του Μανώλη Μαρκάκη*,
Πηγή κειμένου: “ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ” ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΜΟΣ ΛΓ’, ΑΘΗΝΑΙ, 1991. (μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ, σελ. 119-127)
Τέχνη είναι ή προσπέλαση προς την θεία τελειότητα ώς νομοθέτηση του πεπερασμένου, ή επίγνωση της ανεπάρκειας του πεπερασμένου να πραγματώσει τήν λύτρωση του χωρίς την ανθρώπινη συνεργεία μια πράξη πού αύτομεταβολίζεται άπό τήν αμεσότητα της βίωσης σε αυτοτελές ενέργημα της αίσθησης.
Οι γραμμές και οι όγκοι του φυσικού έλαύνουν στην ιδιοποίηση ενός νοήματος πού δέν είναι ιστορικό, άλλα υπερβαίνει τήν ίδια τήν ιστορικότητα. Είναι όψη της ελευθερίας ώς απολύτρωση από τό κλειστό φυσικό περίγραμμα και μια εξέγερση πού διαλαλεί τήν θεία ιχνηλασία. Μέσα άπό τήν ύπαρξη καθώς αναβλύζει ώς ελευθερία, ή συνεργεία αυτή διεκδικεί τήν αυθυπαρξία της στο γίγνεσθαι τοΰ κόσμου ώς εντελέχεια.
Ή φύση οριοθετεί τό εύρος των παραστάσεων με τήν ανεπανάληπτη συμμετρία των όγκων καί των γραμμών, τα χρώματα και τήν αίσθηση του άπεράτωτου. Ή τέχνη, άπό τήν άλλη μεριά, αναστατώνει τα σχήματα, αναδομεί τους όγκους καί τις επιφάνειες, αποκαλύπτει σημεία πού εκτείνουν τήν ενόραση στα προπύλαια της θεότητας. Διαλέγει τό χώμα, μέταλλα καί πετρώματα για να εναποθέσει τήν γραμμή της μοναξιάς στην άβυσσο του Θεού καί στην γενεαλογία των ημιθέων. Καί ν’ απλώνονται στις παρυφές τοϋ μινωικού πολιτισμού νύξεις άπό τήν πρώτη κυκλαδική τέχνη, όταν τό ανθρώπινο σώμα περιορίζεται σέ σχήμα σοβαρό, αγέλαστο, πειθαρχημένο ενώπιον τοΰ χρόνου, χωρίς άμεση ιστορικότητα’ μια αυτοπειθαρχία πριν άπό τήν κρίσιμη στιγμή, παράσταση πειστική στην αυθεντικότητα της επάρκειας της ώς πεπερασμένο. Δέν ήταν βέβαια δυνατή ή συνείδηση τοΰ άπεράτωτου. Ό Κρόνος ζοΰσε καί ή έννοια της καιρικότητας ήταν ασύλληπτη ή δέν επέτρεπε μια αντίπαλη παραδοχή, ενώ οι αλλεπάλληλες σεΐστρες και οί μαίανδροι καί τα έντονα χρώματα πήγαιναν να στερεώσουν τήν εικονική στατικότητα ώς έπαλξη τοΰ πεπερασμένου. Δέν ήταν μια τάση καθοριστική πού απέτρεπε τήν παραίσθηση ή τήν ψευδαίσθηση, τήν αβεβαιότητα των κυμάτων ή τό αμφίβολο ρίγος της ψυχής πού ένωτίζεται τό θαΰμα της αιωνιότητας. Καί τό άλμα τοΰ ακροβάτη των ταυροκαθαψίων είχε κάτι περισσότερο άπό τήν ακρίβεια της στατικότητας καί τό βάρος μιας απόφασης αμετάκλητης. Ή αίσθηση του κινδύνου δεν μπορούσε να ανατρέψει τήν αίσθηση της βεβαιότητας ώς εικονικότητα, ενώ οΰτε τό βλέμμα του μινωικού ταύρου με τήν τρισδιάστατη έκταση ή οί λατρευτικές πομπές και ή ανακτορική γραμμή επέτρεπαν τήν αμφισβήτηση του. Ωστόσο ή πίστη μιας ανεπανάληπτης μαρτυρίας ενίσχυε τήν αυτοπεποίθηση ότι τίποτε δέν διακυβεύεται κι δτι το νόημα τής ιστορικότητας συνέπιπτε με το νόημα της ύπαρξης, χωρίς να επιτρέπει τήν έκφραση του τραγικού ώς ελευθερία.
— Είμαι ό ποιητής του χρόνου πού μάχομαι να δεσμεύσω τήν ακίνητη έκφραση του θεϊκού καί να ψελίσω τό άλγος μου ενώπιον του, αλλά δέν μπορώ. Δέν ήρθε ακόμη ό ραψωδός.
Καί νά τινάζεται από τα κράσπεδα του χρονικού ή ανεικονική παράσταση, για νά καρφωθεί μέ τά νύχια της στην καιρικότητα και νά τήν στερεώσει όπως θα παραγγείλει ό ποιητής, κι’ όπως προσέγγιζε ή χαραυγή τών αιώνων. Τό περίεργο ανθρώπινο προφίλ μέ τον βολβό στα μάτια καί τά μετωπικά τριγωνικά σχήματα, τους στρογγυλεμένους γλουτούς και τά δυνατά μέλη, όλο καί περισσότερο απολυτρώνεται άπό τις γεωμετρικές συμβατικότητες: μορφές όρθιες, μέ τά μεγάλα άμυγδαλωτά μάτια και τις σφιγμένες γροθιές, τά δυνατά μπράτσα καί τό αριστερό πόδι ελαφρά νά προβάλει έτοιμο νά πορευθεί τον δρόμο τής ιστορικότητας, για νά επιβάλει τό νόμο του. Ήταν ή επίγνωση του πραγματικού, γεννοβόλημα μιας αυτοσυνειδησίας ανερχόμενης όπως ΐσταται ανάμεσα στην φύση καί στην ιστορία, στην ελευθερία καί στην αναγκαιότητα. Και οί γραμμές τοΰ σώματος πού κατατίθενται μέ σαφήνεια απερίγραπτη καί τό καλά σμιλεμένο αυτί, ώς πρόθεμα στους κροτάφους τών παραστάσεων, αυτοτελές καί αυθύπαρκτο, επισημαίνει τήν κοινωνία τής ανερχόμενης ιστορικότητας μέτό δράμα τοΰ γίγνεσθαι καί τής αίσθησης τής φύσης ώς κατοχύρωσης αυτού πού τήν υπερβαίνει. Ή αίσθηση τοΰ καιρικού ώς ίστορικότητα αύτοομολογεΐ τήν αίσθηση τής φύσης στην πληρότητα της, μια πλησμονή πού ριζώνει στο φθαρτό καί στο μεταβλητό, στο πρόσκαιρο καί στο άπεράτωτο, αλλά ωστόσο αφάνταστα ώραΐο περίγραμμα ώς βίωση πού κατοχυρώνεται στην υπέρβαση της. Ματιά συγκλονιστική, εμπλεη άπό προσωπική βεβαιότητα για τό νόημα τοΰ επερχόμενου καί τήν κρίσιμη απόφαση πού ένωτίζεται τήν φύση για νά τήν εγκαταλείψει, πορευόμενη ώς ιστορία. Ωστόσο ή μεταλλαγή αυτή συνιστά καί μια νύξη για τον άνθρωπομορφικό μύθο τής θεϊκής μορφοπλασίας πού κρατείται άπό τά χώματα καί τις ανθρώπινες λαχτάρες, νομιμοποιώντας τό φυσικό ώς κανόνα κι ώς απόκλιση. Είναι ή μυθολογική αλληγορία πού απεργάζεται τις μαύρες σιλουέτες στο χρώμα τοΰ ψημένου πηλοΰ, νομοθετώντας τήν λεπτομέρεια καί τήν πορφυρά πολυχρωμία της. Πρόκειται για μια κίνηση πού φθάνει μέχρι τήν αναμέτρηση μέ τό τερατώδες, ώς βίωση τής ύπαρξης, στην αποτρόπαιη σκηνή τής αποκεφαλισμένης Μέδουσας* είναι ό τρόμος για τό επερχόμενο στους μελανόμορφους ρυθμούς της αγγειοπλαστικής τέχνης ώς ομολογία της ζωής και του αναπόδραστου. Ή κίνηση προς την λεπτομέρεια και τήν μερικότητα στην έρυθρομορφική αλληγορία παλεύει ν’ ασφαλίσει τα προπύργια τής καιρικότητας ώς θέσμιο του πνεύματος. Ή κίνηση αυτή είναι λειτουργική προς τήν ομοιόσταση στον βαθμό πού συνειδητοποιεί τα προβλήματα τής ψευδαίσθησης του τρισδιάστατου χώρου σε πλατύτερες χρωματικές κλίμακες. Πρόκειται για μια μορφοπλασία όπου έγχαράσσεται ή στερεότητα, έστω και με αποκλειστικά γραμμικό σχέδιο, ανεξάρτητα αν ό κανόνας τής προοπτικής είναι ακόμη μακρινός. Ή μετακίνηση άπό τήν αυστηρή μετωπική θέση στην συγκεκριμένη μερικότητα θεσπίζει μια θέση τής ανθρώπινης και τής φυσικής μορφολογίας πού έσχατα επικυρώνει τήν κρίσιμη μετάσταση. Πρόκειται για μια μεταβολή στην αίσθηση του πεπερασμένου ώς τελικότητα. Καί νά θεσπίζεται έτσι ή ελευθερία στην έκταση τής ιστορικότητας άπό το ακίνητο και τό λατρευτικό, τό πομπικό καί το μεγαλόσχημο ή τήν συνοχή καί τήν αλληλουχία των περιστάσεων, όπου ή μερικότητα εμφανίζεται ώς απόκλιση. Επιτρέποντας τήν αυθυπαρξία του μερικού, δεν ανατρέπεται ή καθολικότητα του αμετάθετου χρονικού περιγράμματος, άλλα διαμορφώνει τήν διθυραμβική αίσθηση ώς πνευματικό καί πολιτικό ιδανικό* πρόκειται για ενα νόημα τής ζωής πάνω κι’ άπό τήν ϊδια τήν ζωή. Και νά επικυρώνεται ή κίνηση προς τήν τελειότητα του δωρικού μύθου στα αρχιτεκτονικά τεχνουργήματα: ό έχίνος, ό άβακας, τό επιστήλιο, τό διάζωμα, οι μετώπες καί τα τρίγλυφα, ό πρόμοχθος καί οι σιαγόνες νά αποτολμούν νά ασφαλίσουν τήν καιρικότητα ώς τετελεσμένη εντελέχεια, ώς αμετάθετη αίσθηση, πού μόνο εσωτερικά συγκλονίζεται άπό τον κίνδυνο του έσχατου, ενώ εξωτερικά μένει ασφαλής στην βεβαιότητα τής τέλειας έκφρασης της καί του κοσμικού δεδομένου. Μπορούσε άραγε νά λυτρωθεί ή λαχτάρα τής ιστορικότητας στον αχαϊκό τύπο των γλυπτών τεχνουργημάτων; Μετωπικός καί τετραγωνισμένος καθώς ήταν ό τύπος αυτός, με τό βάρος του σώματος ισόμετρα μοιρασμένο καί πάνω σε πόδια αλύγιστα, με τό απέριττο αινιγματικό μειδίαμα του επεδίωκε νά εκφράσει τήν βεβαιότητα του διθυράμβου ώς πνευματική συνεκτική παράσταση καί ώς πολιτικό τέλος. Δεν εϊχε τήν διάθεση νά μετακινηθεί άπό τήν κρίσιμη απόφαση καί νά μυηθεί στην πλησμονή τής απόλυτης κυριαρχίας του ατομικού ώς θεσπισμένη μερικότητα, ώς αυθυπαρξία καθοριστική για τήν ανατροπή του συλλογικού ώς εξισορρόπηση έπίλεπτη καί επιβεβαιωτική. ‘Ωστόσο τό διθυραμβικό πνεύμα τελικά θα κλονισθεί αθεράπευτα άπό τό ίδιο τό μέγεθος των πολιτικών και των στρατιωτικών επιτευγμάτων του, γεγονός πού θά επικυρώσει τή ρήξη με τήν παραδοσιακή συμβατικότητα καί πού ή τέχνη τό είχε προαισθανθεϊ καί σχεδόν νομοθετήσει.
‘Ωστόσο τό αξίωμα τής μεταβολής ήταν ανυποχώρητα συγκεκριμένο. Στο νέο τύπο των γλυπτών καλλιτεχνημάτων νομοθετείται αισθητικά ό Έλληνας, μέ απόλυτη συνείδηση της ιστορικότητας του, στην διακονία του αιώνιου και του άφθαρτου. Ή τρομακτική αφέλεια του αινιγματικού μειδιάματος στην αρχαϊκή τεχνουργία προμηνύει τήν έκβαση μιας αναμέτρησης αγέρωχης, σίγουρη καθώς ήταν ώς προς τό τετελεσμένο του χρόνου και ασφαλής άπό τήν δίνη της ιστορικότητας· ή πνοή της ελευθερίας στις παρειές τών μορφοπλαστικών θεσμοθετήσεων, του ακίνητου και του αμετάθετου είναι αίσθηση καθοριστική. Τό βάρος του σώματος, όπως πέφτει στο αριστερό πόδι και μέ τό γόνατο να λυγίζει, αποδίδει τήν ακλόνητη πρόθεση άλλα και μια βεβαιότητα ιστορικά αμετάκλητη. Είναι ή αυτοπεποίθηση για τό δικαίωμα να αναζητηθεί ή τελειότητα, τό ιδανικό της ομορφιάς της θεϊκής τάξης, μια αναζήτηση άπό τα κράσπεδα του ιστορικού στα υψίπεδα της πνευματικής αφαίρεσης, ώς πνεύμα καθοριστικό, ώς αιώνια Ελλάδα. Ταυτόχρονα αποτελούσε έκφραση του διθυραμβικού πνεύματος, όταν ή θεϊκή τελετουργία θεσπίζεται μέ τό κύρος της κατακτημένης ύπαρξης, της πειθαρχίας στους νόμους της φύσης και της τέλειας συμμετρίας, της ισορροπίας καί τών αναλογιών. Και τό βλέμμα ήρεμο, μ’ ενα μειδίαμα σκεπτικό και σοβαρό ν’ αποδίδει τή νέα κοσμοθεωρητική σχέση μιας αμετάκλητης προθετικότητας. Στον Έφηβο του Κριτίου προσωποποιείται ή οριστική αυτή μετατόπιση, ενώ στα γλυπτά τεχνουργήματα τών αετωμάτων θα στερεωθεί για πάντα ή απρόσβλητη αίσθηση ενός δράματος επικείμενου. Ήταν άραγε μια προαίσθηση, ότι ή ανθοφορία του διθυράμβου δέν θα διαρκούσε για πάντα; “Ή ήταν μήπως ή πρόθεση να κατοχυρωθούν οι συγκινήσεις καί τό νόημα τής ατομικής καί εμπλεης νοήματος πράξης σε μια νέα αξιωματική θέση; Τό δράμα τοΰ κόσμου αναζητούσε τον καθαρμό του στα επιτεύγματα τής κρίσιμης πράξης, στην αβεβαιότητα τοΰ άλματος στο επερχόμενο, στην προαίσθηση ενός κινδύνου πού ελλόχευε. Ό κίνδυνος πού καραδοκεί γίνεται αισθητός, είναι ενα προαίσθημα ότι ή άνθρωπομορφική θεϊκή αλληγορία ώς κοσμοπλαστική αρχή δέν θα είναι αιώνια. Ωστόσο δεσμεύεται στην αθανασία της καί καρφώνεται στην ύλη τών μαρμάρων ώς ανάμνηση μιας τελεολογίας ακατανίκητης, πριν ή αίσθηση καί ή βίωση τής καιρικότητας τελικά συντριβεί στις υποκειμενικές ιαχές. Ό Φειδίας πλάθει Θεούς καί ανθρώπους για να τους ανυψώσει ώς θέσμιο στην αιωνιότητα, ενώ στον Πολύκλειτο έπιμαρτυρεϊται ή κυριαρχική ανθρώπινη δύναμη ώς αρετή τοΰ αληθινού καί τής ελευθερίας στον χρόνο τον παρόντα καί τον ερχόμενο. Είναι μια αξιωματική παραδοχή για τήν αποκρυστάλλωση τής συνειδήσεως στην ευγένεια τής συνολικής μυθοπλασίας, όταν ή προθετικότητα τής βούλησης ταυτίζεται στα ενδότερα μέ τήν καλλιέπεια τής ηθικής τάξης ώς αισθητική αρχή στο ύψος τοΰ λόγου καί στο δράμα τοΰ γίγνεσθαι. Πρόκειται για τήν κίνηση ν’ ασφαλισθεί τό διθυραμβικό σε μια προαίσθηση ολέθρια, πού ώστόσο δεν συγκλόνιζε ακόμη τήν αξιωματική θέαση. Τό υποκείμενο δεν είχε ζυγώσει καταλυτικά, άλλα ωστόσο ή αϊσθησή του ήταν καθοριστική. Στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα αναγγέλλεται, στην καταπληκτική όλο δέος και εξιδανικευμένη τελειότητα μορφή του Διονύσου, ή γέννηση της ‘Αθηνάς, ώς νέα μυθική στιγμή στο επερχόμενο, με ρίζες άνεξάλειπτες στην εστία του κοσμικού δράματος, ενώ ή διακονία του διθυράμβου θα τεθεί ώς πίστη του γένους των Ελλήνων στην αυθαιρεσία του αιώνα. Ήταν άραγε δυνατή ή διάσωση του διθυραμβικού πνεύματος, ώς κρίσιμη αποστολή της τέχνης και της θεότητας σε μια ηθικά και αισθητικά τέλεια μορφολογία; Δεν στάθηκε δυνατό αυτό για πάντα, έστω κι’ αν ή ‘Αθηνά παρέμενε ή θεότητα των Ελλήνων ακόμη και σήμερα, στην κρίσιμη μετάσταση της ώς ή μητέρα του θεανθρώπου της άσκησης και της άλλης ζωής. Ό μύθος του Ζαγρέα μέ τις σάρκες του να διαμελίζονται στην βιαιότητα των Τιτάνων έκρυβε ωστόσο ενα σπέρμα συνταρακτικό στην συμβολική του και άπειρα σημαντικό για τήν θεογονική μορφοπλασία. Στα αετώματα ακόμη του Παρθενώνα ή κίνηση της πομπής μέ τον συνωστισμό των αρμάτων και μέ τα σφάγια πού οδηγούνται στην προσφορά, στο εξαίσιας ωραιότητας άβαθο ανάγλυφο τής ζωφόρου, μέ βαθειά αφιερωματική επισημότητα διαλαλεΐται ή εξιδανικευμένη ελευθερία του αληθινού ώς βεβαιότητα ή εξιδανικεύεται ή ωραιότητα ώς αλήθεια και ελευθερίαείναι και τα δύο στοιχεία αυθεντικά του διθυράμβου στους κόλπους τής συντελεσμένης αιωνιότητας, ώς νύξη στά κράσπεδα του φθαρτού και τοΰ παροδικού. Και ν’ άδράχνεται ή ομορφιά τοΰ Θεού άπό τις επιφάνειες και τους γλυπτούς όγκους και να μή θέλει να φύγει:
— Είμαι εδώ ανεξάρτητα άπό τήν φύση, πού ωστόσο προϋποθέτω, για να συμπαρασύρω τό παν προς τήν μεταμόρφωση τήν έσχατη. Ανάμεσα στην κίνηση και στην ακινησία πού μέ νομοθέτησε ό Πολύκλειτος, ανάμεσα στην ένταση και στην χαλάρωση των μορφών μου, στην τέλεια ισορροπία τοΰ Δορυφόρου και του Διαδουμένου. Τίποτα δεν μπορεί πιά να μέ αποσπάσει, ώς αποθέωση τοΰ σωματικού, ώς έπαθλο τής εντελέχειας στην αμφισημία του επερχομένου δράματος. ‘Ανύπαρκτη καθώς γίνομαι χωρίς τό σωματικό, ήνιοχώ και τό άϋλο τής ψυχής στην θεία έπαλξη τοΰ άπτοΰ και τοΰ συγκεκριμένου, επιδεκτικό καθώς γίνεται μιας τεράστιας πανανθρώπινης γενίκευσης. Ή μέθη τοΰ διθυράμβου μέ θεσπίζει ώς αναγκαιότητα μορφογονική, ώς μορφοποίηση τής αλήθειας και τής ελευθερίας στην αλληλουχία των παραστάσεων ώς ρήμα άρρητο, ώς αναγγελία μαρμαρωμένη. Ταυτίζομαι στά ενδότερα μέ τήν αθάνατη κραυγή για τήν θέωση, ώς εμπράγματη ομορφιά, ώς νόημα τοΰ άληθινοΰ αυθεντικό και υπέρτατο. Καραδοκώ στά ρεύματα των ποταμών, στις άδειες στέρνες τοΰ καλοκαιριοΰ, ανάμεσα στην αμφιβολία και στην στερεότητα, στην ύπαρξη και στην ιστορίαείμαι στους ψιθύρους των δρυμών και στην ανάγλυφη σιωπή τών ανέμων. Ωστόσο ή καιρικότητα του πεπερασμένου απειλείται άπο τήν ομορφιά της Λήμνιας ‘Αθηνάς στην ανεπανάληπτη τέχνη του Φειδία, όταν ή ιδανική ωραιότητα υπερβαίνει τό φυσικά πραγματικό, για να κατοχυρώσει τό πρόσωπο της στην ϊδια της φύση, έστω κι αν διστάζει να τό εμπιστευθεί στην χρονικότητα και στην ιστορικότητα ώς κατηγορήματα κρίσιμα. Και στις φόρμες του σώματος στο Πολύκλειτο, δταν τό αριστερό πόδι τραβιέται πίσω για να αγγίζει τό έδαφος με τα δάχτυλα, τό σώμα διστάζει να φύγει, κουβαλώντας μαζί του τήν έναποτιθέμενη αποκάλυψη· ένας δισταγμός ακράδαντος στην έπαλξη του ιστορικού πού αρνείται να πειθαρχήσει στην διθυραμβική ιαχή και να τήν εγγυηθεί ώς ιστορικότητα. Ωστόσο αρνείται εξ ϊσου να επιστρέψει στην ακινησία της ύπαρξης. Γιατί άραγε να επιδιώκει τήν φυγή του; Στο επικείμενο δράμα του ιστορικού τό κάθε τί, ακόμη και τό έσχατο γίνονται δυνατά. Είναι ή απόφαση του κινδύνου ώς κατηγόρημα του αληθινού, ό δισταγμός μιας μετάστασης με αβέβαιη απόληξη. Ωστόσο ή ιστορικότητα όλο και περισσότερο απειλούσε τις θύρες τών άδυτων: στην υδρία του Κλεοφρύδη, ή οιμωγή τών ηττημένων της Τροίας αναγγέλλει τό πραγματικό ή δέν μπορεί να τό αποκρύψει άπό τήν γαλήνια τελειότητα, ώς κατηγόρημα αυθεντικό της ιστορικότητας. Μια μετακίνηση άπό τήν ύπαρξη προς τήν ιστορία χωρίς να εγκαταλείπεται απόλυτα τό διθυραμβικό ώς εγγύηση του υπερκειμένου. Ό χρόνος της ύπαρξης δέν είναι βέβαια οπωσδήποτε ό ακίνητος πηχτός χρόνος του διθυράμβου, ούτε είναι εμφορτος άπό τήν φορά της διαφοροποίησης πού χαρακτηρίζει τον χρόνο της ιστορικότητας. Ώρισμένες ωστόσο πλευρές της χρονικής διάστασης της ύπαρξης προϋποθέτουν τον χρόνο του διθυράμβου, ώς στιγμή έκπυρωμένη. Ή ύπαρξη δέν αποτελεί εξαίρεση τοϋ ιστορικού, αλλά τό άντίπαλον δέος, ενώ τό διθυραμβικό ή ακόμα και τό μυθικό στοιχείο τίθενται ώς απόκλιση άπό τήν άμεση ιστορικότητα. Ήσαν μόνο προαισθήματα, γιατί ή μετακίνηση άπό τήν ύπαρξη στην ιστορία δέν συντελέσθηκε καθοριστικά στην κλασσική αγγειογραφία. Νύξεις βέβαια αυτής της μετακίνησης σημειώνονται ακόμη στον φόνο της Πενθεσίλειας άπό τον ‘Αχιλλέα με τήν δυνατή εντύπωση του πάθους. ‘Αντίθετα ή ιστορία τών ‘Αργοναυτών τοΰ ζωγράφου τών Νιοβιδών είναι εμπλεη ακινησίας ώς μυθολογική παράσταση. Είναι πάλι ό χρόνος τοΰ μύθου μέ τήν ακύμαντη επιφάνεια του, τήν αταλάντευτη όψη· αντίθετα ή έκπυρωμένη στιγμή τοΰ χρόνου στον διθύραμβο, μόλις ολοκληρωθεί, επανέρχεται στο αδιαφοροποίητο. Πρόκειται για μια αντίληψη ομορφιάς ενιαία και απερίσπαστη μέ τήν επιβλητική μορφολογική τελειότητα ακόμα και στην εικονογράφηση μορφών μοναχικών μέ μακριά λεπτά μέλη. Ή τρίτη διάσταση ώς ιστορικότητα διαλαλεΐται στην διάταξη τών μορφών σέ διαφορετικά επίπεδα, χωρίς ή κυριαρχική σύλληψη τοΰ χρόνου να επιτρέπει ακόμη τήν ανάπτυξη της.
Και στον δωρικό ρυθμό νά παλεύει να εκφρασθεί με καταπληκτική πληρότητα το διθυραμβικό πνεύμα, βαρύς, αγέλαστος κι αγέρωχος καθώς στέκει στα προπύλαια της ιστορικότητας, θέσμιο μιας καιρικότητας πού αξίωνε την πειθαρχία στην ατομική απόκλιση και τήν επαναφορά της εκτροπής του μερικού ώς ελευθερία, στο συλλογικό ιδανικό ώς αναγκαιότητα. Ό πιο ελληνικός από όλους τους ρυθμούς στην αρχιτεκτονική μορφοπλασία, προηγήθηκε άπό τους άλλους δύο κύριους τύπους, τον ιωνικό και τον κορινθιακό, στο μέτρο πού ή αίσθηση του υποκειμένου έξεδίωκε τή διθυραμβική τροπή του τετελεσμένου. ‘Ακίνητος στην άβυσσο του Θεοϋ και χωρίς τήν προαίσθηση ή τήν βιωματοποίησή της ό δωρικός ρυθμός κατατίθεται ώς θέσμιο στην ακινησία της καιρικότητας για να τήν αμφισβητήσει στις αιχμές των αετωμάτων ώς στιγμή, κατοχυρώνοντας έσχατα τήν γαλήνια και ανεπανάληπτη πίστη για τήν συντέλεια του ιστορικού. Χωρίς νά επιτρέπει τήν διασπορά της καιρικότητας, επιβάλλει τον σεβασμό της. ‘Ωστόσο ή στιγμή επιμένει στην αποκάλυψη του άλλου προσώπου του κοσμικού δράματος, πού ό μύθος δεν μπορεί απεριόριστα νά τό ασφαλίσει στον κίνδυνο πού ελλοχεύει. Βαρείς και ογκώδεις οί κίονες, με τις πολλαπλές ραβδώσεις στις βάσεις τους, μοιάζουν νά εμποδίζουν τήν μετακίνηση άπό τήν ύπαρξη στο ιστορικό, τήν διαφοροποίηση της χρονικής συλλήψεως του διθυράμβου ώς μυθολογικό επιστέγασμα. Γραμμές συγκεκριμένες πού ή αϊσθησή τους δέν επιτρέπει τήν παραίσθηση ή τήν ψευδαίσθηση εγκαθιδρύουν τον νόμο του άπτοϋ και της πλαστικότητας, τήν αίσθηση ενός σημείου συγκεκριμένου καί πέρα άπό κάθε αμφιβολία, ώς πολιτικό μέγεθος, και τήν επάρκεια τοϋ κοσμικού περιγράμματος ώς μυθολογική παράσταση. Πρόκειται για μια πάλη συνταρακτική ανάμεσα στον νόμο και στην εξαίρεση, στην συλλογικότητα καί στο μερικό, πού ή λύση της κατοχυρώνει τό πρώτο. Πέρα άπό τήν ιστορικότητα, οί γραμμές διαλαλούν τήν παραδοχή του διθυράμβου* θύρσος πού κρέμεται στο χάος για νά κηρύξει τήν επιστράτευση. Κι’ δμως ή επιστράτευση δέν μπορεί νά κηρυχθεί, γιατί τίποτα δέν διακυβεύεται στην ασφάλεια πού παρέχει ή πηχτή, χωρίς διαφορισμό αίσθηση. Καμιά εκκίνηση δέν σημειώνεται, μόνο θεσμοθετείται ή έσχατη ανακωχή ανάμεσα στην έξαρση του ατομικού καί στην συλλογική καταστολή της. Μορφοποιώντας ωστόσο τό χάος τοϋ ατομικού, έστω κι’ αν στο τέλος υποτάσσεται, βαδίζει προς τήν ιστορικότητα ώς ανάμνηση κι ώς παραγγελία. Μέ έντονα μυθικά κατάλοιπα, πέρα άπό τον υποκειμενικό ορθολογισμό, καταλάμπει στους πευκώνες καί στά ξέφωτα, στις παρειές των ακρωτηρίων της Ελλάδας ή στον ιερό βράχο της αθηναϊκής ακροπόλεως. Ή υποχώρηση του στην συνείδηση τοϋ τεχνίτη, άφοϋ εΐχε οδηγηθεί στις πιο λεπτές τελειοποιήσεις, είναι συνάρτηση της ανόδου τοϋ υποκειμενικού πνεύματος, πού θα έκφρασθεΐ στην ιωνική μορφοπλασία και τέλος, στο κορινθιακό κιονόκρανο ώς αίσθηση παρακμής του διθυράμβου.
Ή φυγή προς την ιστορικότητα κατοχυρώνεται με τήν άνοδο τοϋ υποκειμένου, όταν οι θεοί είχαν πια χάσει τήν τρομακτική δύναμη τους, στο λογικό επιχείρημα και στην επακόλουθη υποχώρηση τοϋ διθυραμβικού. Στον Πραξιτέλη όπου ή ομορφιά του γυναικείου γυμνού επιδιώκει τήν κατοχύρωση της στην πραγματικότητα κι όχι στην ιδέα, ενώ στον Σκόπα με τα βαθειά γιομάτα αγωνία μάτια τοϋ έργου του, διαδηλώνεται τό νέο στοιχείο. Είναι μια τάση πού δεν κλονίσθηκε από τον Λύσιππο, όταν στις αθλητικές μορφές της αρχαιότητας ξαναδίνει τήν σταθερότητα στην διάπλαση κι όταν τό τρισδιάστατο στοιχείο της τέχνης του διαφαίνεται ώς νέα κατεύθυνση προς τό υποκείμενο.
Ή εισβολή της υποκειμενικότητας, ώς απόκλιση άπό τό διθυραμβικό, στην ζωγραφική τέχνη πού ακολουθεί επεκτείνεται σ’ όλες τις ανθρώπινες μορφές και ηλικίες, ένώ στο επιτύμβιο ανάγλυφο του Ίλισσοΰ τό παιδί οδύρεται στα πόδια τοϋ νεκρού γέρονταπρόκειται για μια σχεδόν θρησκευτική αξίωση προς τήν χαμένη συνολικότητα. Στην ζωγραφική τέχνη, ή μετακίνηση άπό τήν γραμμική προοπτική στην προοπτική βράχυνση, μέ τήν φωτοσκίαση στο πλάσιμο των μορφών και στην απεικόνιση της πλαστικότητας αποκαλύπτει τήν όλο και μεγαλύτερη επικύρωση τοϋ υποκειμενικού στοιχείου, ώς απόκλιση, και τήν αυθυπαρξία του. Στο μωσαϊκό τοϋ Μ. ‘Αλεξάνδρου της Πομπηίας, φώτα και σκιές παίζουν στα πρόσωπα, ένώ ή έννοια τοϋ βάθους δίδεται μέ γραμμική καί ατμοσφαιρική προοπτική. Ή επινόηση της ψευδαίσθησης στην ζωγραφική τέχνη μέ τήν προοπτική κατοχυρώνει τό υποκείμενο ώς εκτροπή άπό τήν ολότητα.
Τό «στιγμιαίο» πού εισήγαγε ό Λύσιππος στην γλυπτική τέχνη δέν ήταν στιγμή τοϋ διθυραμβικού, άλλα έθέσπιζε τήν ατομικότητα ώς απόκλιση. Μια τάση πού επιτρέπει τό αφύσικο και τήν υπερβολή, όταν ή έπίλεπτη εξισορρόπηση της μορφής, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στην κίνηση και στην ακινησία, δέν έλαύνεται πάντα σέ λύση. ‘Ωστόσο στην έξοχη σύνθεση κινήσεως καί πτυχώσεως στην Νίκη της Σαμοθράκης καταλάμπει μέ εκπληκτική τελειότητα τό διθυραμβικό ώς εξαίρεση. Τα έσχατα κατάλοιπα τοϋ διθυραμβικοΰ αποσύρονται στην ύστεροελληνιστική εποχή, στην μείξη τους μέ στοιχεία πού δέν ήσαν ελληνικά στην άχλύ των πιο δραματικών ιστορικών συγκυριών.
Γιατί άραγε τα κατάλοιπα τοϋ διθυράμβου ώς αίσθηση αποσύρονται ενωρίτερα στή γλυπτική καί στή ζωγραφική τέχνη, άπό τις άλλες περιοχές τοϋ έλληνικοΰ πνεύματος, τήν φιλοσοφική θέαση καί τον θετικό στοχασμό; Μπορεί να υποθέσει κανείς μόνο τήν αυθεντικότητα της τέχνης ώς έκφραση της ιδιοτυπίας ενός λαοϋ πού απειλείται, όταν ή ϊδια ή εθνική του υπόσταση ώς ελευθερία κρίσιμα διακυβεύεται. Ή τέχνη, ό ευγενέστερος, ό άρτιώτερος καί ô πιο ευαίσθητος δείκτης της εθνικής ιδιοσυστασίας, ώς μερικότητα, είναι ή κρίσιμη παραδοχή τής αλήθειας ώς ελευθερίας, όταν ή φιλοσοφική θέαση καί το θετικό πνεύμα ριγούσαν στην ιαχή του οικουμενικού και του πανανθρώπινου. Στην τέχνη των Ελλήνων σημειώνεται ή επίκληση του άπειρου καί του αιώνιου από το φθαρτό” πρόκειται για μια σταθερή ιστορική αναζήτηση του ρυθμού πού νοσταλγεί τήν εξαίσια θεσμοθέτηση του υπερβατικού στους όρους του αντικειμενικού κόσμου. ‘Εξασφαλίζοντας τήν διάρκεια στο στιγμιαίο ώς αιωνιότητα του παροντικοϋ, γεφυρώνει τήν ατομική με τήν καθολική αναγκαιότητα ώς αξιολογική διάσταση. Σκύβοντας στις πηγές πού γεννήθηκαν οί θεοί, μάχεται να υποτάξει σε ρυθμό εικόνες ακυβέρνητες καί σύμβολα άτακτα, πού ωστόσο μ’ αυτά εκφράζεται ό άνεμος του αιώνιου καί ή μαρτυρία του.
*Ο Μανώλης Α. Μαρκάκης (1942 – 2001) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος.