Β. Ξυδιᾶς, Ἡ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία, Δόμος, 1994 | σελ. 9-11
Ἠλεκτρονικὴ ἀναδημοσίευση: ΑΝΤΙΦΩΝΟ. Πίσω στα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Μετὰ τὴν κατάρρευση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων καὶ τὴν ἔκρηξη τῆς γιουγκοσλαβικῆς κρίσης, τὰ Βαλκάνια ἔχουν εἰσέλθει σὲ μιὰ τροχιὰ ραγδαίων ἐξελίξεων μὲ ἀπρόβλεπτη κατάληξη. Τὰ ἔως τώρα σταθερὰ δεδομένα ποὺ ὅριζαν τὸ βαλκανικὸ status quo φαίνεται πὼς κλονίζονται ἀνεπανόρθωτα. Οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ κίνδυνοι εἶναι λίγο ὡς πολὺ γνωστοί. Ὅμως μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν κρίση προβάλλουν καὶ οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν αὐτοδιάθεση τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Μὲ δεδομένη πλέον τὴ ρευστότητα, τὸ πεδίο εἶναι ἀνοικτὸ γιὰ τὴ διατύπωση σκέψεων καὶ προτάσεων ποὺ πρὶν λίγα χρόνια θὰ ἦταν ἀδιανόητες. Μιὰ ἀπὸ τὶς ἰδέες ποὺ ἀρχίζουν σιγὰ-σιγὰ νὰ συζητοῦνται ὅλο καὶ πιὸ σοβαρὰ εἶναι ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας.
Τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύεται ἐδῶ εἶναι τὸ περιεχόμενο μιᾶς ὁμιλίας στὴν ὁποία ἐκθέτω τὴν προσωπική μου ἄποψη γιὰ τὴ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία. Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἐκφωνήθηκε (συντομευμένη σὲ ἀρκετὰ σημεῖα της) στὴ διαβαλκανικὴ ἡμερίδα μὲ θέμα «Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς συνεκτικὸς δεσμὸς τῶν ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν λαῶν – Τὸ ὅραμα μιᾶς ὀρθοδόξου Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας». Ἡ διαβαλκανικὴ αὐτὴ συνάντηση ἔλαβε χώρα στὴν Ἀθήνα, στὸ ξενοδοχεῖο Κάραβελ, στὶς 30 Μαΐου 1993, στὸ πλαίσιο ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου ἐκδηλώσεων γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἁλώσεως τῆς Πόλης. Συνδιοργανωτὲς τῶν ἐκδηλώσεων ἦταν τὸ Ἵδρυμα Νεότητος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἡ Βαλκανικὴ Ὁμοσπονδία Ὀρθοδόξων Νεολαιῶν καὶ τὸ σωματεῖο Ὀρθόδοξη Κοινωνία. Ἡ δική μου ὁμιλία ἦταν ἡ τελευταία εἰσήγηση τῆς συνάντησης. Στὸ βῆμα εἶχαν προηγηθεῖ κατὰ σειρά, ὁ μητροπολίτης Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλασσίας κ. Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Δημήτριος Γόνης, ὁ ἐπίσκοπος Ζαχουμίου καὶ Ἐρζεγοβίνης κ. Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, ὁ δημοσιογράφος κ. Γιῶργος Ἀλεξάνδρου, ὁ τότε μητροπολίτης Μολδαβίας καὶ Βουκοβίνης κ. Δανιὴλ Σιουμποτέα [Πατριάρχης Ρουμανίας ἀπὸ τὸ 2007], ὁ πολιτικὸς ἐπιστήμων κ. Κωνσταντίνος Χολέβας, ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας καὶ Νόβισαντ κ. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, ὁ τότε ἐπίσκοπος Κρουπνικίου (Βουλγαρίας) κ. Ναθαναὴλ Καλαΐτζεφ [μετέπειτα Μητροπολίτης Νευροκοπίου] καὶ ὁ οἰκονομολόγος κ. Πέτρος Λυριντζῆς. Τὴν ἔναρξη τῆς ἡμερίδας κήρυξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Σεραφείμ, καὶ ἀπηύθυναν χαιρετισμοὺς ἐκ μέρους τῶν διοργανωτῶν ὁ π. Ἀμβρόσιος Γιακαλῆς [μετέπειτα μητροπολίτης Σερβίων καὶ Κοζάνης, καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Φωτικῆς], ἡ κ. Σμαραγδὴ Καράγιωργα καὶ ὁ κ. Νικόλαος Καρέλλος.
Θὰ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας, εἶχε προηγηθεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1993 (ἀπὸ τὶς 18 Φεβρουαρίου ἔως καὶ τὶς 18 Ἀπριλίου) μιὰ σειρὰ ὀκτὼ συζητήσεων στρογγυλῆς τραπέζης ποὺ διοργανώθηκαν στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τοῦ Δήμου Ἀθηναίων ἀπὸ τὴ Μορφωτικὴ καὶ Πολιτιστικὴ Ἑταιρεία «Ἄλσος Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν». Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα ἀνοικτὸ σεμινάριο στὸ ὁποῖο διερευνήθηκε κατὰ τρόπο συστηματικὸ ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας σὲ ὅλες οὐσιαστικὰ τὶς διαστάσεις καὶ τὶς συνέπειές της. Ὡς ὑπεύθυνος ἐκ μέρους του «Ἄλσους» γιὰ τὴ διοργάνωση τοῦ σεμιναρίου αὐτοῦ εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσω τὸν προβληματισμὸ ποὺ ἀναπτύχθηκε ἐκεῖ, καὶ ὑπ’ αὐτὴν οὐσιαστικὰ τὴν ἰδιότητα ἐκλήθηκα νὰ λάβω μέρος καὶ στὴ συνάντηση τοῦ Κάραβελ.
Γιὰ τὴν τιμητικὴ αὐτὴ εὐκαιρία ποὺ μοῦ δόθηκε νὰ παρουσιάσω τὶς σκέψεις μου περὶ τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας πλάι στοὺς ὑπόλοιπους ἐκλεκτοὺς ὁμιλητὲς τῆς ἡμερίδας τοῦ Κάραβελ, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὶς εὐχαριστίες μου στοὺς διοργανωτὲς τῆς συνάντησης καὶ ἰδιαίτερα στὸν π. Ἀμβρόσιο Γιακαλῆ.
Ἀθῆναι, 17 Νοεμβρίου 1993
Μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ θαυματουργοῦ
τοῦ «ἐκ γονέων Ἑλλήνων καὶ ἀπίστων εἰδωλολατρῶν» ἀναβλαστήσαντος,
«ὥσπερ καὶ τὸ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν ἐξέρχεται»
(ὅπως λέει καὶ ὁ Συναξαριστής).
Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀγάπη κι ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν ὀργανωτῶν μὲ ἐπιφόρτισε μὲ τὸ βαρὺ προνόμιο νὰ κλείσω τούτη τὴ συνάντηση μετὰ ἀπὸ τὶς τόσο σημαντικὲς ὁμιλίες ποὺ προηγήθηκαν, θὰ σᾶς μιλήσω μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ σκυταλοδρόμου ποὺ ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ φέρει τὴ σκυτάλη ποὺ παρέλαβε πλησιέστερα πρὸς τὸ νῆμα.
Ἔναντι τῆς Ἱστορίας
Καὶ θὰ ξεκινήσω ἀπὸ ἕνα θέμα ποὺ ἔθεσε προηγουμένως στὴν ὁμιλία του ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος Γιέφτιτς ὅταν κάποια στιγμὴ μᾶς εἶπε (καὶ ἐλπίζω νὰ μεταφέρω σωστὰ τὰ λόγια του): «Δὲν ξέρω ἂν ἔχει σημασία νὰ μιλᾶμε γιὰ Κοινοπολιτείες ἢ γιὰ σχέδια ὀργανωτικὰ καὶ πολιτικά. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ δηλώνουμε μιὰ ὀρθόδοξη μαρτυρία ἔως ἐσχάτων τῆς γῆς, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ὑπάρχουμε, καὶ αὐτὸ ἀρκεῖ». Ὁμολογῶ ὅτι ἀπέναντι στὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἔθεσε ὁ πατὴρ Ὰθανάσιος ἐγὼ στέκομαι ἀμήχανα, διχασμένος ἀνάμεσα σὲ δυὸ στάσεις. Ἡ μιὰ στάση εἶναι αὐτὴ τοῦ πατρὸς Ὰθανασίου, ὅπως τουλάχιστον τὴν ἐξέλαβα ἐγώ, ὡς μιὰ στάση ποὺ ὑπογραμμίζει τὴ σχετικότητα τῶν κοσμικῶν ἱστορικῶν καὶ πολιτικῶν σχεδίων καὶ παρεμβάσεων. Νομίζω ὅτι ὅλοι μας καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ τὴ λογικὴ αὐτῆς τῆς στάσεως καὶ τὴ συμμεριζόμαστε ἀπολύτως. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ δεύτερη σκέψη ποὺ λέει ὅτι σὲ μιὰ τέτοια περίοδο ποὺ διάφορα κρυφὰ καὶ φανερὰ κέντρα καταστρώνουν τὰ σχέδιά τους γιὰ τὸ ἀπώτερο μέλλον τῆς Βαλκανικῆς, ἐμεῖς, οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ἀποδεχόμαστε τὰ πράγματα ὅπως μᾶς συμβαίνουν, ἐξαιρώντας ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τὴ δική μας θέληση καὶ τὴ δική μας δημιουργικὴ πράξη. Ἂν υἱοθετούσαμε μιὰ τέτοια “θυμόσοφη” ἀντιμετώπιση τῆς ἱστορίας θὰ καταλήγαμε σὲ μιὰ ἁπλὴ μοιρολατρία (στωϊκῆς ἢ ἀνατολίτικης ἐμπνεύσεως) ποὺ διαφέρει σαφῶς ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ λογικὴ τοῦ πατρὸς Ἀθανασίου. Εἶναι τελικὰ θέμα μέτρου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς τὸ ἀκριβὲς μέτρο τῶν πραγμάτων (ἐξ οὗ καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ διχασμοῦ ἀνάμεσα στὰ δύο ἄκρα). Στὴν προσπάθεια λοιπὸν ἐξεύρεσης τῆς ἰσορροπίας θὰ κατανοοῦσα κάθε φωνὴ ποὺ θὰ ἐπέμενε νὰ τονίζει τὴ σχετικότητα τῶν ἱστορικῶν μας παρεμβάσεων – πράγμα ποὺ κάνει τὴν πίστη μας νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν Καθολικισμὸ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ἰσλαμισμὸ – ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὲς οἱ ἱστορικὲς παρεμβάσεις εἶναι μάταιες ἢ περιττές. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ φανταστῶ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Θεὸς ποὺ ὑπῆρξε καὶ ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο, εἶναι ἀδιάφορος γιὰ τὴν ἱστορία. Ὅπως μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ δεχθῶ ὅτι ὁ ἱδρυτὴς καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ θεανθρώπινου θεσμοῦ ποὺ λέγεται Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ στὴν ἱστορία ἐρήμην τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καὶ πρωτοβουλίας. Ἂς θυμηθοῦμε γιὰ παράδειγμα ὅτι ἡ ἀπαγγίστρωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ περιτομὴ καὶ ἀπὸ τὸν κατὰ σάρκα Ἰουδαϊσμὸ ὑπῆρξε ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργο τῆς ἱστορικῆς πρωτοβουλίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπως καὶ ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς κέντρου τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε κι αὐτὴ μνημεῖο τῆς ἱστορικῆς διαισθήσεως καὶ τῆς πνευματικῆς ἐνοράσεως ἑνὸς ἁγίου ἀνδρός, τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὁρισμένους ἁγίους της μὲ τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου (καὶ δὲν ἔχω στὸ νοῦ μου μόνο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, ἀλλὰ καὶ μεγάλους Πατέρες ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος) αὐτὸ ἀφορᾶ κατ’ ἐξοχὴν στὸν τρόπο ποὺ παρενέβησαν δραστικὰ στὴν πορεία τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὑπάρχει βέβαια μιὰ σημαντικὴ διαφορὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπὸ τὴ θύραθεν ἄποψη γιὰ τοὺς Μεγάλους τῆς ἱστορίας, κι αὐτὴ συνίσταται στὸ ὅτι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀξία τῶν Μεγάλων της Ἁγίων δὲν βρίσκεται τόσο στὸ ἱστορικό τους ἔργο αὐτὸ καθ’ ἑαυτό, ὅσο στὴν αὐθεντικότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ἱστορικῆς τους παρουσίας ὡς προσώπων· στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐναρμόνιση τῆς ἐσωτερικῆς ψυχικῆς τους ἐνέργειας μὲ τὴν ἐξωτερική τους δράση. Ὰπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη, τὸ ἔργο τῶν ἀνθρώπων – ὡς τὸ αἰσθητὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορικῆς τους παρεμβάσεως – μπορεῖ νὰ εἶναι δευτερεῦον καὶ σχετικό, ὑφιστάμενο τὴ νομοτέλεια τῆς ἀκμῆς καὶ τῆς παρακμῆς, καθὼς καὶ τὴ διάβρωσή του ἀπὸ ἄλλες φθοροποιὲς ἐνέργειες· ἡ ἱστορική τους ὅμως παρουσία καὶ ἐνέργεια μπορεῖ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ μέγεθος ἀπόλυτο, ὡς διαρκὴς πηγὴ ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Πνεύματος, φάρος ζωντανὸς αἰωνίου ζωῆς καὶ φωτός. Ἔτσι λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ δικαιώνει τὸ ἔργο καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἔτσι – ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἱστορική του σχετικότητα – δὲν παύει τὸ ἀνθρώπινο ἔργο νὰ κοσμεῖ τὴν Ἐκκλησία στὴν αἰωνιότητά της καὶ νὰ δανείζεται ἀπ’ αὐτὴν ἕνα μέρος τῆς δικῆς της ἀπολυτότητας, ὡς εἰκόνα καὶ τύπος μιᾶς Προσωπικῆς ἐνέργειας, ὡς τόπος κοινωνίας καὶ ζωῆς. Σπουδάζοντας στὴ ζωὴ τῶν Μεγάλων μας Ἁγίων, βλέπουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ μαρτυρία ἔως ἐσχάτων τῆς γῆς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μιὰ δυναμική, καθοριστικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ παρουσία γεμάτη ἀπὸ ἱστορικὲς πρωτοβουλίες καὶ δράση.
Θὰ μοῦ καταλογήσετε ἴσως ὅτι συγκρίνω τὶς δικές μας πρωτοβουλίες μὲ αὐτὲς Μεγάλων καὶ Ἁγίων ἀνδρῶν, ἀλλὰ θὰ σᾶς θυμίσω καὶ πάλι τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ὅταν πρὶν λίγη ὥρα μᾶς καλοῦσε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ βιβλικότητα καὶ τὸν ἀποκαλυπτικὸ χαρακτήρα τῶν καιρῶν ποὺ ζοῦμε, κάτι ποὺ ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὰ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως ὅταν ἀναφέρονται, κοινότυπα πλέον, στὶς «κοσμογονικὲς ἀλλαγὲς» ποὺ σφραγίζουν τὸ τέλος τοῦ αἰώνα μας. Πραγματικὰ ἀναρωτιέμαι ἂν συλλαμβάνουμε πλήρως τὴ σημασία αὐτῆς τῆς ἀποκαλυπτικῆς κοσμογονίας, αὐτῆς τῆς βιβλικότητας τῶν καιρῶν, κι ἂν συνειδητοποιοῦμε τὴ βαριὰ εὐθύνη τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, εἴτε αὐτὴ ἀφορἀ στὸ φορτίο τοῦ πόνου ποὺ πρέπει νὰ σηκώσουμε, εἴτε ἀφορᾶ στὸ θάρρος καὶ τὴν ὀξυδέρκεια ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδείξουμε γιὰ νὰ σταθοῦμε ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς ἔχει δωρηθεῖ. Γιατὶ πρὸς χάριν αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεὸς εἶναι – ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε τὴν ἔκφραση – διακριτικός. Καὶ πολλὲς φορὲς μοιάζει νὰ μὴν μᾶς φανερώνει καθαρὰ τὸ θέλημά του, ἀλλὰ νὰ στέκεται λίγο παράμερα περιμένοντας κι ἀπὸ μᾶς νὰ ποῦμε τὸν δικό μας λόγο γιὰ νὰ τὸν εὐλογήσει καὶ νὰ τὸν καταστήσει πραγματικὰ δημιουργικό. Τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἂν ἐμεῖς εἴμαστε ἠθικῶς ἀντάξιοι τῶν Μεγάλων μας Ἁγίων, ἀλλὰ ἂν θὰ σταθοῦμε στὸ ὕψος τῆς μαρτυρίας ποὺ αὐτὴ τὴν ὥρα μᾶς ζητεῖται. Τῆς μαρτυρίας ποὺ ἐν μέσω αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν – καὶ θὰ ἔλεγα κοσμολογικῶν – προκλήσεων ποὺ ζοῦμε, μᾶς ζητεῖται μεταξὺ ἄλλων καὶ ὡς κατάθεση τῆς ἱστορικῆς θελήσεως καὶ πρωτοβουλίας μας. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἰσχύει τὸ ρηθὲν στὴ Σοφία Σειρὰχ: ἄνευ βουλῆς μηθὲν ποιήσῃς καὶ ἐν τῷ ποιῆσαί σε μὴ μεταμελοῦ. Ἂς ἀναλάβουμε μὲ προσευχὴ καὶ φόβο Θεοῦ αὐτὴν τὴν εὐθύνη καὶ νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς δὲν θὰ μᾶς λείψει οὔτε ἡ ἁγιότητα, οὔτε ἡ μεγαλοσύνη κι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.
Χωρὶς λοιπὸν νὰ ἐξαντλῶ τὸ θέμα, καὶ – ὁμολογῶ – χωρὶς νὰ ἀναιρῶ ἐντελῶς τὴν ἀρχική μου ἀμηχανία, πιστεύω τελικὰ πὼς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ πάρουμε μιὰ ἐνεργητικὴ θέση ἀπέναντι στὶς ἐξελίξεις, ἀκόμα καὶ νὰ χαράξουμε προγράμματα καὶ κατευθύνσεις γιὰ τὸ μέλλον (ἀρκεῖ νὰ μὴν τὰ ἀναγάγουμε σὲ εἴδωλα). Σ’ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας ἀποτελεῖ ἕναν οὐσιώδη σηματοδότη.
Μεταξὺ συνεργασίας καὶ ὁμοσπονδίας
Τί ἐννοοῦμε ὅμως ὅταν μιλᾶμε περὶ Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας; Μετὰ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν ἤδη ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητές, νομίζω ὅτι θὰ μᾶς βοηθοῦσε ἂν συγκρίναμε τὴν ἔννοια τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας μὲ δυὸ ἄλλες συναφεῖς ἔννοιες ποὺ πολλὲς φορὲς χρησιμοποιοῦνται ὡς ταυτόσημες πρὸς αὐτήν, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι. Ἀναφέρομαι στὶς ἰδέες τῆς βαλκανικῆς συνεργασίας καὶ τῆς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας. Ἂς τὶς πάρουμε μὲ τὴ σειρά.
Ἡ βαλκανικὴ συνεργασία – ὅπως τουλάχιστον τὴ γνωρίσαμε τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια μετὰ τὸ 1974 – ἀφορᾶ κατ’ ἀρχὰς στὶς διπλωματικὲς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὶς γενικότερες σχέσεις συνεργασίας μεταξὺ τῶν Βαλκανικῶν κρατῶν, μὲ ἀπώτερη, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἐπιδίωξη τὴ δημιουργία ὁρισμένων μονίμων θεσμῶν κοινῆς συνεννοήσεως καὶ λήψεως ἀποφάσεων, χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφέρεται κατ’ ἀνάγκην σὲ κάποιο βαθύτερο καὶ καθολικότερο δεσμό. Κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη εἶναι, ὅπως καταλαβαίνετε, μιὰ ἰδέα πολὺ πιὸ χαλαρὴ καὶ πιὸ οὐδέτερη ἀπ’ αὐτὴν τῆς Κοινοπολιτείας. Πάντως ἀπετέλεσε, καὶ ἴσως νὰ συνεχίσει καὶ στὸ μέλλον νὰ ἀποτελεῖ τὸν ἐπικρατοῦντα τρόπο θετικῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν διαβαλκανικῶν σχέσεων, μιᾶς ἀντιμετωπίσεως ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖ τὰ ὑφιστάμενα ἐθνικὰ καὶ κρατικὰ δεδομένα.
Στὸ ἄλλο ἄκρο, ἡ ἰδέα μιᾶς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας φαίνεται νὰ συνίσταται στὴν μάξιμουμ ἐπιδίωξη μιᾶς μόνιμης διακρατικῆς Ἑνώσεως, ἀνάλογης πρὸς τὴν ΕΕ ἢ καὶ ἀκόμα πιὸ στενῆς. Βέβαια ἡ ἰδέα τῆς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας ἐμφανίστηκε κατὰ καιροὺς μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ κάθε φορὰ περιεχόμενο, σὲ πολλὲς παραλλαγὲς καὶ μὲ διαφορετικὸ κάθε φορὰ κέντρο βάρους, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγράψουμε τὴν ἔννοια τῆς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας μὲ ἕναν ἁπλὸ καὶ μονοσήμαντο ὁρισμό. Σὲ κάθε πάντως περίπτωση ἡ ἰδέα μιᾶς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας ἔθετε καὶ θέτει ἐκ τῶν πραγμάτων – ἐμμέσως ἢ ἀμέσως – ζήτημα ὑπερβάσεως τοῦ ἰσχύοντος πολιτικοῦ καὶ ἰδεολογικοῦ καθεστῶτος τῶν Βαλκανικῶν κρατῶν, κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἄποψη πολλοὴ τὴν ταυτίζουν μὲ ὅ,τι ἀποκαλοῦμε Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία.
Ὅμως κατ’ ἐμένα, ἡ ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας εἶναι ἄλλου γένους (ἄλλου «ἐπιπέδου» ὅπως λέμε), πιὸ πλούσια, πιὸ εὐέλικτη καὶ πιὸ δυναμικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο, τὶς ὁποῖες ἄλλωστε μπορεῖ καὶ νὰ τὶς ἐμπεριέχει ὡς εἰδικότερες πτυχές της. Συγκρινόμενη μὲ τὴν ἔννοια τῆς βαλκανικῆς συνεργασίας, ἡ ἰδέα τῆς Κοινοπολιτείας φέρνει στὸ ἐπίκεντρο τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ δεσμοῦ τῶν Βαλκανικῶν λαῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου – χωρὶς φυσικὰ νὰ ἀντιστρατεύεται τὴν ἰδέα τῆς διαβαλκανικῆς συνεργασίας – εἶναι πολὺ πιὸ ριζικὴ καὶ πιὸ δυναμικὴ ἀπ’ αὐτήν. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, συγκρινόμενη μὲ τὴν ἰδέα μιᾶς βαλκανικῆς ὁμοσπονδίας, ἡ ἔννοια τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας – χωρὶς πάλι νὰ ἀποκλείει καὶ τὴν μορφὴ τῆς ὁμοσπονδίας – εἶναι καθολικότερη καὶ πλουσιότερη ἀπ’ αὐτήν, γιατὶ δὲν ἐπικεντρώνεται ἁπλῶς σ’ ἕνα συμβατικὸ πολιτικὸ-θεσμικὸ πλαίσιο διασφαλίσεως καὶ διευθετήσεως τῶν κοινῶν ἢ τῶν ἀντιτιθεμένων συμφερόντων, ἀλλὰ στὸ κοινὸ ὅραμα ποὺ ἀναβαπτίζει καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς λαοὺς στὴν ἱστορική τους προοπτική. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἰδέα τῆς Κοινοπολιτείας – χάρις ἂν θέλετε καὶ στὴ σχετική της ἀπροσδιοριστία – εἶναι ἀπὸ πρακτικὴ ἄποψη πιὸ εὐπροσάρμοστη καὶ ὡς ἐκ τούτου πιὸ ρεαλιστικὴ ἀπὸ τὴν ἄμεση θεσμικὴ πρόταση μιᾶς ὁμοσπονδίας, ποὺ γι’ αὐτὴν τουλάχιστον τὴ φάση φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἕναν ἀνέφικτο μαξιμαλιστικὸ στόχο. Συγκρινόμενη λοιπὸν μὲ τὴν ἰδέα τἠς ὁμοσπονδίας ἡ ἔννοια τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας εἶναι εὐρύτερη καὶ πυκνότερη ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο, ἐνῶ εἶναι ἀρκετὰ πιὸ ἀνοικτὴ καὶ πιὸ εὐέλικτη ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ προσαρμόζεται στὰ πολιτικὰ δεδομένα τῶν χρόνων ποὺ ἔρχονται.
Ἐπαναλαμβάνοντας λοιπὸν καὶ συμπληρώνοντας αυτὸ ποὺ εἶπα καὶ προηγουμένως, θὰ ἔλεγα ὅτι τὴν ἰδέα τῆς Βαλκανικῆς Κοινοπολιτείας πρέπει κατ’ ἀρχὴν νὰ τὴν ἐκλάβουμε σὰν τὸν σηματοδότη μιᾶς ἱστορικῆς πορείας, κι ὄχι σὰν ἕνα εἶδος πολιτικοῦ προγράμματος πρὸς ἐφαρμογήν. Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία δέν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κατασκευαστεῖ, ἀλλὰ κάτι ποὺ ἤδη ὑφίσταται μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο, καὶ ποὺ πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλουμε νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε. Νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε, καὶ παράλληλα νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ ἀνακαινιστεῖ, νὰ ἀναμορφωθεῖ καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ, προσδίδοντάς του ἴσως καὶ διαστάσεις ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε λάβει στὸ παρελθόν. Σ’ αὐτὴν τὴν πορεία, ἀνάλογα μὲ τὰ ἑκάστοτε δεδομένα καὶ τὶς ἑκάστοτε δυνατότητες, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κινηθεῖ σὲ ὅλο τὸ φάσμα ἀνάμεσα στὶς ἰδέες τῆς βαλκανικῆς συνεργασίας καὶ τῆς ὁμοσπονδίας, ἀκόμα δὲ καὶ πέρα ἀπ’ αὐτό.