Το Μοναστήρι της Πελαγονίας (Bitola)

Του Ρότζιου Γεωργίου, Αποφοίτου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Σε μικρή απόσταση από την πόλη της Φλώρινας και λίγα μόλις χιλιόμετρα πέρα από το τελωνείο της Νίκης στα βόρεια σύνορα Ελλάδας με την Π.Γ.Δ.Μ., βρίσκεται μια πολιτεία άγνωστη σε πολλούς. Το Μοναστήρι ή τα Βιτώλια (σήμερα Bitola) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του γειτονικού μας κράτους, μετά τα Σκόπια.

Με «μεταφορικό μας μέσο» τις ιστορικές πηγές, θα επιχειρήσουμε μαζί, ένα γρήγορο ταξίδι και μια επιδερμική ψηλάφηση της ιστορίας ενός, ξεχασμένου σήμερα, αστικού κέντρου, με ιδιαίτερα σημαντική την ελληνική παρουσία.

Τοποθεσία – Ονομασία

Χτισμένη δίπλα στα ερείπια της αρχαίας πόλης Ηράκλειας Λυγκιστικής που ιδρύθηκε από τον βασιλιά Φίλιππο τον Β΄, η πόλη του Μοναστηρίου, βρίσκεται στην περιοχή βόρεια της Φλώρινας που ονομάζουμε Πελαγονία. Ειδικότερα, βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Περιστερίου (σήμερα Pelister), μόλις 12 χλμ. Μακριά από τα ελληνικά σύνορα όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.1 

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή, ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου βιλαετιού Μοναστηρίου με μεγάλο πληθυσμό και το ελληνικό, ειδικά βλαχόφωνο, στοιχείο να υπερισχύει πληθυσμιακά.2  Σύμφωνα με το Michel Paillares, το καλοκαίρι του 1905: «Αναμφισβήτητα οι Έλληνες κρατούν τα «σκήπτρα του Μοναστηρίου»… Έχουν ένα θαυμάσιο λύκειο και μια πολύ καλή ανώτερη σχολή θηλέων… είναι οι μόνοι χριστιανοί που διαθέτουν νοσοκομείο. Στους 23 γιατρούς της πόλης οι 20 είναι Έλληνες. Όλα τα ευρωπαϊκά προξενεία παραδέχονται πως η ελληνική κοινότητα… είναι η πιο ισχυρή και η πιο ακμαία».3

Η ονομασία Μοναστήρι προέκυψε σύμφωνα με τις πηγές, λόγω του μεγάλου αριθμού μοναχών στην περιοχή που ίδρυσαν πολλά μικρά μοναστήρια. Οι Σλάβοι τις περιοχής, αλλά και άλλες πληθυσμιακές ομάδες της περιοχής, αποκαλούσαν την πόλη ως Βιτώλια ή Βίτωλα, ονομασία που χρησιμοποιούσαν και πολλοί βλαχόφωνοι Έλληνες και σιγά σιγά επικράτησε.4

Από την οθωμανοκρατία το Μοναστήρι λόγω της σημαντικής του θέσης ήταν η έδρα των προξένων της Ελλάδος, της Ρωσίας, της Μεγ. Βρετανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ρουμανίας και περιστασιακά της Σερβίας. Για τον λόγο αυτό την αποκαλούσαν «πόλη των προξένων».5 6

Η στρατηγική σημασία της περιοχής επέτρεπε στα οθωμανικά στρατεύματα να ελέγχουν ολόκληρο τον μακεδονικό και σερβικό χώρο.7 Στο εμπόριο, η προνομιακή θέση της που συνέδεε την βόρεια με την νότια βαλκανική, πρόσφερε μεγάλη ανάπτυξη στην περιοχή. Η σύνδεση Μοναστηρίου-Θεσσαλονίκης μέσω σιδηρόδρομου από τις οθωμανικές αρχές, ολοκλήρωσε και τις συνθήκες ανάπτυξης της πόλης, με την διακίνηση των εμπορευμάτων πια να γίνεται ευκολότερα και με τους Μοναστηριώτες να καθίστανται ως οι κύριοι εμπορικοί φορείς στην βορειοδυτική Μακεδονία.8 9

Παρά τον σημαντικό αριθμό και τον αναβαθμισμένο ρόλο των Ελλήνων της περιοχής αυτής, για τους περισσότερους σήμερα, η ελληνική κοινότητα του Μοναστηρίου αποτελεί μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας. Τα έτη 1912-13 που το Μοναστήρι, έπειτα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, πέρασε στην κυριαρχία των Σέρβων, συμμάχων της Ελλάδας, οι Έλληνες Μοναστηριώτες (που είχαν την ελπίδα πως θα ενσωματωθούν στα ελληνικά σύνορα) άκουσαν από το προξενείο της πόλης, τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο να τους λέει: «Έλληνες του Μοναστηρίου από σήμερα είστε Σέρβοι πολίτες». Πηγές αναφέρουν πως από τις 50.000 των κατοίκων της πόλης, το 80% ήταν Έλληνες βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι κι ελληνόφωνοι.10 11

Η Μοναστηριώτικη κοινότητα οργανώθηκε από νωρίς γύρω από την παιδεία και την δημιουργία σχολείων. Με πολλή εθελοντική εργασία, εράνους αλλά και δωρεές ομογενών, η “Ελληνική Ορθόδοξος Κοινότητα Μοναστηρίου”, απόκτησε γυμνάσιο, παρθεναγωγείο με γυμνασιακό τμήμα, αστική σχολή αρρένων και νηπιαγωγεία.12 13

Λόγω της εθνοτικής και γλωσσικής πολυμορφίας της Πελαγονίας, τα ελληνικά σχολειά στο Μοναστήρι έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο και η ανάπτυξη τους οφείλεται στον μεγάλο βλαχόφωνο και ελληνόφωνο πληθυσμό της πόλης.14

Με την απόσχιση της βουλγαρικής εκκλησίας (Εξαρχίας) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1870, ο εθνοτικός ανταγωνισμός εντάθηκε. Η προσπάθεια διατήρησης αλλά και την ενδυνάμωσης της εθνικής βουλγαρικής συνείδησης και κυριαρχίας, από την πλευρά των Εξαρχικών, δίχασε τον σλαβόφωνο πληθυσμό της πόλης. «Άλλοι παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική ιδέα, ενώ άλλοι θεώρησαν εαυτούς Βούλγαρους και προσχώρησαν στην Εξαρχία».15 Όσον αφορά τον βλαχόφωνο πληθυσμό, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό κοντά στην ελληνική πλευρά, παρά την ισχυρή ρουμανική προπαγάνδα που, κι αυτή, υπήρχε στην περιοχή, λόγω και της γλωσσικής συγγένειας με τη βλαχική γλώσσα .

Μοναστήρι 1903: Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου στο Ελληνικό Προξενείο.

Η σερβική κατάληψη της Πελαγονίας

Το 1912, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο κι άλλες πόλεις της βόρειας Μακεδονίας, ενσωματώθηκαν στο σερβικό κράτος.

Από τον Οκτώβριο του 1912, οι Τούρκοι προύχοντες του Μοναστηρίου αποφάσισαν να έρθουν σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Πελαγονίας, προκειμένου να οργανωθεί μια προσπάθεια παράδοσης της πόλης στις ελληνικές αρχές, ώστε να αποφευχθεί ο “κίνδυνος” της σερβικής κατοχής. Στο σημείο αυτό, σημαντικό ρόλο προς την αντίθετη κατεύθυνση, έπαιξε ο πρόξενος της Ρωσίας στην πόλη.16

Στις 6 Νοεμβρίου του 1912, με την υποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, ο σερβικός στρατός εισήλθε στο Μοναστήρι. Οι σερβικές οικογένειες της πόλης ήταν ωστόσο ελάχιστες.17  Η Φλώρινα, λίγο νοτιότερα, μια μέρα μετά, στις 7 Νοεμβρίου 1912 να καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό.

6 Νοεμβρίου 1912: Η είσοδος του σερβικού στρατού στο Μοναστήρι.

Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που αποτελούσε και την νομική αποτύπωση των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών πολέμων, ο ελληνισμός της Πελαγονίας, βρέθηκε να απέχει μόλις 3 χλμ. έξω από τα ελληνικά σύνορα.20

Πολλοί Μοναστηριώτες, μετά την “οριστική” ενσωμάτωση του Μοναστηρίου στο σερβικό κράτος, εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Φλώρινα και στην Θεσσαλονίκη. Στην μεν πρώτη ίδρυσαν τον, ενεργό έως τις μέρες μας, ιστορικό σύνδεσμο Μοναστηριωτών «Η Ελπίς», στην δε δεύτερη ίδρυσαν τον σύλλογο Μοναστηριωτών «Η Καρτερία», ο οποίος κι αυτός μέχρι και σήμερα έχει πολυσχιδή και σημαντική δράση.

Επί πολλά χρόνια πρόεδρος του συλλόγου Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης “Η Καρτερία”, υπήρξε η αείμνηστη Βιολέτα Σμυρνιού Παπαθανασίου (έφυγε στις αρχές του 2019). Παρακάτω παρατίθεται ένα απόσπασμα του επιλόγου από το βιβλίο της «Μοναστήρι: Ιστορική περιπλάνηση στην πάτρια γη», όχι για λόγους εθνικιστικούς, αλλά για να κατανοήσουμε την αγάπη που έτρεφαν και τρέφουν αρκετοί Μοναστηριώτες Έλληνες για την περιοχή της καταγωγής τους

«Κι έφτασε η διήγησή μας στο 1912.
Δεμένοι σε μιαν άδικη μοίρα, σκορπίστηκαν οι Μοναστηριώτες σ’ όλη τη Μακεδονία -οι περισσότεροι στη Φλώρινα και τη Θεσ/νίκη- με την ελπίδα του γυρισμού να σέρνεται κάτω από τη θλίψη της προσφυγιάς· ενός γυρισμού που δεν ήρθε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ξανάπιασαν τη ζωή τους σ’ αυτές τις πόλεις, που δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν ποτέ τη μυρωδιά της δικής τους, στις οποίες όμως έμελλε να γεννήσουν και ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους, καθώς τ’ όνειρο ξεθώριαζε.

Και δεν αφέθηκαν στους καιρούς. Φορείς μιας ζωντανής και δημιουργικής κουλτούρας, καλλιεργημένης για αιώνες, αναμείχθηκαν με τους γηγενείς, κατορθώνοντας όμως να μεταφέρουν αυτούσιους τους χαρακτήρες της αλλοτινής ζωής τους, επηρεάζοντας έντονα τόσο την πολιτισμική όσο και την εμπορική φυσιογνωμία των πόλεων που τους δέχθηκαν και κυρίως της Θεσ/νίκης.

Αυτά που σας διηγήθηκα δεν τα μαύρισε καμιά μνησικακία ή μεμψιμοιρία.
Την πίκρα του ξεριζωμού δεν την έζησα, πολύτιμο όμως θυμιατήρι των γονιών μου, τη μεταφέρω σ’ αυτές τις γραμμές ως αναφορά τιμής σ’ αυτούς που έχασαν μια πατρίδα. Ο αγέρας του Περιστεριού δεν μ’ ανάθρεψε. Το Μοναστήρι μπήκε στις φλέβες μου από ιστορίες ειπωμένες από χείλη αγαπημένα. Τη γνώση μου για τη γη των γονιών μου την ολοκληρώνω σταδιακά μέσ’ από κείμενα.
Όμως γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι κανένας δεν νοσταλγεί ποτέ ό,τι δεν έχει ζήσει, ένα μονάχα θέλω να πω και να σωπάσω. Όταν ο ήλιος μόλις και φωτίζει την πόλη μου μέσα στις γλάστρες με τα λουλούδια, που μόλις αναπνέουν στο καυσαέριο, χίλιες φορές νοστάλγησα μια γλάστρα με βασιλικό φυτεμένο σ’ ένα σβώλο από χώμα φερμένο από το Περιστέρι, να σκύβω τα πρωινά και να μυρίζω Μοναστήρι».
Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα βίντεο για την ζωή της υπέργηρης Μοναστηριώτισσας γιαγιάς Φανίτσας. Η γιαγιά Φανίτσα μέσα από τη διήγηση της, αποτελεί και ένα παράδειγμα του κόσμου που αναγκάστηκε να ζήσει την προσφυγιά, εξαιτίας των έντονων πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων των αρχών του προηγούμενου αιώνα στα Βαλκάνια.

Σημειώσεις:

1 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.11.

2 Βακαλόπουλου Κ., Μουτσόπουλου Ν., Κεσόπουλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Η Άνω Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίς, σελ.393.

3 Michel Paillares, H Μακεδονική θύελλα, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα 1994.

4 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.11.

5, 6 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.13.

6

7 Βακαλόπουλου Κ, Η ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού, εκδ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2010, σελ.362.

8 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.15.

9 «Η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου μέσω Εδέσσης, Αμυνταίου και Φλωρίνης, ένα σημαντικό έργο της εποχή, κατασκευάστηκε στα 1891-1894. Το δικαίωμα κατασκευής δόθηκε το 1890 στη Deutsche Bank του Βερολίνου. Η κατασκευή της γραμμής άρχισε τον Ιούνιο του 1891 με ανάδοχο τη γαλλική τεχνική εταιρεία ‘Societe de Construction et Exploitation du Chemin de Fer.’ Η εταιρεία ανέλαβε και την κατασκευή όλων των σταθμών του δικτύου, εκτός αυτού της Θεσσαλονίκης, αφού με την καταβολή χρηματικού ποσού εξασφάλισε την απο κοινού χρήση του με την εταιρεία Ανατολικών Σιδηροδρόμων.» Πηγή: Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα

10 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.18.

11 Κολτσίδα Αντ., Η ιστορία του Μοναστηρίου της ΠΕλαγονίας και των περιχώρων, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 67.

12 Σμυρνιού Παπαθανασίου Βιολ., Μοναστήρι ιστορική περιπλάνηση στην πάτρια γη, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.16.

13 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.13.

14 Βακαλόπουλου Κ., Μουτσόπουλου Ν., Κεσόπουλου Αρ., Αλησμόνητες Πατρίδες- Η Άνω Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, εκδ. Τζιαμπίρης-Πυραμίς, σελ.394.

15 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.21.

16 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.42.

17 Κολτσίδα Αντ., Η ιστορία του Μοναστηρίου της ΠΕλαγονίας και των περιχώρων, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 195.

18 Κολτσίδα Αντ., Η ιστορία του Μοναστηρίου της ΠΕλαγονίας και των περιχώρων, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 199.

19 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.44.

20 Λουλατζή Χρ., Η πολιτισμική ταυτότητα των Βλάχων κατοίκων του Μοναστηρίου μέσα από τις συνεντεύξεις τους, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα 2017, σελ.45.

, , , ,

7 thoughts on “Το Μοναστήρι της Πελαγονίας (Bitola)

  1. Θερμά συγχαρητήρια! Το υλικό σας είναι πολύτιμο για τη διδασκαλία της σχετικής περιόδου.

  2. Συγχαρητήρια και πολλές ευχαριστίες για το άρθρο!
    Ούτε κάν αναφέρεται η Ελληνική Μειονότητα και είναι ξεχασμένη από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις! Υπολογίζεται στο 10-12% του συνολικού πληθυσμού του γειτονικού κράτους-μωσαϊκού!!!

  3. Υπολογίζεται στο 10-12% του συνολικού πληθυσμού του γειτονικού κράτους, χωρίς να υπολογίζονται περι τις 400.000 Ελληνόφωνοι και Σλαβόφωνοι Μακεδόνες και άλλοι Ελληνες που ήρθαν καταδιωγμένοι απο την Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά τον περιβόητο “συμμοριτοπόλεμο ” 1946-1949, και τους αποκαλούν “Egeici”, δηλαδή προερχόμενοι απο περιοχές παρακείμενες του Αιγαίου πελάγους. Το Ελληνικό κράτος έχει κάνει δυστυχώς πολλά λάθη, και πάντα εθελοτυφλούσε σε σχέση με το θέμα των Ελλήνων της Βόρειας Μακεδονίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *