Ο Νίκος Καζαντζάκης έχει γράψει αρκετά θεατρικά έργα. Κάποια από αυτά ήταν τα εξής: Χριστός, Ιουλιανός ο Παραβάτης, Νικηφόρος Φωκάς κι ένα για την Άλωση της Πόλης με τίτλο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος». Το τελευταίο είναι ένα εκπληκτικό έργο που παρουσιάζει τον ηρωισμό του Αυτοκράτορα αλλά και των Ελλήνων που υπερασπίστηκαν την Βασιλεύουσα. Τα στοιχεία της «Ασκητικής» του συγγραφέα είναι διακριτά στα λόγια του Παλαιολόγου. Ο Μανόλης Καλομοίρης ανέβασε το έργο στη Λυρική Σκηνή το 1961 με τον τίτλο «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, μουσικός θρύλος». Το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1953 στο περιοδικό «Νέα Εστία».
ΥΠΟΘΕΣΗ
Παραμονές της Άλωσης, στην Πόλη διαδίδεται η φήμη ότι η επικείμενη καταστροφή είναι η τιμωρία του Θεού για τη συμμαχία με τους Φράγκους. Στο παλάτι, Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συσκέπτεται με τους άρχοντες και τους Φράγκους. Καθώς ο Λουκάς Νοταράς βγάζει πύρινους λόγους εναντίον των Δυτικών, ο αυτοκράτορας προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, περιμένοντας βοήθεια από τον άρχοντα Χαρκούτση αλλά και την απάντηση του Ηγούμενου στις προτάσεις συμφιλίωσης.
Δυστυχώς, ο άρχοντας Φραντζής φέρνει άσχημα νέα: ο Ηγούμενος αρνείται κατηγορηματικά να συγχωρέσει την υποταγή στους παπικούς. Στο μεταξύ, ο λαός επαναστατεί και λεηλατεί τα σπίτια των αρχόντων, οι οποίοι παρουσιάζονται έξαλλοι στον Κωνσταντίνο και απαιτούν να επιβάλει την τάξη. Ο αυτοκράτορας ματαίως προσπαθεί να αποσοβήσει τις αντιθέσεις και να τους πείσει να σκεφτούν πατριωτικά.
Εκείνη τη στιγμή, έρχεται απεσταλμένος του σουλτάνου με πρόταση παράδοσης για να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Παρά τις πιέσεις αρχόντων και λαού, ο Κωνσταντίνος αρνείται. Ο απεσταλμένος, όμως, του φέρνει και ένα εμπιστευτικό μήνυμα από τον φίλο του τον βεζύρη, που τον συμβουλεύει να φύγει κρυφά με τους άρχοντες, επειδή ο σουλτάνος δεν πρόκειται να τηρήσει τους όρκους του· όμως, ο αυτοκράτορας αρνείται και πάλι.
Λίγο αργότερα, επιστρέφουν οι απεσταλμένοι στους ξένους ηγεμόνες, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να έρθει βοήθεια. Ο μόνος που έρχεται να ενισχύσει την Πόλη είναι ο καπετάν Χαρκούτσης με τα παλικάρια του από την Κρήτη. Ο Ηγούμενος έχει μια σφοδρή σύγκρουση με τον Κωνσταντίνο, τον κατηγορεί για προδοσία και αυτο-ανακηρύσσεται βασιλιάς των Ρωμαίων. Ο αυτοκράτορας του προσφέρει το στέμμα και ο Ηγούμενος το φορά και περιμένει σημάδι από την Παναγία, το οποίο όμως δεν έρχεται. Οι δύο άντρες συμφιλιώνονται και αναχωρούν από το παλάτι.
Ο λαός δέεται στην Αγια-Σοφιά, όταν ανακοινώνεται ο θάνατος του Κωνσταντίνου στη μάχη. Όλοι τους βλέπουν σε όραμα την Παναγία να τον κρατά στην αγκαλιά της, σαν να ήταν ο σταυρωμένος Χριστός. Όταν το όραμα χάνεται, οι Τούρκοι σπάζουν τις πόρτες και εισβάλουν στο ναό.
Η πρώτη γραφή της τραγωδίας γίνεται στην Αίγινα το 1944. Ο Καζαντζάκης το επεξεργάζεται ξανά το 1946 (στην Αίγινα) και το 1949 (στην Αντίμπ). Το καλοκαίρι του 1951, στην Ιταλία, γράφει την τραγωδία για τρίτη φορά, μετά από παράκληση της Ελένης
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:
Κων/νος:Παρακαλώσας, αδερφοί μου, την καρδιά μου γαληνεμένη αφήστε τη με τους προγόνους ν’ ανταμοθεί και τη σωστή βουλή να πάρει. Εγώ ‘μια βασιλιάς κι εγώ το βάρος όλο σηκόνω απάνωμου.
Όλοι Β΄: – Λυπήσου μας! – Το βιός μας απ’ όλα πριν να στοχαστείς.
β΄, γ΄και Γ΄: Αρχόντοι και λαός…
Κων/νος: Σωπάτε! Δεν ακούω στο σπλάχνο μου βαθιά παρά τους τρισμεγάλους περήφανους πολύ Πατέρες της Ελλάδας. Μονάχα αφτοί μιλούς στις φοβερές τις ώρες οι αθάνατοι!
Α΄: – Χαθήκαμε λοιπόν!
Κων/νος: Ντραπείτε! Φωνές εντός μου αθάνατες γρικώ. Σωπάτε ν’ ακούσω καθαρά κι απόκριση να δόσω, μιλούν εντός μου, πιο βαθιά από σας και από μένα, οι πρόγονοί μας και τ’ αγγόνια και δεν πρέπει τούτος ο λόγος που θα πω να τους ντροπιάσει.
Σηκόσου ορθή στα σωθικά μου κι αποκρίσου, τρισέβγενη, χαροκαμένη Μάνα, Ελάδα! Ω σεβαστέ μαντάτορα του οχτρού, στα ποδια του γάβρου αφέντη σου γονάνισε και τούτον το λόγο το στερνό του βασιλιά της Πόλης με περήφανη φωνή να ξεστομίσεις: «Αν θες ειρηνικά να πορεφτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου· κι άκου: τα κάστρα και τη γης που μου άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου σκλάβοσες, τα σβύνουμε απ’ την παλιά κληρονομιά μας, χαρισμά σου· κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερόνω κι όλες σου τις ανομίες και τις ντροπές θα τις ξεχάσω – να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ’ την Πόλη.
Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και πέρφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δόσει· πιο πάνω απ’ την ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λέφτερα, κρατώντας στα χέρια το σταβρό και τ’ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δόσουμε, απροσκύνητα για λεφτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας· καλός, για το ακριβό χαρήτι της, κι ο Χάρος.
Κων/νος: δε φέβγω, δε φέβγω να του πεις…
Τούρκος: Μα θα χαθείς…
Κ: το ξέρω.
Τ: Μαζί σου η Πόλη θα χαθεί, δεν τη λυπάσαι;
Κ: Αν τη λυπούμαι! Μη ρωτάς· μα πρέπει.
Τ: Αφέντη, γι’ αφτό το «πρέπει» να χαθείς δεν είναι κρίμα;
Κ: Γι’ αφτό το «πρέπει» ο κόσμος στέκει ακόμα, Σύρε και σκύψε και χαιρέτα μου το φίλο: «Για μένα, πέςτου, πια ας μη νιάζεται· θα μείνω στη θέση αφτή που μου μπιστέφτηκε ο Θεός μου· χιλιάδες πρόγονοι ακριβοί, χιλιάδες χρόνια με βλέπουν, να του πεις, και ντρέπουμαι να φύγω.»
Τ: Ό,τι έγραψε ο Θεός λοιπόν ας γίνει, αφέντη!
(προσκυνάει και φεύγει)
Κ (μόνος): Εφχαριστώ σε, Θεέ μου, ξέρω πια τα πάντα, και λέφτερα ακλουθώ το δρόμο της ανάγκης· ομπρός ψυχή, μεγάλη αρχόντισά μου, πάμε!
(Ανοίγει τις αγκάλες, κουνάει τα χέρια, σαν να θέλει να ξεσηκόσει από τα ψηφιδοτά τους μεγάλους βασιλιάδες, φωνάζει συνερπαρμένος).
Κ: Αί, πεθαμένοι βασιλιάδες, αί, πατέρες από τα μνήματα!
Α΄: Τι φωνάζεις τους νεκρούς; Ποιο ‘ταν το μυστικό; Το πρόσωπό σου λάμπει άγριο!
Κ: Αι, πεθαμένοι βασιλιάδες, αί, πατέρες από τα μνήματα, πάμε!
Γρικώ στα σωθικά μου την Πόλη να γκρεμίζεται!
Κ: Με σέβας χαιρετώ τις Μάνες του λαού μου· έγνοια μην έχετε, Κυράδες μου, κ’ η Πόλη μας, όχι, δε θα χαθεί· στην Κόλαση από πάνω της Παναγιάς το χέρι την κρατάει, δεν πέφτει.
Κ: Σωπάτε· αν είναι πια βουλή Θεού ο χαμός της, κάντε κουράγιο, μάνες μου, και σεις, βοηθάτε με η Βασιλέβουσα ως αρχόντισα να πέσει. Πηγαίνετε· στις δύσκολες στιγμές οι μάνες λυγούν, τι δεν μπορούν νεκρούς να δουν τους γιους τους.
Κ: Κ’ η Πόλη να χαθεί μα εμείς θ’ αγωνιστούμε, αθάνατη, άπαρτη, σα νάταν στον αιώνα· γιατί, μα θες, αθάνατη, άπαρτη η ψυχή μας.
Κ: Θεριό ‘ναι, Θεέ μου, αμέροτο η ψυχή του ανθρώπου! Άλλο ποιο πλάσμα απά στη γης μπορεί του Χάρου γαλήνια τα φριχτά σκουλήκια ν’ αντικρύσει; Και ποιο, την ώρα που σκοτόνεται και πέφτει στον άπατο γκρεμό, γελάει κατρακυλώντας και τραγουδάει πως είναι αθάνατο και τάχα στα ουράνια ανηφοράει με ανίκητες φτερούγες; Μόνο η ψυχή, θαρρώ, του αντρειομένου ανθρώπου.
Κ: Πάρτη (την βασιλική του κορόνα)· πάρε και το κεφάλι μου μαζί· Χριστέ μου, πολλές χαρές μας δίνει η γης· η πιο μεγάλη να σκοτοθείς κι ακέριο ένα λαό να σώσεις. Πάρτη!
Ηγούμενος: Προστάτεψε, Χριστέ, το Γένος των Ελλήνων!
Το ματομένο δρόμο σου ακολουθάει, σηκόνει το φως κι αφτό στον ώμο, σα σταβρό και πάει στη γης απάνω και σταβρόνεται· και τόρα θα κατέβει κι αφτό στον Άδη, σαν και Σένα! Χριστέ θυμήσου την Ανάσταση, θυμήσου πως Έλληνας λογιέσαι, Αρχέλληνας, δικόςμας!
Λαός: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Σώσον, κύριε, τον λαόν σου!
Ηγούμενος: Δεν είμαι εγώ, Χριστέ, που σε παρακαλιέμαι· μα όλο το γένος των Ελλήνων, το τρισέβγενο, όλοι οι παλιοί τρισέβαστοι Έλληνες πατέρες, που τις μεγάλες αρετές, τις δυο αδερφάδες, την Ομορφιά και Λεφτεριά στον κόσμο γένησαν. Ο σπόρος του σταριού στο χώμα κι αν χωθεί, την άνοιξη πηδάει κι ανηφορίζει αστάχι· όμοια στη γης, Χριστέ, κ’ η Ρωμιοσύνη ας πέσει!
Λαός (θρηνώντας): Κωνσταντίνε!
Ηγούμενος: Μην κλαίτε· πάει βαθιά στη γης η Παναγιά μας να τον ξαπλόσει, ως σπόρο· ετούτο εδώ μπροστά μας το πιο μεγάλο μυστικό ‘ναι της Ελλάδας· χίλιες φορές αφτή κατέβηκε στον Άδη και πάλι χίλιες αναστήθηκε· ο Θεός βαθιά να σε σκεπάσει, γιε μου, σαν το σπίτι κι αθάνατο κρυφά μεσ’ στ’ άγια χώματά μας και δροσερό να σε κρατάει μέσ’ στους αιώνες!
Φραντζής: Μαρμάροσε ο βασιλιάς μας, η καρδιά μου σκίζεται!
Ηγ: Αναγαλιάζει εμένα· ανάσταση μυρίζει παντοτινά το χώμα της Ελλάδας· θάρθει καιρός, γυρίζει η ρόδα του Θεού, στον ήλιο μας ο λειτουργός να ξαναβγεί, να ξετελέψει στη λυτρομένη Αγιά Σοφιά, τη λειτουργία· κι από τις άγιες ρίζες των δέντρων μιαν άνοιξη, με το σπαθί του αρχαγγέλου στο χέρι, ο μέγας μαρμαρομένος βασιλιάς θ’ ανηφορίσει, μυρίζοντας θυμάρι!
Λαός: Ο Θεός να δόσει!
Ηγ: Πέφτουμε πίστομα χάμω· αιώνες, ακατάλυτα, θα χτυπούμε το χώμα ν’ανοίξει·
Σχολιασμός: Αλέξανδρος Καρράς
Επιμέλεια αποσπασμάτων: Άλκης Θρασκιάς