της Κωνσταντίνας Π. Κισκήρα, από το έργο Constantinopla: 550 anos desde su Caida
Η γνωριμία του Καλβινισμού με την ορθόδοξη σκέψη της Ανατολής έγινε στην Κωνσταντινούπολη, όταν ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ο Κύριλλος Λούκαρης (1620-1638)(1) . Δύο αιώνες μετά από την δραματική Πατριαρχεία του Λούκαρη επανεμφανίστηκε επιθετική, αυτή τη φορά, η καλβινιστική ιδεολογία(2). Εκπρόσωποί της δεν ήταν πια Ευρωπαίοι, αλλά οι Πουριτανοί Καλβινιστές, Yankees από τη Νέα Αγγλία(3). Οι πιο πολλοί κατάγονταν από την ύπαιθρο της Νέας Αγγλίας, κοιτίδα της αμερικανικής πουριτανικής παράδοσης. Οι πολυπληθέστεροι πάλι απ’αυτούς ήταν ιεραπόστολοι της American Board of Commissioners for Foreign Missions (ABCFM), της μεγαλύτερης υπερατλαντικής πολυεθνικής ιεραποστολικής εταιρείας τον 19ο αι. που είχε έδρα την Βοστώνη. Οι Καλβινιστές αυτοί ιεραπόστολοι συγκροτούσαν το επίσημο όργανο πολλών Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών των Η.Π.Α, κυρίως της παλαιότερης πουριτανικής εκκλησίας, της Congregational Church. (Συναθροιστές)(4). Ενώ πολύ λίγοι ήταν οι αμερικανοί εκπρόσωποι του πρακτικού διαφωτισμού (ναυπηγοί, τεχνικοί κ.ά.)(5).
Ο παλαιότερος αυτός αμερικανικός μικρόκοσμος, εμποτισμένος από το κυρίαρχο στην αμερικανική κοινωνία αποστολικό πνεύμα του Προτεσταντισμού(6), εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το καλοκαίρι του 1831. Ήταν η εποχή των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της πρώτης διπλωματικής πράξης ανάμεσα στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ και τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Α. Jackson (Συνθήκη Εμπορίου και Φιλίας 1830-1832)(7).
Ευνοϊκή συγκυρία για την εγκατάσταση της πρώτης αυτής μικρής ομάδας των Αμερικανών στην Κωνσταντινούπολη στάθηκαν οι μεταρρυθμίσεις του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄(1826-1839). Ο Σουλτάνος πρώιμα, πριν από την περίοδο του Τανζιμάτ, έδωσε έμφαση στην εισαγωγή της δυτικής τεχνολογίας(8). Εμπιστεύθηκε λοιπόν τους γνωστούς αμερικανούς ναυπηγούς: Η. Eckford, που παρέμεινε μόνο ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη (1831-1832), τον διάδοχό του F. Rhodes (1832-1839) και τον μεγαλέμπορο ξυλείας Ch. Rind να ναυπηγήσουν μοίρα του οθωμανικού στόλου, επειδή ο στόλος είχε πάθει μεγάλη καταστροφή στη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827)(9). Στις Η.Π.Α. πάλι οι αναδυόμενες βιομηχανίες, ιδιαίτερα όπλων(10), αναζητούσαν πελάτες, αλλά και πάτρωνες για τα προϊόντα τους. Λίγοι όμως ριψοκίνδυνοι Αμερικανοί επιζητούσαν την διακίνηση των προϊόντων τους μέχρι την μυθική γι’ αυτούς, εκείνη την εποχή, Ανατολή.
Όσο για τις 3-4 οικογένειες των πρώτων αμερικανών παστόρων της ABCFM που “παρεισέφρησαν” στην Κωνσταντινούπολη, το καλοκαίρι του 1831, μαζί με τους πρώτους λίγους τεχνικούς επαγγελματίες, οι ιεραπόστολοι παρέμειναν μόνιμα, εξ αιτίας της βοήθειας που τους πρόσφερε η αγγλική διπλωματία, ύστερα μάλιστα από μια περίοδο άγριων διωγμών εναντίον τους (1836-1839) από τους συνασπισμένους Καθολικούς και Ορθόδοξους της Αυτοκρατορίας(11).
Ο ιεραποστολικός σταθμός της ABCFM στην Κων/πολη(12) διατηρήθηκε για έναν αιώνα (1831-1931). Ήταν εκτεταμένος. Περιελάμβανε την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την ευρύτερη περιοχή της μέχρι την Αδριανούπολη και την μικρασιατική Βιθυνία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. περισσότεροι από 150 ιεραπόστολοι δραστηριοποιήθηκαν σ΄αυτόν τον χώρο, οι μισές ήταν γυναίκες(13). Αρχικά η προτίμηση των “ευαγγελιστών” ιδρυτών του των αιδεσ.: W. Goodell, H. G. O. Dwight και Η. Schauffler στράφηκε προς τους αποστολικούς Αρμενίους και τους Εβραίους. Προσέγγισαν με μεγαλύτερη ευκολία όμως τους υπόλοιπους χριστιανικούς λαούς (Έλληνες, Βούλγαρους), αλλά και μουσουλμάνους μόνο μετά την έκδοση του Χάττι-Χουμαγιούν (1856). Παρ’ όλα αυτά οι άτεγκτες θρησκευτικές πεποιθήσεις της πρώτης γενιάς των αμερικανών ιεραποστόλων, που συνοψίζονταν στο αυστηρά θεοκρατικό motto “Christ not culture”(14), δεν βρήκαν σχεδόν καμμιά απήχηση στον πολυπολιτισμικό πληθυσμό του σταθμού. Εξαίρεση αποτέλεσε μια μικρή ομάδα από αποστολικούς Αρμενίους που αποσχίσθηκαν κι οργανώθηκαν με τη προστασία της αγγλικής διπλωματίας στο Protestant Millet (1850)(15).
H αποτυχία του “ευαγγελικού ρόλου” του ιεραποστολικού έργου τα πρώτα 30 χρόνια λειτουργίας του σταθμού, τους εξανάγκασε στα 1863 να κλείσουν τα δύο ανώτερα εκπαιδευτήρια τους στην Κωνσταντινούπολη: το Διδασκαλείο Θηλέων στο Χάσκιοϊ (1845- 1863) και την Ιερατική Σχολή στο Μπεμπέκι (1840-1863), από έλλειψη μαθητών(16).
Σ’ αυτή όμως την πρώιμη περίοδο λειτουργίας του σταθμού κι ιδιαίτερα την πρώτη τετραετία θεαματική υπήρξε η προσφορά των ιεραποστόλων στη μαζική λαϊκή εκπαίδευση χριστιανών, αλλά και μουσουλμάνων. (Χαρακτηριστική ήταν η εμπιστοσύνη των ιεραποστόλων στους μικρομεσαίους και φτωχούς μαθητές). Το σύγχρονο γνωστό ευρωπαϊκό μοντέλο του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου (Lancasterian School) εφαρμόσθηκε με επιτυχία αρχικά στους Έλληνες και στις Ελληνίδες(17), που είχαν διασκορπισθεί, εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, στα παράλια του Βοσπόρου (Μπουγιούκ Ντερέ κ.ά.), μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1831, που κατέκαψε το Πέραν(18). Το δίκτυο όμως των Αλληλοδιδακτικών Σχολείων τους (20-30 σχολεία) επεκτάθηκε σύντομα και σ’ άλλες περιοχές όπου κατοικούσαν κυρίως φτωχοί Έλληνες π.χ. στη λαϊκή συνοικία Ταταύλα, στις τουρκόφωνες γειτονιές της παλαιάς Κωνσταντινούπολης, μέσα από τα νότια παράλια τείχη (Ψωμμαθειά, Γενί-Καπού) κ.ά.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ιεραποστόλων οι μαθητές όλων αυτών των σχολείων ήταν 2.000 και οι μαθήτριες 100. Ανάλογα σχολεία οργάνωσαν οι ιεραπόστολοι και για τους Αρμενίους(19).
Την μεγαλύτερη όμως έκπληξη την δημιούργησαν τα Αλληλοδιδακτικά Σχολεία των αμερικανών ιεραποστόλων που λειτούργησαν για τους μουσουλμάνους στρατιωτικούς στους στρατώνες του Σελιμιέ, στο γειτονικό Σκούταρι και στο Μπεσίκτας στην απέναντι ευρωπαϊκή ακτή, ο αιδεσ. W. Goodell γράφει σε επιστολή του επαιρόμενος για το ζήλο των μουσουλμάνων στρατιωτών ότι δηλ. γέμιζαν τους τοίχους των στρατώνων με τα τούρκικα γράμματα που μάθαιναν. Οι μαθητές αυτοί, πάντα σύμφωνα με τους ιεραποστόλους, έφθαναν τις 2.000(20). Η επιθυμία βέβαια των μουσουλμάνων για μόρφωση υποθάλπονταν κι από τις πρώιμες νεοτεριστικές ιδέες του Μαχμούτ Β΄ για λαϊκή εκπαίδευση στη στοιχειώδη βαθμίδα(21).
Αναζωπύρωση όμως των ιεραποστολικών δραστηριοτήτων σημειώθηκε στην Κωνσταντινούπολη μόνο αμέσως μετά τη μεταφορά από τη Σμύρνη του τυπογραφείου της American Board (1853-1914), μαζί με το εκδοτικό επιτελείο του. Ο El. Riggs, γνωστός “οριενταλιστής” μέσα σε περισσότερο από μισό αιώνα επιμελήθηκε κι έκανε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις της μετάφρασης της Αγ. Γραφής σ’ όλες τις γλώσσες και τα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούσαν οι λαοί της Αυτοκρατορίας. Οι αλλεπάλληλες, βελτιωμένες γλωσσικά επανεκδόσεις της Αγ. Γραφής διέσωσαν αναμφίβολα τις μορφές των ζωντανών γλωσσών της Αυτοκρατορίας(22). Ο αριθμός πάλι των σελίδων της Αγ. Γραφής, που τυπώνονταν στην Κωνσταντινούπολη, συχνά φάνταζε αστρονομικός π.χ. στα 1855 τυπώθηκαν 7.000.000 σελίδες μόνο στα Αρμένικα, Αρμενο-τούρκικα, Καραμανλίδικα και Ισπανοεβραιϊκά(23).Η τεράστια εκδοτική παραγωγή του κειμένου της Αγ. Γραφής, η φθηνή, σχεδόν συμβολική αγοραστική αξία του, η οργανωμένη διακίνησή του από τους βιβλιοπώλες των Γραφών, κυρίως στα μεγάλα εμποροπανηγύρια (Μπαλικεσίρ, Τατάρ-Παζαρτζίκ) την κατέστησαν λαϊκό ανάγνωσμα χρήσιμο και προσιτό για κάθε χριστιανικό σπίτι.
Από τις υπόλοιπες εκδόσεις του τυπογραφείου ζήτηση είχαν οι χρηστικές μεταφράσεις αγγλικών σχολικών εγχειριδίων κυρίως Φυσικομαθηματικών Επιστημών, στα Αρμένικα, Τούρκικα και Βουλγάρικα. Ενώ διαβάζονταν πολύ κι οι εβδομαδιαίες εφημερίδες: Avedaper, (Αγγελιοφόρος), Αγγελιοφόρος και Zornitsa (Αυγερινός) στα Αρμένικα, Καραμανλίδικα και Βουλγάρικα αντίστοιχα. Μοναδική για το είδος της ήταν όμως κι η έγχρωμη, πρωτοεμφανιζόμενη, εικονογράφηση των νεανικών παραρτημάτων των εφημερίδων αυτών.
Από το τελευταίο όμως τέταρτο του 19ου αι. ο ιεραποστολικός ρόλος διαφοροποιήθηκε ακολουθώντας τα ποικίλα σύγχρονα φιλελεύθερα κινήματα που δέσποζαν στην ιστορία του αμερικανικού ιεραποστολικού κινήματος. Π.χ. το κίνημα του Social Gospel. Ο ενεργός πια ρόλος των ιεραποστόλων του σταθμού συνδυάστηκε με την πολιτιστική και κοινωνική δράση για την οικοδόμηση “μιας νέας τάξης πραγμάτων” στην Κωνσταντινουπολίτικη πολυεθνική κοινωνία(24). Έτσι το πλαίσιο των δραστηριοτήτων “του αμερικανικού χριστιανικού ιμπεριαλισμού” όριζε στο εξής α) την δημιουργία μιας κυρίαρχης πολυπολιτισμικής elite φιλικής αλλά και ικανής να συνεργασθεί με τους Αμερικανούς β) την “πνευματική ώσμωση” όλων των κοινωνικών τάξεων και όλων των εθνοτήτων με τα αμερικανικά πολιτιστικά ιδεώδη.
Για την εκπλήρωση του πρώτου όρου αποφασίστηκε από την American Board η λειτουργία στο Σκούταρι του Παρθεναγωγείου American College for Girls στα 1890(25). Στο σχολείο αυτό καθιερώθηκε για πρώτη φορά η διδασκαλία της Αγγλικής στο αναλυτικό πρόγραμμά του, παράλληλα με τις άλλες γλώσσες της Αυτοκρατορίας.
Το πείραμα βέβαια “της πνευματικής ώσμωσης” των αμερικανικών πολιτιστικών αγαθών με τους μαθητευόμενους λαούς της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε από μια περιοχή, μικρογραφία της πολυεθνικής Κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας, δηλ. από το τρίγωνο, μέσα στα νότια παράλια τείχη: Κουμ-Καπού (Κοντοσκάλι) Γκεντίκ Πασά, Βλάγκα, Γενί-Καπού, Ψωμμαθειά. Στις φτωχογειτονιές αυτής της περιοχής –χωνευτήρι όλων των λαών και των θρησκειών της Αυτοκρατορίας– ενεργοποιήθηκαν οι γυναίκες ιεραπόστολοι, στο τέλος του 19ου αι, συνδυάζοντας πάντοτε τις εκκλησιαστικές με τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Εδώ συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά στην Ανατολή οι χριστιανικές οργανώσεις: Χριστιανική Ένωση Ανδρών, Γυναικών (ΥΜCA YWCA), Χριστιανική Προσπάθεια (Christian Endeavour) κ.ά(26).
Η πιο επιτυχής, αλλά και ευρεία εκδήλωση της αμερικανικής κοινωνικής δραστηριότητας εκδηλώθηκε με το φιλανθρωπικό έργο των ιεραποστόλων σε δύο μάλιστα οριακές καταστάσεις για την οθωμανική κοινωνία: α) στα χρόνια του Ρωσο-τουρκικού Πολέμου (1877-1878)(27), όταν οι ιεραπόστολοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά ένα φιλόδοξο φιλανθρωπικό έργο βοηθώντας ιδιαίτερα μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Ευρωπαϊκή Τουρκία που είχαν καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη β) κατά την κρίσιμη περίοδο του Αρμενικού Ζητήματος (1894-1896)(28).Αυτή τη φορά με τη σύμπραξη κι άλλων ευρωπαϊκών προτεσταντικών οργανώσεων περιέθαλψαν αρκετές χιλιάδες θύματα των σφαγών, π.χ. βοήθησαν 10.000 Αρμενίους θύματα από τη φτωχογειτονιά του Χάσκιοϊ. Για πρώτη φορά όμως τότε κι από την εγκατάσταση τους στην Κωνσταντινούπολη οι αμερικανοί ιεραπόστολοι κάνοντας υπέρβαση αναμείχθηκαν φανερά στο Ανατολικό Ζήτημα, διότι λειτουργώντας σαν δημοσιογράφοι ενημέρωναν την αμερικανική κοινή γνώμη για τις σφαγές των Αρμενίων. Η θρησκευτική όμως έξαψη των ομάδων πίεσης που δημιουργήθηκαν μέσα στην αμερικανική κοινωνία δεν είχε ακόμη την δύναμη να μεταστρέψει την αμερικανική εξωτερική πολιτική υπέρ των Αρμενίων. Η αμερικανική Κυβέρνηση δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στην προάσπιση του έργου των ιεραποστόλων στην Αυτοκρατορία και σ’ ένα ενδιαφέρον για το Ανατολικό Ζήτημα, που όμως δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική(29).
Συνοψίζοντας τη δράση του μικρόκοσμου της παλαιότερης αμερικανικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη κυρίως τους Καλβινιστές ιεραποστόλους, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε α) ότι μας θυμίζει τις ποικίλες αμερικανικές παρεμβάσεις στον χώρο της Ανατολής, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έληξε πια η Γαλλο-βρεττανική αποικιοκρατία στην περιοχή(30). β) οι εθνοκεντρικοί δηλαδή αμερικανοκεντρικοί πουριτανοί ιεραπόστολοι που ξεκίνησαν για την Ανατολή περιφρονώντας, αλλά και αγνοώντας, λίγο ως πολύ, τις αρχαίες θρησκείες, αλλά και τους πολιτισμούς των λαών της Ανατολής προσπάθησαν, βέβαια, με την παιδευτική τους συμπεριφορά και το εκπαιδευτικό τους έργο να εξορθολογήσουν την ανατολίτικη κοινωνία, παρατηρώντας της, όμως, πάντα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του Προτεσταντισμού(31).
Μήπως όμως η προσπάθεια τους να μεταφυτεύσουν στην Ανατολή το αντιδιανoουμενίστικο απόσταγμα των αυστηρών προτεσταντικών ηθών –κινητήριος δύναμη για την ανάπτυξη της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας– να προκάλεσε τελικά μόνο σύγχυση στο μωσαϊκό των λαών της Ανατολής(32);
Υποσημειώσεις
(1) G. Hering, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Ευρωπαϊκή Πολιτική 1620-1638, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1992.
(2) Βλέπε πρόχειρα. Μ. Mullet, Calvin, Routledge London, N. York, 1994.
(3) S. Khalaf, “Leavening the Levant. New England Puritanism as a Cultural Transplant”, Journal of Mediterranean Studies, 2 (1997), τομ. 7, σελ. 268-292.
(4) Κ. Π. Κισκήρα, “Προτεστάντες ιεραπόστολοι στην καθ’ ημάς Ανατολή, 1819-1914. Η δράση της American Board”, Δελτ. Κεντ. Μικρ. Σπουδών, 12 (1997-1998), σελ. 97-129. J. A. Andrew, III Rebuilding the Christian Commonwealth New England Condregationalists and Foreign Missions 1800-1830, The University Press of Kentucky, 1976.
(5) D. H. Finnie, Pioneers East. The Early American Experience in the Middle East, Cambridge, Mass., 1967.
(6) Βλ. πρόχειρα Θ. Βερέμης, Η.Π.Α: από το 1776 έως Σήμερα. Η εκδοχή ενός ταξιδιώτη, Αθήνα, ΕΛΙΑΜΕΠ, 2003.
(7) Uner Turgay, “Ottoman – American Trade during the 19th c.”, Osmanli Arastirmalari, 3 (1982), σελ. 188- 246 και D. H. Finnie, ό. π., σελ. 45-81, Appendix I. σελ. 279.
(8) S. J. Shaw, Ε. Κ. Shaw History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, Cambridge University Press, 1977, τόμ. ΙΙ, σελ. 45.
(9) D. H. Finnie, απ. σελ. 70-81.
(10) Ph. Jenkins, A. History of the United States, Macmillan, 1997, σελ. 167.
(11) Κ. Π. Κισκήρα, “Προτεστ. Ιεραπ…”, ό. π., σελ. 105-106.
(12) Κ. Π. Κισκήρα, “Αμερικανοί Ιεραπόστολοι στην πολυεθνική Κωνσταντινούπολη το 19ο αι.”, Πρακτικά
Συνδέσμου Μεγαλοσχολιτών, Αθήνα, 1997, σελ. 127-154.
(13) Για τις γυναίκες ιεραποστόλους του Woman’s Board (γυναικείο τμήμα της American Board): C. Kiskira, “Evangelising the Orient, New England womanhood in the Ottoman Empire, 1830-1930”, Archivum Ottomanicum, 16 (1998), σελ. 279-291.
(14) W. R. Hutchison, Errand to the World, American Protestant Thought and Foreign Mission, London, The University of Chicago Press, 1987, σελ. 77-90.
(15) J. L. Grabill, Protestant Diplomacy and the Near East, Missionary Influence on American Policy 1810-1927, University of Minessota, 1971, σελ. 14.
(16) Κ. Π. Κισκήρα, “Αμερικανοί… πολυεθνική Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι.”, ό. π., σελ. 134, 145-147.
(17) Κ. Π. Κισκήρα, “Αμερικανοί… πολυεθνική Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι.”, ό. π., σελ. 142. J. De Kay,
Sketches of Turkey 1831-1832, N. York, 1833, σελ. 398-399.
(18) Ακ. Μήλλας, Πέρα. Το Σταυροδρόμι της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 2003, σελ. 229.
(19) Κ. Π. Κισκήρα, “Αμερικανοί… πολυεθνική Κωνσταντινούπολη τον 19ο αι.”, ό. π., σελ. 142-143.
(20) Κ. Π. Κισκήρα, ό. π., σελ. 144.
(21) Ν. Berkes, The Development of Secularism in Turkey, Montreal, 1964, σελ. 104-105.
(22) J. A. Field, America and the Mediterranean World 1776-1882, Princeton University Press, 1969, σελ. 347, 272, 101, 362, 268, 203.
(23) Κ. Π. Κισκήρα, ό. π., σελ. 135-139.
(24) C. P. Kiskira, “American Christian Penetration of Constantinople Society in the Late 19th Century”, Balkan Studies, 402 (1999), σελ. 316-17.
(25) C. P. Kiskira, ό. π., σελ. 319-20.
(26) C. P. Kiskira, ό. π., σελ. 318-19.
(27) C. P. Kiskira, ό. π., σελ. 317.
(28) C. P. Kiskira, ό. π., σελ. 320-22.
(29) C. P. Kiskira, ό. π., σελ. 311-12.
(30) Edw Said, Οριενταλισμός, Αθήνα, 1996.
(31) S. Khalaf, ό. π., σελ. 292.
(32) Ελ. Σκοπετέα, Η Δύση της Ανατολής, Αθήνα, 1992, σελ. 37 και S. Deringil, The Well.- Protected Domains, London, I. B. Tauris, 1998, σελ. 112-134 (η τουρκική άποψη) και J. Salt, “Trouble Wherever they Went, American Missionaries in Anatolia and Ottoman Syria in the 19th c.”, Muslim World, 92 (2002), σελ. 287 κ.ε.