Το 1821 από την οθωμανική σκοπιά: Mια διαφωτιστική συζήτηση

Πηγή: m.lifo.gr

Οι «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση» των Σοφίας Λαΐου και Μαρίνου Σαρηγιάννη φωτίζουν μια άγνωστη στο ευρύ κοινό πλευρά των γεγονότων. Μιλήσαμε μαζί τους.

Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά τον ξεσηκωμό του ’21 που οδήγησε στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους και σήμανε την αρχή του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η σχετική εγχώρια βιβλιογραφία είναι τεράστια έχοντας καλύψει εξαντλητικά το θέμα από διάφορες πλευρές κι από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για ό,τι αφορά την οπτική της άλλης πλευράς, των Οθωμανών δηλαδή, η κάλυψη της οποίας σίγουρα βοηθά σε μια σφαιρικότερη αντίληψη των γεγονότων.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι Οθωμανοί αφενός άργησαν να αντιληφθούν τον ιδιαίτερο, εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης σε σχέση με άλλες εξεγέρσεις που σημειώνονταν κατά καιρούς εντός της αυτοκρατορίας –ήταν εξάλλου αρχικά πεπεισμένοι πως οι στασιαστές ήταν έξωθεν υποκινούμενοι–, αφετέρου δεν απέκτησε ποτέ για εκείνους τη σημασία που είχε για τους επαναστατημένους «ραγιάδες». Παρά ταύτα, και προσπάθειες ερμηνείας της υπήρξαν και αντίκτυπο είχε στην ίδια την αυτοσυνειδησία των Οθωμανών, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης τόσο άλλων βαλκανικών λαών όσο και των Τούρκων καθαυτών. Το αυξημένο ενδιαφέρον που δείχνουν κάποιοι νεότεροι Έλληνες και Τούρκοι ιστορικοί και η μεγαλύτερη ευκολία πρόσβασης στα οθωμανικά αρχεία (παρά τη δυσκολίες που παρουσιάζει η γλώσσα) έχουν τα τελευταία χρόνια ρίξει περισσότερο φως σε αυτή την σκοπιά.


Στα πλαίσια αυτά και με αφορμή την πρόσφατη έκδοση της μελέτης «Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση» από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ζητήσαμε από τους δύο συγγραφείς του, τη Σοφία Λαΐου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Οθωμανικής ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, και τον Μαρίνο Σαρηγιάννη, ερευνητή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ να μας κατατοπίσουν σχετικά.

Για τη σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία, το ’21 οπωσδήποτε δεν αποτελεί ερευνητική προτεραιότητα. Υπάρχει, όπως είναι φυσικό, ένας αριθμός μελετών που προσεγγίζουν τα γεγονότα με μια εθνικιστική προσέγγιση και από τη σκοπιά του οθωμανικού κράτους, συνήθως μιλώντας με όρους θρησκευτικού μίσους (των χριστιανών έναντι των μουσουλμάνων) και εστιάζοντας στις σφαγές που παρατηρήθηκαν. Υπάρχει, από την άλλη, ένας περιορισμένος αλλά σημαντικός πυρήνας σοβαρών ιστορικών που ασχολούνται με την Επανάσταση οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στην πρόσληψη των γεγονότων από την οθωμανική τάξη.

— Αν και η εγχώρια βιβλιογραφία για την ελληνική επανάσταση είναι αρκετά πλούσια, νομίζω ότι ελάχιστα πράγματα έχουν γραφτεί ως τώρα για το πώς εκτιμήθηκε από τους Οθωμανούς της εποχής. Υπήρχε έλλειψη ενδιαφέροντος ή πηγών;

Σ.Λ. Πράγματι, το ενδιαφέρον των Ελλήνων ιστορικών για την οθωμανική αντιμετώπιση της ελληνικής επανάστασης τόσο σε επίπεδο κράτους όσο και σε επίπεδο νοοτροπιών και συμπεριφορών ήταν μικρό. Πέρα από το έργο του Μοσχόπουλου, που παρουσίαζε την άλλη πλευρά βασισμένος στο έργο του Τζεβντέτ Πασά, δεν είχε γραφτεί κάτι. Η απουσία αυτή είχε επισημανθεί αρκετά νωρίς, ενταγμένη βέβαια στη γενικότερη έλλειψη ενδιαφέροντος των Ελλήνων ιστορικών για την ελληνική επανάσταση, ιδιαίτερα μετά το τέλος της δικτατορίας, ως αντίδραση στην ιδεολογική χρήση του ’21.

Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι από το τέλος της δεκαετίας του 2000 και εξής άρχισε να εντάσσεται στον ακαδημαϊκό διάλογο περί ελληνικής επανάστασης η οθωμανική οπτική μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο ανάπτυξης των οθωμανικών σπουδών στην Ελλάδα και υποχώρησης της άποψης που επικρατούσε στον δημόσιο χώρο ότι δεν μας αφορά η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δύο συνέδρια στις αρχές του αιώνα, το 2003 στο Ρέθυμνο και το 2007 στην Κέρκυρα, επανέφεραν τη συζήτηση για την ελληνική επανάσταση και μάλιστα ως μέρος της οθωμανικής αλλά και της ευρωπαϊκής ιστορίας, ενώ ανέδειξαν τη σημασία της αξιοποίησης των οθωμανικών πηγών για την καλύτερη κατανόησή της.

— Πόσο μας διαφωτίζουν τα οθωμανικά αρχεία και πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε αυτά; Υπάρχει αντίστοιχη βιβλιογραφία στα τουρκικά;

Μ.Σ. Η τουρκική ιστοριογραφία δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα. Κάποιες από τις ελάχιστες αφηγηματικές πηγές που ασχολούνται αποκλειστικά με την Επανάσταση εκδόθηκαν είτε σε μορφή βιβλίου είτε ως μεταπτυχιακές ή διδακτορικές εργασίες, ενώ μεμονωμένοι Τούρκοι ιστορικοί (όπως ο Χακάν Ερντέμ ή ο Σουκρού Ιλιτζάκ) συνεισέφεραν σημαντικά με τις μελέτες τους πάνω σε διάφορες πλευρές, οι οποίες αφορούν κυρίως την οθωμανική πρόσληψη του γεγονότος. Ας σημειωθεί ότι, ενώ η πρόσβαση στα πραγματικά πολυάριθμα οθωμανικά έγγραφα είναι αρκετά εύκολη, ο αριθμός των Ελλήνων ειδικών που μπορούν να τα διαβάσουν είναι σχετικά μικρός.

Τώρα, ο τεράστιος αυτός όγκος του υλικού δεν φαίνεται να περιέχει στοιχεία που θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα μας για τα γεγονότα αυτά καθαυτά. Ωστόσο, εκτός από τις πολύτιμες επιπλέον πληροφορίες που μπορεί να μας δώσει το αρχειακό υλικό για ζητήματα στρατιωτικής ιστορίας, επιμελητείας κλπ., πολύ σημαντική είναι επίσης η ανίχνευση της πρόσληψης της επανάστασης από τους Οθωμανούς, τόσο στο επίπεδο της κεντρικής εξουσίας όσο και σε εκείνο των τοπικών ελίτ.


— Πώς είδαν την εξέγερση του ’21 στο ξεκίνημά της οι Οθωμανοί;

Μ.Σ. Επειδή η έννοια της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, ακόμα δε περισσότερο του εθνικού κράτους, δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν είχε καθιερωθεί στην οθωμανική πολιτική σκέψη, οι αρχικές αντιδράσεις του οθωμανικού κράτους εστίασαν αφενός στον ρωσικό παράγοντα, ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για άμεση υποκίνηση των στασιαστών, και αφετέρου σε αδυναμίες, σφάλματα και παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ότι η πρώτη αντίδραση του σουλτάνου στην είδηση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν να κατηγορήσει τους κυβερνητικούς υπαλλήλους για οκνηρία (θυμίζοντας πρόσφατες εποχές!).

Καθώς μάλιστα στον οθωμανικό πολιτικό στοχασμό της εποχής περίοπτη θέση είχαν οι ιδέες του μεγάλου Άραβα ιστορικού Ιμπν Χαλντούν, σύμφωνα με τις οποίες κάθε κράτος ξεκινά ως νομαδικό, με ομαδικό πνεύμα και μαχητικότητα, ενώ στην πορεία παρακμάζει όσο εξοικειώνεται με τις πόλεις και την εγκατεστημένη ζωή, τα πρώτα μέτρα που πήρε στην Κωνσταντινούπολη η κυβέρνηση στόχευαν στον επαναπροσανατολισμό των μουσουλμάνων στη νομαδική ζωή (εξοπλισμός, πάταξη πολυτέλειας κλπ.) ώστε ένα είδος γενικής επιστράτευσης να επαναφέρει την τάξη.

