Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη

του Θεόδωρου Παντούλα,

Η Δεξιά κι η Αριστερά αναφέρονται σε μια ξεπερασμένη πολιτική γεωγραφία κι η επίκλησή τους γίνεται ακόμη –όσο γίνεται και από όποιους γίνεται– για να χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα, σαν φύλλο συκής που δικαιολογεί –όσο κι όπως δικαιολογεί– τα αδικαιολόγητα όσων εργάζονται για την διαρκή επιτρόπευση του λαού μας, την οριστική διάλυση του εθνικού κράτους, την αποδοχή της λιτότητας, την διαχείριση της κοινωνικής εξαθλίωσης από ΜΚΟ και την αντικατάσταση όσης δημοκρατίας μας απέμεινε από τον χαριτόβρυτο διακαιωματισμό.

Για να «βγει» όλο αυτό το πακέτο χρειάστηκε η ακατάπαυστη περιστολή της συλλογικής μνήμης και η ανοίκεια διαβολή της εθνικής ταυτότητας. Οι υπήκοοι του νέου θαυμαστού τους κόσμου δεν πρέπει να αισθάνονται ότι ανήκουν σε εθνική κοινότητα. Πρέπει να μείνουν μόνοι τους! Μόνοι με το θεριό των της χρηματοπιστωτικής μαφίας. Το θεριό που με ευκολία φέρνει βόλτες εμπορεύματα κι ανθρώπους.

Όσοι αμφισβητούν την υπονόμευση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας συκοφαντούνται από έναν δεσπόζοντα παραπολιτικό και ιδεολογικό μηχανισμό χειραγώγησης ως εθνολαϊκιστές.

Το είδαμε με το Brexit προχθές και το ξαναείδαμε με την Ιταλία εχθές. Στα καθ’ ημάς το είδαμε στο δημοψήφισμα του 2015 και το ξαναείδαμε ακόμη πιο ξεκάθαρα στο θέμα των Σκοπίων με την αμαχητί παράδοση της χώρας στις ευρω ατλαντικές βούλες και βουλές.

Νομίζω όμως ότι από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις για το ζήτημα της Μακεδονίας είχαμε και ευκρινείς χειρονομίες αντίστασης σε αυτή την παράδοση. Και από αυτές τις χειρονομίες, νομίζω πάλι, ότι μπορούν τα βγουν δυο πολύ στέρεα συμπεράσματα.

1) Ο λαός υπερβαίνοντας τα κόμματα και τους μηχανισμούς ποδηγέτησής τoυ κατόρθωσε ερήμην τους (χωρίς πόρους, χωρίς οργάνωση και χωρίς κάλυψη από κανέναν κερατά) μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις – τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών.

2) Ο λαός αυτός παραμένει πολιτικά ανέκφραστος και ανεκπροσώπητος. Δεν μπορούν –ούτε και θέλουν- να τον εκφράσουν ή να τον εκπροσωπήσουν άλλωστε οι παλιές ή αναπαλαιωμένες παράγκες του παλαιοκομματισμού, που ομολογημένα ή ανομολόγητα τον θεωρούν «ετερόκλητο όχλο».

Όσοι με τα αποπλύματα του παλαιοκομματισμού δεν πετάμε και την πολιτική, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η πολιτική παραμένει ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ορίσουμε τις ζωές μας. Το επισημαίνω αυτό γιατί, συνήθως, μπερδεύουμε την πολιτική με την μασκαράτα της παραπολιτικής. Διότι στην Μεταπολίτευση αυτή κυριάρχησε: η μασκαράτα που υπηρετήθηκε από οικογένειες, λόμπι και παρατρεχάμενους. Το πελατειακό παρακράτος όμως δεν είναι πολιτική, είναι ευτελισμός της πολιτικής.

Όσοι πάλι θεωρούν ότι οι παραγιοί ή τα εξώγαμα της κομματοκρατίας μπορούν ν’ απαντήσουν στα προβλήματα που οι ίδιοι δημιούργησαν δεν αυταπατώνται απλώς αλλά καταδικάζουν στην αναξιοπρέπεια του παρασιτισμού εαυτούς και αλλήλους.

Βεβαίως κανείς δεν σώζεται δια της βίας. Όσοι νομίζουν ότι οι Κούληδες κι oι Φώφες είναι αυτό που τους αξίζει, ας τους καλοδεχτούν και πάλι.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως, κατά την κρίση μου, παρουσιάζουν όσοι γύρισαν την πλάτη στην διακομματική αθλιότητα, οι απελεύθεροι, δηλαδή, της κομματοκρατίας. Προσέξτε, δεν αναφέρομαι σε όσους «απέχουν». Αυτοί είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι που επιμένουν ν’ αγνοούν ότι όποιος απέχει αφήνει την ιστορία να γράφεται για λογαριασμό του αλλά ερήμην του. Αλλά ας γνωρίζουν οι απέχοντες, αυτοί που «κοιτάνε τις δουλειές τους», ότι στην απίθανη περίπτωση που σωθεί το σπίτι τους από την πυρκαγιά που μας ζώνει, αυτό θα είναι αβίωτο, αφού θα το περιβάλλει κρανίου τόπος. Διότι σε κρανίου τόπο μεταβάλλεται σταδιακώς η χώρα. Δεν μιλώ μόνο για την υπεξαίρεση της δημόσιας περιουσίας από τους μπράβους του υπερταμείου της αποικιοκρατίας. Και σε παλιότερες περιπτώσεις «έπεσαν» τα δαχτυλίδια αλλά μείνανε τα δάχτυλα. Τώρα πολύ φοβάμαι ότι, αν δεν το πάρουμε εγκαίρως αλλιώς, δεν θα έχουμε δάχτυλα. Δεν είναι μόνο ότι η χώρα τεμαχίζεται σε ζώνες χοτ σποτ, ζώνες εξόρυξης και ζώνες παραθερισμού, είναι που εκατομμύρια άνθρωποι μακαρίζουν το ένα εκατομμύριο νέων που ήδη έχουν ήδη φύγει στην αλλοδαπή! Και μαζί με τους ανθρώπους που μας λείπουν, μας λείπει –για πρώτη φορά, νομίζω, στην ιστορία μας– κι η ελπίδα.

Για την γενικευμένη παραίτηση πολλά έχουν ειπωθεί και είναι παρήγορο –κι ειλικρινώς εύχομαι να μην είναι μια αναλαμπή πριν το τέλος– που αυτή η παραίτηση διαψεύστηκε κάπως από τα Συλλαλητήρια. Διότι στα συκοφαντημένα Συλλαλητήρια του συκοφαντημένου λαού μας, πέραν του ζητήματος των Σκοπίων, οι ακέφαλοι των Μνημονίων σήκωσαν κεφάλι.

Το ζητούμενο βεβαίως είναι να μην το ξαναχαμηλώσουν. Σε αυτή την κατεύθυνση, νομίζω, ότι όλοι αυτοί που δίνουν έναν άνισο αγώνα με μικρές συλλογικότητες και κυρίως όσοι απέχουν από τις εκλογές –όσοι απέχουν, όχι από αδιαφορία, αλλά από αποκαρδίωση– είναι αυτοί που πρέπει να συναντηθούν, να συνομιλήσουν και να πρωταγωνιστήσουν. Διότι αυτοί είναι η μαγιά. Αυτοί που, παρότι άστεγοι, δεν απαξιώνουν τον δημόσιο βίο. Αυτοί ακριβώς μπορούν να γίνουν οι διάκονοι του απελευθερωτικού, δηλαδή πολιτικού, εγχειρήματος που χρειάζονται οι υποθηκευμένες ζωές μας. Σε αυτούς ν’ απευθυνθούμε και σε αυτούς να ελπίσουμε. Μόνο που ο λόγος αυτής της ελπίδας δεν πρέπει να ξεσηκώνει τον ξύλινο λόγο της κομματοκρατίας. Ούτε τον λόγο ούτε τα περιεχόμενά του. Δεν είναι μόνο αισθητική η ένστασή μου. Δεν παράγουν πολιτική οι πομφόλυγες της «ρεάλ πολιτίκ». Υποταγή παράγουν. Γιατί υποταγή είναι το ότι η νέα –αριστερής και δεξιάς κοπής– μεγάλη ιδέα μας είναι να επιστρέψουμε στις Αγορές, να γίνουμε αξιόπιστοι διακονιαραίοι… Ο Δ. Σολωμός μας το είπε εγκαίρως «δεν είν’ εύκολες οι θύρες / εάν η χρεία τες κουρταλή». Εμείς πήραμε τοις μετρητοίς τους πλασιέδες κι όχι τους ποιητές. Και γεράσαμε περιμένοντας τους επενδυτές! Όσο με θυμάμαι οι επενδυτές είναι καθ’ οδόν! Μας προ–τιμούν όμως σταθερά οι καιροσκόποι των αγορών για αρπαχτές για λαφυραγώγηση. Διότι αυτή είναι η χαμηλή προσδοκία της χώρας. Να την βγάλουμε με τους «επενδυτές» κι ας πάει και το παλιάμπελο!

Το παλιάμπελο εντέλει πάει καλιά του από τον πολύ εκσυγχρονισμό και ευημερούν οι εισαγωγείς οίνου. Θέλω να πω ότι  τα τελευταία χρόνια η πατρίδα µας παροπλίστηκε συστηµατικά, µετατρέποντας ανεπαισθήτως τους πολίτες της σε πελάτες των πολυεθνικών.

Όπως γνωρίζετε η οικονοµικά και δηµογραφικά κατεστραµµένη χώρα µας παραµένει έρµαιο εισαγωγών χαµηλής, κυρίως, ποιότητας προϊόντων εξάγοντας, όπως είπαμε, µε αυτοκτονική ελαφρότητα εκατοντάδες χιλιάδες νέους σε όλη την υφήλιο την ώρα που ο αγροδιοτροφικός τοµέας δεν είναι απλώς το συγκριτικό της πλεονέκτηµα αλλά, ως καθηµερινότητα, είναι τοµείζον ζήτηµα πολιτισµού.

Είναι µείζον θέµα της πολιτικής, δηλαδή. Και παρά την πολυετή και διακοµματική φλυαρίαγια την θρυλούμενη παραγωγική ανασυγκρότηση, όχι µόνο τίποτε δεν έχει γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά όσα έχουν µεθοδευτεί αυξάνουν την εξάρτησή µας από τα ποικιλώνυµα καρτέλ και τους πάτρωνές τους.

Αν μας κόφτει όμως η απεξάρτησή μας από τις δόσεις και τους δοσατζήδες επείγει να ενισχυθεί συστηµατικά η παραγωγή και η διάθεση υψηλής ποιότητας εγχώριων προϊόντων.

Η αναγέννηση του αγροτοδιατροφικού τοµέα δεν είναι απλώς αναγέννηση ενός κλάδου της οικονοµίας. Είναι αναγέννηση όλης της χώρας. Είναι σεβασµός στην οµορφιά και τα δώρα του τόπου. Και, κυρίως, είναι επιλογή ζωής για όσους επιθυµούν να ζουν ως δηµιουργοί κι όχι ως δανειολήπτες.

Μα τι μας λες άνθρωπέ μου; – θ’ αναρωτιέστε. Να γίνουμε αγρότες και βιοτέχνες; Αυτό ακριβώς λέω και δεν συμμερίζομαι κανενός τον σκανδαλισμό – εκτός κι αν βρίσκετε περισσότερο ελκυστικό να γίνουμε άεργοι και άνεργοι. Ή –αν είμαστε από τους τυχερούς– να γίνουμε γρανάζια μιας απρόσωπης παραγωγικής αλυσίδας ή μανατζερέοι κάποιας ανοησίας από αυτές που σωρηδόν επινοούνται για να καλύψουν πλασματικές ανάγκες.

Πισωγύρισμα; – θα αναρωτηθούν κάποιοι. Και αυτό, πράγματι, είναι ένα ύπουλο ερώτημα, επειδή ακριβώς είναι ρητορικό κι όχι ειλικρινές. Και είναι ανειλικρινές, διότι ο κόσμος μας εκπαιδεύεται εδώ και πολύ καιρό στην προσδοκία ενός μέλλοντος που του υπεξαιρεί, εντέλει, το παρόν. Βεβαίως όλα δείχνουν ότι το μέλλον αυτό ούτως ή άλλως δεν υπάρχει – δεν μιλώ για το δημογραφικό αλλά για το περιβαλλοντικό τέλος που η ανθρωπότητα έχει στο τσεπάκι της πηγαίνοντας σταθερά μπροστά, συνεχίζοντας την «ανάπτυξη».

Το «πισωγύρισμα» λοιπόν που έχει ποινικοποιηθεί στις συνειδήσεις μας μπορεί να καθυστερήσει αυτό το τέλος ή και να το αποτρέψει. Κι αν σας ενοχλεί το «πισογύρισμα», πείτε το μπόλιασμα του παρόντος με αξίες παλιές, που δεν παλιώνουν – και αυτό, νομίζω, είναι και περισσότερο ακριβές.

Επίσης νομίζω πως όλοι αυτοί που δεν τους κατάπιε η απόγνωση μπορούν να βρουν ένα προνομιακό πεδίο δράσης στην τοπική αυτοδιοίκηση – εκεί ακριβώς που η κομματοκρατία ανακυκλώνει τα φθαρμένα της υλικά. Και λέω «προνομιακό», διότι τα μεγέθη εδώ είναι μικρότερα και μπορούν οι πολίτες να συναντηθούν πιο εύκολα. Και να αντλήσουν, αν θέλετε, –για το μπόλιασμα που λέγαμε– από την πλούσια αυτοδιοικητική παρακαταθήκη της χώρας.

Αυτή ακριβώς η παρακαταθήκη λαθροβίωνε λίγες δεκαετίες πριν καταδιωκόμενη από ένα εξαρχής ετεροκαθοριζόμενο κράτος με τοποτηρητές, των οποίων η επιβίωση προϋπέθετε τον αφανισμό της εγχώριας πολυκεντρικότητας και την αντικατάστασή της από έναν συγκεντρωτικό κρατικό μηχανισμό του οποίου η μακροημέρευση βασιζόταν –και βασίζεται– στον εκμαυλισμό, στην φαυλοκρατία, στην προσοδοθηρία, στο πελατειακό αλισβερίσι, που αντικατέστησε με βιαιότητα σπουδαίες και μακραίωνες παραδόσεις κοινωνικής και περιφερειακής αυτοκυβέρνησης. Δεν είχαμε, δηλαδή, απλώς μια προσχώρηση στο αλλότριο παράδειγμα του έθνους–κράτους αλλά την συγκρότηση και την υποταγή σε ένα νεοφανές υπόδειγμα. Αυτό της πρωτεύουσας–κράτους! Το πού αλλά και το πώς κατέληξε αυτό το υπόδειγμα το περιγράφει αρκούντως ο μαρασμός των περιφερειών και τα χαΐρια της Αττικής, που δεν συζητά πλέον για τις περίφημες γραμμές του τοπίου της και τα περιγράμματα των λόφων της, αλλά σπαζοκεφαλιάζει για το πού θα κρύψει τα σκουπίδια της.

Διότι αυτό είναι πλέον η Αττική και τα ανά την επικράτειά κακέκτυπά της: ένας σκουπιδότοπος που σκεπάζει την ιστορία, τον χαρακτήρα και την φυσιογνωμία ενός τόπου ιερού.

Ως χώρος, όπως είπαμε, δεν ανήκουμε στις χώρες που παράγουν ιδέες και προϊόντα. Ανήκουμε στις χώρες που επαιτούν δανεικά και ΕΣΠΑ για να καταναλώνουν. Και κομματάκισε αυτές που προμηθεύουν πρώτες ύλες σε όσες δημιουργούν.

Στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης όμως αναβαθμίζεται κι επανεκτιμάται ο αδαπάνητος (ακόμη) πόρος του τόπου, διότι ο τόπος δεν είναι μόνο το τοπίο, είναι όλα αυτά που ενοχλούν ή αφήνουν αδιάφορες τις διευθύνουσες ομάδες, τους μεσάζοντες δηλαδή, που όχι μόνο στερούνται παιδείας αλλά στερούνται και αναστολών. Γι’ αυτό τους βλέπουμε με πόση ευκολία συναινούν, όχι απλώς στην εκποίηση των υποδομών αλλά στο ξεπάτωμα της γης, έχοντας καταφέρει –ας τους αναγνωριστεί αυτό– να περιθωριοποιήσουν το κοινωνικό σώμα ή να το ναρκώσουν πειθαναγκάζοντάς το ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, όλοι ίδιοι είναι, ότι είμαστε μικροί κ.λπ.

Δεν είμαστε όμως μικροί – μικροπρεπείς ενίοτε μπορεί αλλά μικροί όχι. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ατίμητη –κυριολεκτικά– κληρονομιά που μας έλαχε ή στην θεσμική και θεσμοθετημένη μοναξιά μας. Αναφέρομαι στην απουσία μας από όλες τις ιστορικές προκλήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Δεν περιφρονήσαμε μόνο την Ιστορία, περιφρονήσαμε και την Γεωγραφία μας. Περιφρονήσαμε την κεντρικότητά μας. Ναι, χώρα των συνόρων είμαστε. Στις εσχατιές της Βαλκανικής είμαστε αλλά και μεταξύ τριών Ηπείρων είμαστε. Και με τον μεγαλύτερο στόλο στον κόσμο είμαστε. Αλλά κάνουμε τους… Κινέζους! Μ’ όλα ετούτα προσπαθώ να πω ότι στις γεωπολιτικές ευκαιρίες δεν απαντήσαμε σεβόμενοι τους εαυτούς μας αλλά διαπομπεύοντάς τους με την αρπαχτή του Χρηματιστηρίου, που την δευτερώσαμε με τον μικρομεγαλισμό της Ολυμπιακής απάτης. Και μετά στο καπάκι τρίτωσε το κακό με τον εξευτελισμό της επιτροπείας. Κι όλα αυτά στα μουλωχτά. Διότι κοντά στην πολιτική έχουμε και μια ακαδημαϊκή υστέρηση. Ο ακαδημαϊκός κόσμος εδώ και δεκαετίες κοπιάρει ξένα φερσίματα, παρουσιάζοντάς τα στους ιθαγενείς –τρομάρα τους– για«πρωτοπορία»! Αλλά εδώ είναι πλεονασμός κάθε κριτική. Αρκεί η κτιριακή εικόνα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τι αυτοεκτίμηση να προκύψει από όλη αυτή την ασχήμια;

Αν όμως δεν θέλουμε να μας γονατίσει αυτή η ασχήμια θα πρέπει να επανασχεδιάσουμε την χώρα μας. Να την επανασχεδιάσουμε γνωρίζοντας τον βαθύτερο εαυτό μας και ανακτώντας την ταυτότητά μας. Ποιοι είμαστε, δηλαδή, και τι θέλουμε. Και αυτός ο σχεδιασμός είναι έργο της πολιτικής, που ή είναι μακρόπνοη ή δεν είναι πολιτική! Κι είναι κατ’ εξοχήν δουλειά της πολιτικής η ανάδειξη των περιφερειών, των ανθρώπων, των ταυτοτήτων τους, των προϊόντων με ονομασία προέλευσης και, κυρίως, των συμβόλων τους. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Αυτή την στιγμή υπάρχει ένας αγοραστικός πατριωτισμός. Υπάρχουν οι δυνατότητες και οι δυνάμεις στο κοινωνικό σώμα που ελλείψει ηγεσιών πρέπει να κινηθούν μόνες τους να πολιτευθούν πληθυντικά, όπως πληθυντικός είναι και ο πολιτισμός τους.

Όλα αυτά δεν είναι εύκολα. Όχι μόνο γιατί προϋποθέτουν πόρους ούτε γιατί προϋποθέτουν να υπερβούμε τους εγωισμούς που τροφοδοτούν απραξία κι ανημπόρια. Όλα αυτά είναι δύσκολα γιατί, κυρίως, δεν πρέπει να κλείνουμε το μάτι στις παθογένειες που επέτρεψαν να βρεθούμε εδώ που βρισκόμαστε. Είναι λ.χ. παροιμιώδης –και κοντεύει να γίνει παροιμιακός– ο τρόπος που ασχημονούμε, που βρομίζουμε τον δημόσιο χώρο. Κι αν δεν αποκαταστήσουμε αυτή την σχέση δεν θα μπορέσουμε να την υπερασπιστούμε. Δεν θα μπορέσουμε να συναντηθούμε, δεν θα μπορέσουμε να χωρέσουμε στον κοινό μας τ[ρ]όπο. Τον τρόπο που κάνει χοροστάσι τον τόπο και χέρι–χέρι φέρνει τις γυροβολιές του.

Βεβαίως «όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει». Αλλά κι «όποιος μπει μες στον χορό, εντέλει, μαθαίνει και χορεύει».

Θέλω να πω ότι η περπατησιά θα βρεθεί – αρκεί να δώσουμε τα χέρια.

*μέλος της δημοτικής κίνησης Αθήνα για την Ελλάδα.

Ομιλία στο βιβλιοπωλείο Nouveau της Πάτρας στις 25/6/2018, περιοδικό άΠΕΙΡΟΣ χΩΡΑ, τεύχος 1ο, Καλοκαίρι 2018.

Το έργο είναι δημιουργία του χαράκτη Τάσσου.

antifono.gr

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *