Η δίκη τού Καραϊσκάκη (1824)

Στις αρχές Απριλίου του 1824, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πέρασε από δίκη (‘πολεμικό δικαστήριο’) στο Αιτωλικό, δίκη θανάτου, με την βαρύτατη και ατιμωτική κατηγορία τής «προδοσίας» τού Αγώνα.

Η πρώτη συνεδρίαση του «κριτηρίου» έγινε μέσα στην εκκλησία τής Παναγίας την 1η Απριλίου, και η δεύτερη, (χωρίς την παρουσία τού Καραϊσκάκη αυτή τη φορά!), στο σπίτι τού Σωτήρη Γιώτη, την ίδια ημέρα ή την επομένη, 2 Απριλίου.

‘Στρατοδίκες’ ήταν οι στρατηγοί Γ. ‘Τζόγκας’, Δ. ‘Σκαλτζάς’ και Α. Βλαχόπουλος, και οι χιλίαρχοι Γ. Λιακατάς και Α. Καραγιάννης, ενώ «συνήγοροι εκ μέρους τής Διοικήσεως» (εισαγγελείς δηλαδή), ο «Πανιερώτατος άγιος Άρτης Κύριος Πορφύριος», ο στρατηγός Ν. Στουρνάρης και οι «Κύριοι» Π. Γαλάνης, Τ. Μαγγίνας και Σ. Γιώτης.

Είναι βέβαιο ότι τη δίκη αυτή την μεθόδευσε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, με σκοπό να ‘απαλλαγεί’ από τον Καραϊσκάκη, ο οποίος δεν ήταν διατεθειμένος ούτε να τον ‘λιβανίζει’ όπως άλλοι, αλλά ούτε και να υπακούει στις εντολές του ως πολιτικού προϊσταμένου του.

Το παρακάτω απόσπασμα από τα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά» του Νικολάου Κασομούλη, (παθιασμένου, τότε, εχθρού τού Καραϊσκάκη και πρακτικογράφου στη δίκη του εκείνη), μας δίνει το ‘κλίμα’ τών σχέσεων μεταξύ τού τελευταίου και της κυβέρνησης:

Ο ασθενών (στο Αιτωλικό) Καραϊσκάκης, απευθύνεται στον Νότη ‘Μπότζιαρη’ που είχε πάει να τον επισκεφθεί, μαζί με τον ‘Στορνάρη’:

« -Ποία Κυβέρνησις, Καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι τού Ρεΐζ έφέντη, [του υπουργού τών Εξωτερικών τού Σουλτάνου] ο τεσσερομμάτης; [Έτσι αποκαλούσε ο Καραϊσκάκης τον Μαυροκορδάτο επειδή ο τελευταίος φορούσε γυαλιά]. Ποίοι τον έκαμαν Κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν!  Ή σύναξεν δέκα ανοήτους, και τον υπέγραψαν, δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τον υπέγραψαν: Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχωνται με το ζουρνά [εύκολα και πανηγυρικά]· ο Σκαλτζάς, οπού δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος οπού μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη· ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, οπού αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινεν μέ 80 χιλ. φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλο-Γιώργος Τζιόγκας, οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύστης; Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!».

Από την άλλη μεριά, ο Α. Μαυροκορδάτος, ο οποίος θεωρούσε τον Καραϊσκάκη «εχθρό τού Έθνους» και  «επίβουλο της Πατρίδος», είχε πει: «Ευτυχώς η φθίσις [φυματίωση] του έφθασε εις τον τρίτον βαθμόν και μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος. Ίσως ο θεός μάς απαλλάξει από αυτόν. Δυστυχώς ακόμη ζει…» [!!]

Σημειώνω εδώ ότι πέραν τής κατηγορίας τής συνεργασίας με τον εχθρό, τον Καραϊσκάκη, ο οποίος, (όπως έλεγε και ο ίδιος), γινόταν -ανάλογα με τη θέλησή του- άλλοτε «άγγελος» και άλλοτε «διάβολος», βάραιναν και άλλες επίσημες και ανεπίσημες κατηγορίες, όπως η κατάληψη του Βασιλαδιού, η σύλληψη (δέσιμο) προκρίτων τού Μεσολογγιού, φράσεις του όπως «το Μισολόγγι θα το πάρ’ ο διάβολος», και άλλα διάφορα…

Η πρώτη συνεδρίαση, (στην οποία ο Καραϊσκάκης, «υποπτεύων δολοφονίαν», παρέστη οπλισμένος κανονικά και συνοδευόμενος από κάμποσους επίσης οπλισμένους δικούς του μέσα στην εκκλησία), είχε «κωμικό» τέλος.

Γράφει ο Κασομούλης:

-«Εγώ, μωρέ, λέγει ο Καραϊσκάκης, σε τα είπα εσένα;

-Μάλιστα, λέγει ο [Γιάνκος] Σούτζιος [Φαναριώτης, φίλος τού Μαυροκορδάτου και τοπικός έπαρχος].

Ο Στορνάρης λέγει:

– Κύριοι κριταί [δικασταί], αν έχομεν άλλα διδόμενα θετικά να καταδικάσωμεν τον άνθρωπον, καλώς[·] ει δε, με λόγια οπού είπεν-είναι αληθινόν ότι ημπορεί να είπεν, και περισσότερα ίσως εις ημάς. Μ’ όλον τούτο ο Καραϊσκάκης συνηθίζει να λέγη λόγια πολλά· τον ηξεύρομεν. Τώρα να ιδούμεν αν είναι πράξεις.

Εκοίταξεν με βλέμμα συμπαθητικόν ο Καραϊσκάκης τον Στουρνάρην.

Γρηγόρης Λιακατάς: -Ακόμη δεν τελείωσεν η κρίσις, κύριοι, ειδέ, έως αύριον πόσαις μαρτυρίαις θέλουν έβγει; Πρώτη ημέρα είναι αυτή.

Επικράθη <ο Καραϊσκάκης> εις την ομιλίαν τού Γρηγόρη.

Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωαίς να έχω, δεν γλυτώνω. Πλην ποτέ έργον δεν έκαμα.

Γαλάνης Μεγαπάνου: -Βρε, ηξεύρομεν, Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια, μα διατί να τα λέγης έτζι;

Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, Κύριε Πάνο.

<Μεγα>Πάνος: -Μα, γιατί να το έχης αυτό το χούι ενώ είσαι 50 χρονών; [για την ακρίβεια ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 42 χρονών].

Καραϊσκάκης: -Αμ’ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κυρ Πάνο. Κ’ εσύ, Κυρ  Πάνο, είσαι ογδόντα χρόνων, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις, να γαμής – και δεν με ακούς…

Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα γέλοια όλοι, και κριταί και [ο] λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κ’ εγώ ο ίδιος.

-Αφήσατέ το σήμερον, λέγει ο Στορνάρης· το καταντήσαμεν Τζιορτζίνα (δηλαδή μίαν σκηνήν γελοιώδη) το κριτήριον [δικαστήριον]. Και ούτως διελύθησαν. Οι υπέρ τού Καραϊσκάκη άρχισαν πλέον αναφανδόν να φωνάζουν, άλλος ότι αθωώθη, άλλος ότι αποκρίθηκεν εξαίρετα και αποστόμωσεν τους κριτάς· άλλος εκθείαζεν το παρησιαστικόν του, άλλος την ετοιμολογίαν του, <ένας> και ταις αστειότηταίς του.  Άλλος φώναζεν:  ‘Μωρέ, πού μεταγίνεται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;’»

Όπως και να έχει το πράγμα, «μένει βέβαιο πως ο Καραϊσκάκης μοίρασε με τη χούφτα τα λεφτά για να μπορέση να γλυκάνη τα μίση τα προσωπικά και τα κομματικά, που μανίζανε τριγύρω του».

Στη δεύτερη συνεδρίαση ο (απουσιάζων) Καραϊσκάκης κηρύχθηκε ένοχος.

Οι δικαστές του «ευρήκαν»:

Ότι «είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς τής πίστεως και της πατρίδος»,

Ότι «από τον Ομέρ –πασάν εζήτησε μπουγιουρτί δια να γένει καπιτάνος τών Αγράφων»,

Ότι «υπέσχετο εις τον εχθρόν να τραβήξει προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον τής πατρίδος»

Ότι…, Ότι…

«Η επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα δια να γνωρίσει αυτόν επίβουλον της πατρίδος και προδότην»

Η «αγάπη», όμως, και η «μακροθυμία» τής πατρίδος απέναντι στα «απατηθέντα» τέκνα της, οδήγησε το δικαστήριο στην απόφαση να δοθεί στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο «προσταγή να αναχωρήσει αμέσως απ’ εδώ, μ’ όλο που είναι και ασθενής».

Στη συνέχεια της «Προκήρυξης των εγκλημάτων τού Καραϊσκάκη», (2 Απριλίου 1824), ο Μαυροκορδάτος ειδοποιούσε τους «αδελφούς» [ Έλληνες] ότι ο Καραϊσκάκης «είναι διωγμένος από την πατρίδα και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά τής Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων τών βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. […..] Πάντες δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν όσω να μετανοήσει και να προσπέσει εις το έλεος του έθνους και ζητήσει συγχώρησιν».

Ο Καραϊσκάκης εζήτησε 5-6 ημέρες προθεσμία ώσπου να συνέλθει κάπως. Του το αρνήθηκαν.  

Στις 3 Απριλίου 1824, ο βαριά άρρωστος Καραϊσκάκης πήγε μόνος του στο ‘Διευθυντήριο’ (Διοικητήριο) και παρουσιάσθηκε για να «αφήσει υγείαν». «Αποτεινόμενος προς τους στρατηγούς», γράφει ο Κασομούλης, «είπεν: Αδελφοί Καπιταναίοι· αν με καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός να με το στείλη [το βόλι] εις το κεφάλι ευθύς – αυτού όπου εβγαίνω· και αν αδίκως, ογλήγορα να σας το πέμψη εις το <ιδικόν σας> κεφάλι. Εις τον Διευθυντήν είπεν: -Ε, Ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου με την έγραψες εις το χαρτί, και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω εις το μέτωπόν σου, <δια> να φανή ποίος είσαι! (και εκτύπησεν το μέτωπόν του με τα τέσσαρα δάκτυλα, δείχνων τον Μαυροκορδάτον) – εδώ! λέγει. Έχετε υγείαν. Τον αποκρίθησαν: – Ώρα σου καλή».

Σε μεταγενέστερη σημείωση, ο Κασομούλης έγραψε:

«Ηύρεν τον Βουλπιώτην εις το τραπέζι <μετά των άλλων, και του είπεν>: ‘Φάγε, Βουλπιώτη, και συ, φάγε με τον Πρίντζιπα [Μαυροκορδάτο] και με τους Στρατηγούς, δια να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη. (Αποτανθείς έπειτα εις τον Διευθυντήν [Μαυροκορδάτο], τον λέγει:) –Δεν εντρέπεσαι, εσύ καν να έχης εις το τραπέζι σου έναν ψεύστην και προδότην;’. Η τιμή αυτή έγινε στο Βουλπιώτη για την τρίτη του κατάθεση, που έβγαλε από τη δυσκολία το Μαυροκορδάτο», «αποδεικνύοντας» την «ενοχή» τού Καραϊσκάκη…

greekcivilwar

, , , , , ,

1 thought on “Η δίκη τού Καραϊσκάκη (1824)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *