Oswald Spengler: «Αντιδραστικός» διανοούμενος ή σκοτεινός Προφήτης της «Παρακμής του Δυτικού Πολιτισμού»;

Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας

Η γερμανική φιλοσοφική παράδοση του 19ου αιώνα σημαδεύτηκε από τις εξελίξεις οι οποίες σημάδεψαν την κοινωνία με τον ερχομό της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα η ανάμειξη των πρώιμων στοιχείων του Ρομαντικού Κινήματος με έναν εξίσου πρώιμο και ιδιότυπο Βιταλισμό.

Η Διαφωτιστική Παράδοση εξάλλου στη χώρα αυτή είχε μια έντονη και ιδιότυπη πορεία και δεν είχε χάσει σε καμιά περίπτωση τη βαθιά σύνδεση με μια άλλη πραγματικότητα που κάποιοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν μυστικιστική και παγανιστική(πολλά στοιχεία για τη ιδιαιτερότητα της γερμανικής περίπτωσης μάς δίνονται στην μνημειώδη εργασία του Παναγιώτη Κονδύλη Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός).

Μέσα σε έναν τέτοιο περίγυρο δεν ήταν τυχαίο ότι γεννήθηκαν μορφές όπως o Goethe, ο Schopenhauer, o Wagner, o Nietzsche καθώς και πολλοί άλλοι σημαντικοί διανοητές που επηρέασαν την δυτική, και όχι μόνο, φιλοσοφική σκέψη!

Αλλά αυτός ο οποίος σημάδεψε τον 20 αιώνα και στοιχειώνει ακόμη και τον αιώνα μας είναι ο Oswald Spengler, o ιδιότυπος αυτός φιλόσοφος που μέσα στην δίνη του μεταπολεμικού κόσμου σκιαγράφησε μια ολόκληρη μελλοντική εποχή – πολύ λεπτομερειακά θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. To βασικό του έργο μάλιστα «Παρακμή της Δύσης» γνώρισε πολλές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα, και καθόρισε μια ολόκληρη γενιά από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους μέχρι και μυθιστοριογράφους και ποιητές όπως ο πασίγνωστος πλέον Fitzjerald, ο δημιουργός του Υπέροχου Γκάσμπυ.

Στις παρακάτω παραγράφους θα προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε λεπτομερώς και πέρα από τις πάμπολλες υποτιμήσεις και παρερμηνείες που υπάρχουν, τις βασικές θέσεις τους φιλοσόφου περί της μορφής της Ιστορίας καθώς και των προβλέψεων του για το Μέλλον του Δυτικού Πολιτισμού, που φαντάζει τόσο επίκαιρο σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ζώντες οι ίδιοι εμείς σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι βρίσκονται σε υπαρξιακή, και όχι μόνο, κρίση.

1). Η Πορεία του Κόσμου και της Ιστορίας

O Spengler αποκαλούσε την μέθοδο της μέχρι τότε ερμηνείας της ιστορίας Συστηματική. Αυτή αποτελούσε ένα φυσικό επακόλουθο και τελική παραλλαγή της εκκοσμικευμένης ιουδαιοχριστιανικής αντίληψης περί του ερχομού μιας Μελλοντικής και Τελικής Εποχής Κρίσης και Μακαριότητας· η οποία θα ήταν και το τέλος του υλικού κόσμου όπως τον γνωρίζουμε και η αρχή ενός άλλου, που θα έφερνε περισσότερη ευτυχία και δικαιοσύνη έναντι σε ένα παρόν άδικο και χαλεπό.

Και αυτό διαφαινόταν έντονα γιατί πίσω από την αντι-θρησκευτική και λογικοφανή ανάλυση των εκφραστών της «Προόδου» και της «Κοινωνικής Δικαιοσύνης» κρυβόταν αυτή η αντίληψη με την ”έσχατη” απόληξή της να εκφράζεται πλέον εκκοσμικευμένα, με μια γενική και συνεχή πορεία της Ιστορίας προς ένα προγραμματισμένο τέλος ή σκοπό, με βάση κάποιο πολιτικό ή ιδεολογικό πρόγραμμα. Έτσι αν συγκρίνει κάποιος την χριστιανική και βιβλική εσχατολογία με τις αιτιοκρατικές και επιστημονικοφανείς αντιλήψεις των προοδευτικών στοχαστών βρίσκει μια αντιστοιχία αντιλήψεων περί της «καλυτέρευσης του κόσμου» σε ένα μελλοντικό πλαίσιο(είναι δε γεγονός ότι ακόμη και ο εκφερόμενος αθεϊστικός τόνος πολλών ιδεολογιών υποθάλπει πολλά στοιχεία θρησκευτικότητας κατά τον Dworkin).

Η γραμμική αυτή πρόσληψη της Ιστορίας βρισκόταν σε μια εκ δια μέτρου αντίθετη πορεία με την ίδια τη φύση της πραγματικότητας· προσπαθώντας να φέρει ικανοποίηση με την καλλιέργεια της ελπίδας έναντι του φόβου του θανάτου, προσφέροντας μια Ελπίδα για το Μέλλον σε έναν «άλλο κόσμο», είτε μεταφυσικό είτε κοσμικό. Είναι το αίσθημα του ανθρώπου που κλίνεται στο δικό του κόσμο και εαυτό και ερμηνεύει τα πάντα με μια λογική ακραιφνώς συμβολική και αιτιοκρατική. Με αυτόν τον τρόπο η ερμηνεία της Ιστορίας έγινε απλώς μια καταγραφή γεγονότων και μια σχετική παρομοίωση καταγεγραμμένων προσώπων και καταστάσεων, χωρίς κάποια εσώτερη λογική αφού για τους εκφραστές του πνεύματος της εποχής του Spengler, η Ιστορία βάδιζε προς μια συνεχή πρόοδο. Η οποία είχε υπερκεράσει τις αδυναμίες του Παρελθόντος και δεν χρειαζόταν να παραδειγματιστεί από αυτό. Ο κόσμος λοιπόν δεν είχε κάτι το δυσερμήνευτο για την αντίληψη αυτή ποσό δε μάλλον το Παρελθόν καθώς και το Μέλλον.

Ο Oswald Spengler ξεκινώντας από μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίληψη κατέληξε σε διαφορετική Ερμηνεία της Ιστορίας και δεν αναγνώρισε σε αυτήν καμιά γραμμική και αιτιοκρατική συνέπεια. Για το φιλόσοφο η Ιστορία δεν ήταν κάτι μηχανικό ούτε κάτι που μπορούσε να προσδιοριστεί και να περιοριστεί σε απλά χωροχρονικό πλαίσια αλληλοδιαδοχής, όπως το σύνηθες σχήμα Αρχαιότητα – Μεσαίωνας – Νέοι Χρόνοι. Για το οποίο εξάλλου πιστεύει ότι «είναι ένα δημιούργημα της μαγικής αίσθησης του κόσμου, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην περσική και την εβραϊκή θρησκεία μετά τον Κύρο, στη διδασκαλία του βιβλίου Δανιήλ για τους τέσσερις αιώνες [ή τέσσερα βασίλεια] έλαβε μια αποκαλυπτική διατύπωση και στις μεταχριστιανικές θρησκείες της Ανατολής, προπάντων στα Γνωστικά συστήματα, διαμορφώθηκε ως παγκόσμια θρησκεία».

Παρόλο που αναγνωρίζει ότι αυτή η σκέψη καλύπτει μια επιταγή του αυτοσυνείδησης του Δυτικοευρωπαίου με την εμφάνισή του στην Ιστορία να εγκαινιάσει κάτι σαν μια τελική πράξη – με ότι και αν συνεπάγεται μια τέτοια αντίληψη για τη πορεία και την αυτοσυνείδηση ενός Πολιτισμού. Αυτή η παραλλαγμένη εσχατολογική θέση οποία σημασία και αν είχε σαν αντίληψη όταν πρωτοεμφανίστηκε και τις όποιες συνέπειες είχε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αναγκαιότητα της εποχής, μια σταδιακή προσπάθεια να ερμηνευτεί το δόγμα ανεξάρτητα των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών επιταγών. Αυτή η αντίληψη που είχε τις ρίζες της στην Ιστορική ερμηνεία του Ιωακείμ Φλώριου δεν ήταν παρά μια αποκαλυπτική ματιά στα μυστικά της «Θείας Τάξης του Κόσμου» και δεν μπορούσε παρά να χάσει κάθε νόημα όταν οι μεταγενέστεροι τη συνέλαβαν διανοητικά και σαν προϋπόθεση επιστημονικής σκέψης.

Η ”παγκοσμιότητα” λοιπόν και η ”οικουμενικότητα” του Ιστορικού αυτού συστήματος δεν ήταν τίποτα άλλο από μια πορεία με αρχικά και τελικά στάδια, που όχι μόνο ήταν περιορισμένη, αποκλείοντας άλλους πολιτισμούς από την θέασή της, αλλά ταυτόχρονα περιόριζε και δυσερμήνευε την πραγματική σημασία λέξεων όπως «άνθρωπος», «πολιτισμός» και «Ιστορία».

Έτσι λέξεις και φράσεις της εποχής με δήθεν ευρεία οπτική όπως «ανθρωπότητα» και «ανθρώπινος πολιτισμός» δεν είχαν καμιά αξία για την Ιστορική έρευνα καθώς δεν προσδιόριζαν τίποτα άλλο από κάτι γραμμικό και μηχανικό σε αντίθεση με το ζωντανό Γίγνεσθαι που περικλείει την Ζωή και έτσι και την ίδια την Ιστορία.

Η πρόθεση του Spengler ήταν σε αντίθεση με αυτή τη περιορισμένη ματιά στα Γεγονότα – άρα και στο Γίγνεσθαι, να καλλιεργήσει μια άλλη Φιλοσοφία για την Ερμηνεία της Ιστορίας. Πίστευε ότι η ώρα είχε φτάσει για αυτήν την Νέα Ερμηνεία και αυτή θα έπρεπε να προσαρμοζόταν στις συνθήκες της εποχής του. Καθώς πίστευε ότι κάθε άνθρωπος ζει και ερμηνεύει τα γεγονότα στο πλαίσιο δράσης της εποχής στην οποία γεννιέται, ζει και μεγαλώνει. Με αυτόν τον τρόπο απέρριψε εξαρχής την πρόθεση δημιουργίας κλειστού και απόλυτου συστήματος σκέψης. Το ερμηνευτικό πλαίσιο που είχε σκεφτεί ήταν αναγκαίο προϊόν της εποχής του και δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε κάποια άλλη αντίστοιχη.

Έτσι προτείνει μια άλλη πρόσληψη της ιστορίας που ονόμασε Φυσιογνωμική, μια μορφή ιστορικής συγκριτικής μορφολογίας. Με αυτήν τη μέθοδο θα μπορούσε να παρουσιάσει την Ιστορία με μια μορφή μεγαλύτερης ζωτικότητας και δυναμικότητας. Πλέον τα πάντα θα αξιολογούνταν οργανικά με βάση τη πολιτισμική και ψυχική διαφοροποίηση κάθε επιμέρους πολιτισμού και ταυτόχρονα θα συγκρίνονται τα στάδιά τους ώστε να εξεταστεί η βούληση του Πεπρωμένου που είναι πίσω από κάθε ανώτερο πολιτισμό και ιστορικό λαό. Δηλαδή αυτή η πρωτογενής δημιουργός δύναμη που είναι η ουσία αυτών των πολιτισμών, οι οποίοι όντες κάτι ανάλογο με τον ανθρώπινο οργανισμό έχουν παρόμοια πορεία Γέννησης, Ακμής, Παρακμής και Θανάτου. Μόνο έτσι αποκτάει μεθοδολογικώς μια οικουμενική ισχύ το ζήτημα της ιστορικής ερμηνευτικής, το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να είναι λειψό και ηθικιστικό αν παρέμενε στις παρούσες δεοντολογικές φόρμες περί του «θα πρέπει να είναι έτσι»-αντιθέτως πρέπει να προκύψει η ανάγκη της κατάφασης «έτσι είναι» και «έτσι θα γίνει». Αφού διευκρινίσαμε το ζήτημα της ιστορικής ματιάς του φιλοσόφου καιρός να προχωρήσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο περί της Παρακμής της Δύσης.

2). Τα εμφανή συμπτώματα παρακμής του Δυτικού Πολιτισμού

Ο Spengler αρχίζει να καταγράφει μια σειρά από συμπτώματα που θεωρεί ως οιονεί σημάδια της Παρακμής του Δυτικού Πολιτισμού ως Συνόλου. Προτού όμως αναφερθούμε σε αυτά πρέπει να κατανοήσουμε πως ο Δυτικός πολιτισμός ανήκει στους 8 πολιτισμούς που θεωρεί ο φιλόσοφος μεγάλους· οι υπόλοιποι 7 είναι: 1) Βαβυλωνιακός Πολιτισμός , 2)Αιγυπτιακός Πολιτισμός, 3)Κινεζικός Πολιτισμός, 4)Ινδικός Πολιτισμός, 5)Πολιτισμός των Μάγιας-Αζτέκων, 6) Κλασικός Πολιτισμός, 7)Ο Αραβικός ή «Μαγικός» Πολιτισμός.

Η ξεχωριστή ανάλυση του καθενός πολιτισμού από αυτούς θα μας έκανε να χάσουμε το νόημα των γενικότερων παρατηρήσεων και θα οδηγούσε σε πλατειασμό. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε όμως είναι η σύνδεση περιόδων μεταξύ των μεγάλων αυτών πολιτισμών με σκοπό από την πλευρά του φιλοσόφου την σκιαγράφηση του Μέλλοντος του ίδιου του Δυτικού Πολιτισμού.

Το στάδιο του Δυτικού Πολιτισμού που περνάει τώρα η Δύση είναι το αντίστοιχο των τελευταίων αιώνων του Αρχαίου Κόσμου. Είναι μια εποχή συμμάζωξης των αγροτικών πληθυσμών της Υπαίθρου στις Μεγαλουπόλεις και μετατόπιση του Κέντρου Βάρους από την Γη, δηλαδή το φυσικό περιβάλλον, στο ακραιφνώς Τεχνικό περιβάλλον που συμβολίζει η Πόλη. Η μετάβαση δηλαδή από την φάση της Kultur στην φάση του Zivilization, δηλαδή από την πνευματική στην τεχνική περίοδο του πολιτισμού.

Πρέπει σε αυτό το σημείο όμως να γίνει διευκρίνηση πάνω στο τι εννοεί και τι πιστεύει σχετικά με την τεχνική ο φιλόσοφος. Ο Άνθρωπος κατά πως διευκρινίζεται στο «Άνθρωπος και Τεχνική», είναι ένα αρπακτικό όν, σαν τέτοιο βρίσκεται σε μια συνεχή κατάσταση κίνησης και έντασης που το αποτρέπει να προσδένεται στην γη όπως κάνουν τα φυτά καθώς και τα φυτοφάγα ζώα που τρέφονται από αυτά. Μάλιστα σαν δημιουργικό αρπακτικό δεν βασίζεται μόνο στην όσφρηση και την οσμή όπως τα άλλα αρπακτικά αλλά αντιθέτως έχει κάτι που το ξεχωρίζει και αυτό είναι το χέρι του ως μέσο ενίσχυσης της δράσης του· όχι, μόνο ως μέσο επιβολής της παρουσίας του στον χώρο αλλά και σαν μέσο για την κατασκευή εργαλείων, τα οποία αποτελούν την πρακτική προέκταση του χεριού του. Έτσι περνάει σε ένα πρακτικό επίπεδο από το οποίο ξεπηδά σιγά σιγά η τεχνική.

Μέσα από την αρχική αυτή εξέλιξη οι άνθρωποι άρχισαν να κατανοούν την ανάγκη συμμετοχής σε μεγαλύτερες ομάδες από αυτές του ενός ή των λίγων και την χρήση λέξεων και μορφών επικοινωνίας με σκοπό την λειτουργική συνεννόηση. Ήταν πλέον αναγκαίο για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή η τεχνική να χωριστεί : α)στην τεχνική της καθοδήγησης και β)στην τεχνική της εκτέλεσης που αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Είναι το πέρασμα από τον Πολιτισμό του «οπλισμένου χεριού» στον Πολιτισμό της «ομιλίας και τους εγχειρήματος».

Είναι οι πολιτισμοί που χαρακτηρίζει ο Spengler Ανώτερους και οι οποίοι διαμόρφωσαν τους 8 βασικούς πολιτισμούς. Σε αυτούς τους πολιτισμούς υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην Προσωπικότητα και την Μάζα, στην λειτουργική διάνοια και τα εκτελεστικά όργανα- τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της εξουσίας. Αυτή η διάκριση συντρέχει όλη την πορεία ενός πολιτισμού κατά τον φιλόσοφο και διαμορφώνει τις σχέσεις ακόμη και σε εποχές Δημοκρατίας.

Μέσα στην εξέλιξη και στο πέρασμα από το «Φθινόπωρο» στον «Χειμώνα» του πολιτισμού, δηλαδή από το τελευταίο στάδιο του Πνευματικού Πολιτισμού (Kultur) στον Τεχνικό Πολιτισμό (Zivilization), που σηματοδοτείται χρονικά με το πέρασμα στον 19ου αιώνα, διαμορφώνεται ένας άλλος περίγυρος στον κόσμο. Η τεχνική αρχίζει και «πλάθει» την μηχανή η οποία με τις Βιομηχανικές Επαναστάσεις κυριεύει σιγά σιγά την ανθρώπινη παραγωγή. Η ραγδαία αυτή άνοδος της μηχανής βέβαια δεν είναι αναίμακτη και επιφέρει τρομερές κοινωνικές αλλαγές οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τόσο την δυσαρέσκεια των Αριστοκρατών που ακόμη υπήρχαν και ζούσαν με βάση την γαιοκτητική τους περιουσία, όσο και την δυσαρέσκεια λαϊκών κινημάτων όπως αυτών των Λουδιτών, τα οποία στράφηκαν ένοπλα κατά των νέων μηχανών μαζικής παραγωγής φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να σκοτώσουν ιδιόκτητες αυτών των νέων βιομηχανικών μονάδων παραγωγής. Είναι η Φαουστική αυτή δαιμονική δύναμη, αισθητικό κληροδότημα του Goethe στον Spengler, που θέλει να φτάσει στον κολοφώνα της γνώσης και των ανακαλύψεων, η οποία κινεί τον Δυτικό πολιτισμό, όπως ακριβώς ο Φάουστ έκλεισε συμφωνία με τον Μεφιστοφελή-Διάβολο στο ομότιτλο έργο.

Μέσα από την άνοδο της μηχανής και του τεχνολογικού πολιτισμού αρχίζει μια περίοδος όπου η επαρχία, η οποία ήταν ο αρχικός φορέας της κοινωνικής ζωής, αποστραγγίζεται πληθυσμιακά και υλικά από τις πόλεις. Οι μεγάλες αυτές πόλεις με την μορφή που πήρε ο Δυτικός Πολιτισμός άρχισαν να γίνονται Κοσμοπόλεις όπου συσσωρεύονται πλέον πληθυσμοί που αποτελούν μια «τέταρτη τάξη» αυτής της ευρείας, κοσμοπολίτικης και μη οργανικής μάζας. Είναι το φαινόμενο της αστυφιλίας των Δυτικών Κοινωνιών, που λόγω τόσο της Αποικιοκρατίας όσο και των υψηλών στάνταρ διαβίωσης πέρα από τους πρώην αγροτικούς πληθυσμούς των χωρών τους, απορροφούν τεράστιους πληθυσμούς ανθρώπων από άλλες χώρες οι οποίοι συμβιώνουν πλέον σε μέσα σε αυτές μακριά από την παραγωγική ζωή της υπαίθρου στην έμμεση «παραγωγή υπηρεσιών» των Κοσμοπόλεων, που χρειάζονται λόγω τεράστιου πληθυσμού περισσότερα αγαθά από ότι αυτές παράγουν. Η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο είναι χαρακτηριστικές τέτοιες πόλεις που δεν πρόλαβε να δει ο Spengler να εξελίσσονται στους λαβυρίνθους ψυχών και σωμάτων, εγκιβωτισμένων σε μικρά τετραγωνάκια, που είναι σήμερα. Άραγε πόσες ομοιότητες θα έβλεπε με την αρχαία Ρώμη και άλλες πόλεις της αρχαιότητας, όπου ακόμη και έκπτωτοι βασιλείς στοιβάζονταν σε πατάρια πολυόροφων σπιτιών πληρώνοντας ενοίκιο; Μάλλον πολλές…

Μέσα σε αυτές τις πόλεις βρίσκει νόημα ύπαρξης ο «Νομάς Διανοούμενος» o οποίος περιφέρεται στις τσιμεντουπόλεις, όπως οι εκπρόσωποι των φιλοσοφικών σχολών της ύστερης αρχαιότητας. Αποτελεί την μετεξέλιξη του Ιερέα ο οποίος εξέφραζε τον κόσμο της υπερκοσμικής αλήθειας και της εσωτερικής σκέψης έναντι του φυσικού τρόπου σκέψης και δράσης του ανθρώπου της πράξης, τον οποίο αποτελεί ο αριστοκράτης. Εδώ παρατηρούμε δύο ξεκάθαρα αντιθετικά σύμβολα και ανθρωπότυπους και σε καμιά περίπτωση εξιδανικεύσεις ή υποτιμήσεις υπαρχουσών προσώπων. Το πρώτο άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της πόλης και της κρατικής εξουσίας και το δεύτερο με την ατομική αυτοβουλία και την ενεργητική και εθελούσια σύνδεση με την γη.

Είναι εξάλλου γεγονός ότι ο άνθρωπος της πράξης ταυτίζεται με ένα ανθρωπότυπο που βρίσκεται σε φυσική εναρμόνιση με τα ένστικτά του και όχι με θεωρίες και με όνειρα περί πράξεων και μεθόδων. Είναι ο άνθρωπος που δεν καταφεύγει στην «ύβρη» της αποκοπής από την γη, με γνώμονα μια αισιόδοξη αντίληψη περί συνεχούς «Προόδου» και «Εξέλιξης» του Κόσμου, αλλά έχει αναπτύξει μια τραγική σύνδεση μαζί της· όντας ένα αρπακτικό που γίνεται «αντάρτης» και πρόκειται να δεχθεί την μοίρα του, που είναι η μακάβρια πτώση και η επιστροφή στην γη αυτή στον αγώνα που διεξάγει μαζί της. Έχοντας αυτή την συναίσθηση μέσα του φωλιάζει μια τραγική αντίληψη περί ζωής την οποία δεν έχει ούτε ο Ιερέας που περιμένει την «Δευτέρα Παρουσία» ούτε η μετεξέλιξή του ο Διανοούμενος που ζει μέσα στον κόσμο των θεωριών και των μεταβαλλόμενων πληροφοριών.

Στην πρώτη αντίληψη κατά τον σπενγκλεριανό John F.Fennely μπορούμε να εντάξουμε ανθρώπους όπως οι Μεγιστάνες είτε Βιομήχανοι- ή γενικά ιδιοκτήτες παραγωγικών εταιριών- είτε Στρατιωτικοί, γενικά άτομα της μη εικονικής παραγωγής υπηρεσιών και με σχέση γόνιμης τριβής με το ζήτημα των άμεσων αποφάσεων, είτε επίσης άτομα συνδεόμενα με την πολιτική πρακτικά και όχι θεωρητικά(κλασική περίπτωση του Henry Kissinger, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ότι κατείχε αυτή την αίσθηση τραγικής απαισιοδοξίας και κυνικού σχετικισμού, ιδίωμα σπενγκλεριανό). Από την κατάσταση αυτή προκύπτει μια σταδιακή νίκη της δεσποτικής πολιτικής που θα εκφραστεί από σύγχρονους Καίσαρες πάνω στο ανεξέλεγκτο χρήμα. Μια νίκη δηλαδή της εξουσίας της πολιτικής πρακτικής εξουσίας έναντι της χρηματικής. Που στηρίζεται σε μια θεωρητική και διανοητική βάση πέρα από την φύση και την πραγματικότητα για αυτό και στηρίχθηκε σε μορφές του ανθρωπότυπου της σκέψης, όπως ήταν οι τραπεζίτες και αργότερα οι χρηματιστές.

Οι Καίσαρες αυτοί θα βγουν μέσα από την Δημοκρατία, όπως έγινε στην Αρχαία Ρώμη με τον Ιούλιο Καίσαρα. Σκοπός του Spengler ήταν να έχουν κέντρο τους την Γερμανία, όχι με την έννοια ενός καισαρικού έθνους, πράγμα αδύνατο και απεχθές για αυτόν, αλλά με την μορφή κυριαρχίας ατόμων γερμανικής καταγωγής. Το κέντρο βάρους όμως από τους νεοσπεγκλεριανούς μετατέθηκε στις Η.Π.Α., οι οποίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά με τα χρηματικά προγράμματα στήριξης Τρούμαν και Μάρσαλ κυριάρχησαν στις Ευρωπαϊκές χώρες. Σε συνδυασμό με τις σωστές εν τέλει προβλέψεις του Spengler για εγκόλπωση της δυτικής τεχνικής από τις μη Δυτικές Χώρες και της αποτυχίας του οράματος για μια παγκόσμια κοινότητα βασισμένη στα «ανθρώπινα δικαιώματα» και στις διεθνείς συνθήκες, καθότι, όπως μας διευκρινίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, οι ανισότητες μεταξύ κρατών δεν άρθηκαν και η θέσπιση – προαγωγή τέτοιων δικαιωμάτων χρειάζεται απαραιτήτως την πρακτικώς αδύνατη αποδοχή τους από όλα τα κράτη- βασισμένη στην ηθική εννοιολόγηση του ανθρώπου από τον Διαφωτισμό και έπειτα, οι Η.Π.Α. αποτελούν τον προμαχώνα ενός ιδιότυπου Pax Romana ή καλύτερα Pax Americana εν αγωνία, ιδιαίτερα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

Κάποιοι δε έχουν ισχυριστεί την σταδιακή ενδυνάμωση της καισαρικής μορφής των Προέδρων, παρ’ όλες τις δικλείδες ασφαλείας που ενυπάρχουν στο αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης. Βέβαια η εκλογή Donald Trump με την εκφραζόμενη θέλησή του για σταδιακή απόσυρση των H.Π.Α. από επιθετικές κινήσεις άμεσης εξωτερικής εμπλοκής και για εσωτερική ανασυγκρότηση (η «Ανάπηρη Αμερική» των Deplorables πρέπει να αναρρώσει), σε συνδυασμό με την επιθετική πολιτική της Κίνας, την πιο ασθενή πλέον πολιτική της Ρωσίας και τον θρησκευτικό πόλεμο του μαχητικού και ριζοσπαστικού τμήματος του Ισλάμ στην Δύση, το οποίο αυτονοηματοδοτείται από τις επιθέσεις σε έναν πολιτισμό που πεθαίνει κατά τον Philippe Muray, έχουν δημιουργήσει έναν τοπίο που θυμίζει έντονα μια Αυτοκρατορία σε κρίση. Όπως η Ρώμη εξάλλου οι Η.Π.Α. δημιουργήθηκαν από περιπετειώδεις ανθρώπους που αναζήτησαν την τύχη τους αλλού σε ξένο τόπο, όταν η ανάγκη ή η περιπέτεια τους ώθησε στην περιπλάνηση.

Όπως εξελίσσονται βέβαια τα πράγματα μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη και δη η Γερμανία που ήθελε ο Spengler να πρωτοστατήσει στην “νέα παγκόσμια τάξη” – που πίστευε ότι ερχόταν, μάλλον βρίσκονται περισσότερο αντιμέτωπες με το ζήτημα της πολιτικής και γεωπολιτικής επιβίωσής τους μέσω του σχεδίου για μια Ευρωπαϊκή ενοποίηση όλο και πιο αναβαθμιζόμενη, παρά ενός νέου εσωτερικού πολέμου, όπως άλλοτε, ασχέτως των εσωτερικών συγκρούσεων λόγω οικονομικών ανισοτήτων. Μιας πραγματικής ένωσης που θα προϋπέθετε συνεργασία και σεβασμό της διαφορετικότητας κάθε εθνικού κράτους, πράγμα μάλλον που φαντάζει ιδεατό και ανεφάρμοστο σήμερα. Όπως φάνηκε εξάλλου σε μεγάλο βαθμό η ίδια η Ε.Ε. φαίνεται αδύναμη, και δη εν μέσω της πανδημίας του Κορωναιού που ήρθε μάλλον απροσδόκητα για να ταράξει την πληθωριστική χρηματοπιστωτική ακινησία και την ισορροπία δυνάμεων πλανητικά, μιας εξέλιξης που ακυρώνει την επιδίωξη «Παγκόσμιας Ειρήνης»- η οποία είναι αδύνατη κατά τον Spengler.

Συμπέρασμα

Ο Spengler έζησε σε ένα κόσμο ο οποίος είχε περάσει από τον Διαφωτισμό στον επακόλουθο μηδενισμό και σκεπτικισμό του ατόμου και στην σταδιακή μετατροπή του τελευταίου στον ρευστό ανθρωπότυπο του Μαζανθρώπου του Ortega y Gasset, ο οποίος νιώθει όπως ο καθένας χωρίς ειδοποιό διαφορά.

Είναι αυτό ο ίδιος ανθρωπότυπος που με το συναίσθημα μιας αθανασίας ενός Ιμορταλισμού και εξευγενισμένου μηδενισμού, κατά τον Franck Damour, ψάχνει να βρει σήμερα εναγωνίως το αντίδοτο για την φυσική του φθαρτότητα.

Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο ο φιλόσοφος δεν ψάχνει και σε αντίθεση με ομολόγους του όπως ο αισιόδοξος Toynbee και ο εσχατολόγος Berdiav, μια μεταφυσική και μελαγχολική υπόσχεση περί ενός ερχόμενου «Έσχατου Βασιλείου», ενός χριστιανικού Θεού, «που πέθανε», μέσω της άρνησης της ιδέας της γραμμικής Προόδου του Κόσμου που μας παρουσιάζει, ούτε θέλει να επιτρέψει να εισχωρήσουν τέτοια ψήγματα στο έργο του. Αντίθετα αντιμετωπίζει την πραγματικότητα όπως είναι, με μια στωική και στο βάθος παγανιστική αντίληψη περί Κόσμου και Ζωής. Δεν θέλει να επιστρέψει σε μορφές του παρελθόντος που πέρασαν ανεπιστρεπτί από το προσκήνιο της ιστορίας, ούτε να στηρίξει άλλες σύγχρονες, που θεωρεί ότι έρχονται στο τέλος τους.

Ο ίδιος γράφει εξάλλου ότι «προτού καταπιαστεί κανείς σήμερα με ένα πρόβλημα πρέπει να διερωτηθεί – και το ένστικτο όσων αισθάνονται προορισμένοι απαντά ήδη σε αυτό το ερώτημα – τι είναι δυνατόν να γίνει για έναν άνθρωπο αυτών των ημερών τι πρέπει να απαγορεύσει στον εαυτό του». Με βάση αυτό το σκεπτικό σκιαγραφεί σαν ένας άνθρωπος των ημερών του, με σαφέστατη ένταση και θάρρος που προϋποθέτει μια απαισιόδοξη, ρεαλιστική, σκεπτικιστική και σχετικιστική ανάλυση έναν κόσμο που πιστεύει ότι έρχεται· ώστε αυτοί που πρέπει και μπορούν να ενσωματώσουν μέσα τους το Πεπρωμένο του Κόσμου αυτού και να μην παρασυρθούν από αυτό απλά από αυτό και χαθούν για πάντα.

Τέλος πρέπει να ειπωθεί ότι συμφωνώντας ή όχι κάποιος τις όντως αντιδημοκρατικές και αριστοκρατικές πολιτικές πεποιθήσεις του φιλοσόφου, δεν μπορεί να μην αποδεχτεί την τραγική και ηρωική συνάμα αντίληψη που μας προσφέρει, νιτσεϊκή στο πυρήνα και μακιαβελική στις ιστορικές προεκτάσεις της, για τον υπαρξιακό αγώνα που πρέπει να καταβάλει ο άνθρωπος για να επιβιώσει μέσα σε έναν κόσμο εν τέλει εχθρικό για αυτόν.

Αποτελεί βέβαια μια αντίληψη που δικαιολογημένα μπορεί να αρνηθεί κάποιος, θέλοντας να δώσει απαραίτητα κάποιο συγκεκριμένο νόημα στον κόσμο και δη στην δικιά του ύπαρξη. Είναι όμως φυσικό ο άνθρωπος μέσα από την κριτική ματιά της Ουτοπίας της Παρακμής, που είναι απόλυτη και δεν αφήνει περιθώρια στον τεχνολογικό πολιτισμό, όπως η μαρξιστική, να αντικρίσει την πραγματική φύση του προβλήματος, όπως παρατηρεί ο Adorno για το έργο του Spengler. Και αυτό αποτελεί γεγονός, διότι μέσα στην απολυτότητα μιας ουτοπικής κατάστασης, καθότι αυτή δεν μπορεί να επαληθευτεί πλήρως ούτε παύει να εφάπτεται κατά κύριο λόγο σε ιδεατό πλαίσιο πρόσληψης, δεν υπάρχει περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας· έτσι η κριτική γίνεται απόλυτη και μέσα στην απαισιοδοξία και την κλειστότητα της ταυτόχρονα θεμιτά ώριμη και μεστή για τον άνθρωπο, που δεν αναζητεί πλέον από μια μεταφυσική δύναμη είτε αυτή λέγεται «Θεός των Χριστιανών» είτε «Πρόοδος των Προοδευτικών», μια λύση για τα προβλήματα του αλλά προσπαθεί να δώσει λύσεις ο ίδιος ή να χαθεί προσπαθώντας, σαν επαναστατημένος αντάρτης-μια Εωσφορική εικόνα που θυμίζει έντονα Milton.

Αυτός είναι και ο λόγος που μέσα στην όντως μαρξιστογενή, κατά τον Νίκο Μαλλιάρη (βλέπε το επίμετρο του «Άνθρωπος και Τεχνική»), ανάλυση του Jeffrey Herf στον «Αντιδραστικό Μοντερνισμό», ο Spengler αποδίδεται λανθασμένα ως υμνητής της τεχνολογίας. Λόγω του γεγονότος πως ο τελευταίος της αποδίδει μια Κοσμοεικόνα εντός ενός πολιτισμού, χωρίς να αναλογίζεται ο Herf ότι κάποιος που είναι επιφυλακτικός απέναντι στην τεχνολογία ακόμη και αν την χρειάζεται απλά ως μέσο για την εκπλήρωση ενός σκοπού, μπορεί να την βλέπει πνευματικά και πολιτισμικά ως μια μορφή κοσμοεικόνας ενός ολόκληρου πολιτισμού χωρίς να την εξωραΐζει και χωρίς να υιοθετεί αντιλήψεις περί «ταξικών ανταγωνισμών και οικονομικών προτσές». Ο Spengler δεν θεωρεί τίποτα απόλυτο και τίποτα άχρονο καθώς τα πάντα διαβαίνουν μέσα από το μονοπάτι της σκοτεινής αλήθειας που κρύβει η ανθρώπινη θνητότητα, την οποία δεν μπορεί να καταπολεμήσει κανένας θεός ή μηχανή ούτε καν οι Καίσαρές του. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αποτελεί «αντιδραστικό διανοούμενο» αλλά μάλλον έναν μελαγχολικό παρατηρητή με «προφητικό» βλέμμα, καλλιτεχνική διαίσθηση και βαθύτατα ριζοσπαστική ματιά στα μυστήρια της ανθρώπινης ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης.

RES PUBLICA

, , , , , ,

1 thought on “Oswald Spengler: «Αντιδραστικός» διανοούμενος ή σκοτεινός Προφήτης της «Παρακμής του Δυτικού Πολιτισμού»;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *