Είναι κοινό μυστικό ότι λογοτεχνία σήμερα διαβάζουν κυρίως οι γυναίκες. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν παντού. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία που λέει ότι έτσι ήταν πάντοτε. Ιδιαίτερα το μυθιστόρημα, το βαρύ πυροβολικό του σύγχρονου λογοτεχνικού βιβλίου, ήταν, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, εξαρχής γυναικεία υπόθεση, τουλάχιστον από την άποψη του αναγνωστικού κοινού του. Και όταν λέμε εξαρχής, εννοούμε από την ύστερη αρχαιότητα, όταν πρωτοεμφανίστηκε το είδος. Δηλαδή, εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.
Δημοσθένης Κούρτοβικ – 21/07/2007 – Τα Νέα
Δεν αποκλείεται να είναι έτσι. Μπορώ, πράγματι, εύκολα να φανταστώ ότι πρωτομυθιστορήματα όπως το Χαιρέας και Καλλιρρόη του Χαρίτωνα, το Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, το Λευκίππη και Κλειτοφών του Αχιλλέα Τάτιου διαβάζονταν πιο πολύ από τις γυναίκες της εποχής. Αλλά και τα μεσαιωνικά ρομάντζα, τόσο τα δυτικά όσο και τα βυζαντινά, θα πρέπει να συγκινούσαν κατ΄ εξοχήν τις κυρίες, ενώ οι κάπως πιο ζωηρές ανάμεσά τους θα τρελαίνονταν και για το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου (υπάρχει άλλωστε, σαν μακρινός απόηχος, το γνωστό μεσοπολεμικό άσμα που λέει «…και εις το Αρσάκειο διάβαζα Βοκκάκιο»).
Και, συνεχίζοντας το ταξίδι μας στον χρόνο, μήπως δεν συναντάμε διάσημα μυθιστορήματα που δεν θα είχαν γίνει διάσημα αν δεν είχαν αγαπηθεί προπαντός από τις γυναίκες: την Πριγκίπισσα της Κλεβ, την Πάμελα , τη Μαντάμ Μποβαρύ, την ΄Αννα Καρένινα , τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, για να μη μιλήσουμε για την Τζέιν ΄Ωστιν, τη Σάρλοτ και την ΄Εμιλυ Μπροντέ ή τη Βιρτζίνια Γουλφ; Αμφιβάλλω, βέβαια, αν άλλα διάσημα μυθιστορήματα, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Μόμπυ Ντικ, το Μαγικό βουνό, ο ΄Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες, η Δίκη, ο Οδυσσέας , υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή στο γυναικείο κοινό. Αλλά θα αφήσω στην άκρη τέτοιες αμφιβολίες, ύποπτες για σεξισμό μέσα στο politically correct κλίμα της εποχής μας, και θα τονίσω για ξεκάρφωμα ότι, αν δεν διάβαζαν τόσο πολύ οι γυναίκες, η λογοτεχνία θα ήταν σήμερα πιθανότατα ένα περιθωριακό φαινόμενο. Στην Ελλάδα μάλιστα πολύ περιθωριακό.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την Ελλάδα. Το γυναικείο αναγνωστικό κοινό λογοτεχνίας στην Ελλάδα έχει δύο στατιστικές ιδιαιτερότητες, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρώτον, είναι αναλογικά μεγαλύτερο (για πολύ πάνω από 70% κάνουν λόγο οι στατιστικές και οι εκτιμήσεις των βιβλιοπωλών). Και δεύτερον, διαβάζει κυρίως γυναίκες συγγραφείς: στους καταλόγους των ευπώλητων κυριαρχούν σαφώς τα γυναικεία ονόματα, ενώ οι άνδρες συγγραφείς μόνον υπό ειδικές προϋποθέσεις φτάνουν τα γυναικεία νούμερα. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στην αναλογία γυναικών και ανδρών συγγραφέων, που με ραγδαίους ρυθμούς γίνεται ολοένα ευνοϊκότερη για τις γυναίκες. Μπορεί να κατέχουμε μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη σε ό, τι αφορά το ποσοστό γυναικών βουλευτών, γυναικών υπουργών, γυναικών πανεπιστημιακών, γυναικών διευθυντικών στελεχών, αλλά το ποσοστό γυναικών συγγραφέων μας – γύρω στο 50% σήμερα- αποτελεί πιθανότατα ευρωπαϊκό, ίσως και παγκόσμιο ρεκόρ. Ούτε Σκανδιναβία να ήμασταν!
Αυτά όλα σημαίνουν ότι το προφίλ της σημερινής ελληνικής λογοτεχνίας και η γενική ποιότητά της (αν έχει νόημα να μιλάει κανείς για γενική ποιότητα στη λογοτεχνία) καθορίζονται πρωτίστως από τις γυναίκες, από το τι γράφουν, αλλά και από το τι διαβάζουν, αφού οι εκφρασμένες προτιμήσεις του μαζικού αναγνωστικού κοινού, δηλαδή του γυναικείου, επηρεάζουν πολλούς δόκιμους ή επίδοξους συγγραφείς, ακόμη και άνδρες συγγραφείς. Αν αυτό δεν είναι εντυπωσιακό για μια χώρα όπου ώς πριν από τρεις δεκαετίες η γυναίκα ήταν πολίτης δεύτερης κατηγορίας (ακόμη λίγο παλιότερα δεν ήταν καν πολίτης), με πολλών ειδών κοινωνικούς και θεσμικούς περιορισμούς, φραγμούς στη μόρφωσή της και ασήμαντη παρουσία στη δημόσια ζωή, τότε τι είναι εντυπωσιακό;
Μερικοί ξένοι νεοελληνιστές, μάλιστα, μιλούν για επανάσταση, για σαρωτικό άνεμο ανανέωσης που έφερε στην ελληνική λογοτεχνία, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η δυναμική εμφάνιση των σύγχρονων Ελληνίδων, με τις καινούργιες ανησυχίες και αναζητήσεις τους.
Τώρα βέβαια, οι ξένοι νεοελληνιστές λειτουργούν ως διαφημιστές της λογοτεχνίας μας στις χώρες τους, για το οποίο και τους ευχαριστούμε από βάθους καρδίας, κι ας μην το κάνουν από καθαρή ανιδιοτέλεια, αφού έτσι προβάλλουν και τη δική τους δουλειά, διαλαλούν τη δική τους πραμάτεια. Ως διαφημιστές, μπορεί να υπερβάλλουν ή να εξωραΐζουν κάπως τα πράγματα. Το βέβαιο είναι ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, καμιά από τις Ελληνίδες συγγραφείς τις οποίες συστήνουν κατά καιρούς ως ισάξιες ή ανώτερες της Ντόρις Λέσινγκ, της Μάργκαρετ ΄Ατγουντ ή έστω της Ιζαμπέλ Αλιέντε δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια στο εξωτερικό, δεν κατέκτησε τουλάχιστον ένα αξιόλογο ή αφοσιωμένο κοινό. Αλλά μπορεί να φταίει γι΄ αυτό η υπερπροσφορά μεγάλων συγγραφέων από τις περιφερειακές χώρες: ό, τι κάνουν οι νεοελληνιστές θα το κάνουν, φαντάζομαι, και οι νεοτουρκιστές, οι νεοαλβανιστές, οι νεογροιλανδιστές, οι νεονεπαλιστές και πάει λέγοντας, οπότε με τέτοια πληθώρα λογοτεχνικών κολοσσών από εξωτικά μέρη οι ξένοι αναγνώστες και κριτικοί είναι επόμενο να χάνουν τον μπούσουλα.
Η ταπεινότητά μου πάντως, που εννοείται ότι δεν διαθέτει τη σοφία και την ευρύτητα βλέμματος των νεοελληνιστών, βλέπει ότι τα χειρότερα μυθιστορήματα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας γράφτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια από γυναίκες και είχαν όλα φοβερή επιτυχία. ΄Οσο χειρότερα, τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία τους. Παρατηρεί επίσης η ταπεινότητά μου ότι, με λίγες εξαιρέσεις (αυτή τη στιγμή μού έρχονται στον νου η Μάρω Δούκα και η ΄Ερση Σωτηροπούλου), οι σοβαρές και πράγματι σημαντικές συγγραφείς των δεκαετιών του 1980 και 1990 γράφουν όλο και χειρότερα, όλο και πιο συμμορφωμένα με τις «ευαισθησίες» και την αισθητική του μαζικού (γυναικείου, ας το επαναλάβουμε) κοινού, δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι εζήλωσαν τη δόξα και προπαντός τις εισπράξεις των νεότερων, πιο κυνικών συναδέλφων τους. ΄Οσο για τον ανανεωτικό άνεμο και τις καινούργιες ανησυχίες, συγγνώμη, αλλά δεν μπόρεσα ώς τώρα να τις διακρίνω. ΄Ισως κρύβονται ντροπαλά πίσω από την αγωνία για το πώς θα τυλίξουμε έναν άνδρα, πώς θα τον κρατήσουμε, πώς θα χωρέσει το ποδαράκι μας στο γυάλινο γοβάκι του πρίγκιπα, μαζί μ΄ ένα σωρό ψυχαναλυτικούρες, που έχουν διαδεχτεί στη μόδα την αστρολογική εμβρίθεια της περασμένης δεκαετίας.
Πουθενά αλλού δεν συμβαίνει αυτό, και πάντως όχι σε τέτοια έκταση. Η Ρόζαμουντ Πίλτσερ κι εκείνος ο παμπόνηρος γητευτής των γυναικείων ψυχών, ο Κοέλιο, είναι δημοφιλείς και αλλού, αλλά εκεί οι γυναίκες διαβάζουν και σοβαρότερα πράγματα, χώρια ότι οι προτιμήσεις τους δεν εξαρτώνται από το φύλο του συγγραφέα. Μα πώς τα καταφέρνουν έτσι οι συμπατριώτισσές μας;
Κατόπιν αν-ωρίμου σκέψεως θα αποτολμήσω (τα λέω έτσι σεμνά για να μην εξαγριώσω και άλλο τις ήδη εξαγριωμένες, φοβάμαι, φεμινίστριες) την εξής ερμηνεία. Η Ελληνίδα πράγματι προωθήθηκε θεαματικά, διεκδικητικά και απαιτητικά στο προσκήνιο της κοινωνικής ζωής τις τελευταίες δεκαετίες. Μια αίσθηση ελευθερίας και πρωτοφανέρωτων δυνατοτήτων διαδέχτηκε αιώνες υποταγής, αποκλεισμών, περιθωριοποίησης. Αλλά η ταχύτητα της αλλαγής δημιούργησε μια περίεργη κατάσταση. Η τυπική σύγχρονη Ελληνίδα βιώνει την πρόσφατα αποκτημένη ελευθερία της κυρίως ως μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα, ανεμπόδιστη πρόσβαση στη μόρφωση και εξάλειψη των σεξουαλικών ταμπού. Δεν έχει όμως επεξεργαστεί και εμβαθύνει αυτή την ελευθερία. Εσωτερικά, επηρεάζεται ακόμη σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις αξίες και τη νοοτροπία της μητέρας της και της γιαγιάς της, που δεν συμβιβάζονται με τις άλλες αξιώσεις της και με την καινούργια πραγματικότητα. Τελεί, έτσι, σε φοβερή σύγχυση, για την οποία της οφείλουμε όλη την κατανόησή μας. Ενώ δεν βρίσκεται πια στο κοινωνικό περιθώριο, αναζητεί, με τη χαρακτηριστική ψυχολογία της γκετοποιημένης γυναίκας άλλων εποχών, παρηγοριά και συναισθηματική αλληλεγγύη σε μια λογοτεχνία επικεντρωμένη σε τυπικά γυναικεία θέματα και γραμμένη κυρίως από ομόφυλές της συγγραφείς, που είτε ταυτίζονται πραγματικά μαζί της είτε προσποιούνται ότι ταυτίζονται, γιατί ξέρουν ότι έτσι έχουν εξασφαλισμένη την εμπορική επιτυχία.
Ορίστε. Αφού εκδηλώθηκα ως φαλλοκράτης και βρομερό σεξιστικό γουρούνι, έδειξα, ελπίζω, ότι μπορώ και να καταλάβω τη θέση της σύγχρονης Ελληνίδας, ότι δεν θεωρώ τη συμπεριφορά της πάγια έκφραση της γυναικείας φύσης και ότι εκτιμώ πως η τωρινή κατάστασή της είναι μεταβατική. Αλλά, με το συμπάθιο, δεν δέχομαι να κολακεύσω τις αδυναμίες της και να τις περιβάλω με την αίγλη της υψηλής αισθητικής.