Ο Βασίλειος Ν. Μακρίδης σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενική θρησκειολογία και κοινωνιολογία της θρησκείας στα Πανεπιστήμια Ηarvard (ΗΠΑ) και Tübingen (Γερμανία). Δίδαξε θρησκειολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το 1998 εξελέγη τακτικός καθηγητής θρησκειολογίας (με ειδίκευση στον ορθόδοξο χριστιανικό χώρο) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Erfurt, στη Γερμανία, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Τα βασικά ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη θρησκευτική-πολιτισμική ιστορία και κοινωνιολογία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ ορθόδοξης Ανατολής και λατινικής Δύσης.
– Ποια είναι η σημασία της θεολογίας;
– Η εξέταση των θεολογικών εννοιών, αν και συχνά υποτιμημένη και παραμελημένη, αποτελεί βασική –αλλά όχι βέβαια αποκλειστική– προϋπόθεση για να κατανοήσουμε διάφορες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, την ανάδυση του νεότερου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτή ήταν και η διαχρονική συμβολή του Μαξ Βέμπερ: Ασχέτως της ορθότητος ή μη των θεολογικών ιδεών, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η επίδρασή τους στη διαμόρφωση κοινωνικών συμπεριφορών. Τοιουτοτρόπως, σε μια εποχή έντονης κριτικής στον δυτικό Χριστιανισμό, αυτός προσπάθησε να δείξει ότι ο τότε εκκοσμικευμένος τρόπος ζωής είχε στην πραγματικότητα πρωτογενείς θρησκευτικές καταβολές (βλ. την πασίγνωστη μελέτη του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»). Ο Βέμπερ έδωσε έμφαση στις κοινωνικές επιπτώσεις της προτεσταντικής θεολογίας (π.χ. στην εξατομίκευση, στην κατάφαση του κόσμου, στην ιστορικότητα, στην έννοια του καθήκοντος και της υπευθυνότητας), η οποία διαμορφώθηκε παράλληλα με την άνοδο της νεωτερικότητας. Αλλά αργότερα άρχισε να εξετάζει και τον Ρωμαιοκαθολικισμό από τη σκοπιά αυτή, ήθελε μάλιστα να κάνει το ίδιο και με την Ορθοδοξία. Αλλά δεν τα κατάφερε λόγω του πρόωρου θανάτου του.
– Αυτά που λέτε μπορεί να είναι γνωστά στη Δύση, εδώ όμως δεν είναι.
– Πολλές επιμέρους θέσεις του Βέμπερ έτυχαν κριτικής στη συνέχεια, αλλά η ερευνητική προοπτική του παραμένει ακόμη ελκυστική και χρησιμοποιείται παγκοσμίως. Αυτά είναι εν πολλοίς γνωστά στην Ελλάδα, απλώς η ενασχόληση με τα θέματα αυτά αντιμετώπισε εξαρχής διάφορες εγγενείς δυσχέρειες. Αυτές σχετίζονται κυρίως με την ιστορικά έντονη ιδεολογικοποίηση των σχέσεων μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία δεν συνέβαλε σε πιο ουδέτερες τοποθετήσεις. Ετσι, ο ορθόδοξος κόσμος εγκλωβίστηκε για μεγάλο διάστημα στις δικές του βεβαιότητες και απομονώθηκε με έντονη εσωστρέφεια στο ένδοξο παρελθόν του, προσπαθώντας μονίμως να δείξει την αυτάρκεια και την υπεροχή του απέναντι στην «πεπτωκυία και αιρετική» Δύση. Ιδίως μετά το τέλος της Εικονομαχίας (843) και τη θεσμοποίηση της «Ορθοδοξίας» (ως της μόνης ορθής χριστιανικής διδασκαλίας), υπάρχει πρόβλημα στην περαιτέρω εξέλιξη του ορθόδοξου χώρου, επειδή η παράδοση μεταβλήθηκε συχνά σε παραδοσιαρχία. Το παρελθόν θεωρείται στην Ορθοδοξία ανώτερο από το παρόν και το μέλλον και έχει απόλυτη δεσμευτική ισχύ, πράγμα που δεν ισχύει στον προτεσταντισμό.
– Η Σουηβία, μια περιοχή στη νοτιοδυτική Γερμανία, είναι γνωστή για τις «οικονόμες» νοικοκυρές της, που φορούν ακριβή γούνα αλλά μέσα από ένα φθαρμένο πανωφόρι. Πώς σχετίζεται μια τέτοια νοοτροπία με τον προτεσταντισμό;
– Στη Γερμανία κυκλοφορούν πολλά ανέκδοτα για τη «Σουηβή νοικοκυρά» (schwäbische Hausfrau) ως παράδειγμα οικονομίας, στο οποίο αναφέρθηκε και η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, η οποία παρεμπιπτόντως προέρχεται από ένα προτεσταντικό περιβάλλον, σε σχέση με την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Το θέμα είναι αν η περίφημη οικονομία που κάνουν οι Γερμανοί συλλογικά (ως λαός και κράτος) και ατομικά, τόσο σε καθημερινή βάση όσο μακροπρόθεσμα, έχει πιθανές προτεσταντικές καταβολές. Η θεολογία δεν εξηγεί βεβαίως τα πάντα, αλλά ενδεχομένως να υπάρχει σχέση με την προτεσταντική «ενδοκοσμική ασκητική ζωή» (innerweltliche Askese) του Βέμπερ, δηλαδή με το να ζει κανείς πλήρως μέσα στον κόσμο, αλλά με ασκητικό τρόπο, στερούμενος αυτοβούλως πολλές από τις χαρές της ζωής. Οντως, η Γερμανία ανήκει στις ισχυρότερες οικονομίες παγκοσμίως, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο το κράτος και οι κάτοικοι προσπαθούν συνεχώς να μειώσουν τα έξοδά τους, επιζητώντας μονίμως τη φθηνότερη λύση, είναι παροιμιώδης. Αναφερόμαστε βεβαίως σε μια χώρα, η οποία διαποτίστηκε ιστορικά από τη Μεταρρύθμιση, όπως φάνηκε έντονα το 2017 όταν γιορτάστηκε η επέτειος των 500 χρόνων της.
– Εμείς πόσο κοντά είμαστε στο να κάνουμε κάτι τέτοιο;
– Αυτό είναι πολύ δύσκολο, διότι προερχόμαστε από μια άλλη χριστιανική παράδοση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία πρότεινε σχετικές λύσεις για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα (π.χ. σκληρή λιτότητα), οι οποίες όμως αντιμετωπίστηκαν σκωπτικά εδώ. Αναμφίβολα υπάρχουν μεγάλες διαφορές απόψεων, αλλά ο Ελληνας δύσκολα θα γίνει προτεστάντης στη νοοτροπία. Τέτοιες διαφορές υπάρχουν και μέσα στη Δύση, δεδομένου ότι οι προτεσταντικές χώρες δεν είναι όμοιες μεταξύ τους. Το ζήτημα για την Ελλάδα δεν είναι να αντιγράψουμε κάποιον, αλλά τι μπορούμε να μάθουμε από τους άλλους και τι μπορούμε να εφαρμόσουμε ώς ένα βαθμό – πάντοτε όμως κριτικά και δημιουργικά.
– Διακρίνεται σε εμάς μια αδυναμία να σταθούμε κριτικά απέναντι στον εαυτό μας. Αυτό σχετίζεται με τη θεολογία;
– Πάλι υπάρχει μια πιθανή συσχέτιση εδώ ιστορικά. Σύμφωνα με έναν Γερμανό ερευνητή και πολύ καλό γνώστη της ελληνικής και λατινικής πατερικής γραμματείας, υπάρχει ένα έργο του Αυγουστίνου περί το τέλος της ζωής του με τίτλο Αναστοχασμοί (Retractationes), στο οποίο διορθώνει τα λάθη του και ασκεί αυτοκριτική. Ο ερευνητής αυτός σημείωσε ότι δεν έχει βρει κάποιο αντίστοιχο έργο στους Ελληνες Πάτερες της Εκκλησίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά σχετίζεται με τη λατινική χριστιανική παράδοση, το νομικό της υπόβαθρο και τις εκεί κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι οποίες ευνοούσαν περισσότερο τις κριτικές στάσεις απέναντι στις όποιες εξελίξεις. Επίσης, στη Δύση ξεκινάει από πολύ νωρίς η διαδικασία της εξατομίκευσης, η οποία συνδυάζεται με την ανωτέρω αυτοκριτική διάθεση. Το σχετικό μνημειώδες αυτοβιογραφικό έργο του Αυγουστίνου Εξομολογήσεις (Confessiones), το οποίο συνέβαλε τα μέγιστα στη διαδικασία αυτή, λείπει πάλι παντελώς από την Ορθόδοξη Ανατολή.
– Γιατί πολλοί Ελληνες διανοούμενοι και επιστήμονες δεν θέλουν να αγγίζουν τα θρησκευτικά ζητήματα;
– Παλαιότερα ήταν πολύ χειρότερη η κατάσταση, μετά το 1989 όμως έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα. Ο θύραθεν ερευνητικός κόσμος υποτιμούσε ανέκαθεν τη θεολογία ως ανάξια να τύχει συστηματικής έρευνας. Ο,τι ταυτιζόταν με τη θρησκεία, ήταν αρνητικά φορτισμένο ως στοιχείο σκοταδισμού. Ομως ο Βέμπερ που το έκανε αυτό δεν ήταν θεολόγος, αλλά κοινωνιολόγος. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα ίσως είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα, στην οποία δεν υπάρχουν ακόμη θρησκειολογικά πανεπιστημιακά τμήματα ξεχωριστά από τις θεολογικές σχολές, τα οποία θα εξετάζουν τις θρησκείες (συμπεριλαμβανομένου και του Χριστιανισμού) από διάφορες άλλες σκοπιές (π.χ. κοινωνιολογικές, ψυχολογικές, ανθρωπολογικές) – χωρίς βεβαίως ανταγωνιστικές ή πολεμικές τάσεις προς τη θεολογία. Κάτι τέτοιο έχει γίνει ακόμη και σε πρώην κομμουνιστικές χώρες. Είναι δυστυχώς ένα φαινόμενο ελληνικού επαρχιωτισμού και έλλειψης επαφής με το διεθνές περιβάλλον.
Το φαινόμενο της «Νεορθοδοξίας»
– Τι ρόλο έπαιξε η περιβόητη «Νεορθοδοξία» στο πλαίσιο αυτό;
– Με τον όρο «Νεορθοδοξία» περιγράφηκε εκ των έξω ένα μη οργανωμένο και μη θεσμοποιημένο ρεύμα διανοουμένων από διαφορετικούς χώρους τη δεκαετία του 1980 μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, οι οποίοι προσπάθησαν να εντοπίσουν την αυθεντική παράδοση της ελληνορθόδοξης Ανατολής, πέρα από τις παραμορφωτικές επιδράσεις της Δύσης. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλοί διανοούμενοι από τον χώρο της Αριστεράς, των οποίων το μη αναμενόμενο ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία τότε ίσως προκάλεσε την παραπάνω επωνυμία. Οι εν λόγω στοχαστές, πάντως, δεν την αποδέχθηκαν ποτέ, εν τούτοις αυτή επιβλήθηκε και επικράτησε γενικά. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν νέο, δεδομένου ότι και άλλες ορθόδοξες κουλτούρες (π.χ. η ρωσική, η ρουμανική) είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν να ανακαλύψουν την πολιτισμική ιδιαιτερότητά τους πέραν της Δύσης. Η όλη προσπάθεια ήταν ενδιαφέρουσα λόγω του ευρύτερου ενδιαφέροντος για την Ορθοδοξία και από μη θεολόγους, εντούτοις χαρακτηριζόταν από έντονο αντιδυτικισμό, ο οποίος λειτούργησε πολωτικά και αντιπαραγωγικά. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν πολλές ενδείξεις τα τελευταία χρόνια ότι κάτι πάει να αλλάξει, ειδικά στον ορθόδοξο στοχασμό, και να αναπτυχθεί μια δημιουργικότερη σχέση με τη Δύση.
– Γιατί η κατάφαση του κόσμου περιορίστηκε στον ορθόδοξο χώρο;
– Το όλο θέμα αφορά τη σχέση της Εκκλησίας με τον κόσμο γενικά. Εδώ ακριβώς διαπιστώνονται μεγάλες διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στην Ορθοδοξία υπήρχε γενικά λιγότερη κατάφαση του κόσμου και σαφής προτίμηση για εξωκοσμικούς προσανατολισμούς. Αυτό φαίνεται καθαρά στην παράδοση του ορθόδοξου μοναχισμού αν τον συγκρίνουμε με την ευρεία ενδοκοσμική δράση των μοναστικών ταγμάτων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην ειδική συγκρότηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας στο Βυζάντιο, όπου οι κοσμικές υποθέσεις εντάχθηκαν κυρίως στη δικαιοδοσία του κράτους και όχι της Εκκλησίας. Αντιθέτως, στη Δύση η Εκκλησία χαρακτηρίστηκε γρήγορα από μεγαλύτερη ενδοκοσμικότητα, δεδομένου ότι ο Πάπας απέκτησε πολιτική εξουσία, πράγμα αδιανόητο για την Ανατολή. Η Μεταρρύθμιση, από την πλευρά της, συνέβαλε αποφασιστικά στην ακόμη εντονότερη κατάφαση του κόσμου στη Δύση, ενίοτε δε με αρνητικές επιπτώσεις, ιδίως όταν οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σε εκκοσμίκευση. Οι διαφορές αυτές εξηγούν πολλά πράγματα, όπως την ανεπτυγμένη πολιτική θεολογία και κοινωνική διδασκαλία στον δυτικό Χριστιανισμό, οι οποίες παρέμειναν υποτυπώδεις στην Ορθοδοξία.