Η Δολοφονία του Γεωργίου Α’: Μια Ιστορία Συνωμοσίας

Η δολοφονία

Ο Γεώργιος στους Βαλκανικούς πολέμους συντάχθηκε με την πολιτική του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και στις 24 Νοεμβρίου 1912 εισήλθε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαταστάθηκε για να θεμελιώσει την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή. Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να είναι κανείς πολύ αισιόδοξος για να φανταστεί ότι σε τρεις εβδομάδες ο Ελληνικός Στρατός θα έμπαινε στη Θεσσαλονίκη. Μία μεγαλούπολη 170.000 κατοίκων, όταν η Αθήνα είχε 150.000, το Βελιγράδι 105.000 και η Σόφια μόνο 80.000. Οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να την κρατήσουν. Το ίδιο και ο 70χρονος Βασιλέας Γεώργιος Α’, που για να επισημοποιήσει την Ελληνική παρουσία, δεν δίστασε να εγκατασταθεί και ο ίδιος στην πόλη. Στο διάστημα της παραμονής του συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινά περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία. Το απομεσήμερο της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Δεν γνωρίζουμε αν ήθελε να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό Ναύαρχο Γκόπφεν που ήταν στο λιμάνι με το πλοίο «Γκέμπεν» ή αν έκανε απλά περίπατο. Τον συνόδευαν από απόσταση δύο Κρήτες Χωροφύλακες και μαζί του βάδιζε ο Υπασπιστής του Τχης Φραγκούδης, στον οποίο «εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων, πλειστάκις τονίσας τον νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων», όπως σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» της 7ης Μαρτίου, που συμπλήρωνε: «Η ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν, όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον.

Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατ’ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας …»[1]. Ο Γεώργιος απαγόρευε να τον φρουρούν από απόσταση μικρότερη των 40-50 μέτρων. Έτσι δεν ήταν δύσκολο στο δολοφόνο να ρυθμίσει το πού και πότε θα τον χτυπήσει. Κατά τις 4 το απόγευμα, καθώς ο Βασιλιάς επέστρεφε στο Ανάκτορο περνώντας από την περιοχή «Κερίμ Εφέντη», κοντά στο καφενείο «Πασά Λιμάν», στη διασταύρωση Πύργων και Αγίας Τριάδος, βαδίζοντας στο δεξί πεζοδρόμιο και όχι μακριά από το Αστυνομικό Τμήμα, ο δολοφόνος παραμόνευε καθισμένος σε ένα καφενείο, δίπλα σε 2-3 Τούρκους. Όταν ο Βασιλιάς πέρασε τη γωνία, τον πλησίασε και πυροβόλησε από πίσω, από απόσταση δύο-τριών βημάτων, με ένα Μαυροβουνιώτικο περίστροφο. Η σφαίρα εισήλθε από την πλάτη και διαπέρασε την καρδιά, δημιουργώντας μία μεγάλη «πύλη εξόδου» στο στήθος.

Ο Βασιλιάς παραπάτησε βγάζοντας ένα βογγητό πόνου. Ο Εβραίος οπωροπώλης Ααρών Αμίρ, που ήταν κοντά, έτρεξε να τον συγκρατήσει. Ο δολοφόνος επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός τον αφόπλισε. Όταν έφτασαν στο Νοσοκομείο, ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός. Ο δολοφόνος Αλέξανδρος Σχινάς μεταφέρθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου ανακρίθηκε. Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, καθώς κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι δολοφόνοι ήταν Βούλγαροι . Προς αποφυγή επεισοδίων, η Αστυνομία ανακοίνωσε το όνομα του δράστη και ότι ήταν Έλληνας. Και διέρρευσε την πληροφορία πως ο δράστης ήταν αναρχικός και σχεδόν παράφρων, και ότι δολοφόνησε τον Γεώργιο για εκδίκηση, επειδή στο παρελθόν ο Βασιλιάς είχε αρνηθεί να του χορηγήσει οικονομική βοήθεια . Για τα κίνητρα και το ποιοι κρύβονταν πίσω από τον δολοφόνο, αναπτύχθηκε μεγάλη παραφιλολογία, που εντάθηκε από το γεγονός ότι στις 22 Απριλίου, ενώ ο Σχινάς μεταφερόταν στον επάνω όροφο του κτιρίου όπου κρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου», όπως ανέφερε η ανακοίνωση της Αστυνομίας. Την εποχή της δολοφονίας, οι γεωστρατηγικές συνθήκες στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα ρευστές. Ο 1 ος Βαλκανικός Πόλεμος δεν είχε τελειώσει τυπικά, ο 2 ος θα ξεσπούσε σε λίγο, ενώ και στην Ευρώπη πλήθαιναν οι ενδείξεις για τον επερχόμενο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι κυκλοφόρησαν διάφορες θεωρίες εκτός από την επίσημη εκδοχή περί μεμονωμένου δολοφόνου με κίνητρο την εκδίκηση. Αν και πολύ λίγοι έχουν πεισθεί από αυτήν, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Γεώργιος σκόπευε να παραιτηθεί στις 26 Οκτωβρίου 1913, στην επέτειο απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και τις εορτές της πεντηκονταετηρίδας του. Γιατί να ήθελαν κάποιοι τη δολοφονία του, αφού θα εγκατέλειπε τον θρόνο σε επτά μήνες; Εκτός αν οι δολοφόνοι αγνοούσαν την απόφασή του, επειδή την γνώριζαν λίγοι. Πάντως, είναι απίθανο να την γνώριζε ο Νικόλαος (όπως αναφέρει ο Christmas) και να την αγνοούσε ο Κωνσταντίνος.

Η δεύτερη θεωρία, μάλλον αποτέλεσμα των αντιβουλγαρικών αισθημάτων του Ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο, λέει ότι ο Σχινάς ήταν «μίσθαρνο όργανο» των Βουλγάρων, κάτι που ενισχύεται από το σχεδόν βέβαιο γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα είχε τακτικές επαφές με τον Βούλγαρο Συνταγματάρχη και Κομιτατζή Τσιλιγκέρωφ. Η τρίτη θεωρία ενοχοποιεί τον Αυστριακό Αξιωματικό Schinazyi, που υπηρετούσε σε ένα Αυστριακό πολεμικό πλοίο, που τότε ναυλοχούσε στην Θεσσαλονίκη. Η θεωρία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1924, όταν κάποιος Κόκλης (πιθανότατα πρόκειται για ψευδώνυμο) κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Βενιζέλος, Στέμμα, Δημοκρατία», στο οποίο, μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν ο πραγματικός δολοφόνος ήταν ο Schinazyi, που μετά την πράξη του έσπευσε να εξαφανιστεί και στη θέση του συνελήφθη ο Σχινάς, που περνούσε τυχαία από το σημείο της δολοφονίας και λόγω της ιδιότυπης προσωπικότητάς του ανέλαβε την ευθύνη της. Σύμφωνα με τον Κόκλη, στην «παρεξήγηση» συνετέλεσε και το γεγονός πως τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ηχητική ομοιότητα. Μία παραλλαγή αυτής της θεωρίας ανέφερε πως ίσως ο Σχινάζι συνόδευε τον Σχινά, ώστε να αναλάμβανε δράση αυτός, αν ο Σχινάς αποτύγχανε. Οι Αυστριακοί είναι πίσω και από την τέταρτη θεωρία, την οποία δέχονται οι περισσότεροι. Ο Πρωτοδίκης Β. Κανταρές, έντεκα μήνες μετά τη δολοφονία, συνάντησε τυχαία στην Αθήνα τον συνάδελφό του Δ. Βακά και του ομολόγησε πως ο ίδιος πίστευε ότι «ο δολοφόνος ήταν βαλτός από τους Αυστριακούς». Την ίδια πληροφορία αναφέρει και ο Γ. Κορδάτος, γράφοντας ότι το 1938 ο Πρωτοδίκης του είπε ότι «… στην αρχή, παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς, δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια δυο μέρες ύστερα, άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράχτορες Γερμανούς καθώς και τον ίδιο τον Γερμανό πρεσβευτή. Αλλά δεν προχωρούσε, αν και έλεγε πως υπάρχουν και άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα».

Κατά τον Κορδάτο, ο Σχινάς δεν ήταν μανιακός και ανισόρροπος και «έκανε ταξίδια στην Γερμανία και την Αυστρία. Η δολοφονία οργανώθηκε στο Βερολίνο ή στη Βιέννη»285. Ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς, αμέσως μόλις συνελήφθη φέρεται να δήλωσε στους Αστυνομικούς πως «εάν δεν τον εσκότωνα, θα σκοτωνόταν από άλλους», αλλά αυτό θα μπορούσε να το πει ακόμη και αν εννοούσε απλά έναν άλλο Σχινά ή έναν άλλο αναρχικό. Κάποιες πληροφορίες έλεγαν ότι ο Γερμανός Πρέσβυς είχε συναντηθεί με τον Σχινά στην Κωνσταντινούπολη, και ότι το όπλο του φόνου του το έδωσε ο φύλακας του Αυστριακού Προξενείου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες και τους συλλογισμούς αυτούς, θα μπορούσαν Γερμανοί ή Αυστριακοί πράκτορες να είχαν στρατολογήσει τον Σχινά, με την υπόσχεση ενός χρηματικού ποσού. Στο συλλογισμό αυτό, ίσως ταιριάζει η πιθανότητα να συνοδευόταν ο Σχινάς, την ώρα του φόνου, από κάποιον Γερμανό ή Αυστριακό Αξιωματικό, ίσως τον Σχινάζι.

Η υπόθεση έχει και άλλα σκοτεινά σημεία. Για παράδειγμα, λέγεται ότι δεν κλήθηκε να καταθέσει ο Φραγκούδης, που ήταν αυτόπτης μάρτυς, και ότι αργότερα στάλθηκε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσινγκτον, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, χωρίς να μιλήσει ποτέ για την υπόθεση. Υπάρχει επίσης η επίσκεψη της Βασίλισσας Όλγας στον Σχινά. Λέγεται ότι τον επισκέφθηκε δύο ή τρεις φορές στο κελί του και σύμφωνα με μαρτυρίες, την τελευταία φορά βγήκε από το κελί συντετριμμένη. Είχε άραγε αποκαλύψει ο Σχινάς τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας; Η Όλγα δεν μίλησε σε κανέναν για το περιεχόμενο των συνομιλιών τους, παρά μόνο στον Πρίγκηπα Ανδρέα, που όμως δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά για το θέμα. Ωστόσο, Αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Μεραρχία του, έλεγαν ότι τον άκουσαν να κατηγορεί τους Αυστριακούς ως δολοφόνους. Ενώ όμως οι ανακρίσεις προχωρούσαν, ο Σχινάς έπεσε από το παράθυρο του ανακριτικού γραφείου και σκοτώθηκε ακαριαία. Ήταν αυτοκτονία ή φόνος; Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο Σχινάς εκπαραθυρώθηκε από Αστυνομικούς, και προσδιορίζουν τον Κ. Ρακτιβάν ή τον Πρίγκηπα Πέτρο ως εντολέα. Άλλοι πάνε ακόμη πιο πέρα, λέγοντας ότι ο Σχινάς εκτελέστηκε μυστικά σε ερημικό σημείο έξω από την πόλη! Το βέβαιο είναι ότι, μετά τον θάνατο του Σχινά, το τελευταίο στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στους ηθικούς αυτουργούς, το ανακριτικό υλικό, καταστράφηκε. Όπως δηλώθηκε τότε, οι φάκελοι κάηκαν το 1914, όταν εκδηλώθηκε πυρκαϊά στο ατμόπλοιο «Ελευθερία» με το οποίο είχαν σταλεί στην Αθήνα. Η υπόθεση αυτή μάλλον θα μείνει σκοτεινή. Υπάρχει και η θεωρία ότι ο Βενιζέλος επεδίωξε να «κλείσει» την υπόθεση για να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος των Αυστριακών, σε μία εποχή με τόσες ανισσοροπίες. Κατά τη θεωρία αυτή «ο Βενιζέλος προτίμησε να κερδίσει την Θεσσαλονίκη και να χάσει ένα Βασιλιά». Το βέβαιο είναι ότι αν ζούσε ο μετριοπαθής Γεώργιος, που στο παρελθόν είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς εθνικές κρίσεις, ενδεχομένως να μην είχε οδηγηθεί η χώρα στον Εθνικό Διχασμό. Ο Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του μετέπειτα Βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄ Γλύξμπουργκ, είχε γεννηθεί στην Κοπεγχάγη στις 24-12-1845. Βασιλιάς των Ελλήνων εκλέχτηκε μετά από ψήφισμα της Β’ Εθνοσυνέλευσης στις 18-3-1863, λίγο μετά την εκθρόνιση του Όθωνα. Στο ψήφισμα αυτό, κατόπιν προτροπής του ιδίου, ο Γεώργιος αποκαλείτο «Βασιλεύς των Ελλήνων» και όχι «Βασιλεύς της Ελλάδος», όπως ονομαζόταν ο Όθων. Η Υψηλή Πύλη διαμαρτυρήθηκε έντονα για την επιλογή αυτή, που υπονοούσε ότι ο Γεώργιος θα ήταν Βασιλιάς όχι μόνο των κατοίκων της Ελλάδας, αλλά και όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν [2]

Ο Γεώργιος ήταν ένας καλός Βασιλιάς, που κατάφερε να προσαρμοστεί στην Ελληνική πολιτική ζωή και να την επηρεάσει σημαντικά. Όσοι τον γνώρισαν έλεγαν ότι ο θυρεός του «Πατήρ του Έθνους» ήταν ακριβής στην κυριολεξία. Η διαλλακτικότητα και η ψυχραιμία του, του επέτρεπαν να διατηρεί ανοιχτές γραμμές με όλον τον πολιτικό κόσμο. Και χωρίς να είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, η εξουσία του υπήρξε πάντοτε σεβαστή. Σαν αποτέλεσμα η Βασιλεία του ήταν μακροχρόνια και συνέβαλε στην ωρίμανση του Ελληνικού πολιτικού κόσμου, που επί των ημερών του εξευρωπαΐστηκε σε μεγάλο βαθμό. Ενώ και για τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν «ο πλέον αξιόπιστος Έλληνας συνομιλητής». Και κατά την έκφραση του Βρετανού Βασιλιά Γεωργίου Ε΄, «ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα». [3]ονός είναι πως ποτέ δεν φανάτισε τον Ελληνικό λαό υπέρ ή εναντίον του, ούτε καν την περίοδο της Επανάστασης του 1909. Επί των ημερών του η Βασιλεία δεν είχε ένθερμους οπαδούς ούτε εχθρούς. Η ικανότητά του φάνηκε ιδιαίτερα στις διενέξεις του Διαδόχου Κωνσταντίνου με τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο, στις οποίες έπαιξε σαφέστατα κατευναστικό και εξισορροπητικό ρόλο.

Βιβλιογραφία:

  • Walter Christmas, “Η ζωή του Βασιλιά Γεωργίου των Ελληνων”, Εκδόσεις Στέμμα, Αθήνα 2018.
  • Σαραντόπουλος Φώτης, «Εμπρός δια της λόγχης – Η μεγάλη εξόρμηση 1912- 1913», Εκδόσεις ΝΙΔΑ, Αθήνα 2012

Υποσημειώσεις:

  • {1] Οι μαρτυρίες για την ώρα διαφέρουν, άλλοι μιλούν για 3 μμ, άλλοι για 4.30 μμ
  • [2] (Γ. Κορδάτου, «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος Τόμος, Σελ. 314)
  • [3] Αν και άνθρωπος της «καλής ζωής», κρατούσε πάντα τα προσχήματα στο αυστηρών αρχών Αθηναϊκό περιβάλλον. Αλλά όποτε έφευγε στο εξωτερικό, δεν έχανε την ευκαιρία να γευτεί όσες απολαύσεις δεν μπορούσε στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Ρωσία, για να συναντήσει την αδελφή του Μαρία Φεοντόροβνα, σύζυγο του Τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, γνώρισε και παντρεύτηκε στις 14 Οκτωβρίου 1867 στην Αγία Πετρούπολη, την δεκαεξάχρονη τότε Μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας. Απέκτησαν οκτώ παιδιά: Τον Βασιλέα Κωνσταντίνο (1868-1923), τον Πρίγκηπα Γεώργιο (1869-1957), την Πριγκήπισσα Αλεξάνδρα (1870- 1891), τον Πρίγκηπα Νικόλαο (1872-1938, πατέρα της Πριγκίπισσας Μαρίνας του Κεντ), την Πριγκήπισσα Μαρία (1876-1940, σύζυγο του Μεγ. Δούκα Γεωργίου Μιχαήλοβιτς που δολοφόνησαν οι Μπολσεβίκοι το 1919, και παντρεύτηκε ξανά το 1922 τον Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη), την Πριγκήπισσα Όλγα (1880, πέθανε έξι μηνών), τον Πρίγκηπα Ανδρέα (1882-1944, πατέρα του Πρίγκηπα Φιλίππου, Δούκα του Εδιμβούργου) και τον Πρίγκηπα Χριστόφορο (1888-1940). Αδελφή του Γεωργίου ήταν η Βασίλισσα Αλεξάνδρα σύζυγος του Βασιλιά Εδουάρδου Ζ΄ της Αγγλίας.

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *