και αιφνιδίως, το 2018, το Athens Review of Books του αφιερώνει ένα αξιόλογο τιμητικό τεύχος. Για να ακολουθήσει, αρχές του 2020, η έκδοση από το ΜΙΕΤ δύο τόμων 862 σελίδων για τον εκλιπόντα, η οποία αποτελεί το κατά πολύ πληρέστερο έργο από όσα έχουν εμφανιστεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Προσεγμένη εμφάνιση, πολύμοχθη η συγκέντρωση υλικού σε Ελλάδα, Αγγλία και Αμερική, σχολιασμοί, οξυδερκείς παρατηρήσεις και αποτιμήσεις μαρτυρούν την αγάπη της επιμελήτριας της έκδοσης, Εμμανουέλας Κάντζια, για το θέμα. Η γλώσσα είναι ρέουσα και σε πολλά σημεία εσωτερικά παλλόμενη.
Το γιατί αυτή η μακροχρόνια σιωπή, είναι μάλλον δύσκολο αλλά και πικρό να εξηγηθεί. Πιθανόν γιατί ο Δημήτρης Καπετανάκης, ικανός αρχαιογνώστης, γνήσιος ρομαντικός, φιλόσοφος, μεταφυσικός, ποιητική μορφή μεγάλης ευαισθησίας, αξιόλογος τεχνοκριτικός, γνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ίσως όσο κανένας άλλος στον καιρό του αλλά και σήμερα, τακτικός συνομιλητής των Συκουτρή, Τσάτσου, Κανελλόπουλου και Θεοδωρακόπουλου, άτομο ευγενέστατο και απροσποίητο και αιωνίως χαμογελαστό, δοκιμιογράφος πανευρωπαϊκού επιπέδου, ασφαλώς δεν ενδιέφερε τον εκκολαπτόμενο άνθρωπο της μεταπολίτευσης. Μεταπολίτευση, η οποία μετέτρεψε το λόγο σε κραυγή και σύνθημα, και της οποίας η περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα είχε συνέπεια η κύρια δραστηριότητα της ΔΑΠ (της φοιτητικής παράταξης της ΝΔ) στο πανεπιστήμιο να είναι η διοργάνωση εκδρομών στη Μύκονο, η κοινωνία να εθίζεται στον άμετρο καταναλωτισμό, στο αριστερίζον Κέντρο να κυριαρχεί ο λόγος του Λαλιώτη, η Αριστερά να καταντά αριστεριλίκι και η παλαιά παραίνεση του Γρηγόρη Φαράκου στους νεολαίους της ΚΝΕ «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» να μεταλλάσσεται στο «η αριστεία είναι ρετσινιά» και στο ότι η απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου αποτελεί αυτονόητο δημοκρατικό δικαίωμα. Μήπως σε ένα τόσο παρακμιακό πνευματικό περιβάλλον, η φωνή του ποιητή θα φάνταζε μάλλον προβληματική και καθυστερημένη στα προτάγματα των καιρών;
ΙΙ
1. Η Εμμανουέλα Κάντζια παραθέτει την ακόλουθη εικόνα, καταγεγραμμένη από τον παιδικό φίλο του Καπετανάκη, Α. Βεϊνόγλου: «Ήταν μικροκαμωμένος, αδύνατος, εξαιρετικής αντιλήψεως και είχε μια ευαισθησία τόσο μεγάλη, που φαινόταν συχνά υπερβολική».
2. Στη βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη από τον Ρόντρικ Μπήτον (σελ. 216) βρήκα την ακόλουθη περιγραφή, η οποία μας εισάγει στο πνεύμα μέσα στο οποίο ο Καπετανάκης διαμορφώθηκε: «Ο Μυριβήλης θα συμπεριλάβει μια τρυφερή, σχεδόν διάφανη εικόνα της μικρής κοινωνίας του αριθμού 9 της οδού Κυδαθηναίων στο διήγημά του “Τα παγανά”. Ανάμεσα στους ποιητές που συχνάζουν στο διαμέρισμα των Τσάτσων, στον δεύτερο όροφο, είναι ο ιταλικής παιδείας Γιώργος Σαραντάρης και ο φιλόσοφος-ποιητής Δημήτρης Καπετανάκης, του οποίου η σύντομη σταδιοδρομία στην Αγγλία θα συμβάλει στην επιτυχία του ίδιου του Γιώργου στη χώρα εκείνη· επίσης ο Μιχάλης Ακύλας, ο οποίος ήταν και διηγηματογράφος. Κανείς από αυτούς τους τρεις νέους άντρες δεν έζησε για να δει το τέλος του επόμενου πολέμου. Αντίθετα, ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, τον οποίο ο Γιώργος γνωρίζει επίσης στον ίδιο κύκλο, θα ζήσει πολύ περισσότερο από τον ίδιο, και με το ψευδώνυμο Ελύτης».[1]
3. Ο πτέραρχος Χαράλαμπος Ποταμιάνος, ιστορική μορφή της αεροπορίας του έπους του 1940 και αξιωματικός με ασυνήθιστα ενδιαφέροντα, στο βιβλίο του Αναμνήσεις μιας ζωής, όπου εξιστορεί πλευρές της ενδιαφέρουσας και πολυκύμαντης ζωής του, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη γνωριμία του με τον Καπετανάκη στο Λονδίνο, το 1941. Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα: «Η επαφή μου μαζί του [με τον Καπετανάκη] υπήρξε ολιγόμηνη και ήσυχη. Τον βάζω μέσα στις “αναμνήσεις” μου, αν και παραλείπω άλλους επιφανειακά πολύ πιο “σημαντικούς”. Αυτό το κάνω όχι τόσο σαν ένα μικτό μνημόσυνο στον “εκλεκτό”, όσο γιατί πιστεύω ότι όσοι μάθουν για το σύντομο πέρασμα του φωτεινού μετεώρου και τον προσέξουν και τον διαβάσουν, έχουν πολύ να ωφεληθούν. […] Έτσι, δεν μπόρεσε να τον προσέξει ο μεγάλος κύκλος που του άξιζε. Τον πρόσεξαν όμως αρκετοί πνευματικοί άνθρωποι, δυστυχώς, κυρίως ξένοι. […] Τον Καπετανάκη γνώρισα το φθινόπωρο του 1941 στο Λονδίνο. Οι Άγγλοι, τόσο η διοίκηση όσο και ο λαός διψούσαν να ακούσουν για το πρόσφατο έπος της Ηπείρου. Μέσα σε αυτό το κλίμα έγραψα δύο ομιλίες. Η μία αφορούσε γενικά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Ήπειρο και η άλλη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πολέμησε η ελληνική Αεροπορία στον πόλεμο εκείνο. Τις έγραψα ελληνικά και τις μετέφρασα αγγλικά. Η μετάφραση όμως δε με ικανοποιούσε. […] Έψαξα να βρω κάποιον να μου στρώσει τις μεταφράσεις και τότε μου είπαν να αποταθώ στον Δημήτριο Καπετανάκη […] Υπηρετούσε στο Ελληνικό Γραφείο Τύπου. […] Ήταν απλά αλλά καθαρά ντυμένος, αδύνατος στο πρόσωπο, σεμνός και ήρεμος, με μια σεμνότητα που δε θα την έλεγα παθητική. Μια σεμνότητα συνδυασμένη με μεγάλη φυσική ευγένεια. Σεμνότητα που δεν είχε σχέση με αίσθημα κατωτερότητας πνευματικής, φυσικής ή άλλης. […] Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε με αντιμετώπισε με άνεση και απλότητα. Χρειάσθηκε να συνεργασθούμε αρκετές φορές, γιατί τα δύο κείμενα ήταν εκτεταμένα. […] Την τρίτη ή τέταρτη φορά του πρότεινα να φάμε μαζί. Έτσι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε και άλλα θέματα. Η κουβέντα αποδείχθηκε ευχάριστη και σιγά σιγά, χωρίς συμφωνία, καθιερώθηκε, όταν και οι δύο δεν είχαμε να κάνουμε κάτι άλλο, να τρώμε το μεσημέρι μαζί. Αυτό δημιούργησε προοδευτικά μια φιλία ήρεμη και ευχάριστη. […] Η ώρα του φαγητού ήταν πάντοτε γεμάτη με ενδιαφέρουσα συζήτηση. Δε μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του, και αυτό εγώ το έβλεπα σαν αυτοπεποίθηση. Έτσι δεν ξέρω λεπτομέρειες της ζωής του. Δεν έμαθα ούτε πού έμενε. Δεν τον ρώτησα και δεν μου είπε. Ήξερα πάντως ότι είχε πολλή δουλειά. Ερχόταν από το γραφείο του και αμέσως μετά το φαγητό χωρίζαμε για να ξαναγυρίσει εκεί. Το μόνο που τυχαίως έμαθα από τον ίδιο για τη ζωή του ήταν ότι είχε στενή φιλία με το γιο του γνωστού Άγγλου στρατιωτικού συγγραφέα Λιντλ Χαρτ. Η γνώση του της αγγλικής ήταν άψογη. Όμως από την αρχή παρατήρησα ότι το δικό μου αγγλικό κείμενο το διόρθωνε με μεγάλη προσοχή, συζητώντας μαζί μου κάθε φράση, το τελικό κείμενο δεν ήταν σε αγγλικά γεννημένου Άγγλου. Του το είπα. Χαμογέλασε και μου απάντησε ότι το είχε υπ’ όψιν του και ότι, αν τα αγγλικά της μετάφρασης ήταν τέλεια, το κείμενο θα έχανε. Το ακροατήριο έπρεπε να καταλαβαίνει απόλυτα τί λέω, αλλά έπρεπε να φαίνεται και το προσωπικό μου ύφος. Έτσι η διάλεξη θα ήταν πιο ζωντανή. Το δέχτηκα και σκέφτηκα πόσο ώριμος ήταν ο Δημήτρης. […] Τον Απρίλιο του 1942 έφυγα για την Αίγυπτο. Δεν τον ξαναείδα. […] Μου έλειψε, αλλά μου άφησε την ευχάριστη ανάμνηση της φιλίας μας. Μπορώ να πω ότι ήταν στενή, είχε όμως ένα κενό. Δεν μπήκαμε διόλου ο ένας στη ζωή του άλλου».[2]
4. Στις πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του γνωστού ποιητή, κριτικού και εκδότη William Plommer, που αφορούν τη λογοτεχνική πλευρά του Δημήτρη Καπατενάκη, αναφέρονται και τα ακόλουθα: «η ρομαντική ιδιοσυγκρασία του τον είχε τραβήξει προς τη μελαγχολία. […] Το ενδιαφέρον του για τους Αμερικανούς ήταν τεράστιο. […] Ο Έλληνας μπορεί να γοητεύσει τον Εγγλέζο με δώρα σαν το αυθόρμητο, την ένταση και τη διαχυτικότητα […]. Τα μάτια του έλαμπαν από εξυπνάδα, η αρμονία του προσώπου του έβγαινε χωρίς αμφιβολία από την ισορρόπηση ενός καλοσχηματισμένου χαρακτήρα, που ήταν ερευνητική και όχι επιθετική. […] Εκεί ξαπλωμένος στο νοσοκομείο, με μια γαλήνη που πήγαζε από διανοητική και αισθηματική δύναμη, ανακάλυψα πως στην ιδιωτική του ζωή ο Δημήτρης, όχι σαν τους περισσότερους Έλληνες, δεν έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον στην πολιτική. Τα αισθήματά του για τον πόλεμο και την πατρίδα του θα ήταν πολύ βαθιά για να εκφραστούν. […] Είχε γίνει αξιαγάπητος περισσότερο από ό,τι ο ίδιος ήξερε»[3].
5. Και τώρα, ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια οικογενειακή ανάμνηση, η οποία δείχνει το μέταλλο του ανδρός:
Ο Τζέραλντ Μέρλιν, αγγλογαλλικής καταγωγής ευπατρίδης και υπερήφανος για τη καταγωγή του[4], έμαθε, το καλοκαίρι του 1939 , ότι κάποιος φέρελπις Έλληνας έγινε δεκτός στο εμβληματικότερο ίσως για την ανώτερη τάξη κολέγιο, το King’s College του Cambrigde. Ανέθεσε τότε στο δικηγόρο του, τον πατέρα μου, ο οποίος είχε το γραφείο του στο τότε Μέγαρο Μέρλιν (Γαμβέτα 14), ήδη κατεδαφισμένο, να τον βρει, προκειμένου να τον εφοδιάσει με συστατική επιστολή, αλλά και να κουβεντιάσει το θέμα μιας ενδεχόμενης οικονομικής βοήθειας. Το έκανε προφανώς γιατί ήθελε να συνδράμει τον διαφαινόμενο δεσμό μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Έτσι βρέθηκε ο Δημήτρης Καπετανάκης. Στα πρώτα μου έτη στο πανεπιστήμιο, έτυχε να αναφέρω στον πατέρα μου το όνομα του Καπετανάκη και τη μετεωρική άνοδό του στην Αγγλία. Έκπληκτος για την εξέλιξή του, μου διηγήθηκε ότι τον είχε γνωρίσει και ότι τη μεν συστατική επιστολή ο Καπετανάκης την παρέλαβε από το γραφείο του, όχι όμως και την οικονομική βοήθεια. Μάταια, δυο τρεις φορές, ο Καπετανάκης ανέμενε στο γραφείο τον μπον βιβέρ Μέρλιν, ο οποίος αργότερα πρόβαλλε διάφορες δικαιολογίες για τη μη έλευσή του στα ραντεβού. Όταν ο πατέρας μου εξασφάλισε, τελικά, το φάκελο με μια επιταγή και τηλεφώνησε στον Δημήτρη Καπετανάκη να την παραλάβει, εκείνος το απέφευγε. Σε επόμενα τηλεφωνήματά του, στα οποία προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον πελάτη του και να τον πείσει να δεχθεί την επιταγή, εκείνος ευγενικά υπεξέφευγε, ευχαριστώντας τον μαικήνα του και προτείνοντας να διαθέσει αλλού τη βοήθειά του, γιατί η υποτροφία, που ήδη είχε από το Βρετανικό Συμβούλιο, είπε ότι του ήταν αρκετή. Παρέμεινε στον πατέρα μου ως μια ανάμνηση ενός ασθενικού και άκρως ευγενικού προσώπου, ενός άνδρα αποφασισμένου όχι μόνο να μη δεχθεί την οικονομική βοήθεια, αλλά και να μην προσβάλει τον υποψήφιο χορηγό με την όχι άψογη συμπεριφορά. Πιστεύω ότι η συστατική επιστολή, πιθανότατα αχρησιμοποίητη, θα υπάρχει στα κατάλοιπά του, και τούτο διότι ο ηθικός του κώδικας θα του απαγόρευσε να τη χρησιμοποιήσει.
ΙΙΙ
Έως τις αρχές του 1930, στους βρετανικούς λογοτεχνικούς κύκλους υπήρχε μεν μία συμπάθεια για την πατρίδα μας, λόγω του ότι στη χώρα των αγαπημένων ερηπείων και της μεγάλης ομορφιάς μιλούσαν ακόμα ελληνικά και πλανιόταν η σκιά αγαπημένων τους ποιητών. Αλλά ώς εκεί. Υπήρχε γενική άγνοια περί της ύπαρξης αξιόλογης, σύγχρονης πνευματικής Ελλάδας. Οι προικισμένοι λογοτέχνες μας σπούδαζαν και άφηναν ρίζες στη Γερμανία και στη Γαλλία. Η Αγγλία ήταν σχεδόν εκτός του κόσμου τους. Ατυχώς, η εικόνα της Ελλάδας για τους Βρετανούς δεν απείχε απ’ αυτήν που κατέλιπε ο Έλιοτ στην Έρημη Χώρα. Παραθέτω το γνωστό απόσπασμα, μεταφρασμένο από τον Σεφέρη:
[…] ο Σμυρνιός έμπορος, κύριος Ευγενίδης. / Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες. / Τσιφ Λόντον: φορτωτικές εν όψει, / με κάλεσε με τα φτωχά του γαλλικά / για πρόγευμα στο Κάννον Στριτ Οτέλ […]
Αυτή την εικόνα την έχουν επισημάνει αρκετοί.
Τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, εμφανίζεται ένας σεβαστός άγγλος λογοτέχνης, ο οποίος κατοικοεδρεύει και αυτός στο Kings College, ο Ε.Μ. Φόρστερ, και αρχίζει να μιλά στο διακεκριμένο συνάφι του για έναν θαυμάσιο έλληνα ποιητή, που γνώρισε στην Αλεξάνδρεια, τον Καβάφη. Είναι η πρώτη ουσιαστική ρωγμή. Ακολούθως, συγχρόνως με την άφιξη του Καπετανάκη στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1939, αποτολμά το τότε βασιλικό θέατρο, με οργανωτή της εξόρμησης τον Κωστή Μπαστιά, να περιοδεύσει σε Κέιμπριτζ, Οξφόρδη και Λονδίνο, με ρεπερτόριο Ηλέκτρα και Άμλετ. Πρωταγωνιστούν η Ελένη Παπαδάκη, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής. Το εγχείρημα ήταν ριψοκίνδυνο. Στις αγγλικές σκηνές μεσουρανούσαν τότε ιερά τέρατα, αξεπέραστα ίσως έως και σήμερα. Υψηλότατος ο πήχης, σνομπ η περιρρέουσα διάθεση. Και έρχεται από το πουθενά ένας θίασος να καταθέσει τέχνη ισάξια της αγγλικής. Οι αίθουσες γεμίζουν από περίεργους. Πολλοί απ’ αυτούς έρχονται με τα ελληνικά κείμενα της τραγωδίας στο χέρι και οι κριτικές είναι από ενθουσιώδεις έως διθυραμβικές[5]. Ήταν η πρώτη ουσιαστική έκπληξη, ότι η Ελλάδα παράγει και σύγχρονο πολιτισμό. Από εκείνο το καλοκαίρι αρχίζει και η μετεωρική άνοδος του Δημήτρη Καπετανάκη στα βρετανικά πολιτιστικά δρώμενα.
Λίγο μετά την άφιξη του Καπετανάκη, και ενώ είχε ήδη αρχίσει να γίνεται γνωστός, το 1941 εκδίδεται ο Κολοσσός του Μαρουσιού του Χένρι Μίλλερ, εκδοτική επιτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και, κατά γενική ομολογία, το καλύτερο έργο του συγγραφέα. Προκαλεί αμέσως μεγάλη εντύπωση και φανερώνει ότι δίπλα στις πεσμένες κολόνες υπάρχει μια «περίεργη», και γι’ αυτό τόσο γοητευτική, πνευματική Ελλάδα, η οποία έχει το σθένος να μάχεται στην πιο μαύρη περίοδο του πολέμου.
Ο πόλεμος προχωρεί, η Ελλάδα γίνεται η μοναδική σύμμαχος. Σφυρηλατούνται δεσμοί. Κι αργότερα, νέοι διαμεσολαβητές της σύγχρονης Ελλάδας εμφανίζονται: Λώρενς Ντάρρελ, Πάτρικ Λη Φέρμορ, Κρις Γούντχαουζ κ.ά. Ο Δημήτρης Καπετανάκης ευτύχησε να εισέλθει στη βρετανική σκηνή αυτήν ακριβώς τη φιλόξενη περίοδο.
IV
Ο ήρωάς μας, ορισμένως, στην Ελλάδα ασφυκτιούσε. Ίσως γι’ αυτό, όπως επισημαίνει η Ελευθερία Κάντζια, επεδίωκε τη συναναστροφή του με τους εκπατρισμένους Μικρασιάτες ως πλέον κοσμοπολίτες. Στη Χαϊδελβέργη βεβαίως βρήκε ευρύτερους ορίζοντες, αλλά ο ζόφος του ναζισμού βάρυνε το κλίμα. Στο γυρισμό του στην Αθήνα δεν εκτιμήθηκε όπως του άξιζε. Έτσι απογοητεύτηκε, αυτός που αξιώθηκε να συμπεριληφθεί στον κλειστό κύκλο, και μάλιστα με ασυνήθεις δεσμούς, του μεγάλου Καρλ Γιάσπερ, τιμή ακόμη μεγαλύτερη και από το άριστα στον διδακτορικό του τίτλο. Όπως παρατήρησαν όμως οι φίλοι του, την πικρία την κράτησε μέσα του. Για τις διαλέξεις του στον φιλολογικό σύλλογο Ασκραίο, άγνωστο είναι εάν είχε οικονομικό όφελος (να ένα θέμα προς διερεύνηση). Το πρόβλημα επιβίωσης θα ήταν μάλλον οξύ. Η γενιά του 1930 έκανε μεν θόρυβο, δεν κινούσε όμως τα νήματα. Δεν άνοιγε προοπτικές. Η μεγαλοστομία ήταν ακόμα διάχυτη και, πολλές φορές, ο λόγος «ζαχαρωμένος», κατά την επιτυχημένη έκφραση του Σεφέρη. Εξάλλου, η 4η Αυγούστου έπνιγε τις πιο ανήσυχες φωνές. Και κάτι άλλο, ίσως πιο ουσιαστικό, το οποίο εύστοχα παρατηρεί η Κάντζια: το ανδροπρεπές του διάχυτου λόγου οπωσδήποτε πρέπει να τον ενοχλούσε. Και πηγαίνει τώρα, αυτός ο περιπαθής άνθρωπος, να ζήσει σε ένα τόσο διαφορετικό περιβάλλον. Το Κέιμπριτζ με τα μεσαιωνικά κολέγια και το ονειρικό περιβάλλον αποπνέει κλασικισμό, ρομαντισμό, αισθητισμό και ποιητική διάθεση. Μαζί με τον κύκλο του Λέμαν (απόφοιτου του King΄s College και εκδότη λίαν επιδραστικού λογοτεχνικού περιοδικού) και τους διαδόχους του περίφημου κύκλου του Μπλούμσμπερι, ο μετεωριζόμενος και αμφιρρέπων σεξουαλισμός τους ταίριαζε στην αμφίθυμη εσωτερική στάση του Καπετανάκη. Έτσι, οι δαίμονες από βαρίδια στα κατάβαθά του, τον βοήθησαν να συμφιλιωθεί και να ανθήσει – και όλα αυτά σε ένα πολύ πιο αξιοκρατικό περιβάλλον απ’ αυτό της πατρίδας του. Ζούσε βεβαίως χωρίς πολυτέλειες αλλά και χωρίς οικονομική ανασφάλεια, πράγμα που συνεχίστηκε και αργότερα, όταν υπηρετούσε ως υπάλληλος του γραφείου Τύπου της πρεσβείας μας.
Το μελίσσι που μπαινόβγαινε στις αίθουσες και στους κοιτώνες του κολεγίου, γνωρίζοντας ότι ο πόλεμος πλησιάζει (ώσπου στο τέλος έφτασε), ζούσε με αυξανόμενη ένταση. Συζητούσαν, διάβαζαν, έγραφαν και ερωτεύονταν με τον αχό των πλησιαζόντων γεγονότων του πολέμου στο σβέρκο τους. Ο θάνατος δεν ήταν πιθανότητα, αλλά μάλλον η βεβαιότητα, εξ ου και ο πυρετός της δημιουργίας, ώστε να σημαδέψουν την ύπαρξή τους οι εκλεκτότεροι απ’ αυτούς.
Ας σημειωθεί ότι στη μεγάλη σάλα των γευμάτων του κολεγίου, όπου έτρωγαν απλά οι φοιτητές και οι διδάσκοντες ευωχούντο σε βάθρο, οι τοίχοι, γεμάτοι από πορτρέτα διασήμων αποφοίτων, έδειχναν το δρόμο προς το καθήκον για την κοινωνία. Και οι νέοι, πριν εισέλθουν στην αίθουσα, περνούσαν από το μεγάλο χολ, όπου οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τα ονόματα των εκατοντάδων νεκρών του κολεγίου στον Μεγάλο Πόλεμο, καθώς επίσης και της πληθώρας νεκρών των άλλων πολέμων της Αυτοκρατορίας, υπενθυμίζοντας έτσι ότι το άγνωστο ήταν πολύ κοντά και ότι οι υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί στα χαρακώματα, δηλαδή αυτοί, είχαν μέσο όρο επιβίωσης στο μέτωπο τους τέσσερις μήνες – οι πιλότοι πολύ λιγότερο. Ανάμεσα στα ονόματα, ήταν χαραγμένο και αυτό του ινδάλματος της τότε χρυσής γενιάς, του διαδόχου του Βύρωνα, ο τάφος του οποίου είναι στη Σκύρο, του Ρόμπερτ Μπρουκ. Και οι δυο πιθανόν να ονειρεύονταν το θάνατο στη μάχη, και οι δυο όμως τον συνάντησαν στην Ελλάδα άρρωστοι στο στρώμα.
Και όμως, όλος αυτός ο ζόφος αντιμετωπιζόταν με μια παιγνιώδη και, θα έλεγα, σπορ διάθεση. Με συχνή εκκεντρικότητα, σαρκασμό και αποδραματοποίηση. Το περίφημο Ντάουνπλεϊ έδιωχνε τους μελοδραματισμούς και αυτή η ροπή ήταν η αναγκαία συνθήκη προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην περιρρέουσα φρίκη. Ο Δημήτρης Καπετανάκης ξόδευε πυρετωδώς το χρόνο του εργαζόμενος να εκφράσει τα όσα τον έπνιγαν. Αργότερα, δέχτηκε ήρεμα και με αξιοπρέπεια, σαν έτοιμος από καιρό, το άγγελμα της ασθένειάς του. Έτσι, λυσσαλέα, εργάστηκε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αυτός ήταν ο πόλεμός του.
Όταν ζεις σε ένα περιβάλλον όπου ο κανόνας είναι το υπαινικτικό, χαλιναγωγείς και διαφορετικά τη γλώσσα σου. Αυτή η μορφή του λόγου επηρέασε ταχύτατα τον Καπετανάκη, η προδιάθεση του οποίου να καταπίνει τις πικρίες του ίσως τον είχε εύκολα προσανατολίσει προς αυτό το δρόμο. Έξοχο παράδειγμα νομίζω ότι είναι το πρώτο ποίημά του, «Detective Story». Το ποίημα έχει ένα δύσκολο εσωτερικό θέμα, κοχλάζει μία πυρίκαυστη εσωτερικότητα και απελπισία, και όμως, αυτήν την τρικυμία, τόσο γαλήνια, τη σκεπάζει στην επιφάνεια ο ήρεμος ρυθμός και το ουδέτερο της γλώσσας. Ψηλαφείς το έρεβος αλλά συγχρόνως και γαληνεύεις. Ο Καπετανάκης λοιπόν τα έδωσε όλα σε αυτό το περιβάλλον και αυτό τον αποδέχτηκε και του το ανταπέδωσε.
Πριν από καιρό, άκουγα στην τηλεόραση έναν διακεκριμένο γιατρό να μιλά για τον καρκίνο και να λέει πόσο η ισορροπημένη ζωή και η γαλήνη βοηθούν στην καταπολέμησή του. Σκέφτομαι τον Καπετανάκη. Είναι η επιτομή του αντίθετου. Φλεγόταν κάτω από ένα χαμογελαστό, ήρεμο και ευγενικό προσωπείο. Επόμενο ήταν το ηφαίστειο να εκραγεί τόσο νωρίς.
V
Ας μιλήσουν για την αποδοχή του οι πλέον αρμόδιοι. Ο Δημήτρης Καπετανάκης στην Αγγλία, μεταξύ άλλων, έγραψε στην αγγλική δεκαεπτά ποιήματα και δοκίμια για την αγγλική ποίηση και για τους Σ. Γκεόργκε, Ντοστογιέφσκι και Ρεμπώ. Από όσες κρίσεις παραθέτει η επιμελήτρια στην έκδοση του ΜΙΕΤ, σταχυολογώ τις ακόλουθες:
1. Για την αξία της ποίησής του, η τότε πάπισσα της αγγλικής ποίησης, Dame Ίντιθ Σίτγουελ, στο αφιερωμένο στη μνήμη του τεύχος του περιοδικού NWD του Λέμαν, αναγράφει τα ακόλουθα: «[η ποίησή του] αποδίδει τα χαρίσματά του ως ποιητή και κριτικού στην ικανότητά του να γίνεται ένα με το αντικείμενο της αναζήτησής του – τους ανθρώπους, τα πράγματα. Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται στα αγγλικά [τον συγκρίνει με τον Τζόζεφ Κόνραντ], κατανοώντας, σχεδόν βιωματικά, τις αποχρώσεις των εννοιών και τις διακυμάνσεις των τόνων. Ακόμα περισσότερο θαυμάζει την ικανότητα του λόγου του να ρέει αβίαστα στις σφιχτές μετρικές φόρμες που επιλέγει – φόρμες που η Έμιλυ Ντίκινσον ή ο Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν δεν κατορθώνουν να χειριστούν με τόση δεξιοτεχνία.» Ο Καπετανάκης, κατά τη Σίτγουελ, ζωντάνεψε τον άχαρο οκτασύλλαβο και δεκασύλλαβο στίχο, μετατρέποντάς τον σε φυσικό σώμα του λόγου του. Η ποίησή του, συνεχίζει, απαλλαγμένη από γλωσσικά στολίδια και από καθετί το εφήμερο (ακόμα και από εικόνες) δίνει την αίσθηση μιας μονιμότητας: αίφνης, φως εκτυφλωτικό διαπερνά το σκοτάδι και μας επιτρέπει να δούμε πράγματα που ώς τότε αγνοούσαμε. Το ποιήματά του, λέει, «θυμίζουν μικρές φυλακές περίκλειστες σε πέτρινα τείχη, που πάνωθέ τους χάσκει ο ανεξάντλητος ουρανός». Και τελειώνει το κείμενό της συγκρίνοντας την αίσθηση που δίνουν τα ποιήματά του με αυτήν του Τόμας Χάρντι.
2. Το λογοτεχνικό περιοδικό Horizon, ανταγωνιστικό του περιοδικού του φίλου του, Δ.Κ. Λέμαν, σημειώνει την αναγγελία του θανάτου του ως ακολούθως: «Ο θάνατος του Έλληνα ποιητή Δημήτρη Καπετανάκη είναι ένα χτύπημα, το οποίο η νέα γενιά δύσκολα θα απορροφήσει».
3. Ο κριτικός Φ. Γουάτσον, πραγματευόμενος τη θέση των ινδοβρετανών ποιητών στην αγγλική λογοτεχνία, σχολιάζει ότι αυτοί δεν πρέπει να προσεγγίζονται με μεγαλύτερη επιφύλαξη από κριτικούς και αναγνώστες από ό,τι ο Κόνραντ, ο Καπετανάκης ή ο Άρθουρ Καίσλερ.
4. Η επιμελήτρια παραθέτει πέντε εργασίες ξένων συγγραφέων για τον Δημήτρη Καπετανάκη. Ας σημειωθεί ότι ο αριθμός των ανάλογων εργασιών Ελλήνων ανέρχεται σε τέσσερις.
VI
Και έρχομαι τώρα, στο ευαίσθητο θέμα των σχέσεων του Δημήτρη Καπετανάκη με τον Γιώργο Σεφέρη. Παραθέτω ως βάση του προβληματισμού τα ακόλουθα πραγματολογικά στοιχεία:
1. Ο Σεφέρης, ευτυχώς με επιμέλεια, άφησε παρακαταθήκη μια πλούσια αλληλογραφία, καθώς και λίαν εκτεταμένες ημερολογιακές καταγραφές. Και όμως, αν και παρελαύνει σ’ αυτές όλη η ένδοξη γενιά του 1930, ο Δημήτρης Καπετανάκης είναι σχεδόν αόρατος.
2. Η επιμελήτρια της έκδοσης του ΜΙΕΤ παραθέτει δύο επιστολές του Καπετανάκη προς τον Σεφέρη, οι οποίες μαρτυρούν αγάπη, σεβασμό, αξιοσημείωτη εξομολογητική διάθεση αλλά και λαχτάρα του πρώτου να μεταδώσει στον δεύτερο πληροφορίες για την αποδοχή του ως ποιητή στην αγγλική γλώσσα. Αντίθετα, θα έλεγα ότι ο Σεφέρης εμφανίζεται πολύ συγκρατημένος και σύντομος.
3. Στην Αθήνα, ο Δημήτρης Καπετανάκης δίνει διαλέξεις στον φιλολογικό σύλλογο Ασκραίος, συγγράφει κριτικά δοκίμια ακόμη και για τον Σωτήρη Σκίπη. Και ναι μεν στέλνει εξομολογητικά γράμματα στον Σεφέρη, πλην όμως το όνομά του απουσιάζει από τον δημόσιο λόγο του Καπετανάκη. Διαώζεται μόνο μία αναφορά με δύο στίχους του, σε ομιλία του για τον Πρεβελέκη. Σφάλμα με συνέπειες.
4. Στην Αγγλία, ο Καπετανάκης, πνιγμένος στη δουλειά του στην υπηρεσία Τύπου της Πρεσβείας μας και αγωνιζόμενος στον ελάχιστο χρόνο που περισσεύει να κτίσει το έργο του, μεταφράζει και δημοσιεύει Ελύτη, Πρεβελάκη και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο Σεφέρης απουσιάζει παντελώς.
5. Στο ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη καταγράφονται, στην εγγραφή της 15ης/2/1943, τα ακόλουθα: «Χτες ο Κανελλόπουλος μου μίλησε με πολύ θαυμασμό για τις επιτυχίες του Καπετανάκη. Θεωρείται λέει από τους πιο σπουδαίους σήμερα στο Λονδίνο και έχει επαφή με τα σημαντικά πρόσωπα της αγγλικής λογοτεχνίας. Αυτά τα ακούω με κάποια δυσπιστία: με ενοχλεί θανάσιμα η “καλλιτεχνο-πολιτική” κρίση και ιδιοσυγκρασία. Έπειτα, απ’ ό,τι ξέρω, βρίσκω την παραγωγή του Καπετανάκη κάπως “ζαχαρωμένη”». Προσθέτει όμως σε υποσημείωση του 1944: «Δεν είχα τότε υπ’ όψη μου το καταπληκτικό φαινόμενο της αγγλικής στροφής του Καπετανάκη. Ο Κανελλόπουλος είχε δίκιο».[6]
6. Στην προαναφερθείσα βιογραφία του Σεφέρη από τον Μπήτον (σελ. 360), βρήκα καταγεγραμμένα τα ακόλουθα: «Τη χρονιά εκείνη, το 1944, ο Καπετανάκης μόλις είχε πεθάνει σε τραγικά νεαρή ηλικία από λευχαιμία· ο Λέμαν αποφάσισε να οργανώσει μεσημεριανή δεξίωση στο ξενοδοχείο Savoy, με στόχο να συγκεντρωθούν τα χρήματα για μία μετά θάνατον έκδοση της ποίησης του Καπετανάκη στα αγγλικά. Ο Γιώργος είναι και ο ίδιος προσκεκλημένος και στηρίζει την ενέργεια αυτή με μεγάλο ενθουσιασμό. […] Η γνωριμία που μόλις έγινε είναι ζωτικής σημασίας για την προβολή της ποίησης του Γιώργου σε αγγλική μετάφραση μετά τον πόλεμο».[7]
7. Η αντίληψη του κύκλου Σεφέρη ως προς τα λογοτεχνικά δρώμενα, το εσωτερικό δούναι και λαβείν του σιναφιού και η εσωτερική του στάση έναντι του Καπετανάκη απεικονίζεται κατά εναργή τρόπο στην από 10/3/1961 επιστολή του Γιώργου Κατσίμπαλη προς τον Σεφέρη, επ’ ευκαιρία της απονομής του Νόμπελ: «Θα διαμαρτυρηθώ στον Λέμαν, που έρχεται στο τέλος του μηνός μαζί με τον Σπέντερ στην Αθήνα, για όσα είπε για τον Καπετανάκη. Να με συμπαθάει, αλλά το πρώτο παρουσίασμα ποιημάτων του Σεφέρη στην Αγγλία φέρει τις υπογραφές: Κατσίμπαλης-Ντάρρελλ. Και ο Καπετανάκης ουδέποτε ασχολήθηκε ή μετάφρασε Σεφέρη. Εκείνο που αποφάσισε τον Λέμαν να εκδώσει Σεφέρη ήταν το βιβλίο του Ρομπέρ Λεβέκ που το κρατούσε υπό μάλης. Ας είναι! Δε βαριέσαι! Δεν αξίζουν τον κόπο όλα αυτά. Το ουσιώδες είναι (όπως θα έλεγε ο Καβάφης) ότι έγινε εκείνο που έγινε».[8] Με το συμπάθιο, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Σημειώνει η επιμελήτρια: «η αλήθεια είναι ότι ο Σεφέρης έστειλε στον Δημήτρη Καπετανάκη τα ποιήματα μεταφρασμένα από τον Κατσίμπαλη και τον Ντάρρελλ. Ο Λέμαν έκανε κάποιες τροποποιήσεις σε συνεννόηση με τον Δημήτρη Καπετανάκη». Αναμφίβολα, δηλαδή, ο Καπετανάκης προώθησε τα ποιήματα για δημοσίευση και ασχολήθηκε με την έκδοσή τους.
8. Κατά την πρεσβευτική θητεία του Σεφέρη στο Λονδίνο (1958-1962), δεν σημειώνεται στα ημερολόγιά του καταγραφή εκδήλωσης στη μνήμη του Δημήτρη Καπετανάκη, όπως επίσης δεν μνημονεύεται σχετικό δημοσίευμά του σε ξένο έντυπο. Ούτε η επιμελήτρια Εμμανουέλα Κάντζια μπόρεσε να εντοπίσει τέτοια ενέργεια. Χορταριασμένος παρέμεινε ο τάφος του. Ουδείς φρόντισε ώστε τα οικήματα, κάτω από τη στέγη των οποίων κοιμήθηκε κάποτε ο ποιητής. να τοποθετήσουν μια αναμνηστική πλακέτα, όπως συμβαίνει στις πρωτεύουσες που σέβονται την ιστορία και τις αρχές τους. Αυτή η απουσία είναι πλέον άξια απορίας, ιδίως εάν αναλογισθεί κανείς ότι ο Σεφέρης, αναμφίβολα και πολύ σωστά, ήταν ο πρωτεργάτης της μεταφοράς των οστών του Κάλβου στη Ζάκυνθο – και νομίζω ότι η θέση αυτή δεν είναι και τόσο ιερόσυλη.
Ο Σεφέρης κατά τη μακρά υπηρεσία του στο Λονδίνο –από τις πιο μακρές πρεσβευτικές σε αυτήν την τόσο επίζηλη τότε θέση– ασχολούνταν βεβαίως, πέρα από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, όπως άλλωστε είχε δικαίωμα, και με τη διάδοση του έργου του. Δεν μερίμνησε όμως για τη μνήμη του Δημήτρη Καπετανάκη, ούτε φρόντισε να αναρτηθεί έστω και μια αναμνηστική φωτογραφία του ποιητή, ο οποίος με τόση αποτελεσματικότητα και τόση αυταπάρνηση δούλεψε κατά τη διάρκεια του πολέμου στις αίθουσες του γραφείου Τύπου της πρεσβείας. Ως άτομο, βεβαίως ο Σεφέρης είχε δικαίωμα να έχει όποια γνώμη ήθελε για τον λογοτέχνη Δημήτρη Καπετανάκη. Αλλά στο Λονδίνο είχε μεταβεί ως υψηλόβαθμος υπάλληλος του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προωθήσει το όνομα της Ελλάδας και, συνεπώς, κάθε τέκνου της που διακρίθηκε στη χώρα αυτή. Και στο καθήκον αυτό, ανεπίτρεπτα, δεν ανταποκρίθηκε.
Προσωπικώς οφείλω να δηλώσω θαυμαστής του μεγάλου μας ποιητή. Απεχθάνομαι όμως τις αγιογραφίες και συνακολούθως τις αγιοποιήσεις και τον προκύπτοντα από αυτές μεσσιανισμό. Πιστεύω ότι εάν δεν υπήρχαν αυτά, οι ήρωές μας θα είχαν τις πραγματικές, τις ανθρώπινες διαστάσεις τους, και τότε ο λόγος τους, απαλλαγμένος από αυλικούς, θα εκλογίκευε τα προκύπτοντα πάθη. Προτιμώ, κατά συνέπεια, έναν δαφνοστεφανωμένο Σεφέρη με εκατό φορές περισσότερες σκιές, παρά έναν άσπιλο Σεφέρη, φέροντας όμως έστω και ένα φυλλαράκι δάφνης λιγότερο. Ο Σεφέρης, άτομο οπωσδήποτε δύσκολο, κλειστό και δεν θα έλεγα δοτικό, που απέπνεε την αίσθηση του θύματος, μονίμως πικραμένο, είχε την ευτυχία να έχει στον περίγυρό του ανθρώπους πρόθυμους να εργαστούν σαν ιεραπόστολοι για τη διάδοση του θαυμάσιου έργου του. Είχε τον πρωτεϊκό Κατσίμπαλη αρχιστράτηγο και κοντά του τους ικανότατους Ανδρέα Καραντώνη και Νάνο Βαλαωρίτη. Δούλεψαν παθιασμένα γι’ αυτόν. Μάλιστα, όπως είναι γνωστό, ο Καραντώνης, στην αρχή της δημιουργίας του, άπορος ων, χρηματοδοτήθηκε από τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη, προκειμένου να συγγράψει το πρώτο βιβλίο κριτικής για την ποίησή του – και, κατά πολλούς, το πλέον επιτυχημένο[9]. Βεβαίως αποτέλεσμα είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο κριτικής, πλην όμως τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή του, αν και νόμιμα, εγείρουν ερωτήματα ηθικής. Έτσι, στην από 21/11/1949 επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη προς τον Κατσίμπαλη (και οι δύο του στενού κύκλου του Σεφέρη), αναγράφονται τα ακόλουθα: «επίσης με ενοχλεί ο τρόπος, με τον οποίο παρουσιάζει τι είπε ο Σεφέρης σα να ήταν η Πυθία. Η κριτική, άμα χάσει την ανεξαρτησία της, γίνεται προπαγάνδα, απολογία και διπλωματία»[10]. Φαίνεται ότι αυτή η αρχική επιχορήγηση είχε διαρκή αποτελέσματα. Αργότερα, στο Λονδίνο, ο Νάνος Βαλαωρίτης έδωσε συνεχή, επιτυχημένο αγώνα για τη διάδοση του έργου του Σεφέρη. Όταν λοιπόν ο Σεφέρης ήταν μαθημένος στις υπηρεσίες τέτοιων ιεραποστόλων, πώς ήταν δυνατόν να μη θεωρήσει παρά ως προσωπική προσβολή την υποτονική συμβολή του Καπετανάκη στη διάδοση του έργου του, και μάλιστα όταν αυτός ήταν ο πιο κατάλληλα δικτυωμένος γι’ αυτό το σκοπό; Και σκέπτεται κανείς, άραγε είναι τυχαίο ότι ο Σεφέρης τρόπον τινά ως ήρωά του διάλεξε τον Μακρυγιάννη; Έναν μετρίου αναστήματος αγωνιστή, πλην όμως με έξοχο γραπτό λόγο. Όμως έναν ήρωα μεμψίμοιρο, γκρινιάρη, που διαρκώς προβάλλει τις προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του, αιωνίως αδικημένο. Προσωπικά ο λόγος του πολλές φορές μου θυμίζει το παράπονο του Καζαντζίδη. Και όλα αυτά γράφονταν ενώ ο Μακρυγιάννης κάθε άλλο παρά πένης ήταν, αφού είχε παντρευτεί την αρχοντοπούλα Κατίγκω Σκουζέ, κόρη του πάμπλουτου Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, και παρά ταύτα συνεχώς βομβάρδιζε τον Τύπο και την κυβέρνηση, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο αγωνιστή, ώστε να τύχει αποζημιώσεων για τις προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του[11]. Ενώ οι πρωταγωνιστές Υψηλάντης, Νικηταράς, Μαντώ Μαυρογένους κ.λπ., σχεδόν αδιαμαρτύρητα και με μεγαλείο, επαίνοντο σιωπηλά. Έναν Μακρυγιάννη που προπαγάνδιζε το «πρώτα εμείς θα φάωμεν», εχθρό κάθε δημιουργίας και κάθε έργου[12].
VII
Την επιμελήτρια Εμμανουέλα Κάντζια δεν τη γνωρίζω. Μόνο ένα τηλεφώνημα μοιραστήκαμε. Δεν γνωρίζω την ηλικία της. Πιστεύω ότι είναι νέα και η ενασχόλησή της με τον Δημήτρη Καπετανάκη είναι το έργο της ζωής της. Ειλικρινά, τη μακαρίζω. Ελπίζω να έχει πρόθυμους αρωγούς στο έργο της. Στην έκδοση του ΜΙΕΤ αναγγέλλεται η συμπλήρωση της έκδοσης με τόμους αφιερωμένους στο λοιπό έργο του. Θα ήταν θαυμάσιο εάν συμπεριλαμβανόταν ο δυσεύρετος πια τιμητικός τόμος της Εστίας. Όπως επίσης να περιληφθεί και σε μετάφραση ο περίφημος αναμνηστικός τόμος του περιοδικού του Λέμαν, μάλιστα δε και με έγχρωμη αναπαραγωγή του ατμοσφαιρικού εξωφύλλου του. Ετέρωθεν, μήπως θα ήταν προτιμότερο στην προαναγγελθείσα εν συνεχεία έκδοση του ΜΙΕΤ, ο υπομνηματισμός στα κείμενα να μην είναι συγκεντρωμένος στο τέλος του βιβλίου, αλλά στο τέλος κάθε σελίδας, ώστε να βοηθείται ο αναγνώστης;
Επίσης, μήπως είναι χρήσιμο κάποιος ερευνητής να ενδιαφερθεί για το επίπεδο της αγγλομάθειας του Δημήτρη Καπετανάκη πριν από την αναχώρησή του για την Αγγλία, πράγμα βασικό για τη συγκριτική αξιολόγηση του έργου του; Πιστεύω ότι, παρά την ευχέρειά του στις ξένες γλώσσες, το επίπεδο της αγγλομάθειάς του θα ήταν σχεδόν του παλαιού καλού προφίσιενσι. Υποπτεύομαι ότι κανείς από την οικογένειά του δεν γνώριζε αγγλικά. Δεν πήγε σε αγγλόφωνο σχολείο, ούτε είχε ξένες γκουβερνάντες, και μάλλον δεν είχε τη δυνατότητα ιδιαίτερων μαθημάτων. Τελικώς, υπάρχει παράδειγμα άλλου αγγλόγλωσσου ποιητή ο οποίος να μην είχε την αγγλική ως μητρική γλώσσα, ακόμα και κατά την εφηβεία του να μην είχε τη δυνατότητα να ζυμωθεί μαζί της και, παρ’ όλα αυτά, μέσα σε δυο χρόνια να μπορεί να γράφει ποιήματα με τέτοια αίσθηση της γλώσσας; Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω.
Υπάρχει βεβαίως η περίπτωση του Ζαν Μωρεάς, στη γαλλική γλώσσα. Μόνο που, όταν ο Μωρεάς εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι το 1880, σε ηλικία 24 ετών, η γαλλομάθειά του ήταν πολύ ανώτερη από την αντίστοιχη αγγλομάθεια του Καπετανάκη. Επίσης, ο Μωρεάς χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να πρωτοεκδώσει ποιήματά του, ενώ ο Καπετανάκης μόλις δύο.
Ενδιαφέρον ακόμα θα ήταν να ερευνηθεί μήπως ο ποιητής μας είχε απασχολήσει τον Ντέιβιντ Πλαντ ή τον Νίκο Στάγκο. Θυμίζω: Ο πρώτος είναι δόκιμος γαλλοκαναδός συγγραφέας, γνώστης της Ελλάδας και με σπίτι στα Εξάρχεια. Υπήρξε σύντροφος του Νίκου Στάγκου, στη μνήμη του οποίου αφιέρωσε ένα παλλόμενο τομίδιο, τον Αγνό εραστή.[13] Πριν από την 21η Απριλίου, ο Νίκος Στάγκος, με λαμπρές σπουδές και αυτός, εργαζόταν στο τμήμα Τύπου της πρεσβείας μας στο Λονδίνο, απ’ όπου και παραιτήθηκε μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Σύντομα, κατέλαβε την επίζηλη θέση του επιμελητή των εκδόσεων ποίησης στον Penguin και εν συνεχεία των καλλιτεχνικών εκδόσεων στον Thames & Hudson – μάλιστα εκεί εξέδωσε και έναν τόμο αγγλικών ποιημάτων, που έτυχαν θερμής υποδοχής. Ήταν μέλος της λέσχης Κράνιουμ, ίσως της πιο κλειστής λογοτεχνικής λέσχης, η δε παρουσία του στα λογοτεχνικά πράγματα ήταν απόλυτα επιδραστική. Άραγε συναντήθηκαν «λογοτεχνικά»; Και όμως, είχαν τόσο κοινά σημεία! Ουσιαστικά και οι δύο ήταν Έλληνες του εξωτερικού, αστικής προέλευσης, με διαφορετικά όμως οικονομικά μέσα. Και οι δύο υπήρξαν αγγλόφωνοι ποιητές, και μάλιστα με επιτυχία στην ίδια πόλη. Πέθαναν σχετικά νέοι από την ίδια ασθένεια, τον καρκίνο. Και οι δύο δούλεψαν στην ελληνική πρεσβεία και είχαν κοινούς φίλους (Φόρστερ, Λέμαν, Σ. Σπέντερ κ.λπ.). Ατυχώς δεν διαθέτω καμία εκτενή βιογραφία αυτών των ιερών τεράτων, ώστε να δω τυχόν καταγεγραμμένη λογοτεχική σύμπτωση Καπετανάκη και Στάγκου. Και οι δύο είχαν μια υπερχειλίζουσα εσωτερικότητα, αν και ο Στάγκος ήταν πιο επαναστατική φύση. Και οι δύο είχαν κοινό σεξουαλικό προσανατολισμό. Και οι δυο αγαπούσαν την Ελλάδα – όμως πιθανόν, όπως πιστεύω, μακριά από αυτή. Ήταν ελληνικοί, όχι Έλληνες. Είχαν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που τους έκανε αγαπητά μέλη των πλέον επίζηλων κύκλων. Και οι δύο είχαν ευρέα ενδιαφέροντα και γνώσεις, με τον Δημήτρη Καπετανάκη σαφώς υπερέχοντα. Ο Ηλίας Μαγκλίνης, θαυμάσιος όπως πάντα, επιμελητής και μεταφραστής του βιβλίου του Πλαντ, πιθανόν να γνωρίζει περισσότερα.
Και μια και μιλούμε για τον αγώνα του να γίνει ο νεοελληνικός πολιτισμός γνωστός στην Αγγλία, ας αναλογισθούμε ότι και στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, τον μεσοπόλεμο, αυτός υπήρξε ακόμα πιο άγνωστος. Οι Έλληνες τότε, σε πολλές πολιτείες, ήταν κοινωνικά ένα σκαλί πάνω από τους μαύρους, και όμως, το 1906 έρχεται στις ΗΠΑ σχεδόν χωρίς να γνωρίζει αγγλικά, για βιοποριστικούς λόγους, ένας ικανότατος νέος φιλόλογος, ο Αριστείδης Φουτρίδης (1887-1923)[14]. Κατακτά σύντομα τη γλώσσα, λαμβάνει επίζηλες διακρίσεις και κατορθώνει να γίνει καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard και παθιασμένος πρεσβευτής των ελληνικών γραμμάτων. Αλλά η βάσκανος μοίρα το φέρει να ανακοπεί και αυτού η πορεία νωρίς. Σκέπτεται λοιπόν κανείς πόσα κοινά σημεία έχουν ο Ιωάννης Συκουτρής, ο Φουτρίδης και ο Καπετανάκης. Λαμπρές σπουδές σε φημισμένα πανεπιστήμια, παραγκωνισμένοι στην πατρίδα τους, οι δύο τελευταίοι εκπατρισμένοι, με μετεωρική άνοδο στις χώρες που διάλεξαν, πέθαναν όλοι νωρίς – μάλιστα είναι βέβαιο ότι, εάν οι δύο τελευταίοι είχαν ζήσει περισσότερο, άλλη θα ήταν η υποδοχή των ελληνικών γραμμάτων στον αγγλόφωνο κόσμο. Αλλά ατυχώς η ιστορία δε γράφεται με το εάν.
Για να τιμηθεί με το Νόμπελ στην αίθουσα τελετών του δημαρχείου της Στοκχόλμης, ο Σεφέρης αναγκαστικά έπρεπε να περάσει πρώτα από την πύλη του Λονδίνου. Στην Αγγλία προωτομεταφράστηκε, εκεί πρωτοεκτιμήθηκε και διαδόθηκε διεθνώς. Δεν είναι παράλογο να υποστηριχθεί ότι, σχεδόν κατά κανόνα, η αποδοχή ενός λογοτέχνη έχει να κάνει και με την αποδοχή του περιβάλλοντος χώρου του. Άνθος εν κενώ, λουλούδι λαμπρό στην έρημο δύσκολα φυτρώνει και δύσκολα βρίσκει κανείς το δρόμο στην αποδοχή.
Αλλ’ ο καλός θεός της Ελλάδας θέλησε να υπάρξουν δύο πρόσωπα, δηλαδή ο Κατσίμπαλης και ο Νάνος Βαλαωρίτης, τα οποία εργάστηκαν μεθοδικά και παθιασμένα με στρατηγική και βεβαίως χωρίς καμιά κρατική ενίσχυση –άλλωστε ήταν εποχές ισχνών αγελάδων– ώστε τα ελληνικά γράμματα, και ιδίως ο Σεφέρης μέσω του Λονδίνου, να επικοινωνήσουν με το παγκόσμιο ακροατήριο. Χωρίς αυτούς, και χωρίς την παράλληλα ανάδειξη του έργου των Καβάφη και Καζαντζάκη, το κλίμα οπωσδήποτε δεν θα ήταν τόσο ευνοϊκό για τον Σεφέρη. Αρκεί κανείς να αναγνώσει την αλληλογραφία του Νάνου Βαλαωρίτη με το Σεφέρη για να συλλάβει το μέγεθος του αγώνα. Στον τόμο της αλληλογραφίας τους περιέχεται και μια θαυμάσια τεκμηριωμένη εισαγωγή της Άβι Σάρον για το πώς, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα ελληνικά γράμματα έγιναν σχεδόν του συρμού στο Λονδίνο. Και σκέφτεται κανείς, τι έγινε από το 1967 και έπειτα και στέρεψε αυτό το ποτάμι;[15] Βεβαίως φταίει η δικτατορία, αλλά κατόπιν είχαμε την δημιουργία πλήθους καθηγητικών θέσεων για τη λογοτεχνία μας στο εσωτερικό και αρκετών στο εξωτερικό, την ίδρυση ενός οργανισμού για τη διάδοσή της κ.λπ., πόρους και μέσα που οι παλαιότεροι δεν είχαν καν ονειρευτεί. Και όμως, σχεδόν ανάξια λόγου είναι τα αποτελέσματα. Φταίνε άραγε οι διαμεσολαβητές ή, απλούστατα, το παραγόμενο «εμπόρευμα» πάσχει και η εικόνα της πατρίδας μας, παρά τις περί του αντιθέτου φαντασιώσεις μας, πέρασε τουλάχιστον προβληματικές περιόδους; Η κουβέντα πάει μακριά, εγώ αρκετά ξεστράτισα – και το θέμα, για να παραφράσω τη Μάρω Δούκα, είναι ζόρικο πολύ.
ΥΓ. Το κείμενό μου πιθανότατα έχει αδυναμίες, για τις οποίες είμαι ασφαλώς υπεύθυνος. Ο αναγνώστης ας με συγχωρέσει, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, λόγω των συνθηκών, δεν έχω πρόσβαση σε δημόσιες βιβλιοθήκες, έχω κακή σχέση με την τεχνολογία και δεν γνωρίζω ειδικούς. Μόνη μου βοήθεια, η βιβλιοθήκη μου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941), καίτοι είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, τα απέκρυψε προκειμένου να καταταγεί στην πρώτη γραμμή στον πόλεμο του 1940. Τελικώς απεβίωσε από τις κακουχίες. Γράφει ο Ελύτης: «δεν έχω γνωρίσει μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του». Ο Μ. Ακύλας, αξιωματικός της Αεροπορίας, εκτελείται το 1942 από τους Γερμανούς στην απόπειρά του να διαφύγει στην Αίγυπτο, προκειμένου να ενταχθεί ξανά στην Αεροπορία. Βλ. και: Roderick Beaton, Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον Άγγελο, Ωκεανίδα 2003, Ολυμπία Καράγιωργα, Σαραντάρης. Ο μελλούμενος, Δίαυλος 1995, Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος 1996, Φώτης Πάλλας, «Εάν είχαν καταφέρει να ζήσουν», The Book’s Journal, τχ. 98, Μάιος 2019.
[2] Χαράλαμπος Ποταμιάνος, Αναμνήσεις μιας ζωής, Ι. Σιδέρης, 2002.
[3] Βλ. Δημήτρης Καπετανάκης, Δοκίμια, Γαλαξίας, 1962.
[4] Η οικογένεια Μέρλιν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα και απέκτησε ισχυρούς δεσμούς στη χώρα. Εισήγαγε την ποικιλία πορτοκαλιών μέρλιν. Η κατικία της οικογένειας στην Αθήνα ήταν το σημερινό κτίριο της γαλλικής πρεσβείας. Ο Κάρολος Μέρλιν ήταν ο εισηγητής της φωτογραφικής τέχνης στην Ελλάδα και μαικήνας του ζωγράφου Νικολάου Γύζη. Ο Νικόλαος Μέρλιν, γιος του Τζέραλντ, υπήρξε αξιωματικός των υποβρυχίων και ένδοξος νεκρός του πολέμου. Υπήρξαν και άλλοι γόνοι με υπηρεσίες προς την Ελλάδα, γι’ αυτό και η οδός Μέρλιν. Βλ. Helene Farnaud, Η Γαλλική Πρεσβεία στην Ελλάδα, μετάφραση: Ειρήνη Χιωτέλλη, Μέλισσα, 2009.
[5] Βλ. Γιάννης Μπαστιάς, Κωστής Μπαστιάς, Καστανιώτη, 2005. Συμπληρωματικά, βλ. Πολύβιος Μαρσάν, Ελένη Παπαδάκη, Καστανιώτη, 2001, Μάκης Δελαπόρτας, Κατίνα Παξινού, Καθημερινή, 2021.
[6] Με την άποψη αυτή ας μου επιτραπεί να συμφωνήσω και εγώ, όσον αφορά τον δοκιμιακό λόγο του Δημήτρη Καπετανάκη στην Αθήνα. Παραθέτω και τη γνώμη του Νάνου Βαλαωρίτη στην, από 18/5/1948 επιστολή του προς τον Γιώργο Σεφέρη: «Τον Δημήτρη Καπετανάκη τον διάβαζα πάλι. Πολύ συγκινητική φυσιογνωμία. Ένας Έλληνας existentialist. Πριν γίνει της μόδας και λίγο φτηνή με Σαρτρ η φιλοσοφία», στο Νάνος Βαλαωρίτης – Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1945-1968) και τριάντα τέσσερις επιστολές του Ν. Βαλαωρίτη στον Γ. Κ. Κατσίμπαλη 1947-1950, Ύψιλον, 2004. Μήπως όμως η παράθεση της υποσημείωσης του Σεφέρη περί «καταπληκτικής αγγλικής μεταστροφής» του Καπετανάκη γράφτηκε ως φύλλο συκής από έναν άνθρωπο ο οποίος, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, περιφρουρούσε την εικόνα του με μεγάλη επιμέλεια και δεν θα επέτρεπε στους μελλοντικούς να εντοπίσουν τέτοια τρανταχτή απαξία προς τον Καπετανάκη;
[7] Roderick Beaton, Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον Άγγελο, Ωκεανίδα 2003. Νομίζω πάντως ότι η έκφραση του Μπήτον «με μεγάλο ενθουσιασμό» πιο πολύ απεικονίζει τη θέση που φανταζόταν ο Μπήτον ότι θα είχε ο Σεφέρης. Ο Σεφέρης δεν μπορούσε παρά να δείξει προθυμία για την εκδήλωση. Αλλιώς θα τον παρεξηγούσαν.
[8] Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης – Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ Μου Γιώργο», Αλληλογραφία (1924-1970), 2 τόμοι, επιμέλεια: Δημητρης Δασκαλόπουλος, Ίκαρος, 2009.
[9] Στην από 1/12/1931 επιστολή του Κατσίμπαλη προς τον Σεφέρη και στην από 7/12/1931 του Σεφέρη προς τον Κατσίμπαλη τεκμηριώνεται η οικονομική ενίσχυση. Ώς ένα σημείο, αυτή η τακτική είναι βεβαίως κατανοητή. Πλην όμως προκύπτει θέμα ηθικής από το γεγονός ότι, όταν ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, το 1947, κατηγόρησε τον Σεφέρη ότι «εκμισθώνει κριτικούς», ο Σεφέρης –εδώ το μέγα ατόπημα– εκτός των άλλων, τον αποκάλεσε συκοφάντη. Οι ως άνω επιστολές δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο των εμπλεκομένων, βλ. Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, 5ος τόμος, εκδόσεις Παρατηρητής, 1991.
[10] Στο Βαλαωρίτης- Σεφέρης, Αλληλογραφία 1945-1968, ό.π., σημ. 6.
[11] Ελισσάβετ Τσακανίκα, Αγωνιστές του ’21 – Μετά την Επανάσταση, Ασίνη, 2019.
[12] Κατά τη γνώμη μου, αν ζούσε σήμερα, ο Μακρυγιάννης θα ήταν επαγγελματίας δικαιωματιστής, υπέρμαχος των παροχών – και οπωσδήποτε επικεφαλής των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα. Γι’ αυτό είναι και τόσο αγαπητός στην κρατούσα διανόηση.
[13] David Plant, Ο αγνός εραστής. Μια εξομολόγηση, μετάφραση: Ηλίας Μαγκλίνης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014.
[14] Σωκράτης Β. Κουγέας (επιμ.), Το τιμιότερο πρόσφορο. Επιστολές του Αριστείδη Ε. Φουτρίδη προς τον Χρίστο Ν. Λαμπράκη, τον Σωκράτη Β. Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα, εισαγωγή: Σωκράτης Β. Κουγέας, επιμέλεια, σχόλια: Σωκράτης Β. Κουγέας, Κατερίνα Ευσταθίου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2017.
[15] Ασφαλώς υπήρξε και ο Ελύτης. Όμως, αφενός στο πρόσωπό του τιμήθηκε η αντιδικτατορική Ελλάδα και το έπος του 1940, αφετέρου το έργο του έχει ρίζες στη γενιά του 1930.