Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου: Το Χρονικό του Μαχαιρά

Γράφουν οι: Εύα Νικολαΐδου, Δημήτρης Κιτσούλης

Ο Λεόντιος Μαχαιράς έζησε πιθανότατα μεταξύ του β΄ μισού του 14ου και του α΄ μισού του 15ου αι. Το έργο του καλύπτει μια μακρά περίοδο της κυπριακής ιστορίας, δίνεται όμως ιδιαίτερη έμφαση στην αυτοκρατορική δυναστεία των Φράγκων Λουζινιάν. Το εγκωμιασμένο κείμενό του κατέχει δύο σημαντικά πρωτεία στο ευρύτερο πλαίσιο της δημώδους γραμματείας: είναι το πρώτο πεζό και συνάμα το πρώτο γραμμένο σε ιδιωματική (κυπριακή) γλώσσα χρονικό, που ανανεώνει με αυτόν τον τρόπο τη μακραίωνη ελληνική ιστοριογραφική/χρονικογραφική παράδοση.

 Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.), Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄: χρονογράφοι βασιλείου Κύπρου, Τύποις του Χρόνου, Βενετία 1873, σ. 53-409.


Ο Λεόντιος Μαχαιράς, συγγραφέας ενός πολύ σημαντικού χρονικού για τη φραγκοκρατούμενη Κύπρο, έχει απασχολήσει επανειλημμένα τη σύγχρονη έρευνα, η οποία δεν έχει καταλήξει σε οριστικά και ομόφωνα συμπεράσματα σχετικά με τα καθέκαστα της ζωής και της εν γένει δραστηριότητάς του. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, τα χρονικά όρια της ζωής του εκτείνονται περίπου από το 1360 (ή, κατά μία άλλη εκδοχή, το 1380) έως το 1432, ενώ η σύνταξη του έργου του οριοθετείται ανάμεσα στα 1426 και 1431/2 (Πιερής 1991, 301-348). Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα η μετάθεση του τελικού ορίου του βίου του ύστερα από το καλοκαίρι του 1458, αφού δεν έχει αποδειχτεί επαρκώς η προτεινόμενη πλαστότητα του τελευταίου, συνοπτικού τμήματος (για τα έτη 1432-1458) του Χρονικού του (Κεχαγιόγλου 1999, 72). Η ελληνορθόδοξη οικογένειά του φαίνεται ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με τη δυναστεία των Λουζινιάν, τους οποίους οι Μαχαιράδες υπηρέτησαν από διάφορες θέσεις (Κεχαγιόγλου 1999, 72· Ζήρας 2007, 1366)· ανάλογες, διπλωματικές υπηρεσίες προσέφερε σποραδικά και ο ίδιος ο Λεόντιος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατείχε κάποια υψηλή αυλική θέση που να του επιτρέπει να ελέγχει –όπως συνήθως αναφέρεται– σημαντικές (και απόρρητες) πληροφορίες, πολύτιμες για τη συγγραφή του έργου του (Κεχαγιόγλου 1999, 72). Σε κάθε περίπτωση, τα ελάχιστα γνωστά βιογραφικά στοιχεία, που προέρχονται κυρίως από το ίδιο το Χρονικόν, υποδεικνύουν ότι ο Λεόντιος ήταν κάτοχος κάποιας μόρφωσης και γλωσσομαθής, πολύ καλός γνώστης της γαλλικής, γεγονός που, όπως φαίνεται, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του.

Το τελευταίο έφτασε ώς τις μέρες αποκλειστικά μέσω μιας χειρόγραφης παράδοσης που περιλαμβάνει τρεις μεταγενέστερους κώδικες, οι οποίοι επιμερίζονται σε δύο διασκευές/παραλλαγές με αρκετές διαφορές μεταξύ τους: η πρώτη παραλλαγή εκπροσωπείται από το πληρέστερο βενετικό χειρόγραφο Marcianus gr. VII (16ος αι.), το οποίο παραδίδει τον τίτλο Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν· η δεύτερη περιέχεται στο συντομότερο, δημωδέστερο γλωσσικά, αλλά περισσότερο χασματικό, χειρόγραφο της Οξφόρδης (16ος αι.) καθώς και στο (ελάχιστα μελετημένο) απότοκό του χειρόγραφο της Ραβέννας (17ος αι.), τα οποία διασώζουν τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο Εξήγησις παλαιάς ιστορίας νήσου Κύπρου, λεγόμενη Κρόνικα. Οι σημαντικές, πρωτίστως γλωσσικές και υφολογικές, και δευτερευόντως ως προς το περιεχόμενο, αποκλίσεις των τριών μαρτύρων καθιστούν πρακτικά αδύνατο τον καταρτισμό μιας «ενιαίας γλωσσικής» κριτικής αποκατάστασης του κειμένου με σταχυολόγηση και επιλογή ανάμεσα στις διαφορετικές γραφές (Πιερής 1993, 347-348)· προτιμότερη είναι η έκδοση κατά κώδικα ή, έστω, μια παράλληλη, συνοπτική παρουσίαση και των τριών χειρογράφων, πρακτική που σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε από τους εκδότες του στο παρελθόν.

Η πρώτη σύγχρονη έκδοση του κειμένου έγινε από τον Κωνσταντίνο Σάθα (1874) βάσει του χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης και την ακολούθησε λίγο αργότερα η δίτομη, γαλλική έκδοση του ίδιου σε συνεργασία με τον Miller (Sathas & Miller 1881-1882). Το εγχείρημα του R. Μ. Dawkins (1932) είναι μια «συνδυαστική» κριτική έκδοση, βασισμένη στα τότε δύο γνωστά χειρόγραφα, βενετικό και οξφορδιανό, αποτελούμενη επίσης από δύο τόμους, από τους οποίους ο πρώτος περιέχει το κείμενο μαζί με αγγλική μετάφραση και ο δεύτερος τα σχόλια και πλούσιο γλωσσάριο. Η τελευταία προσθήκη στην εκδοτική ιστορία του κειμένου είναι των Μιχάλη Πιερή και Άγγελ Νικολάου-Κονναρή (2003) και παρουσιάζει και τα τρία χειρόγραφα, παράλληλα, σε μια διπλωματική έκδοση. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως για τις ανάγκες της παρούσας ανθολόγησης χρησιμοποιήθηκε η πρώτη έκδοση, του Σάθα.

Ειδολογικά, το κείμενο αποτελεί ένα κράμα παραδοσιακής μεσαιωνικής χρονογραφίας και υστερομεσαιωνικού δυναστικού και τοπικού χρονικού – είδους πολύ αγαπητού στις σύγχρονες δυτικές γραμματείες, που είχε προηγουμένως δοκιμαστεί και στον δημώδη ελληνικό λόγο με το εκτενές έμμετρο (και λατινογενές όσον αφορά την ιδεολογία του) Χρονικόν του Μορέως (14ος αι.). Από την πρώτη δανείζεται την επέκταση του ορίζοντα της αναφοράς σε πολύ παλαιότερα θρησκευτικοπολιτικά γεγονότα, ενώ από το δεύτερο την περισσότερο σύγχρονη και «καθαρά τοπική στόχευση και εμβέλεια» (Κεχαγιόγλου 2001, 48). Έτσι, μπορεί η αφήγηση να ξεκινά από την επίσκεψη της Αγίας Ελένης και τη συνακόλουθη εδραίωση του χριστιανισμού στο νησί (4ος μ.Χ. αιώνας), εντούτοις στην πορεία κάνει ένα μεγάλο χρονικό άλμα και εστιάζει κυρίως στην εποχή των Σταυροφοριών και της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο, καταλήγοντας στη βασιλεία του Ιωάννη Β΄ (τουλάχιστον ώς την άνοδό του στον θρόνο το 1432 ή ώς και τον θάνατό του το 1458, αν δεχτούμε τη γνησιότητα του τελευταίου τμήματος). Ο συμφυρμός αυτών των δύο διακριτών παραδόσεων έχει ξεσηκώσει έριδες όχι μόνο γύρω από τα ειδολογικά συμφραζόμενα αλλά και τις ιδεολογικές προϋποθέσεις του έργου, αφού κατά καιρούς το περιεχόμενό του έχει ερμηνευθεί είτε ως αντανάκλαση των φιλοδυτικών αισθημάτων του συγγραφέα υπό την ισχυρή επίδραση της φραγκικής αποικιοκρατίας είτε ως έκφραση του φιλοπατριωτισμού του και της βυζαντινής-ελληνορθόδοξης παράδοσης (βλ. Πιερής 2012). Παραμερίζοντας τα προηγούμενα διχαστικά διλήμματα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έργο ιδεολογικά εδράζεται σε ένα υπόβαθρο πολιτιστικής ώσμωσης (Πιερής 2012, 576), όπου αναχωνεύονται δημιουργικά οι κατακτήσεις της προγενέστερης βυζαντινής ιστοριογραφίας/χρονικογραφίας καθώς και της σύγχρονης πεζής δυτικής παραγωγής (Κεχαγιόγλου 1999, 74-75), στο παράδειγμα της οποίας ο Μαχαιράς οφείλει προφανώς πολλά για τη συστηματική χρήση της κυπριακής διαλέκτου.

Στο στοιχείο αυτό έγκειται και η μεγάλη σημασία του Χρονικού, το οποίο κατέχει την πρωτιά «στην ιστορία της ελληνόγλωσσης πεζογραφικής αφήγησης» με «τη χρήση μιας σχεδόν αμιγούς, και με λίγους αρχαϊσμούς ή ξενικά απολιθώματα, ιδιωματικής-τοπικής μορφής της υστερομεσαιωνικής ελληνικής» (Κεχαγιόγλου 1999, 75). Η επιλογή αυτή ακολουθεί βέβαια μια τοπική παράδοση χρήσης της καθομιλουμένης ή κάποιας τυποποιημένης μορφής της, που ανάγεται στον 13ο αιώνα και σε κείμενα ποικίλου χαρακτήρα (Χόλτον 2000, 246), ωστόσο τώρα, για πρώτη φορά, λειτουργεί ως όχημα της εκφοράς μιας πιο εκτεταμένης και συνθετικής αφήγησης. Το αποτέλεσμα ισοδυναμεί με ένα (λογοτεχνικό) επίτευγμα πρώτης σειράς, αν αναλογιστούμε την έλλειψη κάποιου υποδείγματος σε δημώδη γλώσσα, την οποία ο συγγραφέας προσπερνά καταφεύγοντας αβίαστα στις λύσεις που προσφέρει η καθομιλουμένη του καιρού του και της αυλής των Λουζινιάν, που νωρίτερα είχε προκρίνει το δημώδες κυπριακό ιδίωμα ως επίσημη νομοθετική γλώσσα του βασιλείου της Κύπρου, με τη μετάφραση των περίφημων Ασιζών (Vitti 2003, 44-45).

Όμως, πέρα από την αναγνωρισμένη και ιδιαίτερα προβεβλημένη αξία του γλωσσικού του υλικού «που μνημειώνει την πολιτισμική συνέχεια της κυπριακής κοινωνίας και συνδέει τα ελληνιστικά χρόνια με τον Μεσαίωνα» (Ζήρας 2007, 1366), από τους μελετητές αναγνωρίζεται και η σημασία του Χρονικού ως ιστορικού τεκμηρίου –ειδικά για τα ύστερα γεγονότα (1382-1458), στα οποία παρατηρείται και προσωπική εμπλοκή του Μαχαιρά–, όπου αξιοποιούνται ποικίλες πηγές, γραπτές (π.χ. προγενέστερα χρονογραφικά κείμενα, επίσημα κρατικά έγγραφα κ.ά.) και προφορικές (λ.χ. διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων), αλλά και προσωπικά βιώματα ή/και υποκειμενικές εκτιμήσεις και αντιλήψεις του συγγραφέα (Beck 1993, 254). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα του κειμένου, η –επίσης αναγνωρισμένη– λογοτεχνικότητά του, απορρέει εν πολλοίς από τον προσωπικό αυτό χαρακτήρα, αφορά ωστόσο και την ιδιαίτερη, δραματικής (δηλαδή θεατρικής) υφής, παρουσίαση της αφηγούμενης ύλης, κατά τα διδάγματα της γαλλικής χρονικογραφικής παράδοσης. Η έρευνα έχει επισημάνει όχι μόνο τις αφηγηματικές αρετές αλλά και τις ποικίλες λογοτεχνικές εκφάνσεις του έργου (λ.χ. Πιερής 2015), οι οποίες στοιχειοθετούν μια συνεκτική διήγηση που γίνεται «συναρπαστική στα σημεία όπου ο Μαχαιράς αναφέρει γεγονότα που τα έζησε από κοντά, μηχανορραφίες της αυλής, συνωμοσίες και συζυγικές απιστίες» (Vitti 2003, 45)· σημεία στα οποία προφανώς αποστασιοποιείται (σε κάποιο βαθμό) από τη θεοκρατική μεσαιωνική αντίληψη, που ως δεσπόζουσα συνιστώσα της μακρόχρονης χρονικογραφικής παράδοσης, δυτικής και ανατολικής, μπολιάζεται με τη θυμοσοφία και τον διδακτισμό (Κεχαγιόγλου 1999, 76).

Η πρώιμη διάδοση και διάχυση του έργου αφορά μεταφράσεις του στα ιταλικά, που χρησίμευσαν, από τον 16ο αι. κ.ε., ως πρότυπα σε (ιταλόγλωσσα και μη) χρονικογραφικά έργα στην Κύπρο και αλλού. Μάλιστα, σε τοπικό επίπεδο οι καινοτομίες του Μαχαιρά εγκαινιάζουν μια χρονικογραφική παράδοση, που συνίσταται σε δύο διακριτούς πόλους: αφενός, στη χρήση ενός δημώδους (εδώ κυπριακού) λογοτεχνικού ιδιώματος· αφετέρου στην προσφυγή στον πεζό λόγο. Και τα δύο στοιχεία λειτουργούν αντιστικτικά σε σχέση με την πρακτική των σύγχρονων βυζαντινών ιστοριογράφων/χρονικογράφων, οι οποίοι, με την καλλιέργεια της αρχαΐζουσας γλώσσας, ρέπουν προς μια ακατάσχετη μίμηση του ύφους κλασικών συγγραφέων όπως ο Ηρόδοτος ή ο Θουκυδίδης (Πολίτης 1993, 57), γράφοντας αποκλειστικά σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, που ούτως ή άλλως αποτελούσαν το βασικό όχημα της λογοτεχνικής έκφρασης και των δημωδών συγγραφέων του ευρύτερου ελληνόφωνου χώρου (Χόλτον 2000, 257· Vitti 2003, 43-44). Άμεσος συνεχιστής του Μαχαιρά στη συγγραφή της κυπριακής ιστορίας θεωρείται ο Γεώργιος Βουστρώνιος, του οποίου η πεζή και ιδιωματική Διήγησις Κρονίκας Κύπρου αφηγείται (περισσότερο συνοπτικά) τα γεγονότα των ετών 1458-1501, επεκτείνοντας τα όρια της τοπικής ιστοριογραφίας και στη βενετική περίοδο (1489 κ.ε.). Αλλά και έξω από τη Μεγαλόνησο, στους αμέσως επόμενους αιώνες πληθαίνουν οι συγγραφείς που γράφουν δημώδη πεζά (συντομότερα ή εκτενέστερα) χρονικά τοπικού ή/και αυτοβιογραφικού ενδιαφέροντος· αναφέρουμε το Χρονικόν του μοναστηριού του Αγίου Θεοδώρου των Κυθήρωντου μοναχού Χειλά, τη Διήγησιν του Ιεροθέου Αββατίου και το Χρονικό του Γαλαξειδιού του ιερομόναχου Ευθύμιου, ως ελάχιστα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

Στη νεότερη εποχή η ανακάλυψη και οι πρώτες εκδόσεις του Χρονικού του Μαχαιρά, από τα μέσα ώς το τέλος του 19ου αιώνα αντίστοιχα, πυροδότησαν, στις αρχές του 20ού, την ανεπιφύλακτα ενθουσιώδη υποδοχή, σύμφωνη με τις δημοτικιστικές προτεραιότητες της εποχής, «η οποία εξηγεί την εξέχουσα θέση που του δίνεται στις ανθολογίες της “δημοτικής πεζογραφίας”, όπως και στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση» (Κεχαγιόγλου 1999, 76). Εξάλλου, εγκωμιαστικά σχόλια περιλαμβάνονται σε όλες τις σύγχρονες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας/γραμματολογίες, ενώ αυξανόμενο παρουσιάζεται και το ενδιαφέρον για τις πτυχές της ποιητικής του κειμένου, όπως αποτυπώνεται στη βαθμιαία και σταθερή πύκνωση των σχετικών μελετημάτων (βλ. Πιερής & Νικολάου-Κονναρή 1997) αλλά και τη διοργάνωση ενός ειδικού συμποσίου αποκλειστικά για τους δύο κύπριους χρονικογράφους, Μαχαιρά και Βουστρώνιο (Λευκωσία 1996). Πέρα από το πεδίο της λογοτεχνικής ιστορίας και κριτικής, το αφηγηματικό υλικό του Μαχαιρά έχει εμπνεύσει ποικίλες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές μεταπλάσεις (βλ. αναλυτικά Κεχαγιόγλου 1986· πρβλ. τον βιβλιογραφικό κατάλογο στο Πιερής & Νικολάου-Κονναρή 1997, 111-114), με πιο χαρακτηριστική ίσως τη μοντερνιστική σεφερική συλλογή Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν (1η έκδ. 1955 με αυτόν τον τίτλο· με τον τίτλο Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, στη συγκεντρωτική έκδ. του 1962). Επιπρόσθετα, έναν σταθερό φορέα διάδοσής του αποτελεί στις μέρες μας η αδιάλειπτη επί 19 ολόκληρα χρόνια (από το 1998) θεατρική διασκευή του από το Θεατρικό Εργαστήρι Πανεπιστημίου Κύπρου (Θ.Ε.ΠΑ.Κ), σε κείμενα του καθηγητή Μιχάλη Πιερή, μουσική του Αντώνη Ξυλούρη-Ψαραντώνη και σύνθεση του Ευαγόρα Καραγιώργη. Δείγματα από την επίσημη ηχογράφηση της διασκευής αυτής μπορεί να ακούσει κανείς στο πολυμεσικό υλικό των ανθολογούμενων αποσπασμάτων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *