Η λαϊκή παράδοση στο σχολείο των αρχών του 20ου αιώνα

Οι λαϊκές παραδόσεις ως αναζωογονητικός παράγοντας του ελληνικού σχολείου και της ιδέας του έθνους στις αρχές του 20ου αιώνα – Η οπτική του «Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου».

 

Γράφει ο Μιχαήλ Λαγούδης*

 

Η αυγή του 20ου αιώνα βρίσκει το σύνολο της Ελλάδας να εκφράζει το αίτημα της γενικής αλλαγής και της αναζωογόνησης όλων των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. [1] Ένα αίτημα το οποίο συμμερίζονται τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου και αναζητούν εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα φέρουν νέα πνοή στη χώρα. [2] Μέσα από τις σελίδες του «Δελτίου», του επίσημου οργάνου έκφρασης του σωματείου,[3] οι αρθρογράφοι υποστηρίζουν πως βάση για κάθε αληθινή δημιουργία αποτελουν οι θησαυροί της λαϊκής παράδοσης. Σύμφωνα με τους ίδιους, αν αυτά τα στοιχεία ενσωματωθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία, θα ανανεωθεί, όχι μόνο το σχολείο, αλλά και το έθνος ολόκληρο. [4]

Ο Ίων Δραγούμης παραδέχεται την ύπαρξή αυτών των θησαυρών και τους εντοπίζει στα ηθικά χαρακτηριστικά του λαού και τη μόρφωσή του. Δηλαδή στις ελεύθερες και  ανθρώπινες σχέσεις του ανθρώπου με τη ζωή, οι οποίες δημιουργούν την τέχνη και τη φιλοσοφία και δίνουν πρωτότυπη μορφή στην ιστορία ενός πολιτισμού.[5] Ενός πολιτισμού, του οποίου τα στοιχεία παρέμειναν άγνωστα, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Δελμούζο.[6] Αυτή η γνωριμία επιχειρήθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή, ωστόσο η συγκεκριμένη προσπάθεια έμεινε στη μέση, καθώς ο Κοραής αναγνώρισε το παρόν του ελληνικού πολιτισμού σε πολύ μικρό βαθμό και δεν θέλησε να δημιουργήσει πάνω σ’ αυτό.[7] Πρέπει, λοιπόν, το παρόν του ελληνικού πολιτισμού να εξετασθεί και να κατανοηθεί ως αυθύπαρκτη οντότητα, ώστε να ανακαλυφθεί μέσα από τους λαϊκούς «θησαυρούς», οι οποίοι περιέχουν όλη τη νεοελληνική ζωή.[8]

Οι θησαυροί αυτοί αποτελούνται από νέα δημιουργήματα, ή ακόμα μπορεί να είναι συνέχεια των αρχαίων παραδόσεων που φανερώνουν το ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα και την ψυχή των νέων Ελλήνων με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.[9] Πιο συγκεκριμένα, οι θησαυροί αυτοί είναι τα δημοτικά τραγούδια, οι παραδόσεις και οι παροιμίες που αποτελούν την πιο ζωντανή και «λαχταριστὴν» εικόνα του νέου ελληνισμού.[10] Από αυτά ο Δελμούζος κρίνει το δημοτικό τραγούδι ως το σημαντικότερο εκ των τριών, καθώς υπάρχει σε όλες -σχεδόν- τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής και η μορφή του φανερώνει την ετυμολογική συγγένεια της αρχαίας με τη νέα ελληνική γλώσσα.

Ωστόσο, πέρα από αυτά τα βασικά στοιχεία, ο νεοελληνικός πολιτισμός μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλες εκδηλώσεις της πραγματικότητας. Βρίσκεται, λοιπόν, στα ήθη και στα έθιμα, στη διακοσμητική τέχνη, στη μουσική, στις κοινωνικές οργανώσεις και εν γένει στα νεοελληνικά ψυχικά και πνευματικά χαρακτηριστικά. Όλοι αυτοί οι πνευματικοί και ηθικοί θησαυροί είναι οι εθνικές δυνάμεις που φανερώνουν την πραγματική εσωτερική ενότητα, τον χαρακτήρα της φυλής και τη σύγχρονη πραγματικότητα πάνω στην οποία πρέπει να θεμελιωθεί κάθε αληθινή δημιουργία.[11]

Η Ζαχαρούλα Ναυπλιώτη, όσον αφορά την παράδοση συγκεκριμένα, την ορίζει ως την:

 

ἂγραφη καὶ ἀπλὴ ψυχολογία τοῦ λαοῦ. Ἀπ’ τὸ σύνολό της, ἀπὸ τὶς διαφορὲς τῆς ἲδιας παράδοσης ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἀπὸ τὴν πίστη ποὺ ἒχουν σ’ αὐτές, μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσωμε  τὴ διανοητικότητα, τὸ βαθμό τοῦ πολιτισμοῦ, τᾶ ἢθη καὶ τὰ ἒθιμα, ἀκόμη καὶ τὶς κοινωνικές, τὶς θρησκευτικές καὶ ἐθνικὲς τύχες, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἒζησε καὶ πέρασε ὁ λαὸς ἑνὸς τὀπου.

 

Επιπλέον, διακρίνει τις παραδόσεις σε τρεις κατηγορίες: τις ιστορικές, τις θρησκευτικές και τις ηθογραφικές. Τέλος, η δημοτική παράδοση αποτελεί πηγή έμπνευσης για όλες τις άλλες τέχνες.[12]

Σύμφωνα και με τον Ίωνα Δραγούμη,

 

Ἡ δημοτική παρὰδοση εὶναι μὲσα μας σάν τὸ χνάρι τῆς ψυχῆς μας, αὐτήν ἀκολουθώτας  καὶ ἀνεβαίνοντας βρίσκουμε τὴν ψυχή μας, τὴν ἀληθινὴ πηγή τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς. Ἡ δημοτική παρὰδοση θὰ μᾶς ὁδηγήση νὰ ζυγώσουμε ὢς τὴν πηγὴ αὐτὴ τῆς ζωῆς καὶ νὰ ποτιστοῦμε.

 

Υπήρξε, μάλιστα, η δημοτική παράδοση κίνητρο και πηγή δημιουργικής ζωής σε ολόκληρη την ιστορία των Ελλήνων ήδη από τους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, και έπειτα, όπως υποστηρίζει ο Λέανδρος Παλαμάς.[13]

Με βάση, ακόμη, τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό μπορούν να προσεγγιστούν ουσιαστικά ο Αρχαίος και ο Βυζαντινός πολιτισμός.[14] Για τον Δελμούζο, μάλιστα, η μελέτη του αποτελεί υποχρεωτικό παράγοντα για την κατανόηση του παρελθόντος.[15] Θα δημιουργηθεί έτσι μία γέφυρα, η οποία θα ενώσει το παρόν με το παρελθόν. Όπως, εξάλλου, υποστηρίζει ο ίδιος σε άλλο σημείο:

 

Θυμηθῆτε τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ σὲ τὶ ὕψος εὶχε φτάσει ἂλλοτε, συγκρίνετέ τον μὲ τὸ νεώτερο πολιτισμό μας, σκύψετε στὴν ψυχὴ τῆς φυλῆς μας καὶ θὰ νιώσετε μέσα της τόση ζωτικότητα καὶ τόσες δημιουργικὲς δυνάμεις. Καὶ ὃμως τὶ χάσμα χωρίζει τοὺς δυὸ ἑλληνικοὺς κόσμους![16]

 

Ο Μάρκος Τσιριμώκος, ασπαζόμενος και ο ίδιος αυτή την άποψη, δίνει ένα σχήμα το οποίο περιγράφει μία «οικογενειακή» σύνδεση των τριών πολιτισμών μεταξύ τους και αποδεικνύει τη ζωτικότητα της ελληνικής «Φυλής».  Εγγύτερός της πολιτισμός είναι ο Βυζαντινός, ο οποίος για πολύν καιρό είχε περιφρονηθεί, ενώ παράλληλα αποτελεί «άξιο εγγόνι» του καλύτερου δείγματος πολιτισμού, του Κλασικού, τον οποίο η ίδια «Φυλή» δημιούργησε.  Ο τρίτος κατά σειρά, λοιπόν, μπορεί να ονομαστεί Ελληνικός και είναι διαφορετικός από τους προηγούμενους αλλά όχι λιγότερο άξιος.[17]

Ο λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος, επίσης, τονίζει τη σημασία των δύο προηγούμενων πολιτισμών και ζητά να κρατηθεί ό,τι έμεινε ζωντανό από αυτούς, ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη «νέα φυλή» του έθνους. Η συνειδητοποίηση, μάλιστα, του παρόντος και των αναγκών του από τους σύγχρονους Έλληνες αποτελεί διπλό χρέος, τόσο προς τους ίδιους, όσο και προς τους προγόνους τους. Όπως υποστηρίζει και ο Μενέλαος Φραγκούδης, εκδότης της εφημερίδας «Αλήθεια», ζώντας την εθνική  ζωή σύμφωνα με τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, η φυλή κρατά τη θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτό δίνει την αξίωση στους Νεοέλληνες να αντικρύσουν τους προγόνους τους αλλά και να μεγαλουργήσουν μόνοι τους στα γράμματα, στις επιστήμες και στις τέχνες. Τέλος, όπως λέει Παναγιώτης Αραβαντινός, πρέπει οι σύγχρονοι Έλληνες να μην παραμείνουν «ἐπίγονοι» των αρχαίων Ελλήνων αλλά να φτάσουν στο σημείο να τους σέβεται όλος ο κόσμος για αυτό που είναι οι ίδιοι, να γίνουν, τελικά, «πρόγονοι ἀπογόνων».

Ωστόσο, η γνωριμία με τον νεοελληνικό πολιτισμό δεν οδηγεί μόνο στην ανακάλυψη του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Δραγούμη, η παράδοση αποτελεί βασικό στοιχείο του έθνους, το οποίο δημιουργείται  κάθε μέρα, και φέρνει κοντά τους ανθρώπους με τον εαυτό τους. Πάνω απ’ όλα, όμως, ανοίγει νέους δρόμους δίνοντας τη δυνατότητα να προβλεφθεί η μελλοντική μορφή του πολιτισμού.[18]

Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας την αξία του νέου ελληνικού πολιτισμού, βρίσκει τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα. Αυτή είναι μία άποψη, η οποία εκφράζεται όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από τους «ξένους» φίλους του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Κοινή τους ομολογία, λοιπόν, αποτελεί πως, αν η βάση του πολιτισμού είναι η «Νέα Ελλάδα», επιτυγχάνεται η συμπόρευση με τα υπόλοιπα πολιτισμένα κράτη.[19]

Ανάλογη είναι και η άποψη του Δημήτρη Γληνού, ο οποίος τάσσεται υπέρ της αυτοαναγνώρισης της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει:

 

Τὰ ἰδανικά μας, ποὺ ὂργανό τους θὰ γίνει ὁ δάσκαλος καὶ το σκολειό πρέπει νὰ βγοὺν ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ εἷναι μας. Ἀπὸ το εἷναι ἑνὸς λαοῦ μὲ μεγάλη παράδοση, μὲ μεγάλες ἕμφυτες ἀρετές, μὲ ζωτικότητα, μὲ ἀντοχή, μὲ ἰκανότητα προσαρμογῆς, μὲ θἐληση ζωῆς, μὰ λαοῦ σημερινοῦ, λαοῦ ποὺ ζῆ στὸν εἰκοστό αἰῶνα καὶ πρὲπει νὰ βλέπη γύρω του καὶ μπροστά τοῦ μὲ μάτια δυνατά καὶ καθαρά ἀπὸ πρόληψη, καθαρά ἀπὸ ψεύτικα ὂνειρα. Ἑλληνικά μάτια ἕξυπνα, ποὺ νὰ βλέπουν ἐμπρὸς καὶ πάντα ἐμπρὸς. Τὸ σύμβολο αὐτό μας ἕδωσε τὴ νίκη στὸν πόλεμο.  Αὐτὸ τὸ σύμβολο τὸ ἵδιο θἀ μᾶς δώση τἠ νίκη καὶ στὴν εἰρήνη, στὸν ἀγῶνα τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐμπρός σὰν Ἒλληνες, ἐμπρός σὰν Εὐρωπαῖοι τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, ἐμπρός σὰν ἂνθρωποι.[20]

 

Τέλος, όπως λέει και σε άλλο σημείο:

 

Μὲ τὴ νέα του συνείδηση ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ παλαίψη γιὰ τὴν ἀνώτερη ζωὴ κοντὰ στοῦς ἂλλους λαοὺς μἕνα ἐγώ δικό του, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοπεποίθηση καὶ περηφάνεια τοῦ δημιουργοῦ, γιὰ νὰ πλαστουργήση τὸν πολιτισμό του. Μιὰ νέα συναισθηματικὴ κατάσταση, κύριο στοιχεῖο στὴ νέα του ἀξιολογηκή κρίση γιὰ τὰ περασμένα καὶ τὰ τωρινά, δικά τοῦ καὶ ξένα, τοῦ δίνει τὰ φτερὰ γιὰ τὸ πέταμα πρὸς τὰ νέα ιδανικά.[21]

 

Η γνωριμία με τον σύγχρονο πολιτισμό, επιπλέον, βάζει τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται η εθνική ενότητα των Ελλήνων. Οι «θησαυροί», οι οποίοι αναφέρθηκαν πιο πάνω, τα «γενετικά αίτια και αποτελέσματα της ψυχικής ομοιότητας» που δημιουργήθηκαν από την μακρόχρονη ζωή του λαού πάνω στην ελληνική γη, αποτελούν παράγοντες για τη χάραξη των εθνικών συνόρων. Τα μέλη ενός έθνους, σε αυτή την περίπτωση, δένονται περισσότερο, αναγνωρίζουν τις ομοιότητες μεταξύ τους και αγωνίζονται να διατηρήσουν τη καθαρή μοναδικότητά τους απέναντι στα άλλα έθνη.[22]

Έχοντας, λοιπόν, μία συμπαγή εθνική ενότητα το έθνος μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αφομοίωση των ξενόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας, ένα ζήτημα μέγιστης σημασίας κατά την υπό μελέτη εποχή. Αποτελεί ακόμη αίτημα, το οποίο εκφράζεται έντονα από τους δασκάλους της περιοχής, όσον αφορά τους μαθητές τους. Ζητούν, λοιπόν, την προσαρμογή των μαθητών τους στα δεδομένα του νεοελληνικού πολιτισμού, κυρίως μέσω της δημοτικής γλώσσας. Αυτή η διαδικασία, μάλιστα, θα ευνοήσει και τη γενικότερη εθνική πρόοδο, όπως οι ίδιοι πιστεύουν.[23]

Πάνω σε αυτό το ζήτημα, κατά τον Γληνό, η άγνοια για τα στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμού, τον ενωτικό δεσμό, δηλαδή, οδηγεί στην απομάκρυνσή αυτών των πληθυσμών από την «ελληνική οικογένεια». Εξάλλου, η ανάγκη της αφομοίωσής τους, γίνεται επιτακτικότερη αν αναλογιστεί κανείς πως η αφομοίωση αυτών των πληθυσμών αποτελεί μέρος της πολεμικής τακτικής των «εχθρών», οι οποίοι σε αυτόν τον τομέα αποδείχτηκαν «επιτηδειότεροι» και «πρακτικότεροι».[24]

Η εισαγωγή αυτής της εθνικής κληρονομιάς στο σχολείο, θα δώσει σημαντική ώθηση στην εφαρμογή «πραγματικής» μόρφωσης, αλλά επίσης θα αναζωογονήσει όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Ο Δελμούζος, λοιπόν, ζητά μία εκπαίδευση η οποία να στηρίζεται στην εθνική ζωή και την αληθινή εκδήλωσή της. Αν επιτευχθεί αυτό, η εκπαίδευση θα αναγεννηθεί και μαζί με αυτή και το έθνος, καθώς θα ενισχυθεί η συστηματική εργασία σε όλους τους κλάδους.[25] Επιπλέον, και οι ίδιοι οι δάσκαλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως επιτελούν ένα εθνικό έργο και να αντικρίσουν την πραγματικότητα με ειλικρίνεια.[26]

Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού αποτυπώνονται ορισμένες ιδέες για την εισαγωγή των νεοελληνικών παραδόσεων στο σχολείο και τον τρόπο διδασκαλίας τους. Η Ζαχαρούλα Ναυπλιώτη πιστεύει πως πριν από οποιαδήποτε χρήση τους στο σχολείο, πρέπει να προηγηθεί βαθιά περίσκεψη. Για αυτήν, η κατάλληλη ηλικία για την πρώτη διδασκαλία τους βρίσκεται γύρω στα τέσσερα με έξι χρόνια των μαθητών, καθώς θα μείνουν στις καρδιές τους ριζωμένες για μια ζωή. Από αυτές, πρέπει να διδάσκονται μόνο εκείνες, οι οποίες δεν έρχονται σε αντίθεση με τις «πραγματικές αλήθειες» της ζωής. Επιπλέον, για τα μικρότερα παιδιά, χρήσιμο θεωρείται οι παραδόσεις να δίνονται αυτοτελείς και με τη βοήθεια του δασκάλου θα ανακαλύπτουν μόνα τους το ηθικό συμπέρασμα κάθε έργου. Όσον αφορά τα μεγαλύτερα παιδιά, για αυτά κατάλληλα κρίνονται έργα σύγχρονων φιλόλογων, για τα οποία βασίστηκαν στις παραδόσεις. Τέλος, κρίνει τη χρήση της ιστορικής παράδοσης απαραίτητη, καθώς ξυπνά στους μαθητές την κοινή εθνική συνείδηση, τον πόθο για την πραγματοποίηση φυλετικών ονείρων και την αγάπη για την ελευθερία.[27]

Η Π. Κωνσταντινοπούλου διακρίνει τις παραδόσεις σε αυτές που εξυπηρετούν τα φρονηματιστικά μαθήματα και αυτές που εξυπηρετούν τα φυσιογνωστικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι παραδόσεις για ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, ιστορικούς τόπους και μυθικά ή φανταστικά όντα. Για τους μικρούς μαθητές προτείνει τον συνδυασμό των μυθικών προσώπων και καταστάσεων με αφηγήσεις, όπως αυτές για την Κωνσταντινούπολη και την Αγιά Σοφιά. Για τους μεγαλύτερους μαθητές, χρήσιμη κρίνεται η εκμάθηση των παραδόσεων στο πλαίσιο μαθημάτων, όπως η Νεοελληνική Ιστορία και η Ανάγνωση. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν παραδόσεις σχετικές με ζώα και φυτά, ουράνια σώματα και μετεωρολογικά φαινόμενα. Τέτοιες παραδόσεις, λοιπόν, μπορούν να συνδυαστούν με τη διδασκαλία των φυσιογνωστικών μαθημάτων και μπορούν να διδαχτούν σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου και -κυρίως- στις κατώτερες. Αφορμή για τη διδασκαλία τους μπορεί να δώσει μια σχολική εκδρομή ή μαθήματα, όπως η πατριδογνωσία και η φυσική ιστορία.[28]

Σύμφωνα, λοιπόν, με τους αρθρογράφους του «Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου» οι παραδόσεις, όποια μορφή κι αν έχουν, ευεργετούν το κοινωνικό σύνολο με ποικίλους  τρόπους. Πρώτον, αποτελούν κίνητρο και βάση για κάθε νέα δημιουργία. Μέσω αυτών, επίσης, προσεγγίζεται το παρελθόν και οι προγενέστερες μορφές του υπάρχοντος πολιτισμού. Παράλληλα, με στήριγμα τα συγκεκριμένα στοιχεία το ελληνικό κράτος πετυχαίνει τη συμπόρευσή του με τα υπόλοιπα πολιτισμένα κράτη και αντιμετωπίζεται ως ισάξιο από αυτά. Τέλος, μέσω των παραδόσεων μπαίνουν τα θεμέλια για την οικοδόμηση της εθνικής ενότητας των Ελλήνων, χαράσσονται τα εθνικά σύνορα και, ίσως, επεκτείνονται. Αν ληφθούν υπόψη ορισμένες προϋποθέσεις, μάλιστα, οι παραδόσεις αυτές μπορούν να διδαχθούν στο σχολείο, επιδρώντας θετικά τόσο στο ίδιο, όσο και στο έθνος, γενικότερα.

 

*Απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Μεταπτυχιακές σπουδές στις «Επιστήμες της Αγωγής», με εξειδίκευση στο πεδίο της Ιστορίας της Εκπαίδευσης.

 

Παραπομπές

[1] Αλέξης Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Το «ανακοπτόμενο άλμα». Τάσεις και αντιστάσεις στην ελληνική εκπαίδευση 1833-2000, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013, σ. 100.

[2] Αλεξάνδρα Λαμπράκη – Γ. Δ. Παγανός, Ο Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός και ο Κωστής Παλαμάς, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 1994, σ. 91 – 94.

[3]Αλέξης Δημαράς, Ελληνικά Παιδαγωγικά Περιοδικά 1831 – 1991. Βιβλιογραφία 1831 – 1874. Α΄ Φάση, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Αθήνα, 2004, σ. 88 – 90.

[4] Ναταλία Γ.  Παπακώστα – Μπενέκου, Η συμβολή του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην εξέλιξη της Νεοελληνικής Παιδείας, Εκδ. Δίπτυχο, Αθήνα, 1988, σ. 31.

[5] Λέανδρος Παλαμάς, «Ίων Δραγούμης», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 9, 1921, σ. 99 – 108.

[6] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Από το κρυφό Σχολείο», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 1, Οκτώβριος 1911, σ. 271 – 292.

[7]  Δημήτρης Γληνός, «Έθνος και Γλώσσα», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 10, 1922, σ. 47 – 90.

[8] Αλέξανδρος Δελμούζος «Τὸ πρότυπον δημοτικὸν σχολεῖον καὶ οι επικριταί του», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 1, Οκτώβριος 1911, σ. 13 -52.

[9] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 7, 1917 – 1919 , σ. 1-20.

[10] Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Απολογία της Δημοτικής», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 4, 1914, σ. 46 – 196.

[11] Αλέξανδρος Δελμούζος, ό.π. , σ. 1-20.

[12] Ζαχαρούλα Ναυπλιώτη, «Οι δημοτικές παραδόσεις στο σχολείο», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 7, 1917 -1919, σ. 190 – 203.

[13] Λέανδρος Παλαμάς, «Ίων Δραγούμης», ό.π., σ. 99 – 108.

[14] Αλέξανδρος Δελμούζος «Τὸ πρότυπον δημοτικὸν σχολεῖον…», ό.π. , σ. 13 – 52.

[15] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Από το κρυφό Σχολείο», ό.π. , σ. 271 – 292.

[16] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», ό.π. , σ. 1 – 20.

[17] «Οι ξένοι φίλοι του δημοτικισμού και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 2, Απρίλιος 1912, σ. 156 – 166.

[18] Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ό.π. , σ. 46 – 196.

[19] «Οι ξένοι φίλοι του δημοτικισμού…» , σ. 156 – 166.

[20] Δ.Φ. , «Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 3, 1913, σ. 276 – 279.

[21]  Δημήτρης Γληνός, « Η κρίση του Δημοτικισμού», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 11, 1923 – 24, σ. 3 – 45 .

[22] Δ. Φωτεινού, «Έθνος και Γλώσσα», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 5, 1915, σ. 47 – 62

[23] Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 5, 1915, σ. 11 – 46.

[24] Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Η γλώσσα μας στην κοινωνική ζωή», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 5, 1915, σ. 131 – 143.

[25] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Σαν πρόλογος», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 3, 1913, σ. α΄- η΄.

[26] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Προς την εκπαιδευτική αναγέννηση», ό.π. , σ. 1-20.

[27] Ζαχαρούλα Ναυπλιώτη, ό.π., σ. 190 – 203.

[28] Π. Κωσταντινοπούλου, «Οι νεοελληνικές παραδόσεις στο δημοτικό σχολείο», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Τόμος 8, 1920, σ. 31 – 48.

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *