Από τα μέσα του 16ου αι. μ.Χ. άρχισαν να φτάνουν στην αμερικανική ήπειρο ομάδες Ευρωπαίων τυχοδιωκτών αναζητώντας την περίφημη χώρα του Ελντοράντο, τη χώρα που ο χρυσός βρισκόταν παντού και αρκούσε να απλώσεις το χέρι για να τον πάρεις. Κατά τον θρύλο υπήρχε μια ινδιάνικη πόλη κοντά στην σημερινή Μπογκοτά της Βολιβίας, όπου ζούσε ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς.
Το χρυσάφι ήταν τόσο που κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις ο βασιλιάς σκέπαζε ολόκληρο το σώμα του με χρυσόσκονη. Έπειτα έπεφτε στη λίμνη Γκουταβίτα για να ξεπλυθεί. Οι υπήκοοί του τότε τον έραιναν με πολύτιμες πέτρες και χρυσά κοσμήματα. Πολύ γρήγορα ο θρύλος του Ελντοράντο ταξίδεψε στα πέρατα της οικουμένης σπρώχνοντας πολλούς τυχοδιώκτες στην ανακάλυψη της μυθικής χρυσής πολιτείας.
Ανάμεσα στους πιο διάσημους Ισπανούς εξερευνητές ήταν και ο Φραγκίσκος Πιθάρο, ο κατακτητής της αυτοκρατορίας των Ίνκα, ο πρώτος λευκός που διέσχισε τις Άνδεις. Αυτό τουλάχιστον επιστεύετο μέχρι σήμερα.
Ο πρώτος μη γηγενής όμως που πέρασε τις Άνδεις και εισήλθε στη χώρα των Ίνκα ήταν ο Κρητικός Πέτρος από τον Χάνδακα – Πέδρο δε Κάντια στα ισπανικά. Και όχι μόνον αυτό. Ο τολμηρός Πέδρο δε Κάντια ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε στο Περού, και ο πρώτος κυβερνήτης της ιστορικής πόλης Κούσκο.
Ο Πέτρος γεννήθηκε στην ενετοκρατούμενη Κρήτη το 1494. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές η οικογένειά του προερχόταν από Ενετούς αποίκους. Ήταν Στρατιώτης, (Stradioti) και ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου έλαβε μέρος στους Ιταλικούς Πολέμους, πολεμώντας με τον στρατό του του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ . Κατόπιν πήγε στην Ισπανία και από εκεί βρέθηκε στον Νέο Κόσμο, αναζητώντας πλούτη και περιπέτεια.
Μόλις 30 ετών, το 1524, ο Πέτρος βρέθηκε στην υπηρεσία του Φραγκίσκου Πιθάρο. Ο τελευταίος συμμετείχε στην εκστρατεία του Μπαλμπόα, ο οποίος αναζητώντας τη μυθική χρυσή πόλη των Δυτικών Ινδιών κατάφερε να φτάσει πρώτος στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού.
Ο Φραγκίσκος Πιθάρο, συνεπαρμένος με τον θρύλο του Ελντοράντο της χώρας με τον αμύθητο πλούτο, αποφάσισε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Είχε πληροφορηθεί από παλαιούς χάρτες ότι κάπου στις ακτές του Ειρηνικού βρισκόταν μια νέα χώρα, που ταύτισε στη φαντασία του με το Ελντοράντο, την πόλη του χρυσού. Συγκρότησε λοιπόν δικό του ένοπλη ομάδα και κίνησε να ανακαλύψει τη μυθική πόλη.
Στο ταξίδι τον συνόδευε ο Πέτρο, τον οποίο ο Πιθάρο εμπιστευόταν ιδιαιτέρως. Ο Πιθάρο έστειλε τον Πέτρο, που ήταν επικεφαλής για αναγνώριση. Ο Πέτρος είχε μαζί του και ένα αρκεβούζιο. Πλησίασε τον φύλαρχο και τους ιθαγενείς που έφτασαν με απειλητικές διαθέσεις και έβαλε στον αέρα για να τους τρομάξει. Οι ντόπιοι αντί να το βάλουν στα πόδια νόμισαν ότι κατέβηκε στην γη ο Τλάλοκ, ο «Ο Θεός της Βροντής» και άρχισαν να τον δοξάζουν.
Επωφελούμενοι από τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ των ιθαγενών αιχμαλώτισαν τον βασιλιά των Ίνκα, τον Αταχουάλπα. Οι οπαδοί του νόμιμου διαδόχου του θρόνου Ουάσκα, που είχε δολοφονηθεί από τον αδελφό του Αταχουάλπα, υποστήριξαν τους Κονκισταδόρες θεωρώντας τους ελευθερωτές και τιμωρούς του δυνάστη. Έτσι τάχθηκαν στην υπηρεσία τους.
Σύντομα οι 160 περίπου Ισπανοί και ο ένας Έλληνας κατέλαβαν χωρίς μάχη την πρωτεύουσα των Ίνκα, το Κούσκο. Ο Πιθάρο θέλοντας να τιμήσει τον Έλληνα που τον βοήθησε διόρισε τον Πέτρο διοικητή του Κούσκο. Ζώντας ανάμεσα στους ντόπιους ο τολμηρός Κρητικός αποφάσισε να εξερευνήσει και τις γειτονικές περιοχές.
Βαθιά μέσα του πίστευε πως η μυθώδης χρυσή πολιτεία του Ελντοράντο δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί. Αναζητώντας την χρυσή πόλη αποφάσισε να διασχίσει τις Άνδεις, μια από τις μεγαλύτερες οροσειρές στον κόσμο, φθάνοντας στα όρια του τροπικού δάσους. Εκεί όμως αντιμετώπισε την εχθρική συμπεριφορά των ιθαγενών και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Κούσκο.
Ο Πέτρος έζησε μόλις 18 χρόνια στο Περού αφού δολοφονήθηκε τελικά από τον Ισπανό ευγενή ντ’Αλμάγκρο, γιο του Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο, ενός τυχοδιώκτη από την Εστρεμαδούρα της Ισπανίας, τον οποίο είχε δολοφονήσει ο Πιθάρο.
Η δολοφονία του Πέτρου προκάλεσε σύρραξη μεταξύ των Κονκισταδόρες που έληξε με τη νίκη του Πιθάρο. Και ο τελευταίος όμως δεν άργησε να συναντήσει τον Έλληνα φίλο του, αφού δολοφονήθηκε το 1542. Σήμερα βρίσκονται και οι δύο θαμμένοι μαζί με τους υπόλοιπους «Δεκατρείς της δόξας» κοντά σε ένα παρεκκλήσι του Καθεδρικού ναού της Λίμα, της νέας πρωτεύουσας του Περού που ίδρυσε ο Πιθάρο το 1535.