Το Μακεδονικό παιχνίδι του στέμματος: Ένας ματωμένος θρόνος (Α’ μέρος)

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

O Φίλιππος Β’ ήταν ο τρίτος γιος του βασιλιά Αμύντα Γ’, ο οποίος με την σειρά του ήταν εγγονός του πρίγκιπα Αμύντα, γιου του Αλέξανδρου Α’ του Φιλέλληνα που με τις πληροφορίες που προσέφερε είχε βοηθήσει την συμμαχία των ελληνικών πόλεων στην αναχαίτηση της περσικής εισβολής του 480-479 π.Χ υπό τον Ξέρξη.

Διάδοχος όμως του Αλέξανδρου Α’ δεν ήταν ο προαναφερθείς Αμύντας, αλλά ο πρωτότοκός του Περδίκκας Β’, η βασιλεία του οποίου ήταν σύγχρονη του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Μακεδονία στην εποχή του ήταν ένα μάλλον ανυπόληπτο βασίλειο στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου, σημαντικό μόνο για το εξαγωγικό εμπόριο ξυλείας. Παρόλα αυτά κατάφερε να ισορροπήσει αριστοτεχνικά ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, την Αθήνα και την Σπάρτη, ενώ διατήρησε την χώρα του ακέραιη απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις του ισχυρού γειτονικού του βασιλείου των Οδρυσσών Θρακών.

Τον Περδίκκα Β’ διαδέχθηκε ο νόθος γιος του Αρχέλαος Α’, αφού δολοφόνησε όλους τους νόμιμους διαδόχους. Παρότι σφετεριστής, υπήρξε δραστήριος βασιλιάς που εργάστηκε σκληρά για την ισχυροποίηση του θρόνου έναντι των φυγόκεντρων τάσεων των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων. Δημιούργησε δρόμους και οχυρά, ώστε να βελτιώσει τις επικοινωνίες στο βασίλειό του, αλλά και να επιτηρεί τους απείθαρχους υποτελείς. Έκοψε αξιόπιστο νόμισμα και ευνόησε το εμπόριο και τον εκχρηματισμό της οικονομίας, δημιουργώντας μια πιστή στον ίδιο τάξη αστών, ενώ εργάστηκε και για την πολιτιστική αναβάθμιση της Αυλής του καλώντας φιλοσόφους και καλλιτέχνες από τη νότια Ελλάδα, όπως π.χ τους τραγικούς ποιητές Αγάθωνα και Ευριπίδη και τον ζωγράφο Ζεύξι. Ο Αρχέλαος οργάνωσε και τους αγώνες στην ιερή πόλη Δίον, ενώ μετέφερε την έδρα του μακεδονικού κράτους από την παλαιά πρωτεύουσα Αιγές στην Πέλλα.

Αυτό όμως που θα είχε αμεσότερες συνέπειες για την συνέχεια της διαδοχής στον μακεδονικό θρόνο ήταν η μετατροπή των ηγεμόνων των υποτελών βασιλείων της Ανω Μακεδονίας σε Εταίρους του, ανάμεσα στα άλλα μέσω της παραχώρησης σε αυτούς βασιλικών γαιών, σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού τους και ενοποίησης του βασιλείου.

Σύμφωνα με τον Αιλιανό, ο Αρχέλαος σκοτώθηκε το 399 π.Χ. κατά τη διάρκεια κυνηγιού από έναν εταίρο του, αφήνοντας ως κληρονόμο τον ανήλικο γιο του Ορέστη. Η πιθανότητα ο θάνατός του να ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας δυσαρεστημένων από την πολιτική του αριστοκρατών της Κάτω Μακεδονίας δεν είναι αμελητέα, καθώς ο φονιάς του βασιλιά Κρατερός διεκδίκησε τον θρόνο. Μην αφήνοντας την ευκαιρία να πάει χαμένη, ο ηγεμόνας του υποτελούς βασιλείου της Λυγκηστίδος στην Άνω Μακεδονία, Αέροπος, ανέλαβε την κηδεμονία του νεαρού διαδόχου και εξόντωσε τον σφετεριστή, εγκαινιάζοντας έτσι μια μακρά περίοδο ανάμιξης του ισχυρού Οίκου της Λυγκηστίδος στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Οι Λυγκηστές ηγεμόνες ήλκαν την καταγωγή τους στο αρχαίο βασιλικό γένος της Κορίνθου, τους Βακχιάδες. Μέχρι το 396 π.Χ, ο Αέροπος και ο υπό την κηδεμονία του διάδοχος Ορέστης βασίλεψαν από κοινού. Κατόπιν ο Αέροπος, έχοντας διασφαλίσει την θέση του, φόνευσε τον Ορέστη και βασίλεψε μόνος. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε, μάλλον από φυσικά αίτια λόγω μεγάλης ηλικίας.

Τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρχέλαος Β’ και αυτόν στην συνέχεια ο αδερφός του Παυσανίας, ο οποίος όμως δολοφονήθηκε άμεσα από τον νόμιμο διάδοχο του οίκου των Αργεαδών Αμύντα Β’, που ήταν ανιψιός του βασιλιά Περδίκκα Β’. Και αυτού όμως η βασιλεία δεν κράτησε πολύ, καθώς ανατράπηκε το 393 με την βοήθεια των Ιλλυριών από τον Αργαίο Β’, τον γιο του δολοφονημένου Παυσανία. Τον ίδιο χρόνο όμως ο Αργαίος εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’ που είχε την βοήθεια των Θεσσαλών. Έτσι, μετά από έξι χρόνια αναταραχών κατά τα οποία βασίλεψαν διαδοχικά οκτώ(!) βασιλείς, ο θρόνος επανήλθε στα χέρια της νόμιμης δυναστείας (αν και σε υποδεέστερο παρακλάδι της), το προηγούμενο όμως της ανάμιξης του οίκου της Λυγκηστίδος στο παιχνίδι της διαδοχής είχε ήδη δημιουργηθεί.

Ο Αμύντας Γ’, που είχε ήδη τρεις νόθους γιους πριν καταλάβει τον θρόνο, απέκτησε από την σύζυγό του Ευρυδίκη, μια πριγκίπισσα του οίκου των Λυγκηστών επίσης, τρεις νόμιμους γιους. Ο μικρότερος των τριών ήταν ο μελλοντικός βασιλιάς και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β’ .

Η σύζυγος του βασιλιά Ευρυδίκη απέκτησε εραστή έναν Μακεδόνα ευγενή, τον Πτολεμαίο από την Άλωρο, o οποίος ήταν ο σύζυγος της κόρης της Ευρυνόης. Μετά τον θάνατο του Αμυντα, ίσως από αποπληξία όταν η θυγατέρα του τού αποκάλυψε την μοιχεία της συζύγου του με τον γαμπρό του, ο μεγαλύτερος γιος του Αλέξανδρος Β’ πρόβαλλε αμέσως την αξίωσή του για την διαδοχή. Η μητέρα του και ο εραστής της έκαναν μια τολμηρή απόπειρα να σφετεριστούν το στέμμα, η οποία έληξε με διαιτησία από την Θήβα, την ηγεμόνιδα δύναμη της περιόδου. Μετά την αποχώρηση όμως του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα, ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε, ενώ η τελική τύχη της πριγκίπισσας Ευρυνόης αγνοείται. Το παράνομο ζευγάρι παντρεύτηκε και ο Περδίκκας, ο δεύτερος γιος του Αμύντα που ήταν ακόμα ανήλικος, τέθηκε υπό τη επιτροπεία του Πτολεμαίου, ενώ ο Φίλιππος στάλθηκε για εγγύηση ως όμηρος στην Θήβα.

Η κατάσταση στην χώρα δεν εκτονώθηκε πάντως, καθώς ένας ακόμη διεκδικητής από τον οίκο των Λυγκηστών ο Παυσανίας, ανιψιός ίσως του τελευταίου διεκδικητή, σχεδόν πέτυχε να ανέλθει στον θρόνο. Η πανούργα Ευρυδίκη όμως εξασφάλισε την στήριξη του επιφανή Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη, τον οποίο είχε υιοθετήσει μερικά χρόνια νωρίτερα ο μακαρίτης σύζυγός της Αμύντας Γ’. Έτσι ο Ιφικράτης εξεδίωξε τον Παυσανία και η Μακεδονία τέθηκε υπό την αθηναϊκή επιρροή.

Μέχρι τότε κανείς δεν έδινε προσοχή στον νεαρό Περδίκκα Γ’. Η πρώτη πράξη του νεαρού βασιλιά με την ενηλικίωσή του ήταν η εκτέλεση του Πτολεμαίου, ενώ πιθανότατα εξόρισε ή έθεσε σε κατ’οίκον περιορισμό την μητέρα του, καθώς δεν ξανακούμε πλέον γι’αυτήν. Η δεύτερη ενέργειά του ήταν η ανάκληση από την Θήβα του μικρότερου αδερφού του Φιλίππου και η τοποθέτησή του στην διοίκηση, καθώς η βοήθειά του θα ήταν πολύτιμη. Ο Φίλιππος κατά την διάρκεια της ομηρίας του είχε αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία στα στρατιωτικά κοντά σε μερικούς από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ηγέτες της εποχής, ενώ απέκτησε και αξιόλογη παιδεία έχοντας μπει στον κύκλο των πυθαγορείων της Θήβας.

Περί το 359, ο Περδίκκας ένιωθε αρκετά ισχυρός ώστε να κλείσει τους λογαριασμούς του με τους ηγεμόνες της Λυγκηστίδος, που φαίνεται πως είχαν αποσκιρτήσει από τον μακεδονικό θρόνο και ταχθεί υπό την προστασία των Δαρδάνων γειτόνων τους, που υπό την ηγεσία του δραστήριου βασιλιά τους Βάρδυλι είχαν δημιουργήσει μια ισχυρή φυλετική συνομοσπονδία. Συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, άφησε τον Φίλιππο αντιβασιλιά και προστάτη του ανήλικου γιου του Αμύντα και κατευθύνθηκε προς τα δυτικά. Σε μεγάλη μάχη κατά των Δαρδάνων ηττήθηκε και σκοτώθηκε και μαζί του χάθηκαν 4.000 Μακεδόνες στρατιώτες. Με μια τόσο συντριπτική ήττα, τον διάδοχο του βασιλείου ανήλικο και το κράτος να περιβάλλεται από εχθρούς, οι οιωνοί για την Μακεδονία δεν φαίνονταν καλοί. Χρειαζόταν η σιδηρά πυγμή ενός λαμπρού ηγέτη για να βγει η χώρα από το αδιέξοδο.

Είχε έρθει η ώρα του Φιλίππου.

συνεχίζεται

Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *