ΙΣΤΟΡΙΑ: Ελληνικά Στρατιωτικά Εμβατήρια Μέρος (Α)

Εμβατήριο ονομάζουμε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής σε χαρακτηριστικό ρυθμό. Το λατινικό όνομα marcare, σημαίνει σφυριλατικό βηματισμό. Σκοπός του εμβατηρίου είναι ο συντονισμός του βηματισμού πολυάριθμου πλήθους.

Ιστορική εξέλιξη: 

Τα εμβατήρια έχουν αρχαία παράδοση. Μια από τις αρχαιότερες μορφές του συναντάμε στο αχαίο ελληνικό θέατρο, όπου ο χορός εμφανίζεται στην σκηνή με αργό βηματισμό και με τον ίδιο τρόπο ξαναφεύγει. Δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα, είχαν όμως ρυθμική απαγγελία. Επίσης ο παιάνας ήταν θρησκευτικό τραγούδι, ύμνος, και μάλιστα ως «ευχαριστήριος ύμνος» που αποτεινόταν προς τον Απόλλωνα μετά από κάποια λύτρωση ή προς τον Ποσειδώνα για διάσωση από σεισμό ή πνιγμό στη θάλασσα. Έτσι σιγά – σιγά ο παιάνας κατέληξε σε είδος αρχαίας λυρικής ποίησης που επικράτησε, είτε από την αρχαία φράση «ίε παί» (= κτύπα νέε), αντίστοιχο με το σύγχρονο παράγγελμα «ρίχτου» ή «πυρ», που ενθάρρυνε η Λητώ το γιο της Απόλλωνα, που μαχόταν τον δράκο Πύθωνα, είτε από την φράση «Ιήιε Παιάν» ή Ιή ή Ιώ Παιάν που επικαλούνταν οι ζητούντες τη βοήθεια του Απόλλωνα, άποψη που κρίνεται επικρατέστερη. Την εποχή του μεσαίωνα συναντάμε τύμπανα, τρομπέτες και φλογέρες από τον 16ο αιώνα όταν οι φεουδάρχες κάναν την εμφάνισή τους ή την περιοδεία τους στην πόλη ή όταν ξεκινούσαν για την μάχη. Εμβατήρια έχουμε επίσης στις λιτανείες και στις περιφορές των εκκλησιαστικών λαβάρων. Οι Σταυροφόροι χρησιμοποιούσαν επίσης μουσική στις σταυροφορίες.

Στρατιωτικά εμβατήρια της Ελλάδας :

  • Περνάει ο στρατός
  • Ο Ναύτης του Αιγαίου
  • Μακεδονία ξακουστή
  • Φάλαγγα
  • Ευζωνάκι
  • Πίνδος
  • Θεσσαλία
  • Τρεμπεσίνα

Περνάει ο στρατός:

Το εμβατήριο Περνάει ο Στρατός θεωρείται μέχρι σήμερα ένα από τα αριστουργηματικότερα εμβατήρια. Γράφτηκε από τον Ζακυνθινό μουσουργό και αρχιμουσικό της Μπάντας του Γ’ Σώματος Στρατού, Διονύσιο Βισβάρδη, στη 10ετία του ’30 και η μουσική του σύνθεση το 1935 στη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι είναι του Ταγματάρχη Κωνσταντίνου Γκικόπουλου. Στον πόλεμο του 1940 συντέλεσε στο ακμαίο ηθικό του ελληνικού λαού.

Ο Ναύτης του Αιγαίου:

Το εμβατήριο «o Ναύτης του Αιγαίου» είναι ελληνικό εμβατήριο. Γράφτηκε (στίχοι και μουσική) το 1912 από τον Κωνσταντίνο Λυκόρτα ο οποίος και το είχε αφιερώσει στον Παύλο Κουντουριώτη με την εξής φράση: “ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΤΩ ΓΕΝΝΑΙΩ ΠΡΟΜΑΧΩ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΑΥΛΩ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ ΑΝΤΙΝΑΥΑΡΧΩ”. Έχει καθιερωθεί ως ο “ύμνος” του Πολεμικού Ναυτικού και εκτελείται συνεχώς από την μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού σε όλες τις τελετές.

Μακεδονία ξακουστή:

Η Μακεδονία ξακουστή είναι τίτλος πατριωτικού τραγουδιού για τη Μακεδονία που ακούγεται σε εορτές και εθνικές επετείους και καθιερώθηκε ως ύμνος της Μακεδονίας. Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται συνήθως σε παραστάσεις ή ανεπίσημες παρουσιάσεις μακεδονικών παραδοσιακών χορών στην περιοχή της Μακεδονίας ή ευρύτερα. Ενώ τοπικές κοινωνίες της ελληνικής Μακεδονίας του αποδίδουν κεντρική θέση στο τοπικό μουσικοχορευτικό σύνολο, δεν είναι λειτουργικά δεμένο με την κοινωνική ζωή, μη χρησιμοποιούμενο σε περιστάσεις που συνδέονται με τον κύκλο της ζωής, π.χ. γάμους. Από μουσικολογική και κινησιολογική άποψη η μελωδία και τα βήματά του δεν αντιστοιχούν στην παραδοσιακή τοπική μουσική, ενώ ο στίχοι του από άποψη μορφής δεν αντιστοιχούν στα δημοτικά τραγούδια και από άποψη περιεχομένου αναπαράγουν αποκλειστικά την εθνική ιδεολογία.

Η ακριβής προέλευση του τραγουδιού δεν είναι γνωστή. Σύμφωνα με εθνογραφική έρευνα σε χωριά των Σερρών και της Δράμας, παλαιότερα το τραγούδι δεν ήταν γνωστό ούτε χορευόταν στην περιοχή. Γυναίκες από την την Άνω Ορεινή και την Πετρούσα αποδίδουν τους ελληνικούς στίχους και τη διδασκαλία του χορού σε κάποιον ανώνυμο δάσκαλο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γυναίκες της Πετρούσας, ισχυρίζονται πως η μελωδία του τραγουδιού αποτελεί διασκευή μιας δικής τους τοπικής μελωδίας, που έγινε «κάπου πιο κεντρικά», και χορεύουν μία συγγενή μελωδία με σλαβικούς στίχους και διαφορετικά βήματα, όμοια με εκείνα άλλων τοπικών παραδοσιακών χορών.

Ο μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης εντόπισε μία κασέτα με ισπανοεβραϊκά τραγούδια της Θεσσαλονίκης, στην οποία περιλαμβάνεται η μελωδία του τραγουδιού ως σύνθεση που πραγματοποιήθηκε για τα εγκαίνια της Schola de la Alianza, του πρώτου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, το 1873. Ο Δραγούμης πιθανολογεί ότι είτε η μελωδία δημιουργήθηκε για τα εγκαίνια του εβραϊκού σχολείου και έπειτα μεταδόθηκε σε άλλους λαούς της περιοχής ή είχε δημιουργηθεί αρχικά στα μέσα του 19ου αιώνα από κάποιον Δυτικό συνθέτη για τον οθωμανό σουλτάνο και έπειτα χρησιμοποιήθηκε από τις εβραϊκές κοινότητες. Σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας σε μπλε φόντο, σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο χορός εντάχθηκε στον κατάλογο των ελληνικών εθνικών χορών, διδασκόταν σε σχολεία πολλών περιοχών της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων, και συνδέθηκε με εορτασμούς εθνικών επετείων. Δεν υπάρχουν λεπτομερείς πληροφορίες για το πώς έγινε μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος. Απουσιάζει η αναφορά σε αυτό στους Ελληνικούς Χορούς του χοροδιδάσκαλου Χαράλαμπου Σακελλαρίου, βιβλίου του 1940 που χρησιμοποιήθηκε από το Λύκειο Ελληνίδων, τις Γυμναστικές Ακαδημίες κ.ά φορείς. Στην ελληνική εθνική ιδεολογία το τραγούδι έχει γίνει σύμβολο της τοπικής ελληνικής μακεδονικής ταυτότητας εξυμνώντας μία άχρονη ελληνική Μακεδονία, συνδέοντας τη σύγχρονη ελληνική Μακεδονία με το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από την εποχή του Μακεδονικού χρησιμοποιείται συχνά ως εμβατήριο σε στρατιωτικές παρελάσεις ανά την Ελλάδα. Η Μακεδονία ξακουστή τραγουδιέται σε εθνικές επετείους κυρίως στην Βόρειο Ελλάδα συνήθως πριν τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Υπάρχει επίσης και μια σκωπτική παραλλαγή των στίχων, όχι ιδιαίτερα γνωστή, που θυμίζει τραγούδια που έσωσε η Δόμνα Σαμίου.

Η αρχική εκδοχή των στίχων, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε περιόδους εθνικιστικής έξαρσης, έκανε λόγο για “τους Βούλγαρους” που εκδιώχθηκαν, υπογραμμίζοντας την εθνική αντιπαλότητα των δύο κρατών και μεταφέροντας την υπερηφάνεια για τις νίκες της Ελλάδας εναντίον της Βουλγαρίας. Ο όρος “Βούλγαροι” χρησιμοποιούνταν μειωτικά για πολλές δεκαετίες για τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας και κατ’ επέκταση υβριστικά συνολικά για τους βορειοελλαδίτες, αμφισβητώντας την εθνικοφροσύνη τους. Η αρχική αυτή εκδοχή του τρίτου στίχου απαντάται περιστασιακά σε άτυπες εκδηλώσεις και έχει αντικατασταθεί από τη λιγότερο κατηγορηματική και θεωρούμενη πολιτικά ορθότερη φράση “τους βάρβαρους”, η οποία χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά και παραπέμπει σε ένα εθνικό σύνολο όχι βαρβαρικό, αλλά πολιτισμένο, που συμπεριλαμβάνει όλες τις πληθυσμιακές κατηγορίες των κατοίκων της περιοχής, ντόπιους και πρόσφυγες.

ΠΗΓΕΣ: 

, , , , , , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *