Παιδεία και Γραμματεία στο Βυζάντιο

Από το βιβλίο του Ι.Δ. Σαρρή “ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός”, εκδ. Ζήτρος 2022, σελ.347-353. 

Μετά τους τόπους ορθόδοξης λατρείας, τα πρωτογενή κείμενα αποτελούν την καλλίτερα συντηρημένη κατηγορία πολιτιστικών μνημείων του βυζαντινού κόσμου. Ρωμαίικα λάβαρα, πολυτελή μέγαρα, χρυσοποίκιλτα μεταξωτά και φιλντισένια μικροτεχνήματα έγιναν βορά της λήθης, όμως ο γλαφυρός λόγος της βυζαντινής διανοήσεως θα φωταγωγεί στο διηνεκές τα πεπραγμένα της ρωμαίικης πολιτείας. Επιπλέον, παρέχει μία αδρή εικόνα για τις νόρμες της βυζαντινής παιδείας.

Ήδη από το 425, ο Θεοδόσιος Β΄ είχε εγκαινιάσει το Πανδιδακτήριον της Κωνσταντινουπόλεως, ένα μεγάλο κοσμικό πανεπιστήμιο που σύντομα ξεπέρασε την Ακαδημία Αθηνών σε αίγλη και έργο. Εκεί εδιδάσκοντο φιλοσοφία, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, γραμματική, νομική, ρητορική και μουσική. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, η σχολή φιλοξενούσε την -διατηρήσασα περί τις 120.000 τόμων- βιβλιοθήκη του Ιουλιανού [1953] και εδέχετο ανταγωνισμό από σχολές των υπολοίπων μητροπόλεων του ελληνιστικού κόσμου (σε Αθήνα, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Βηρυτό, Γάζα). Αφότου ο Ιουστινιανός έκλεισε την αθηναϊκή Ακαδημία και οι άλλες μητροπόλεις κατεκτήθησαν από Άραβες, απέμεινε μόνον η Κωνσταντινούπολις να παρέχει ανώτατες σπουδές. 

Επί Ιουστινιανού, η Νομική σχολή ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πανδιδακτήριον και αναβαθμίστηκε σε σπουδαιότητα. Η θεολογία διδασκόταν σε εκκλησιαστικές σχολές που θεσπίστηκαν τον 7ο αιώνα επί πατριάρχου Σεργίου και οι οποίες συνέχισαν να λειτουργούν έως την Άλωση, με ενδιάμεσα διαλείμματα στην περίοδο της Εικονομαχίας. Κατά την πολιτιστική αναγέννηση του 9ου αιώνος, σημειώθηκε μία τομή στην βυζαντινή παιδεία με την ίδρυση της ανωτέρας Σχολής της Μαγναύρας το 855, όπου παρεδίδοντο τα μαθήματα του Πανδιδακτηρίου υπό την διεύθυνση του πολυμαθεστάτου Λέοντος του Μαθηματικού [1954]. Επί Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, τον 10ο αιώνα, ολάκερη η αυτοκρατορική αυλή θύμιζε ακαδημία σοφών. Τον 11ο αιώνα, ο τραχύς Βασίλειος Β΄ επέδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα γράμματα, αλλά το 1045 ο Κωνσταντίνος Θ΄ δημιούργησε μία νέα νομική σχολή με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο για «νομοφύλακά» της και επίσης μία φιλοσοφική σχολή υπό την εποπτεία του Μιχαήλ Ψελλού. Επί Κομνηνών, οι κλασικές σπουδές ήκμασαν και ο Αλέξιος Α΄ ίδρυσε σχολεία για ορφανά παιδιά [1776], αλλά -σε γενικές γραμμές- η ανώτατη παιδεία έτεινε να περιορισθεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, επεκράτησε η οικοδιδασκαλία και οι κωνσταντινουπολίτικες σχολές απώλεσαν μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυναμικής των. Αυτό δεν σήμανε και υποχώρηση της παιδείας γενικώς, εφόσον αυτήν την περίοδο κυοφορήθηκε από ιδιώτες φιλοσόφους η ανθρωποκεντρική Αναγέννηση. Επί Παλαιολόγων και Μεγάλων Κομνηνών, πλάι στην Άρτα και στον Μυστρά, μεγάλη πνευματική άνθηση γνώρισε και η Τραπεζούς στον Πόντο, με τα ιατροφιλοσοφικά και αστρονομικά σχολεία της, εκεί όπου ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός συναντούσε τα επιτεύγματα του αραβοπερσικού [1955].

Η πνευματική καλλιέργεια αποτελούσε ύψιστο ιδανικό για τους Κωνσταντινουπολίτες, ενώ η παντελής απουσία της αφορμή χλεύης, εάν κρίνουμε από τον αριθμό των καταγεγραμμένων σατιρών για τον «ἀγροῖκο» αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ τον «Τραυλό» [1956]. Τα παραδείγματα της Αθηναΐδος, της Κασσιανής, της Άννης Κομνηνής και η ύπαρξη θηλέων ιατρών υποδεικνύουν ότι η εκπαίδευση ήταν προσβάσιμη και στις γυναίκες, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Η -υπό αυτοκρατορικό έλεγχο- οργανωμένη εκπαίδευση σε σχολές αφορούσε κυρίως ευκατάστατες οικογένειες και δεν ήταν υποχρεωτική. Ωστόσο, το ποσοστό των εγγραμμάτων-στοιχειωδώς μορφωμένων πολιτών της βυζαντινής κοινωνίας ήταν από τα μεγαλύτερα που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία μέχρι την νεωτερικότητα [1957]. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην ευρύτατα διαδεδομένη κατ’ οίκον διδασκαλία, που εξασφάλιζε σε πολλά παιδιά μία βασική μόρφωση. Γενικώς, η παιδαγωγική ύλη δεν υφίστατο ριζικές μεταβολές, ούσα υποκείμενη σε μία τρόπον τινά λόγια παράδοση.

Από την ηλικία των 6 ετών, τα παιδιά μάθαιναν το «ἑλληνίζειν τὴν γλῶσσα», δηλαδή Γραμματική, ενώ συγχρόνως μελετούσαν Έλληνες κλασικούς, τραγικούς ποιητές και πρωτίστως τον Όμηρο [1958]. Η αποστήθιση εκτεταμένων αποσπασμάτων από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια συνιστούσε κοινή εκπαιδευτική πρακτική και η αλήθεια είναι ότι, όπως και στον λιγότερο φιλελεύθερο δυτικό μεσαίωνα, η παιδεία βασιζόταν στην πιστή εκ-μάθηση των παραδεδομένων και όχι στην πρωτότυπη σκέψη που θα μπορούσε να τα αμφισβητήσει. Παράλληλα με την κοσμική παιδεία, μοναχοί και κληρικοί ανελάμβαναν την θρησκευτική κατήχηση των παιδιών, δίνοντες έμφαση στην εκμάθηση της Βίβλου. Περί τα 14, οι έφηβοι ξεκινούσαν μαθήματα ορθοφωνίας και ρητορικής, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ισοκράτους, του Ερμογένους και του Αφθονίου [1959]. Στην συνέχεια, εδιδάσκοντο Φιλοσοφία και τις λεγόμενες «τέσσερεις τέχνες», ήτοι Αριθμητική, Γεωμετρία, Μουσική και Αστρονομία [1960]. Όποιος ήθελε και είχε την οικονομική ευχέρεια, ηδύνατο να σπουδάσει επιπροσθέτως και Νομική, Φυσική, Ιατρική ή Θεολογία. Παρότι εκλείπει η βεβαία γνώση, μπορούμε βασίμως να υποθέσουμε πως οι οικοδιδάσκαλοι διεδραμάτιζαν τον σπουδαιότερο ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών, αλλά καθώς αυτά μεγάλωναν ξεκινούσαν να φοιτούν σε οργανωμένα σχολεία.

Από τα παραπάνω τεκμαίρεται η ιδιαίτερη σχέση των βυζαντινών γραμμάτων με τους αρχαίους Έλληνες, η οποία καθίσταται προφανέστερη στις πραγματείες των λογίων, παρά τις διαχρονικές επιφυλάξεις αρκετών κληρικών έναντι ειδωλολατρών συγγραφέων. Η σεβαστή απήχηση του νεοπλατωνιστού Πρόκλου, ο θαυμασμός του Λεοντίου Βυζαντίου και του Ιωάννου Φιλοπόνου για τον Αριστοτέλη, τα φιλολογικά ενδιαφέροντα του Μεγάλου Φωτίου, οι ομηρικές διατριβές των Ιωάννου Τζέτζη και Ευσταθίου Θεσσαλονικέως, η αγάπη της Άννης Κομνηνής συλλήβδην για τους κλασικούς και το πάθος του Μιχαήλ Ψελλού και του Πλήθωνος για τον Πλάτωνα μπορούν να ερμηνευθούν εύκολα. Οι αρχαίοι συγγραφείς απετέλουν σταθερόν οδοδείκτη διά τα κοσμικά πονήματα φιλοσοφίας. Στην δε Παλαιολόγειο Αναγέννηση του 14ου-15ου αιώνος, οι Έλληνες λόγιοι προσεκολλήθησαν στους αρχαίους προγόνους και, προοδευτικά, μετέδωσαν τους αστικούς ανθρωποκεντρικούς στοχασμούς των στις ιταλικές πόλεις. Ο αρχαιοελληνικός λόγος ουδέποτε σίγησε. Ο Ηρόδοτος ενέπνευσε τον Προκόπιο, ο Ξενοφών τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Θουκυδίδης τον Κριτόβουλο και τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, ο Πολύβιος την Άννα Κομνηνή, οι τραγικοί ποιητές τον ρήτορα Αγαθία [1961] κ.τ.λ. Οι βυζαντινοί συγγραφείς αναπαρήγαγαν ακόμη και τις εξώνυμες ονομασίες που απέδιδαν οι αρχαίοι σε ξένους λαούς, αποκαλώντας έτσι «Μοισούς» τους Βουλγάρους, «Πέρσες» τους Τούρκους και «Σκύθες» όσους πληθυσμούς εντόπιζαν στις κοιλάδες ύπερθεν της Ταυρικής.

Οι Βυζαντινοί λόγιοι, λοιπόν, αγαπούσαν την ιστορία και ανέλαβαν επάξια την ευθύνη της καταγραφής της. Κάθε βυζαντινή περίοδος ανέδειξε τους δικούς της ευφυείς ιστορικούς που, καίτοι δεν ήσαν άπαντες αρκούντως αντικειμενικοί, είχαν ταλέντο, λεπτολόγο παρατηρητικότητα και κριτική αντίληψη. Οι Προκόπιος, Αγαθίας, Μένανδρος, Ευάγριος, Λέων Διάκονος, Ψελλός, Ατταλειάτης, Βρυέννιος, Χωνιάτης, Κριτόβουλος, Σφραντζής, Χαλκοκονδύλης και πλείστοι άλλοι είναι συγκρίσιμοι με κατοπινούς δυτικούς ιστοριογράφους της πρώιμης νεωτερικότητος. Ειδικότερα, έχουν διασωθεί απομνημονεύματα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας από ανθρώπους που έζησαν σπουδαία γεγονότα, όπως οι διηγήσεις της αραβικής αλώσεως της Θεσσαλονίκης από τον Καμινιάτη (10ος αιών), της νορμανδικής αλώσεως της ιδίας πόλεως από τον Ευστάθιο (12ος αιών), τα γλαφυρά απομνημονεύματα του Κεκαυμένου κ.α.

Οι Βυζαντινοί γενικώς έτρεφαν μία αδυναμία για τις γεμάτες ζωντάνια περιγραφές. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο ανεδύθη μια νέα λογοτεχνική κατηγορία, τα εγκώμια. Στην εποχή κατισχύσεως του αστικού πατριωτισμού [1962], παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εγκώμια πόλεων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον «Περὶ τῆς βασιλίδος μεγαλοπόλεως λόγο» του Θεοδώρου Μετοχίτου, το «Ἐγκώμιον εἰς τὴν μεγαλόπολιν Νίκαιαν» του Θεόδωρου Β´, το «Ἐγκώμιον Κωνσταντινουπόλεως» του Γεωργίου Καρβώνη, τον «Εἰς Τραπεζοῦντα λόγον» του Βησσαρίωνος, την «Ἐγκωμιαστικὴν ἔκφρασιν Κορίνθου» του Ιωάννου Ευγενικού κ.α. Εκτός αυτών, οι Πανηγυρικοί, οι Επικήδειοι και οι δημόσιοι λόγοι που απηγγέλλοντο από ρήτορες σε μεγάλες εορτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τις συνθήκες και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. Περισσότερες πληροφορίες, τεχνoκρατικού χαρακτήρος, μπορούμε να αντλήσουμε από νομικά κείμενα και αυτοκρατορικά πονήματα, όπως τα «Στρατηγικά» εγχειρίδια τακτικών και οργανώσεως του στρατού που συνέγραψαν ο Μαυρίκιος και ο Κεκαυμένος και τα έργα «Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως» και «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανόν» του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου.

Οι Βασιλικοί Ανδριάντες συνιστούν ένα ακόμη είδος βυζαντινής λογοτεχνίας, του οποίου οι θεματικές πραγματεύονται τις αρετές και τις ιδιότητες ενός ιδανικού ηγέτη. Ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες: τις αυτοβιογραφίες αυτοκρατόρων, τα βασιλικά εγκώμια που επαινούν την συμπεριφορά ηγεμόνων και τα «ηγεμονικά κάτοπτρα», που μέσω παραινετικών λόγων απευθύνουν συμβουλές, νουθεσίες ή και προειδοποιήσεις στον εξουσιάζοντα αποδέκτη των [1963]. Ειδικώς τα Κάτοπτρα αποτελούν πολύτιμες πηγές για τα πολιτικά ιδεώδη του Βυζαντίου, μαρτυρώντας τον πολιτικό στοχασμό και τις αξίες σημαινουσών προσωπικοτήτων του. Στην σύνταξη Βασιλικών Ανδριάντων επεδόθησαν συγγραφείς όπως ο Συνέσιος Κυρηναίος, ο Αγαπητός, ο Μέγας Φώτιος, ο Κεκαυμένος, ο Θεοφύλακτος Αχρίδος και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης.

Βεβαίως, ένα μεγάλο -ίσως το μεγαλύτερο- ποσοστό των μνημείων γραπτού λόγου, που διασχίζουν ολάκερη την βυζαντινή χιλιετία, αναλύουν θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, χωρίς να υπάρχει πάντα σαφής δια-χωρισμός από τα φιλοσοφικά είδη. Τον 4ο αιώνα, οι Άγιοι Ιωάννης Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης και οι υπόλοιποι Καππαδόκες πατέρες έθεσαν τις βάσεις της βυζαντινής πατερικής παραδόσεως, αφήνοντας μία εκπληκτική και από πολλές απόψεις πρωτότυπη συγγραφική παρακαταθήκη για τους κατοπινούς αιώνες [1964]. Οι Λεόντιος Βυζάντιος τον 6ο αιώνα, Μάξιμος ο Ομολογητής τον 7ο, Ιωάννης Δαμασκηνός τον 7ο-8ο, Θεόδωρος Στουδίτης τον 8ο-9ο και Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα ήσαν, μεταξύ άλλων πολλών, πεφωτισμένοι συγγραφείς των οποίων ο θεολογικός λόγος, καίτοι βαθυστόχαστος, δεν παρεξέκλινε επ’ ουδενί από την δογματική Ορθοδοξία των Οικουμενικών Συνόδων. Τούτη η Ορθοδοξία εξεφράζετο και στα «μυστικά» συγγράμματα των μονών Στουδίου και Αγίου Όρους, από γέροντες που είχαν εμπειρία του ορθοδόξου μυστικού βιώματος. Οι βιογραφίες αγίων και τα συναξάρια συγκροτούσαν ένα ακόμη πολύ δημοφιλές λογοτεχνικό είδος, που μεταφραζόταν συχνά σε σλαβικές γλώσσες και στα λατινικά. Η ποίηση συνήθως αφιερούτο στην εξύμνηση του Θείου κι έτσι έτικτε τους στίχους διαφόρων εκκλησιαστικών μελών. Ο θρυλικός Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αιών) θεωρείται αναμφισβήτητα ως ο σπουδαιότερος βυζαντινός συνθέτης, ενώ ο Ιωάννης Δαμασκηνός και η μοναχή Κασσιανή ενεπνεύσθησαν εξίσου ωραίες υμνωδίες. 

Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια είναι ότι δεν προέκυψαν πολλές πρωτότυπες δημιουργίες από την μεγαλοαστική τάξη των μορφωμένων λογίων. Οι Βυζαντινοί ήσαν άριστοι σκαπανείς της ιστορίας και αρχειοθέτες γνώσεων. Είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος της ελληνορωμαϊκής γραμματείας διεσώθη στα χριστιανικά μοναστήρια χάρη στους ακαταπονήτους ρασοφόρους καλλιγράφους και αντιγραφείς χειρογράφων. Σε αυτό το έργο συνέβαλλαν, ωσαύτως, δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, όπως αυτές του Αρέθα και του Βησσαρίωνος εκ Τραπεζούντος. Ο Αρέθας μάλιστα, ως λόγιος επίσκοπος, με τον κώδικα που συνέγραψε, διέσωσε από την λήθη πολλά αρχαία κείμενα, διανθισμένα με προσωπικούς του σχολιασμούς [1965]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακολούθησε τα χνάρια του μεγάλου δασκάλου του, του πατριάρχου Φωτίου, ο οποίος τον 9ο αιώνα είχε συγγράψει, μεταξύ πολλών έργων, το μεγάλο λεξικό της «Λέξεων Συναγωγῆς», 263 επιστολές και την «Μυριόβιβλο» ή «Βιβλιοθήκη», μία εμβληματική ανθολογία 280 αρχαίων και χριστιανών συγγραφέων εμπλουτισμένη με οξυδερκέστατες αναλύσεις του [1966]. Οι Βυζαντινοί παρέμεναν αξεπέραστοι στις επιτομές, τα σχόλια και τις σχολαστικές διορθώσεις. Σε ορισμένες -όχι τόσο συχνές- περιστάσεις, υπερέβαιναν και τα όρια της αδικαιολόγητης γραφικότητος, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση του Κομητά τον 10ο αιώνα, ο οποίος απεπειράθη να «διορθώσει» γραμματικά τον Όμηρο, προσθέτοντας και νέα στίξη στους στίχους του [1967].

Οι πρωτότυπες εμπνεύσεις, ο αυθορμητισμός, η φρεσκάδα και η συνεκτικότητα δεν ήσαν αυτοσκοπός για τους βυζαντινούς συγγραφείς, ενίοτε δεν συμπεριελαμβάνοντο καν στις προτεραιότητές των. Σε αυτό το σημείο, η βυζαντινή φιλολογία ομοιάζει με την ταυτόχρονή της δυτική ως προς κάποια προνεωτερικά, ανορθολογικά και, μυθικά θα λέγαμε, στοιχεία. Οι πρωτότυποι στοχαστές σπάνιζαν, εν αντιθέσει προς τους ευσεβείς συντηρητές, σχολιαστές και μεταλαμπαδευτές αυθεντιών, οι οποίοι μέστωναν τα μοναστήρια και τα πρώιμα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Το αναγνωστικό κοινό της εποχής δύσκολα παραδιδόταν στο άγχος της προόδου ή στην θύελλα κάποιας αλληλοδιάδοχης μόδας. Δεν επιζητούσε άνευ όρων ανακαινίσεις, καθότι προτιμούσε την ασφάλεια καθολικά και διαχρονικά παραδεδεγμένων αληθειών, μέσα από την Αγία Γραφή, τους εκκλησιαστικούς πατέρες και Έλληνες κλασικούς. Κατά συνέπεια, η παιδεία στηριζόταν πρώτα στην μηχανική αποστήθιση και δευτερευόντως στο κριτικό πνεύμα. Επιπλέον, οι συγγραφείς των μέσων χρόνων δεν διεκδικούσαν προσωπική αναγνώριση για τα πονήματά τους, εφόσον η όποια καθολικώς αποδεκτή ορθότητα αυτών εξαρτιόταν από την συνάφειά τους με αλήθειες ήδη παραδεδομένες σε παρελθόντα χρόνο [1968]. Η δόξα ανήκει στον Κύριο που επέτρεψε την αποκάλυψη των αληθειών. Επομένως, δεν υφίστατο η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας εμπορικού χαρακτήρος, όπως την γνωρίζουμε στην νεωτερικότητα.

Πολλά προνεωτερικά χειρόγραφα αποτελούσαν συμπιλήματα τετριμμένων ρήσεων και παραγράφων, που ενεστάλαζαν «διαχρονικές αλήθειες» και αλιεύονταν από γνωστότερα κείμενα. Οι συγγραφείς ενδέχεται να μην υπέγραφαν τα συρραμμένα κείμενά των ή, εν είδει προβλητικής ταυτίσεως του λογισμού των με κάποιον προγενέστερο, χρησιμοποιούσαν το αναγνωρίσιμο όνομα εκείνου ως ψευδώνυμο, ικανό να τονίσει την αυθεντία που αυτά περικλείουν (όπως π.χ. ο «Ψευδο-Καλλισθένης», ο «Ψευδο-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης» κ.τ.λ.) [1969]. Οι συγγραφείς, επίσης, δεν ένιωθαν την ανάγκη να πειθαρχούν οπωσδήποτε σε κανόνες ορθολογικής δομής και συνεκτικότητος νοημάτων. Εάν η διανοητική κατανόηση δεν είχε προκηρυχθεί εξαρχής ως στόχος, τότε τινές «μυστικιστές» συγγραφείς ησθάνοντο ελεύθεροι να συμπλέκουν φυσικά με υπερφυσικά και μυθικά στοιχεία. Ένεκεν τοιαύτης διαδικασίας «αντιγραφής και επικολλήσεως», η αρχική προέλευση ενίων ανακυκλουμένων αποσπασμάτων παραμένει ανεξακρίβωτη. Ολίγους μήνες πριν την Άλωση, όταν ο Γεννάδιος Σχολάριος εκλήθη να συντάξει μία απάντηση στις αιτιάσεις των ανθενωτικών, θυροκόλλησε στην πόρτα του κελιού του ένα κείμενο που κατέληγε με την φράση: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας» [1970]. Η φράση αυτή ελήφθη αυτούσια από λόγο του προγενεστέρου ανθενωτικού Ιωσήφ Βρυεννίου [1971], η οποία, αν και στα μάτια μας σημαίνει λογοκλοπή, κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσε ένα λυτρωτικό déjà vu στους ανησύχους ανθενωτικούς.

Στην νεωτερικότητα, ένας αυστηρός κριτής θα θεωρούσε επιεικώς αδιαφόρους τοιούτους φιλολογικούς «βυζαντινισμούς», που αφενός υπόκεινται σε κουραστικούς τυπικισμούς ως προς την μορφή του λόγου (γραμματική, συντακτική) και αφετέρου υστερούν σε πρωτοτυπία. Τούτος ο τυπικισμός μάλλον απέπνεε διαχρονικά κούραση. Η βυζαντινή λογιοσύνη δεν προήγαγε μόνον τον παιδαγωγικό κλασικισμό, αλλά και τον γλωσσικό. Σπανίζουν οι πηγές που εγράφησαν στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής, που μορφολογικά πρέπει να ευρισκόταν μεταξύ της δημοτικής νεοελληνικής και της κοινής ελληνιστικής, ενσωματώνοντας πιθανώς και γλωσσικά δάνεια [1835]. Στις περισσότερες περιόδους, οι λόγιοι συνηγωνίζοντο μεταξύ των για το ποίου τα κείμενα θα ήσαν πλησιέστερα στην αττική γλώσσα του Θουκυδίδου [1836], με ελάχιστες εξαιρέσεις (βλ. Θεοφάνη τον Ομολογητή). Αυτή η τάση «καθαρευούσης» συνόδευσε τα κείμενα των Ελλήνων λογοτεχνών έως -κατά προσέγγιση- τις αρχές του 20ου αιώνος.

Ωστόσο, υπήρξαν λογοτεχνικά έργα στην δημώδη γλώσσα και μάλιστα καθ’ όλα πρωτότυπα, διότι η πηγαία τέχνη αναβλύζει μέσα από την λαϊκή ψυχή και όχι από τυπικιστές φιλολόγους σε σαλόνια πλουσίων. Τα δημώδη ποιήματα, έπη και τραγούδια ομοιάζουν με την φιλολογική δραστηριότητα των μέσων χρόνων εις ό,τι αφορά την υπαγωγή τους στην πνευματική κοινοκτημοσύνη του λαού, στην κοινοτική -και όχι ατομική- παράδοση ενός τόπου (επαρχιακού πολίσματος ή χωρίου), του οποίου οι κάτοικοι διετήρουν προσωπικές σχέσεις μεταξύ των. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ακριβής προ-έλευσή τους συνήθως χανόταν στο βάθος του χρόνου, δεν είχαν κάποιον επώνυμο εμπνευστή με «πνευματικά δικαιώματα». Ως εκ τούτου, αυτά τα δημώδη έργα μετελαμπαδεύοντο δια της προφορικής παραδόσεως από γενεά σε γενεά, εμπλουτιζόμενα αυθορμήτως από την κοινότητα με διάφορα στοιχεία και ιδέες [1972]. Η αλυσίδα των ανωνύμων συνδημιουργών τους εξετείνετο μέσα στον χρόνο.

Τα δημοφιλέστερα δημώδη ποιήματα, επύλλια και διηγήματα είχαν συνήθως ερωτική, ηρωική ή αλληγορική θεματολογία, έντονα στοιχεία λυρισμού και ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ενώ ήσαν ευεπίφορα σε πολιτιστικές επιρροές ομόρων λαών (από Άραβες στους μέσους και Φράγκους στους υστέρους βυζαντινούς χρόνους) [1973]. Κάποια από τα κεντρικά θέματα των δημωδών επών ήσαν ο Τρωικός πόλεμος («Διήγησις γεναμένη ἐν Τροίᾳ»), ο Αχιλλέας («Ἀχιλληίς»), ο Θησέας («Θησηίς») και ο Μέγας Αλέξανδρος (βλέπε την μυθιστορία του Ψευδοκαλλισθένη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1388 σε 6000 στίχους). Οι ερωτικές μυθιστορίες, όπως π.χ. το έργο «Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη» (14ος αιών), γνώρισαν άνθηση στο φραγκικών επιρροών ύστερο Βυζάντιο. Δεν εξέλιπαν και τα ηθικοπλαστικά ποιήματα που ανεδείκνυαν υποδειγματικές στάσεις και συμπεριφορές, όπως ο «Σπανέας» (12ος αιών), καθώς και τα σατιρικά ποιήματα, όπως το «Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαϊδάρου» (15ος αιών), ο «Πωρικολόγος» (12ος αιών) και ο «Ὀψαρολόγος» (15ος αιών), που διακωμωδούσαν τα αριστοκρατικά εθιμοτυπικά και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας [1974]. Οι αναφερόμενες χρονολογήσεις είναι απλώς ενδεικτικές της πρώτης καταγραφής των στιχουργημάτων, καθότι δεν αποκλείεται να προϋπήρχαν αρκετά πρωιμότερες παραλλαγές των. 

Το διασημότερο και καλλίτερα μελετημένο έπος της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα ο «Διγενής Ακρίτης», το οποίο ξεχωρίζει για την δραματικότητα, την λαμπρότητα των περιγραφών και την ψυχολογική σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών του. Ο Runciman, συγκρίνοντάς το με αντίστοιχα έπη της Δύσεως, το χαρακτήρισε ως το εξοχότερο «chanson de geste» που γράφηκε ποτέ [1975]. Το έπος τούτο εγκαινίασε την λογοτεχνική κατηγορία των «ακριτικών» τραγουδιών, που εξυμνούσαν φανταστικές περιπέτειες και κατορθώματα των συνοριακών αμυντόρων της αυτοκρατορίας ή ακόμη και του ίδιου του Βασιλείου Ακρίτη. Η θεματική αυτού του έπους εμφανίσθηκε για πρώτη φορά πιθανότατα τον 9ο ή 10ο αιώνα, αλλά σταδιακά διανθίστηκε από πολλές γενεές σε πολλές ελληνόφωνες περιοχές, με αποτέλεσμα να προκύψουν διάφορες διασκευές και παραλλαγές, οι οποίες καταγράφονται από τον 12ο-13ο αιώνα [1976]. Ο πρωταγωνιστής, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», ήταν υιός μιας βυζαντινής αρχοντοπούλας κι ενός Σύρου εμίρη που εκχριστιανίσθηκε. Ο ρωμαλαίος Βασίλειος φανέρωσε από νωρίς την δύναμή του και στα δώδεκά του φόνευσε δυο αρκούδες κι έναν λέοντα. Στη ζωή του πολέμησε ένδοξα με ισλαμιστές επιδρομείς μα και με πλάσματα μυθικά, με δράκους, λεοντάρια κι αμαζόνες. 

Βιβλιογραφία

1776. Ἄννης Κομνηνῆς Ἀλεξιάς, Lib. XV.7 P.485, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 3, Comnena Vol. II (ed. B.G. Niebuhrii), Impensis ed. Weberi, Βόννη 1878, σ.349.

1835. Στον 20ο αιώνα, ο εμβριθής μελετητής της κοινής ελληνιστικής και της Καινής Διαθήκης, Archibald Thomas Robertson, δήλωσε ότι η νεοελληνική γλώσσα είναι σε όλα τα βασικά σημεία της ίδια με τα βυζαντινά ελληνικά του 1000 μ.Χ: «The modern Greek is in all essential points the same as the Byzantine Greek of 1000 A.D.», βλέπε: A.T. Robertson, “Grammar of the Greek New Testament in the Light of Historical Research”, George H. Doran Company 1914, σ.24.

1836. Gregory Nagy, “Greek Literature in the Byzantine Period: Greek Litera-ture”, Routledge 2014, σ.117.

1953. Edward Edwards, “Libraries and Founders of Libraries”, Trübner and Company 1864, σ.19.
1954. Διαμαντής Κούτουλας, “Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη: τοπογραφική ανασύνθεση”, εκδ. Χιωτέλλη 2000, σ.97.
1955. Virginia Trimble, Thomas Williams, Katherine Bracher, Richard Jarrell, Jordan Marché, Jamil Ragep, “Biographical Encyclopedia of Astronomers”, Springer Science & Business Media 2007, σ.229.
1956. Steven Runciman, “Byzantine Civilization” (Βυζαντινός Πολιτισμός), εκδό-σεις Γαλαξίας-Ερμείας 1993 (μτφρ. Δ.Δετζωρτζή), σ.251.
1957. Jennifer Lawler, “Encyclopedia of the Byzantine Empire”, McFarland 2015, σ.118.
1958. Deno John Geanakoplos, “Byzantium: Church, Society, and Civilization Seen Through Contemporary Eyes”, University of Chicago Press 1984, σ.401.
1959. Elizabeth Jeffreys, “Rhetoric in Byzantium: Papers from the Thirty-fifth Spring Symposium of Byzantine Studies, Exeter College, University of Oxford, March 2001”, Routledge 2017, σ.41.
1960. Roland Betancourt, “Sight, Touch, and Imagination in Byzantium”, Cam-bridge University Press 2018, σ.9.
1961. Charles Diehl, “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας” Τόμ. Γ΄ (μτφρ. Ε.Ταμπάκη), εκδ. Ηλιάδη 2011, σ.455-456.
1962. Μυρτώ Βεΐκου, “Byzantine Epirus: A Topography of Transformation. Set-tlements of the Seventh-Twelfth Centuries in Southern Epirus and Aetoloacarnania, Greece”, BRILL 2012, σ.342-343.
1963. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, “Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών”, εκδ. Βάνιας 1988, σ.15.
1964. Αλέξης Σαββίδης, “Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ.”, εκδ. Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος 1983, σ.64.
1965. Σωκράτης Κουγέας, “Ὁ Καισαρείας Ἀρέθας καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ: συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορία τῆς πρώτης αναγεννήσεως τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐν Βυζαντίῳ”, Βιβλιοπωλεῖον Ἐλευθερουδάκη & Μπάρτ 1913, σ.98-108.
1966. Bruce Merry, “Encyclopedia of Modern Greek Literature”, Greenwood Pub-lishing Group 2004, σ.331.
1967. Paul Lemerle, “Byzantine Humanism: The First Phase: Notes and Remarks on Education and Culture in Byzantium from its Origins to the 10th Century”, BRILL 1986, σ.191-192.
1968. Ιωάννης Σαρρής, “Η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας ανά τους αιώνες”, ResPublica.gr 25/07/2021, https://www.respublica.gr/2021/07/post/intellectual-property/ [ανεκτήθη τον Μάρτιο του 2022].
1969. Αναφορικά με την συγγραφική ανωνυμία και την αδιαφορία του μεσαιωνικού κόσμου για την ταυτότητα του δημιουργού, βλέπε: Robert Griffin, “Anonymity and Authorship”, New Literary History Vol. 30 No. 4, The Johns Hopkins University Press 1999, σ.877-895.
1970. Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος, “Ἱστορία τοῦ Σχίσματος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς”, Τύποις Ὄ. Βιγάνδου, Λειψία 1867, σ.164.
1971. Ἰωσὴφ Μοναχοῦ τοῦ Βρυεννίου, Μελέτη περὶ τῆς τῶν Κυπρίων πρὸς τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μελετηθείσης ἑνώσεως (Β΄:4), “Τὰ εὑρεθέντα” Τόμ. Β΄, Τυπογραφία Βρεϊτκόπφ, Λειψία 1768, σ.23.
1972. Τίνα Λεντάρη, “The beginnings of greek vernacular literature”, Greece: books and writers, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Υπουργείο Πολιτισμού 2001, σ.18-21.
1973. Karl Krumbacher, “Byzantinische Zeitschrift”, BG Teubner Verlag 2007, σ.204.
1974. Καρλ Κρουμβάχερ, “Ἱστορία τῆς Βυζαντηνῆς λογοτεχνίας” Τόμ. Β΄ (μτφρ. Γ. Σωτηριάδης), Ἐν Ἀθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου 1900, σ.703-737.
1975. Steven Runciman, “Byzantine Civilization” (Βυζαντινός Πολιτισμός), εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας 1993 (μτφρ. Δ.Δετζωρτζή), σ.284.
1976. Christopher Fee, “Mythology in the Middle Ages: Heroic Tales of Monsters, Magic, and Might”, ABC-CLIO 2011, σ.100. 

ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *