Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Ένα αίνιγμα (1939-2008) – Πρώτο μέρος

του Κώστα Ζαχαράκη,

Απρίλιος του 1998. Η ελληνική εκκλησία ετοιμάζεται να εκλέξει νέο αρχιεπίσκοπο. Ο Σεραφείμ έχει αποδημήσει και το παιχνίδι παίζεται μεταξύ Δημητριάδος Χριστόδουλου και Θηβών Ιερώνυμου.

Ο δεύτερος πολεμά παράλληλα με ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο το οποίο αργότερα θα αποδειχτεί ανυπόστατο. Μόλις η ιερή κάλπη δείξει «Χριστόδουλος» ο ελληνικός λαός θα βρεθεί έκπληκτος μπροστά σε έναν Ιεράρχη που θα ζητήσει «συγνώμη» από τη νεότερη γενιά ενώ δε θα διστάσει να μιλήσει για το ΑΙDS, την κλιματική αλλαγή, το ρατσισμό, την Ευρώπη και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Καθιστοί μέσα στη Μητρόπολη Αθηνών οι επιφανείς πολιτικοί -από τον Κώστα Καραμανλή μέχρι την Αλέκα Παπαρήγα- αισθάνονται τουλάχιστον αμηχανία καθώς ο νέος αρχιεπίσκοπος όρθιος ενώπιών τους θυμίζει πολιτικό ηγέτη. Την ίδια ώρα τα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης ανακαλύπτουν έναν πραγματικό star.

Η αλήθεια είναι πως εμφανίζεται τη πιο σωστή στιγμή. Ο πλανήτης προετοιμάζεται να υποδεχτεί τον νέο αιώνα και η χώρα να ενταχτεί στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Το πνεύμα της εποχής είναι ενθουσιώδες και θετικά διακείμενο προς την πνευματικότητα – καθόλου τυχαία ο νούμερο 1 συγγραφέας των 90`ς είναι ένας αναγεννημένος καθολικός με το όνομα Paulo Coelho. Το σκληρό πρόσωπο των θρησκειών φαίνεται προσωρινά να έχει λησμονηθεί.

Έτσι τα πρώτα δείγματα γραφής εντυπωσιάζουν : ζητά από τους νέους να μπουν στις εκκλησίες «και με τη τζην φούστα ή το σκουλαρίκι», δηλώνει πως και για τα ράσα ακόμα μπορεί να γίνει συζήτηση («είναι απλώς παράδοση» θα πει), αγαπάει τον Καβάφη και στη νεότητα του ,το ομολογεί, του άρεσε κάποιο κορίτσι.

«Θα πάτε στη συναυλία των Rolling Stones αρχιεπίσκοπε;» τον ρωτά για λογαριασμό του Βήματος ο Θανάσης Λάλας. «Θα προσπαθήσω» απαντά και φαίνεται όντως να το εννοεί. (Στην ίδια εφημερίδα είχε εξοργίσει -λίγο καιρό πριν- την εκκολαπτόμενη Χρυσή Αυγή επικρίνοντας τις απόψεις του Λε Πεν στη Γαλλία). Λέει ανέκδοτα, χρησιμοποιεί την αργκό (Σας πάω, ο σταυρός είναι in) και δέχεται να μιλήσει παντού, ακόμα και σε μια μαθητική εφημερίδα.

Ωστόσο ένα από τα παιδιά της εφημερίδας θα αναφέρει ευθαρσώς πως αυνανίζεται και θα ρωτήσει αν αυτό αποτελεί αμάρτημα. «Βλάπτει την ηθική υπόσταση του ανθρώπου» θα αποφανθεί έπειτα από μακρά παύση αμηχανίας ο Αρχιεπίσκοπος.

Χριστόδουλος

Έτσι κι αλλιώς οι Rolling Stones θα χαρακτηριστούν -σε άλλη δήλωση- «χασικλήδες» και κάθε υποψία πραγματικού ριζοσπαστισμού με τον καιρό θα εξαφανιστεί. Ο Χριστόδουλος δεν είχε έρθει για να καεί από το πνεύμα της εποχής του. Είχε διανύσει δεκαετίες και πίστευε στο άστρο του. Μόνο που δεν ήξερε που ακριβώς ήθελε να φτάσει.

Γεννημένος το 1939 έζησε τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του στην Ξάνθη μαζί με τους γονείς και τον μεγαλύτερο αδερφό του. Η οικογένεια του θα κατέβει στην Αθήνα και θα εγκατασταθεί στην Κυψέλη – όχι όμως σε πλήρη απαρτία. Σύντομα ο πατέρας -που έχει το μικρόβιο της πολιτικής- θα επιστρέψει στην Ξάνθη για να διοριστεί δήμαρχος.

Παιδικά χρόνια που αργότερα θα μυθοποιηθούν θέλουν τον Χριστόδουλο ευτυχή και ντροπαλό να παίζει μεν με τα άλλα παιδιά αλλά να αγαπά παράλληλα και το μοναχικό διάβασμα. Μόνος με τη μητέρα και με έναν αδερφό κατά πολύ μεγαλύτερο φτιάχνει ένα προσωπικό σύμπαν που μάλλον μοιάζει πρόσχαρο για κείνη την εποχή. Πολύ καλός μαθητής αλλά και δεκτός στις αλάνες. Το λουλούδι μιας οικογένειας που τα άλλα δυο -παρόντα- μέλη καμαρώνουν. Μόνο ο πατέρας απουσιάζει.

Όμως κι αυτός από κει που είναι συμβάλλει όσο μπορεί στη ζωή τους. Δεν είναι πλούσιοι κι ωστόσο ο νεαρός Παρασκευαίδης καταλήγει σε ένα καλό σχολείο, την ελεγχόμενη από τους καθολικούς Λεόντειο Σχολή, ενώ από την εφηβεία του ακόμα διδάσκεται αγγλικά, γαλλικά και κάνει μαθήματα ωδικής. Δηλαδή πέφτουν αρκετές προσδοκίες πάνω του.

Χριστόδουλος

Στο μέλλον θα καταλήξει να γνωρίζει αρκετά καλά 4 γλώσσες και θα αποκτήσει 2 πανεπιστημιακά πτυχία. Προς το παρόν όμως είναι μαθητής της Λεοντείου και μάλιστα ιδιαιτέρως αγαπητός στους καθηγητές του. Τα απογεύματα ψέλνει στην Αγιά Ζώνη Κυψέλης όπου κι εκεί γίνεται δημοφιλής. Εύστροφος και καταδεκτικός θα νιώσει από τότε ακόμα το βλέμμα του πληρώματος της εκκλησίας να τον περιβάλλει μα την ίδια στιγμή και την παράλληλη αυστηρότητα των αρτηριοσκληρωτικών μελών της.

Ο ίδιος θα πει για κείνη την εποχή : «Ψάλτης σημαίνει εκατοντάδες μάτια κάθε μέρα πάνω σου. Αυτό, ξέρετε, είχε καταλυτική επίδραση στη συμπεριφορά μου στο δρόμο… Με συνείχε ,δηλαδή, πάντοτε ο φόβος μη βλάψω την Εκκλησία ένεκα της σχέσεως που είχα με αυτήν».

Και φυσικά πάντα εμφανίζεται αυτός που θα πιάσει από το χέρι τον άνθρωπο που θέλει να φτάσει ψηλά, ένας οδηγός. Στην περίπτωση του θα είναι ο μετέπειτα μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος, διάκονος τότε στην ίδια εκκλησία και πολύ περισσότερο «ηγεμονικός» από αυτόν. Ο Χριστόδουλος ζει ακόμα μέσα στη μητρική γυάλα ˙ η απουσία του πατέρα και η ηλικιακή απόσταση από τον αδερφό του τον έχουν καταδικάσει σε μια φαινομενική ατολμία που θα σπάσει πολύ αργότερα. Θα κατηγορηθεί πολλές φορές στο μέλλον για μηχανορραφίες και κινήσεις που συντελούνται στο σκοτάδι. Στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αθώος από όσο του καταλογίζουν. Του άνοιγαν πόρτες που σε άλλους έμεναν κλειστές – δε φταίει ο ίδιος γι` αυτό αλλά η φυσική του ικανότητα να γίνεται αγαπητός.

Ο Καλλίνικος θα διαγνώσει την πίστη αλλά και την φιλοδοξία του νεαρού ψάλτη και θα τον φέρει σε επαφή με τον Αμβρόσιο (που 20 χρόνια αργότερα θα χειροτονηθεί Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας) και το 1958 οι τρεις τους θα ιδρύσουν την αδερφότητα «Χρυσοπηγή» – ένα μόλις χρόνο προτού ο πατέρας του Χριστόδουλου επιστρέψει μόνιμα στην οικογένειά του. Σε μια κίνηση που θυμίζει «Φιλική Εταιρεία» ο Καλλίνικος θα τους ανεβάσει στο μοναστήρι με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσοπηγής μπροστά στην οποία θα ορκιστούν να μείνουν αδερφικά ενωμένοι και πιστοί στους σκοπούς τους.

Χριστόδουλος

Οι πρώτες δραστηριότητες της οργάνωσης αφορούν επισκέψεις σε γηροκομεία και ορφανοτροφεία, ανακούφιση αρρώστων, απόρων και αστέγων. Ενισχύονται από πλούσιες οικογένειες που βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη ενώ λίγο αργότερα θα παρεισφρήσουν σε κύκλους πολιτικούς. Το `61 μεταβαίνουν στη Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα την οποία ανοικοδομούν ενώ παράλληλα απογειώνουν τα οικονομικά της. Η γρηγοράδα με την οποία επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους προκαλεί αμηχανία και ενόχληση στον επιχώριο Μητροπολίτη αλλά και σε ντόπιους ιθύνοντες. Δημιουργούνται προστριβές που παρ` ολίγο να οδηγήσουν στα δικαστήρια.

Στην ουσία αυτό που εκφράζει η «Χρυσοπηγή» είναι πως ο θρησκευτικός ηγέτης είναι -αυτονόητα- πολιτικός ηγέτης. Αποτελεί μια άποψη με πολλές εκδοχές, δεν αφορά μόνο το Ιράν του `79 όπως μας αρέσει να λέμε και να ξεμπερδεύουμε. Στα πλαίσια της μπορούμε να εντάξουμε τους αγώνες για ισότητα του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, την παποσύνη του Ιωάννη Παύλου του ΙΙ και την πολιτική διαδρομή του Μακάριου. Για να μη μιλήσουμε για το τόσο αγαπημένο στη Δύση Θιβέτ.

Φυσικά βρίσκονται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας. Την ίδια δεκαετία που η εκκλησιαστική τους τρόικα αποκτά όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση στην εξουσία και σε οικονομικούς πόρους μια παράλληλη Ελλάδα αγωνίζεται για πολιτική χειραφέτηση και κοινωνικά δικαιώματα. Γενναίοι πολίτες διαδηλώνουν ζητώντας περισσότερη Δημοκρατία, αναδυόμενες πολιτικές δυνάμεις συγκρούονται με το επίσημο κράτος, αθώοι άνθρωποι φυλακίζονται. Δεν συμμερίζονται όλοι τους αγώνες αυτούς ,ίσως μάλιστα το μέγεθος εκείνο που ονομάζουμε «λαός» να αποτελεί τελικά μειοψηφία. Η κυρίως Ελλάδα ,αρχαϊκή, έχει μείνει πίσω, δεν πείθεται από όλα αυτά, όχι ακόμα.

Το 1968 ο Χριστόδουλος θα διοριστεί γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Επισήμως αυτό θα συμβεί με έναν διαγωνισμό που έως σήμερα αμφισβητείται αν όντως έγινε. Το πιθανότερο είναι πως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και η επιλογή του έγινε καθαρά από τον Ιερώνυμο τον Ά. Οι διασυνδέσεις του Καλλίνικου τοποθέτησαν το αγαπημένο πουλέν της «Χρυσοπηγής» στους επικρατέστερους και μεταξύ αυτών ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος επέλεξε τον 29χρονο Χριστόδουλο εκτιμώντας τις επικοινωνιακές ικανότητες, την εργατικότητα αλλά και μια ,κάπως υποτακτική, ακόμα προσωπικότητα.

Σίγουρα χρωστά πολλά στον Καλλίνικο που τον έσπρωξε ως εκεί. Ο Ιεράρχης αυτός υπήρξε ένα πατρικό υποκατάστατο που τον συντρόφευσε πεισματικά έως και την ανάρρησή στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο. Ήταν πάντοτε δίπλα του αλλά δυστυχώς ήταν και πάντα μπροστά του. «Ό,τι με θρέφει με καταστρέφει» ισχυρίζεται ένα παλιό γνωμικό και η τοποθέτηση του Χριστόδουλου (επί Χούντας!) στη θέση του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου υπήρξε το πιο ευπρόσβλητο σημείο σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή του.

Πάντως μέσα στην χουντική Ιερά Σύνοδο θα γίνει αποδεκτός από όλους κι αυτό θα το αφήσει να λειτουργεί υπέρ του ίσως όχι χωρίς παράλληλα να δυσφορεί και λίγο. Εδώ εντοπίζονται τα πρώτα του σκιρτήματα χειραφέτησης που προσκρούουν όμως στη συμπάθεια που λαμβάνει από τους άλλους. Συνέβη μάλιστα και το εξής εξωφρενικό : Όταν ο Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και άρχισε η περίοδος Σεραφείμ οι «σεραφιμικοί» ξήλωσαν όλους τους ανθρώπους του Ιερώνυμου εκτός από τον Χριστόδουλο. Παρέμεινε δηλαδή γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και επί Σεραφείμ καταδικασμένος να είναι εξίσου αγαπητός από δυο αλληλοσυγκρουόμενες φατρίες.

Χριστόδουλος

Για 24 χρόνια θα βρεθεί κατόπιν στη Μητρόπολη Δημητριάδος (1974). Εκεί δε θα αφήσει τίποτα να πέσει κάτω : Χώροι για τους νέους, ιδρύματα για τους άπορους, γηροκομείο, παρεμβάσεις για τα ναρκωτικά, ραδιοφωνικός σταθμός, αθλητικές εγκαταστάσεις, έντυπα, συνελεύσεις κλήρου και λαού, ακατάπαυστη αρθρογραφία. Η τόση δραστηριότητα ενοχλεί και έρχεται η στιγμή που ο Δήμος Βόλου θα συγκρουστεί μαζί του και θα τον κηρύξει ανεπιθύμητο πρόσωπο. Η Πολιτεία θα βρεθεί απέναντι του με αφορμή ένα κείμενο που καταδίκαζε την ένταση της πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Στο Βόλο ο Χριστόδουλος θα ελευθερώσει επιτέλους το δυναμικό του αποκαλύπτοντας μια προσωπικότητα αντιφατική. Του χτυπάνε την πόρτα άνθρωποι που χρειάζονται χρήματα για το νοίκι τους, στέλνει αρρώστους για θεραπεία στο εξωτερικό, βοηθάει φτωχούς. Όλα αυτά είναι επιβεβαιωμένα. Την ίδια στιγμή όμως διοργανώνει εθνικιστικές εκδηλώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο και παρενοχλεί την εκλεγμένη από το λαό δημοτική Αρχή.

Το 1986 καλείται από την Ιερά Σύνοδο (μαζί με τον Άνθιμο Αλεξανδρουπόλεως) να αναλάβει το επικοινωνιακό κομμάτι της σύγκρουσης με τον Αντώνη Τρίτση. Ο Υπουργός -ο οποίος θέλει να μοιράσει την εκκλησιαστική περιουσία- προχωρά σε δημόσιο διάλογο με την Εκκλησία και τον Μάρτιο του `87 ο ελληνικός λαός θα παρακολουθήσει με ενδιαφέρον στο debate της κρατικής τηλεόρασης έναν γλυκομίλητο δεσπότη να κωλυσιεργεί ευφυώς απέναντι στα υπουργικά αιτήματα. Λίγο αργότερα θα μιλήσει σε μεγάλες συγκεντρώσεις για το ίδιο θέμα κι εκεί θα εμφανιστεί πολύ λιγότερο διαλλακτικός.

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του `90 αρχίζει να αρθρογραφεί τόσο στον «Ελεύθερο Τύπο» όσο και στο «Βήμα»! Αυτή η παρουσία του στις πολιτικές εφημερίδες συμπληρώνεται με μια αντίστοιχη στις εκκλησιαστικές ακόμα πιο ενδιαφέρουσα : εκεί γράφει τόσο στην επίσημη εφημερίδα της Ιεράς Συνόδου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» όσο και στoν φιλικώς προσκείμενο στους παλαιοημερολογίτες «Ορθόδοξο Τύπο».

 Αλλά από την ώρα που θα ανέβει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο(`98) και πέρα οι αντιφάσεις δεν θα μπορούν να μασκαρευτούν. Τη μία μέρα μιλά για «εκσυγχρονισμό» και την επόμενη για «αλύτρωτες πατρίδες». (Ο ίδιος θα δικαιολογηθεί λέγοντας σε μια συνέντευξη πως οφείλει να εκφράζει εξίσου τον συντηρητικότερο και τον προοδευτικότερο πιστό. Και για τις ατέλειωτες παρεμβάσεις του επί παντός επιστητού θα πει : «Λέω αυτά που θέλουν να πουν οι πιστοί και δεν μπορούν»).

Χριστόδουλος

Ως Αρχιεπίσκοπος βέβαια χαίρει μιας ασύλληπτης δημοτικότητας -τουλάχιστον τον πρώτο καιρό- αλλά την ίδια στιγμή εγείρει πάσης φύσεως ερωτηματικά. Ποιοι είναι αυτοί γύρω του που αρχίζουν να διαδίδουν πως ,χάρις σ` αυτόν, «ο κόσμος επιστρέφει στην Εκκλησία;» Είναι τόσο απλό να ξαναγίνουμε συνειδητοί χριστιανοί; Και τι δουλειά έχουν τόσες κάμερες στραμμένες πάνω στον Αρχιεπίσκοπο;

 Καλλιεργείται στα γρήγορα μια αντίληψη πως αποφάσισε να γίνει δημοφιλής ώστε να μετατραπεί σε μια πόρτα ανοιχτή προς την Εκκλησία. Μα τότε η γνώμη που θα έχει για τον εαυτό του θα πρέπει να εμπίπτει σε κατηγορία ψυχικής διαταραχής! Εγώ ειμί η οδός! Άλλοι πάλι εξηγούν τις αντιφάσεις και το διπολικό λόγο στη βάση ενός μύχιου δικού του φόβου προς τα πιο συντηρητικά τμήματα της Εκκλησίας τα οποία πρέπει διαρκώς να εξευμενίζονται.

 Έτσι το πολυσυζητημένο «κουσούρι» με το οποίο θα χαρακτηρίσει την ομοφυλοφιλία (τοποθετημένο προς το τέλος μιας πρότασης καθαρά καταδικαστικής είναι το μόνο που διασώζεται στη μνήμη) δεν αποτελεί στην ουσία παρά απόδοση ¨ελαττώματος¨ και για τα εκκλησιαστικά δεδομένα είναι μάλλον ευνοϊκή αντιμετώπιση. Συνιστά αποφυγή της απόλυτης καταδίκης που ήταν η μόνη ως τότε γνωστή στάση. Ικανοποιεί τους ζηλωτές αλλά ταυτόχρονα τους προσφέρει ένα πιο συγκαταβατικό λεξιλόγιο.

Παράλληλα προσπαθεί να κάνει την Εκκλησία αρεστή ή υπολογίσιμη ακόμα και στους πιο αδιάφορους. Ως ένα μικρό βαθμό τα καταφέρνει – άλλωστε στα τέλη της δεκαετίας του `90 αλλά και για κάμποσο ακόμα η γκρίνια δεν είναι must. Εφόσον η παρουσία σου διαθέτει χαρακτηριστικά δημόσιου θριάμβου έχεις αυτόματα εξασφαλισμένη την έγκριση μιας εποχής που επιθυμεί να καταχωρηθεί ως ανέφελη.

Δίπλα σε δράσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν εθνικές… [ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

ipolizei.gr

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *