γράφει ο Νώντας Τσίγκας στην εφημερίδα Οδός της Καστοριάς,
Ένα δημώδες ποίημα από την Καστοριά, της περιόδου του Μακεδονικού Αγώνα, που διέσωσε ο Ίων Δραγούμης
Στο Αρχείο Ίωνος Δραγούμη¹ απόκειται σε χειρόγραφο με το γραφικό χαρακτήρα του ίδιου, ένα δημώδες ποίημα-χρονικό από την Καστοριά, το οποίο θα μας απασχολήσει εδώ. Το ποίημα ολόκληρο, αλλά με αρκετές αβλεψίες κατά τη μεταγραφή του, είχε συμπεριληφθεί και στην έκδοση με τον (ψευδεπίγραφο) τίτλο «Τα ημερολόγια του Ίλιντεν» που επιμελήθηκε ο Γ. Πετσίβας². Το ποίημα στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, που, σύμφωνα με τον πρώτο και τον πέμπτο στίχο του ποιήματος (Τὸ μῆνα τὸ Νοέμβρη χίλια ’νιακόσια τρία… στὴς εἴκουσι τοῦ μῆνα), έλαβε χώρα στην Καστοριά στις 20 Νοεμβρίου του 1903.
Η εξέγερση του Ίλιντεν, που υποκίνησαν οι Βούλγαροι και είχε εκδηλωθεί στη Μακεδονία τρεις μήνες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου/3 Αυγούστου, ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία), προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των Τούρκων. Επιτέθηκαν αμέσως στους πληθυσμούς των εξεγερμένων περιοχών όπου πολλοί –και «Πατριαρχικοί» ακόμα πληθυσμοί– είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία ζητώντας την απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Η εξέγερση έμελλε μέχρι τον χειμώνα του 1903 να καταπνιγεί. Μεγάλα βλαχοχώρια όπως το Κρούσοβο και η Κλεισούρα και ορισμένα (καταγεγραμμένα ως «Εξαρχικά») χωριά της Καστοριάς όπως η Μπόμπιστα και η Ζαγορίτσανη, έζησαν μέρες πυρπόλησης, εκθεμελίωσης, εξανδραποδισμών και θανάτου. Πολλοί εξεγερμένοι ρίχτηκαν στις φυλακές ή θανατωθήκαν με απαγχονισμό. Τα θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό του βιλαετίου Μοναστηρίου ασφαλώς ήταν πολλά.
Κατά το μήνα Νοέμβριο του 1903, η εξέγερση έχει ήδη, κατά το μάλλον ή ήττον κατασταλεί, όμως η υπερβάλλουσα αγριότητα που έχουν επιδείξει οι Τούρκοι έχει προκαλέσει, προς όφελος των Βουλγάρων, τα προσδοκώμενα για εκείνους αποτελέσματα: ενίσχυση του κλίματος φιλοβουλγαρισμού που ήδη επικρατούσε στην Ευρώπη και, εκ μέρους των Τούρκων, επίδειξη μεγαλύτερης ανοχής απέναντι στις εθνικές κοινότητες. Σύμφωνα με το «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται», αυτή είναι ακριβώς η κατάλληλη στιγμή που οι Βούλγαροι αποφασίζουν να τοποθετήσουν δικό τους («Εξαρχικό») μητροπολίτη και στην Καστοριά…
Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα (και μέχρι τον Μάρτιο του 1904) δόθηκε από τον Σουλτάνο γενική αμνηστία και επιβλήθηκαν μεταρρυθμίσεις που ορίζονταν από τη Συμφωνία της Μυρστέγης (3 Οκτωβρίου 1903). Με αυτήν καθορίζονταν τα όρια επιρροής της κάθε εθνότητας, αναγνωρίζονταν στους πληθυσμούς πλείονα δικαιώματα εκπροσώπησης στη διοίκηση ενώ γίνονταν επίσης ορισμένες δομικές μεταρρυθμίσεις στρατιωτικού περιεχομένου ή τήρησης της τάξης (χωροφυλακή). Σκοπός της συμφωνίας ήταν η ειρήνευση μεταξύ των αντιμαχόμενων εθνοτήτων. Πλην όμως, η σύγκρουση που ακολούθησε τα επόμενα τέσσερα χρόνια στη μακεδονική ύπαιθρο, υπήρξε σφοδρότερη, με τις αντιμαχόμενες ανταρτικές ομάδες να επιδίδονται σε ανηλεείς εμπλοκές ανορθόδοξου πολέμου και σε αδιανόητες εκατέρωθεν αγριότητες.
Ο Ίων Δραγούμης θα βρεθεί από τις αρχές του Αυγούστου του 1903, μάλλον κινούμενος με δική του πρωτοβουλία (σήμερα θα λέγαμε «εξωθεσμικά»), στην περιοχή της Καστοριάς. Διαμένει στο Βογατσικό, την ιδιαίτερη πατρίδα του, και προσπαθεί να επηρεάσει τη στάση του τούρκου διοικητή της Καστοριάς ώστε να μην βλάψει τους ελληνικούς πληθυσμούς και να προστατεύσει την πόλη της Καστοριάς από την ενδεχόμενη βουλγαρική διείσδυση [βλέπε σχετικές δημοσιεύσεις στην εφημερίδα ΟΔΟΣ³]. Πετυχαίνει το σκοπό του.
Στο υστερόγραφο επιστολής προς τον πατέρα του Στέφανο, με ημερομηνία 27 Μαρτίου [1904], διαβάζουμε: Τὸ ἔγκλειστο ποίημα, προϊόν τῆς λαϊκῆς μούσης ἴσως δύναται να δημοσιευθῇ εἰς φύλλα καὶ διανεμηθῇ ἐν Μακεδονία.
Το ποίημα είναι το παρακάτω:
Ὁ Βούλγαρος στὴν Καστοριά
Τὸ μῆνα τὸ Νοέμβρη χίλια ’νιακόσια τρία
οἱ χριστιανοί τῆς Καστοριᾶς ἐκάμανε ἀντάρα
Γρηκῆστε Βούλγαροι, ἐσεῖς, ἄκουσε Βουλγαρία
Πῶς τοὺς Βουλγάρους δέχονται μέσα στὴν Καστορία.
* * *
Προτοῦ χάράξῃ ν’ ἡ αὐγή στὴς εἴκουσι τοῦ μῆνα
τὰ μαγαζιὰ τῆς Καστοριᾶς ἀρχίσαν νὰ δουλεύουν
καὶ κεῖ ποὺ γοῦνες ἔρραβαν σκυφτά οἱ γουναράδες
ἔξαφν’ ἀκοῦνε καὶ χτυποῦν, χτυποῦνε ἡ καμπάνες
―«Μὰ τί γιορτή ’νε βρὲ παιδιά, ῥωτοῦνε τοὺς καλφάδες.
Μὴν πὰ καὶ ἀπό σήμερα γιορτάζουν οἱ παπάδες;
―Γιορτὴ δὲν εἶνε βρὲ παιδιά, παπάδες δὲ γιορτάζουν
Μόνο μᾶς ἦλθε ψές ἀργά ’νας Βουλγαροδεσπότης.
―Δεσπότης Βούλγαρος ἐδῶ! μέσα στὴν Καστορία!
Τὶ θάρρεψ’ ὁ καλότυχος, πὼς εἶνε Βουλγαρία;
Οὔτε Σερβία εἶν’ ἐδῶ, οὔτε καὶ Βουλγαρία!
―Ὅμως μὲ τί δικαίωμα μπῆκε στὴν Καστορία;
―Σωπᾶτε, γειὰ ν’ ἀκούσουμε, ἔξω φωνάζουν, ἄκου.
―Τὰ μαγαζιά νὰ κλείσουνε, οἱ ἔφοροι διατάζουν
Ἀνεμοζάλη νὰ γενῇ νὰ τὴνε δῇ ὁ Τοῦρκος
νὰ τόνε διώξῃ στὴ στιγμή τὸν ἄνομο κομίτη»
Καὶ ὁ δεσπότης τῶν Γραικῶν ἀνέβη στ’ ἄλογό του
λαός μερμήγκια πίσω του φωνάζοντας ἐτρέχαν.
Μὲ ταραχές καὶ μὲ φωνές φτάνουνε στὸ κονάκι.
Οἱ χωροφύλακες εὐτύς ἐκράξαν τὸ μετζλίσι⁴
τὸν καϊμακάμη τοῦ στρατοῦ καὶ τὸ μουτεσαρίφη
Κι ὁ κόσμος ὅλος φώναζαν κατὰ τοῦ δολοφόνου.
[«Τὶ θ]έν οἱ Βούλγαροι, Πασσᾶ, μέσα στὴν Καστορία;
γιὰ νὰ θολώσουν τοῦ λαοῦ τὸ αἷμα, τὴ γαλήνη;
Ἔξω αὐτούς τοὺς ἄτιμους! Ὄξω τοὺς δολοφόνους
―Μὰ ἡσυχάστε χριστιανοί καὶ θὰ τηλεγραφήσω
τώρα, εὐτύς, στὸ Βασιλιᾶ νὰ σᾶς εὐχαριστήσῃ.»
Κατὰ τὴς δέκα τούρκικα, μετὰ τὸ μεσημέρι
καλόγνωμην ἀπόκριση τοὺς στέλνει ἡ Τουρκία·
«Ἀπὸ τὸ Κάστρο στὴ στιγμή ὁ Βούλγαρος νὰ λείψῃ».
Ὁ κόσμος ὅταν ἄκουσε τὴ διαταγήν ἐτούτη
πηγαίνουνε στὰ σπίτια τους μὲ τὴν καρδιά γεμάτη
―«Ἀπόψε μέστην Καστοριά ὁ Βούλγαρος δὲ μένει»
Πρωί, πρωί, Παρασκευή, ’σόδια τῆς Παναγίας
τὴν Καστοριά ξεκούφαιναν ’βδομῆντα δυό καμπάνες.
Ὁ Βούλγαρος τὴν Καστοριά δὲν εἶχε την ἀφήσει.
Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά φρενιάζουνε τὸν κόσμο.
―«Τί θέλει ὁ Βούλγαρος ἐδῶ; — ὁ Βούλγαρος νὰ φύγῃ!
―Νὰ σηκωθῇ ὁ Βούλγαρος, νὰ γκρεμισθῇ, νὰ φύγῃ!
γιατί μὲ τὰ τουφέκια μας μὲ βόλια θὰ τὸν φᾶμε!»
Ὁρμάει τὸ πλῆθος, δαίμονας, ὥς τοῦ Πασσᾶ τὸ σπίτι
καὶ ὁ Πασσᾶς ξιππάζεται, βγαίνει στὸ παραθύρι·
―Τί κάνετ’ ἔτσι, χριστιανοί, θὰ φύγῃ μὲ τρεῖς ὧρες.
―Τί λέει; τρεῖς ὧρες νὰ γενοῦν, τρεῖς ὧρες νὰ περάσουν;
―Πασσᾶ, ἄν τούτη τὴ στιγμή
δὲ φύγῃ ἀπ’ τὴν Καστοριά ὁ Βουλγαροδεσπότης
θὰ τὸνε διώξωμεν ἐμεῖς
Πασσᾶ, μὲ τὴς καμπάνες μας, Πασσᾶ, μὲ τὴς φωνές μας
μὲ ῥόπαλα, μὲ πέτρες, μεῖς!
Πασσᾶ, καὶ ἡ γυναῖκες μας τὰ ῥάσα του θὰ σκίσουν
στὴ λίμνη θὰ τὸν πνίξουμε!
Κι ἄν θέλῃς στεῖλε σύ στρατό, Πασσᾶ, νᾶ μᾶς χτυπήσῃς.»
Εἶπε τὸ πλῆθος κι ὥρμησε σὰ σύγνεφο ἀκρίδες
καὶ ὁ Πασσᾶς ἀπ’ τὸ στρατόν ἐγύρευε βοήθεια.
Σάλπιγγ’ ἀκούστηκεν, εὐτύς διατάζεται τ’ ἀσκέρι
μὲ τὰ πουγγιά τοὺς χριστιανούς νὰ τοὺς ξεκαθαρίσῃ
Μὰ φρενιασμένος ὁ λαός δὲν ἤθελε νὰ ξέρῃ.
Καὶ πρώτες πρώτες τὸ στρατό τὸν ἔσπρωχναν γυναῖκες
Καὶ γαίματα θὰ χύνουνταν, μόν’ ἄκουσαν πὼς τώρα
βγάζει τ’ ἀσκέρι βιαστικά τὸ Βουλγαροδεσπότη.
Νά τὸνε! Φάνηκε στρατός μὲ τὸ μουτεσαρίφη
καὶ μέστη μέση φύλαγαν τὸ Βούλγαρο, σκυμμένο.
Ἄς τὸ γρηκᾶν οἱ Βούλγαροι, κι ὅλην ἡ Βουλγαρία
Πῶς τοὺς Βουλγάρους δέχονται μέσα στὴν Καστορία*.
Σχετικά με το περιστατικό, για τον οποίο γίνεται λόγος στο ποίημα, ο Γερμανός Καραβαγγέλης αφηγείται⁵:
[…] Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προνόμια ἐδόθηκε καὶ γενικὴ ἀμνηστία. Ἐβγῆκαν λοιπόν τότε σωρηδόν ἀπό τὶς φυλακές ὅλοι οἱ κατάδικοι ἢ ὑπόδικοι γιὰ πολιτικές ὑποθέσεις καὶ μέσα σ’ αὐτοὺς ὅλοι οἱ Βούλγαροι κομιτατζήδες καὶ ὁπλαρχηγοί ποὺ εἶχαν κατὰ καιροὺς συλληφθῆ καὶ φυλακισθῆ. Ἔτσι οἱ Βούλγαροι ἄρχισαν πάλιν νὰ σηκώνουν κεφάλι, οἱ ὁπλαρχηγοί τους νὰ ξαναγυρίζουν καὶ οἱ συμμορίες νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ κρησφύγετά τους. Τότε καὶ ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης τοῦ Μοναστηριοῦ κατώρθωσε νὰ πάρῃ ἄδεια τοῦ Χιλμῆ πασᾶ κι ἔφθασε στὴν Καστοριά μὲ ἄφθονο χρῆμα καὶ ρουχισμό, ὁλόκληρη περιουσία. Εἶχε σκοπό στήνοντας τὸ στρατόπεδό του στὴν Καστοριά καὶ συνεργαζόμενος μὲ τὸ Κομιτᾶτο, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς χωρικούς κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ν’ ἀνασυστήσῃ τὸ βουλγαρικό γυμνάσιο τῆς Καστοριᾶς. Κι ἂν κατώρθωνε νὰ μείνῃ ἐκεῖ μερικούς μῆνες, ἀσφαλῶς ἡ διαμονή του στὴν Καστοριὰ θὰ εἶχε πολὺ δυσάρεστα ἀποτελέσματα γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Ὅταν τὸ ἔμαθα ἤμουν στὴν περιοδεία τῆς Κορυτσᾶς. Μοῦ γράφει ὁ πρωτοσύγγελός μου Πλάτων «Ἔρχεται ὁ Βούλγαρος μητροπολίτης». Ἀμέσως φεύγω γιὰ τὴν Καστοριά, ὅπου ἔμπαινα τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἔμπαινε καὶ ὁ Βούλγαρος. Κάνομε συνεδρίασι τῆς δημογεροντίας κι ἀποφασίζομε νὰ τὸν διώξωμε. Ἀλλὰ πῶς; μὲ ρωτοῦν. Τοὺς λέγω «Θὰ ἔρθετε αὔριο ὅλοι πρωΐ-πρωΐ στὴ Μητρόπολι κι ἀπὸ κεῖ θὰ τραβήξωμε στὸ Διοικητήριο. Κι ἐνῶ θὰ διαμαρτύρωμαι ἐγώ μέσα, θὰ διαμαρτύρεστε καὶ σεῖς ἀπ’ ἔξω μὲ φωνές». Κι’ ἔτσι ἔγινε. Πρωΐ-πρωΐ, ὁ αὐλόγυρος τῆς μητροπόλεως ἦταν γεμᾶτος. Ἀπὸ κεῖ τραβᾶμε στὸ διοικητήριο, μπρὸς ἐγὼ πάνω στ’ ἄλογο καὶ πίσω ὁ λαός. «Τὶ δουλειά ἔχει αὐτὸς ἐδῶ;» λέω στὸν καϊμακάμη. «Μά ἦρθε μὲ τὴν ἄδεια τῆς κυβερνήσεως» μοῦ ἀπαντᾶ. Κι ἐνῶ ἐγὼ διαμαρτυρόμουν, ὁ λαὸς ἀγριεμένος ἀπ’ ἔξω φώναζε «Ἔξω ὁ Τσακαλάρωφ, ἔξω ὁ κομιτατζῆς». Ὁ καϊμακάμης, ποὺ ἦταν καὶ δειλός, ἅμα εἶδε τὸ συνωστισμὸ καὶ ἄκουσε τις φωνές, μοῦ ζήτησε τὴν ἄδεια καὶ προθεσμία νὰ τηλεγραφήσῃ στὸ Χιλμῆ. «Ἐγώ» τοῦ λέω «δὲ φεύγω ἀπὸ δῶ, ἂν δὲν διατάξῃς τὴν ἀπέλασί του». Αὐτὸς ὅμως ἐπέμενε. «Θὰ σοῦ δείξω» μοῦ λέει «τὸ τηλεγράφημα ποὺ θὰ στείλω στὸν Χιλμῆ καὶ θὰ τὸν διώξῃ». Κι ἀλήθεια ἔστειλε. Τότε διέλυσα τὸ πλῆθος καὶ γύρισα στὴ Μητρόπολι. Ἀπό κεῖ στείλαμε καὶ μεῖς ἄλλο τηλεγράφημα στὸν Χιλμῆ. «Ἢ θὰ φύγῃ αὐτὸς ὁ κομιτατζῆς ἀπὸ τὴν Καστοριά ἢ ἐμεῖς. Καὶ τότε δῶσε μας τόπο νὰ κατοικήσουμε». Ἀπάντησι ὅμως δὲν λαβαίνομε. Παραγγέλνω λοιπόν τὴν ἄλλη μέρα νὰ ἔρθουν ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς Καστοριᾶς καὶ λέω σὲ μιὰ, τὴν πιὸ ζωηρή, νὰ μὲ τραβήξη δυνατὰ ἀπὸ τὸ ράσο, ὥστε νὰ τὸ ξεσχίσῃ, γιὰ νὰ μὲ ἀναγκάσῃ δῆθεν νὰ ἀνέβω στὸ ἄλογο. Εἰδοποιῶ τὴν ἀστυνομία κι ἔρχεται ὁ διευθυντής. Αὐτὴ μὲ ἁρπάζει ἀπό τό ράσο καὶ μὲ τραβᾶ. «Ἢ θὰ φύγῃ αὐτὸς» μοῦ λέει «ἢ νὰ φύγῃς καὶ σύ». Τότε πετῶ τὸ καλυμμαύκι μου καὶ λέω. «Τέτοια ζωὴ δὲν τὴ θέλω». Καβαλλικεύω καὶ τραβῶ στὸ διοικητήριο. Πίσω μου ἀκολουθοῦσαν καμμιά χιλιάδα γυναῖκες. Τὶς εἶχα φανατίσει. «Τί θὰ κάνουμε;» ρωτῶ τὸν καϊμακάμη. «Ἐγώ σὲ ρωτῶ τί θα κάνομε μοῦ ἀπαντᾶ αὐτός. «Δὲν ἔχω ἀπάντησι. Ἢ θὰ φύγῃ ὁ Βούλγαρος ἢ θὰ πέσουμε όλοι». Πηγαίνοντας στὸ διοικητήριο εἴχαμε περάσει μὲ φωνὲς καὶ ἀπειλὲς μπρὸς ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Βουλγάρου μητροπολίτη, ποὺ τὸ φύλαγε ἕνας λόχος στρατοῦ μὲ ἐφ’ ὅπλου λόγχη. Καὶ αὐτὸ καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ συλλαλητηρίου τῶν γυναικῶν στὸ διοικητήριο ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι κι ὁ καϊμακάμης δὲν ἤξερε τί νὰ κάνῃ. Εὐτυχῶς τ’ ἀλλεπάλληλα τηλεγραφήματα καὶ τοῦ καϊμακάμη καὶ τὰ δικά μου ἔφεραν τὸ ἀποτέλεσμά τους κι ἔφθασε διαταγὴ νὰ ἀπελαθῇ ὁ Βούλγαρος. Ἡ δική μας δηλαδὴ ἦταν μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάστασι. Ὅταν πῆγαν καὶ εἶπαν τοῦ Βουλγάρου νὰ φύγῃ, αὐτὸς ἐπροφασίστηκε ὅτι δὲν μπορεῖ, γιατὶ εἶναι ἄρρωστος. «Καλά» τοῦ εἶπαν «κοιμήσου ἀπόψε μὰ αὔριο θὰ φύγης». Ἐπειδὴ ὅμως καὶ τὴν ἄλλη μέρα δὲν φαινόταν διατεθειμένος νὰ φύγῃ, ὁ καϊμακάμης ποὺ ἔβλεπε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι ἔστειλε τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν ἐσήκωσε, τὸν ἔβαλε πάνω στ’ ἄλογο κι ἔφυγε. Ὁ καϊμακάμης μὲ εἶχε παρακαλέσει νὰ μὴν τοῦ κάνουν κανένα «ρεζαλέτ» (ρεζιλίκι) οἱ δικοί μου. Ἀλλὰ ὁ κόσμος καὶ ἰδίως τὰ παιδιὰ τὸν κατευώδωσαν μὲ γιουχαΐσμοὺς καὶ γκαζοντενεκέδες ἀπὸ μιὰ ράχη.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μια άλλη πολύ σύντομη εκδοχή του ποιήματος δημοσίευσε ο Κώστας Δούφλιας στο βιβλίο του Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας⁶.
Η Καστοριά
και ο Βούλγαρος δεσπότης
Την εικοστή του Νοεμβριού χίλια νιακόσια τρία
τα μαγαζιά της Καστοριάς αρχίσαν να δουλεύουν,
κι εκεί που εδουλεύανε ακούνε τις καμπάνες.
—Μα τι γιορτή ‘ναι σήμερα, ρωτούνε οι παπάδες
—Ούτε γιορτή ΄ναι σήμερα ούτε και πανηγύρι,
o Βοϊβόντας έρχεται με Βούλγαρο δεσπότη,
τί πέρασαν οι άθλιοι πως δω είναι Βουλγαρία;
Ούτε Βουλγαρία είν’ εδώ, ούτε και η Σλαβία,
εδώ το λένε Καστοριά – Ελλάς – Μακεδονία.
Ο Κ. Δούφλιας, στον σύντομο υπομνηματισμό του ποιήματος, γράφει:
Το Νοέμβριο του 1903 πράγματι αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Καστοριά Βούλγαρος δεσπότης. Μπήκε κρυφά στην πόλη κι έμεινε στο σπίτι του εξαρχικού επιτρόπου. Την άλλη μέρα το πρωί σαν το ’μαθαν οι Καστοριανοί ξεσηκώθηκαν. Έγιναν φασαρίες. Οι γυναίκες και τα παιδιά με επικεφαλής τη θρυλική Ζήσαινα, με γιουχαΐσματα και τενεκεδοκρουσίες, έδιωξαν τον ξένο. Η εθνική επιτροπή κατεδίκασε τότε σε θάνατο τον εξαρχικό επίτροπο, το Βούλγαρο δάσκαλο και τη Ματώ που είχε παραχωρήσει το σπίτι της για βουλγαρικό σχολείο⁷.
ΜΙΚΡΟ ΣΧΟΛΙΟ
Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαπιστώνουμε πόσο ακριβής στις αναφορές σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά είναι η εκδοχή του ποιήματος που διέσωσε ο Ίων Δραγούμης. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η εξιστόρηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, που έγινε σε απώτερο χρόνο, προς την Όλγα Θρεψιάδου-Μπέλλου (γραμματέως της Πηνελόπης Δέλτα που για λογαριασμό εκείνης πραγματοποίησε συναντήσεις-συνεντεύξεων με τον Ιεράρχη στη Αθήνα όταν εκείνος υπηρετούσε ως Έξαρχος Κεντρικής Ευρώπης)⁸, παραθέτει με σαφήνεια τα γεγονότα. Ο Καραβαγγέλης δεν προσπαθεί να κρύψει ούτε τις προθέσεις του ούτε και τα τεχνάσματα που διεξήλθε προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Αποκαλύπτονται πολλά στοιχεία της πύρινης προσωπικότητάς του όπως και η ικανότητά του να συνεγείρει το πλήθος και να το οδηγήσει σε κατάσταση ώστε να πραγματοποιήσει και «λιντσάρισμα» ακόμη. Οι εν εξάλλω διαμαρτυρίες και η διαπόμπευση που έκλεισε την απομάκρυνση του αλλόδοξου δεσπότη δείχνει ότι τα ήθη της εποχής είχαν εξαφθεί τρομερά καθώς διεξαγόταν ένας αληθινός αγώνας επιβίωσης και βίαιου διαγκωνισμού. Από τον Δούφλια μαθαίνουμε και το όνομα της ζωηρής Καστοριανής που σήκωσε το βάρος των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας (Ζήσαινα).
Ο Ίων Δραγούμης υποδεικνύει, στον πατέρα του Στέφανο, το δημώδες ποίημα να διανεμηθεί ως προπαγανδιστικό-εμψυχωτικό υλικό στη Μακεδονία και να δημοσιευθεί στον τύπο. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό έγινε. Υποθέτουμε πως μάλλον όχι γιατί κάποιος θα το είχε εντοπίσει μέσα στα ακριβώς εκατόν είκοσι χρόνια που έχουν περάσει ως τα σήμερα από τότε. Επειδή δεν είναι και τόσο σύνηθες η δημοτική μούσα να είναι τόσο ακριβής, άμεση και συνεπής (ως χρονογράφος) στα δημιουργήματά της, αφήνουμε να πλανηθεί ένα μικρό ερωτηματικό για το ενδεχόμενο ο ίδιος ο Δραγούμης να έχει φροντίσει το ποίημα συμπληρώνοντας τους στίχους του ή να είναι ακόμα και δημιουργός του ο ίδιος.
Σημειώσεις:
1. Αρχείο Ἴωνος Δραγούμη, ΑΣΚΣΑ -Τμήμα Αρχείων, Φακ. 17 (ΓΕΝ.ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 1902-1904, ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ 1906 – ΠΕΡΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ), Υποφακ. 12, αρ. τεκμ. 19, δυό δίφυλλα χειρόγραφα/3 σελίδες μὲ κείμενο. Ποίημα με τίτλο «Ο Βούλγαρος στην Καστοριά» [Σημ. με τον γραφικό χαρακτήρα του Ι.Δ.] Δίφυλλο χειρόγραφο χωρίς ημερομηνία και χωρίς υπογραφή.
2. Δραγούμη Ίωνος, Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εισαγωγή-επιμέλεια-σύνθεση: Γ. Πετσίβας, Εκδόσεις Πετσίβα, 2000, στις σελ. 461, 463, 465.
3. Δραγούμης Ίων, «Eκδρομή» Αυγούστου… [Μέρος 1ο – Εισαγωγή]. Τα αδημοσίευτα ημερολόγια — «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου». Επιλογή κειμένων-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, εφημερίδα Οδός, Καστοριά 23.11.2017, φ. 911, σ.σ. 12-14. || Δραγούμης Ίων, «Eκδρομή» Αυγούστου… [Μέρος 2ο ]. Τα αδημοσίευτα ημερολόγια — «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου». Επιλογή κειμένων-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, εφημερίδα Οδός, Καστοριά 7.12.2017, φ. 913, σ.σ. 10-13.|| Δραγούμης Ίων, «Eκδρομή» Αυγούστου… [Μέρος 3ο ]. Τα αδημοσίευτα ημερολόγια — «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου». Επιλογή κειμένων-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, εφημερίδα Οδός, Καστοριά 21.12.2017, φ. 915, σ.σ. 12-14. || Δραγούμης Ίων, «Eκδρομή» Αυγούστου… [Μέρος 4ο ]. Τα αδημοσίευτα ημερολόγια — «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου». Επιλογή κειμένων-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, εφημερίδα Οδός, Καστοριά 11.1.2018, φ. 918, σ.σ. 12-14. || Δραγούμης Ίων, «Eκδρομή» Αυγούστου… [Μέρος 5ο ]. Τα αδημοσίευτα ημερολόγια — «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου». Επιλογή κειμένων-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, εφημερίδα Οδός, Καστοριά 18.1.2018, φ. 919, σ.σ. 12-14].
4. μετζλίσι (μετζιλίσι)= μετζιλίς, τουρκ. σημαίνει σύνολο. Εἶδος Διοικητικοῦ Συμβουλίου στὶς ὑποεπαρχίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ προέκυψε κατά τὴν μεταρρύθμιση τοῦ Τανζιμάτ (1839). Ἀπὸ τὸ 1868 λεγόταν μετζιλίς ινταρέ. Εἶχε τὸν καϊμακάμη ὡς πρόεδρο καὶ 6 μέλη (τρεῖς Μουσουλμάνους καὶ τρεῖς Χριστιανούς ποὺ ἐκλέγονταν ἀπὸ τὶς τοπικές θρησκευτικές κοινότητες).
5. Απόσπασμα από το Αρχείον Μακεδονικού Αγώνος Πηνελόπης Δέλτα 1. Γερμανού Καραβαγγελη-Ο Μακεδονικός Αγών (Απομνημονεύματα), Έκδοσις Δευτέρα, Επιμ. Βασ. Λαούρδα, Πρόλογος Στιλπ. Κυριακίδου, Εισαγωγή Κλεόβ. Τσούρκας, Θεσσαλονίκη 1959. Έκδοση ΕΜΣ, σελ. 28-29].
6. Δούφλιας Κωνσταντίνος, Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας—Με ιστορικές και πολιτισμικές σημειώσεις για τους Έλληνες του Βορρά, Εκδόσεις Αιγαίο, 2002, σελ. 559.
7. Δεν γνωρίζουμε αν εκτελέστηκε η σκληρότατη απόφαση (αν πραγματοποιήθηκαν δηλ. οι δολοφονίες αυτές εκ μέρους των Ελλήνων της Καστοριάς).
8. Τσίγκας Νώντας: «Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη»—Αμφιβολίες «πιστότητας» και αντινομίες «επιμέλειας»…, εφημερίδα Οδός, Καστοριά, (Μέρος [I]: 1/12/2016, αρ. φύλλου 862, σ.σ. 10-13, Μέρος [IΙ]: 8/12/2016, αρ. φύλλου 863, σ.σ. 10-12, Μέρος [IΙΙ]: 15/12/2016, αρ. φύλλου 864, σ.σ. 10-13, Μέρος [IV]: 22/12/ 2016, αρ. φύλλου 865, σ.σ. 10-12.
(*) Κατά τη μεταγραφή του ποιήματος δεν έχει γίνει «εκσυγχρονισμός» της γραμματικής (σύμφωνα με την ισχύουσα σήμερα). Διατηρούνται οι γραμματικοί τύποι που ίσχυαν τότε (πχ. εἶνε αντί εἶναι, μέστη αντί μές τὴ κλπ.) ενώ ακόμη και οφθαλμοφανή ορθογραφικά λάθη δεν έχουν επίσης διορθωθεί.
Φωτογραφίες:
12η σελίδα: Εξαρχικοί ιερείς και Βούλγαροι κομιτατζήδες. Αρχείο Στεφάνου Νικ. Δραγούμη, Αρχείο ΑΣΚΣΑ.
13η σελίδα: Οι δύο σελίδες του χειρογράφου με το δημώδες ποίημα. Ο γραφικός χαρακτήρας είναι του Ίωνος Δραγούμη. Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, ΑΣΚΣΑ.
14η σελίδα: Ο Τσακαλάρωφ φωτογραφίζεται έφιππος στην Κλεισούρα μετά την κατάληψη της ιστορικής κωμόπολης, κατά τη εξέγερση του Ίλιντεν (Αύγουστος 1903).