— Διαφοροποιήθηκαν οι εκτιμήσεις αυτές στην πορεία και πόσο; Ποιες οι αντιλήψεις των σύγχρονων Τούρκων ιστορικών;

Μ.Σ. Ήδη από τα πρώτα χρόνια, μεσούσης της επανάστασης, υπήρξαν ιστορικοί που προσπάθησαν να ενσωματώσουν τον παράγοντα της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στις ερμηνείες τους, με χαρακτηριστική ρευστότητα σε σχέση με τις θρησκευτικές ταυτότητες (τις οποίες άλλοτε ταύτιζαν με τις εθνικές, άλλοτε όχι).

Έντονη ήταν και η σύνδεση με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς η ορολογία αυτή («εθνική ενότητα» ή «εθνικός ζήλος», και γενικότερα η ανανοηματοδότηση του πολύσημου όρου «μιλλέτ» ώστε να πλησιάζει τη νεωτερική έννοια του έθνους) είχε συνδεθεί με ερμηνείες της γαλλικής πολιτικής επί Ναπολέοντα. Τον 19ο αιώνα ο σημαντικότερος ιστορικός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τζεβντέτ Πασάς, ενσωματώνει πια την αφήγηση του Σπυρίδωνος Τρικούπη για τον ρόλο της ευρωπαϊκής παιδείας και της ναυτιλίας στην εθνική αφύπνιση του ελληνικού στοιχείου.

Για τη σύγχρονη τουρκική ιστοριογραφία, το ’21 οπωσδήποτε δεν αποτελεί ερευνητική προτεραιότητα. Υπάρχει, όπως είναι φυσικό, ένας αριθμός μελετών που προσεγγίζουν τα γεγονότα με μια εθνικιστική προσέγγιση και από τη σκοπιά του οθωμανικού κράτους, συνήθως μιλώντας με όρους θρησκευτικού μίσους (των χριστιανών έναντι των μουσουλμάνων) και εστιάζοντας στις σφαγές που παρατηρήθηκαν. Υπάρχει, από την άλλη, ένας περιορισμένος αλλά σημαντικός πυρήνας σοβαρών ιστορικών που ασχολούνται με την Επανάσταση οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στην πρόσληψη των γεγονότων από την οθωμανική τάξη. Για παράδειγμα, σημαντικές είναι οι μελέτες του Χακάν Ερντέμ, ο οποίος έδειξε πώς το οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο επηρεάστηκε από τις μεταφράσεις κειμένων των επαναστατών (όπως για παράδειγμα η διακήρυξη του Υψηλάντη), ενώ έχει επίσης συνεισφέρει στην κατανόηση των περίπλοκων σχέσεων μεταξύ Ελλήνων, Αλβανών και Τούρκων στη διάρκεια της Επανάστασης. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τη δουλειά του Σουκρού Ιλιτζάκ, ο οποίος επιπλέον ανέλυσε τις πρώτες αντιδράσεις της Πύλης στο πλαίσιο της οθωμανικής πολιτικής σκέψης.

— Ποιος ήταν ο Γιουσούφ Μπέης και ποια η αποστολή του στην Πελοπόννησο παραμονές του ξεσηκωμού; Πώς δείχνει να αντιλαμβάνεται ο ίδιος την κατάσταση και ποια σημεία των γραφόμενών του παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον;

Σ.Λ. Ο Γιουσούφ Μπέης ήταν αξιωματούχος, μέλος του σώματος των ιππέων (silahşor-ı hassa) της Υψηλής Πύλης. Καταγόταν από το Ναύπλιο και ο πατέρας του είχε υπάρξει Οθωμανός διοικητής (βαλής) της Πελοποννήσου στο τέλος της δεκαετίας του 1780. Ο ίδιος ήξερε ελληνικά και το ενδιαφέρον είναι ότι μαρτυρείται σε άλλη πηγή –ελληνική αυτήν τη φορά– πως η μητέρα του ήταν χριστιανή, την οποία είχε αιχμαλωτίσει ο πατέρας του στα Ορλωφικά.


Βρέθηκε στην Πελοπόννησο το 1821 για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν τις φοροενοικιάσεις, δηλαδή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, το οποίο φαίνεται ότι είχε, άγνωστο όμως υπό ποιους όρους. Επισκέφθηκε, δε, το Ναύπλιο, για να συναντήσει τους συγγενείς του, και εγκλωβίστηκε στο κάστρο του Ναυπλίου, όταν άρχισε η πολιορκία του.


Διαβάζοντας το κείμενο-μαρτυρία του Γιουσούφ Μπέη, που σημειωτέον γράφτηκε αρκετά χρόνια μετά τη λήξη της αιχμαλωσίας του, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ίδιος μετακινείται από την παραδοσιακή ερμηνεία, που είχε αποδεχθεί και η Υψηλή Πύλη, ότι η επανάσταση έγινε από τους εχθρούς του Ισλάμ, στην αναγνώριση ότι οι Ρωμιοί αποτελούσαν ένα ξεχωριστό «μιλλέτι»-έθνος, που, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, σαν όλα τα έθνη σε κατάσταση δουλείας αναζητούσε την ανεξαρτησία· με άλλα λόγια, για τον Γιουσούφ Μπέη υπήρχαν μιλλέτια-έθνη στην αυτοκρατορία, που αμφισβητούσαν την πολιτική κυριαρχία των μουσουλμάνων.

Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι για τον Γιουσούφ Μπέη δεν υπήρχαν Τούρκοι αλλά μόνο μουσουλμάνοι, ενώ, αντίθετα, υπήρχαν Ρωμιοί όπως και Αρβανίτες. Αυτή η μετακίνηση από τη θρησκεία στο έθνος όσον αφορά τους μη μουσουλμάνους Οθωμανούς υπηκόους, δείχνει και τη μετατόπιση της σημασίας της έννοιας μιλλέτ από τη θρησκευτική στην εθνική ομάδα, που είναι ορατή την εποχή αυτή, και την οποία εκφράζει ο Γιουσούφ Μπέης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν συνεχίζει να δίνει έμφαση στον ρόλο της θρησκείας: π.χ. στο κείμενο αναφέρεται ότι οι Ρώσοι βοήθησαν τους Ρωμιούς γιατί έχουν την ίδια θρησκεία, οι κακούργοι Ρωμιοί επιτίθενται εναντίον των (μουσουλμάνων) πιστών, η σφαγή των Οθωμανών στην Τρίπολη οφείλεται και στα αμαρτήματα των μουσουλμάνων κ.λπ.

Μην ξεχνάμε ότι ο Γιουσούφ Μπέης έζησε σε μια άκρως μεταβατική περίοδο, στην οποία οι άξονες που όριζαν την πραγματικότητα για έναν Οθωμανό μουσουλμάνο (πολιτική και θρησκευτική ανωτερότητα έναντι των μη μουσουλμάνων) είχαν αρχίσει να ανατρέπονται και η αμφιταλάντευση μεταξύ παράδοσης και της ανάγκης για μεταρρυθμίσεις ήταν ορατή στο επίπεδο της οθωμανικής ελίτ. Παρόλα αυτά για τον Γιουσούφ Μπέη το ξέσπασμα της επανάστασης και η έκβασή της οφειλόταν σε λάθη στρατηγικής και διαχείρισης της κρίσης παρά σε εγγενείς αδυναμίες του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού.Οθωμανικές αφηγήσεις για την ελληνική επανάσταση – Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά— Έχει λοιπόν πολλά ενδιαφέροντα σημεία η αφήγησή του.

Σ.Λ. Πράγματι. Ξεχωρίζουν οι συζητήσεις του με κάποιους από τους επικεφαλής των επαναστατών, όπου μεταφέρονται –διαμεσολαβημένες, βέβαια– οι απόψεις των τελευταίων για τους λόγους που ξεσηκώθηκαν οι «φτωχοί ραγιάδες», όπως λέει –κατά τον Γιουσούφ Μπέη– ο Θάνος Κανακάρης. Επίσης, οι αναφορές στη δική του βεβαρημένη ψυχική κατάσταση και στις αγωνίες τόσο του ίδιου όσο και των υπολοίπων έγκλειστων μουσουλμάνων, οι οποίες κορυφώθηκαν με το λιμό που ενέσκηψε στο Ναύπλιο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, καθιστούν την αφήγηση ακόμα πιο ενδιαφέρουσα πηγή. Πρέπει να πούμε ότι η πηγή μας ανήκει στις λιγοστές περιπτώσεις οθωμανικών μαρτυριών πριν τα μέσα του 19ου αι., όπου, άμεσα ή διαβάζοντας κανείς μέσα από τις γραμμές, αναγνωρίζει κανείς συμπεριφορές και νοοτροπίες της εποχής.

— Άλλες αξιοσημείωτες μαρτυρίες Οθωμανών αξιωματούχων;

Σ.Λ. Αυτή του Βαχίτ Πασά, διοικητή της Χίου το 1822, της οποίας η ελληνική μετάφραση από τον Δανιηλόγλου εκδόθηκε το 1861, πριν καν εκδοθεί στα οθωμανικά το 1873, και η οποία αποτελεί ένας είδος απολογίας του ανθρώπου που ευθυνόταν για τη σφαγή. Και η μαρτυρία είναι ενός απλού μισθοφόρου, του Καμπουτλή Βασφή Εφέντη ο οποίος πολέμησε στην Εύβοια και θέλησε να καταγράψει τις μάχες που έδωσε και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, χωρίς να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα αίτια του ξεσηκωμού των Ελλήνων. Η μαρτυρία του Καμπουτλή έχει μεταφραστεί στα αγγλικά.Οι οθωμανικές αρχές συνέχισαν να μιλούν για την Επανάσταση και τις σχετικές εξελίξεις με όρους χριστιανών-μουσουλμάνων ακόμα και μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.


— Πόσο συμφωνούν οι εκατέρωθεν αφηγήσεις όσο αφορά σημαντικά ιστορικά γεγονότα;

Σ.Λ. Μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την αφήγηση του Γιουσούφ Μπέη και να τη συγκρίνουμε με απομνημονεύματα Ελλήνων αγωνιστών. Δεν υπάρχουν διαφορές στην καταγραφή των γεγονότων αλλά στην ερμηνεία τους, π.χ. γιατί δεν τηρήθηκε από τους Έλληνες η συμφωνία για την παράδοση των μουσουλμάνων του κάστρου του Ναβαρίνου και της Μονεμβασιάς. Από την άλλη, μιλώντας ο Γιουσούφ Μπέης για την καταστροφή του μουσουλμανικού νεκροταφείου στην Τρίπολη κάνει λόγο για το μίσος που οι Έλληνες έκρυβαν για τετρακόσια χρόνια, παραπέμποντας έτσι σε φρασεολογία που εμφανίζεται σε απομνημονεύματα Ελλήνων αγωνιστών.

— Πώς έβλεπαν στην Κωνσταντινούπολη το ρόλο των ξένων (ηγεμόνων, διπλωματών, φιλελλήνων κ.λπ.) στον ξεσηκωμό; Η Ιερά Συμμαχία συμμαχία τον είχε πάντως αρχικά καταδικάσει. 

Σ.Λ. Όταν έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη το ξέσπασμα της επανάστασης, οι υποψίες στράφηκαν εξαρχής στην Ρωσία, την προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων Οθωμανών υπηκόων μετά το 1774, η οποία θεωρήθηκε από την Υψηλή Πύλη η κινητήριος δύναμη πίσω από το ξεσηκωμό των Ελλήνων. Αυτό παρά το γεγονός ότι η επίσημη, άμεση αντίδραση του τσάρου ήταν η αποκήρυξη της επανάστασης.

Οι Οθωμανοί κατηγορούσαν τους Ρώσους ότι διευκόλυναν τη φυγή Ρωμιών της Πόλης με ρωσικά πλοία αλλά και ότι πλοία με ρωσική σημαία μετέφεραν προμήθειες και οπλισμό στις επαναστατημένες περιοχές ή ότι τα πλοία αυτά ανήκαν σε Έλληνες που συμμετείχαν στον πόλεμο στη θάλασσα. Η πολύ μεγάλη ένταση μεταξύ οθωμανικής αυτοκρατορίας και Ρωσίας οδήγησε στην προσωρινή διακοπή των οθωμανο-ρωσικών διπλωματικών σχέσεων.


Οι πρεσβευτές των υπολοίπων δυνάμεων αρχικά παρενέβησαν στην Υψηλή Πύλη διαμαρτυρόμενοι για τους θανάτους ξένων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι έπεσαν θύματα της τυφλής βίας από την πλευρά του μουσουλμανικού όχλου και των γενιτσάρων μετά το κάλεσμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ για γενικό ξεσηκωμό των μουσουλμάνων. Όταν η κατάσταση στην οθωμανική πρωτεύουσα ηρέμησε, οι πρέσβεις παρενέβαιναν στην Υψηλή Πύλη για να πετύχουν τη συνέχιση του εμπορίου με τη Μαύρη Θάλασσα, που έβλεπαν ότι δυσκόλευε ιδιαίτερα μετά τα μέτρα που έλαβαν οι Οθωμανοί και αφορούσαν τη διέλευση των πλοίων και τη μεταφορά εμπορευμάτων.


Σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, η καταδίκη της επανάστασης από την Ιερά Συμμαχία δικαίωσε διπλωματικά την οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων για πολιτική και οικονομική κυριαρχία στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο σε συνδυασμό με το φιλελληνικό κίνημα ακύρωσε εκ των πραγμάτων τις όποιες θετικές για τους Οθωμανούς επιπτώσεις.


—  Ισχύει ότι η Υψηλή Πύλη δυσκολευόταν να κατανοήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης; Ότι την εξόργιζε ιδιαίτερα το γεγονός ότι το «Ρουμ μιλλέτ» επαναστάτησε παρά τα προνόμια που απολάμβανε;

Μ.Σ. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η ιδέα της εθνικής ταυτότητας δεν υπήρχε στο οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο. Στα διατάγματα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αλλά και στις σχετικές αφηγήσεις, βλέπουμε έντονη την βεβαιότητα ότι η Ρωσία υποκίνησε το μιλλέτι των Ρωμιών με βάση το κοινό θρήσκευμα, καθώς και την έκπληξη για την αποφασιστικότητα και επιμονή των επαναστατών. Χαρακτηριστική είναι μια αποστροφή του Μαχμούτ: «Η επιμονή των Ρωμιών χάριν της λαθεμένης θρησκείας τους πρέπει να γίνει παράδειγμα [για τους μουσουλμάνους]». Εν γένει, όπως είπαμε, η «εθνική» ερμηνεία άργησε να μπει στο οπλοστάσιο της οθωμανικής ανάλυσης.


Σ’ αυτό το πλαίσιο, και ενώ θεωρούνταν γενικά ότι οι Ρωμιοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι, οι απόψεις των ιστορικών τουλάχιστον δεν δείχνουν την αγανάκτηση που θα περιμέναμε: ο χρονικογράφος Σανιζαντέ γράφει ότι είναι φυσικό κάποιοι ραγιάδες, ακόμα και αν ζουν με άνεση, να υποφέρουν από την ίδια την κατάστασή τους ως τέτοιοι καθώς η ανάγκη για ανεξαρτησία είναι ανθρώπινο γνώρισμα. Ο δε Γιουσούφ Μπέης, ο οποίος τονίζει και αυτός τη θρησκευτική ταυτότητα των επαναστατών και τη σύνδεση με τον ρωσικό παράγοντα, χρησιμοποιεί το επιχείρημα για τα προνόμια των ραγιάδων αλλά ειδικά για τους Υδραίους, με τους οποίους συνομιλεί στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την παράδοση του Ναυπλίου.Οθωμανικό έγγραφο που αναφέρεται στα γεγονότα της περιόδου της επανάστασης και προέρχεται από τα Προεδρικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης.


— Πόσο αληθεύει η άποψη ότι το Πατριαρχείο, το Φανάρι και η «άρχουσα τάξη» των Ελλήνων της Πόλης και της Μικρασίας αντιτίθονταν γενικά στην Επανάσταση; Υπάρχουν σχετικά στοιχεία στις οθωμανικές πηγές;

Σ.Λ. Έχει χυθεί πολύ μελάνι ειδικά για τη στάση του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών. Σίγουρα η εξέταση των οθωμανικών πηγών θα ρίξει επιπλέον φως σε αυτό το θέμα. Επιγραμματικά, για τους Φαναριώτες γνωρίζουμε ότι κάποιοι είτε ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή φιλικά διακείμενοι είτε διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την Ρωσία ως πρώην Ηγεμόνες Μολδαβίας και Βλαχίας. Το βέβαιο είναι στις διώξεις που εξαπέλυσε η οθωμανική διοίκηση τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1821, αρκετοί εκτελέστηκαν και κατασχέθηκε η περιουσία τους ενώ άλλοι εξορίστηκαν με εντολή της Υψηλής Πύλης. Από την άλλη, κάποια μέλη της ρωμαίικης ελίτ της Πόλης, κυρίως μεγαλέμποροι και σημαντικοί τεχνίτες εκτελέστηκαν, αλλά οι περισσότεροι πρόλαβαν να φύγουν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη. Κάποιοι εξ αυτών ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, όμως οι πληροφορίες για το θέμα αυτό προέρχονται περισσότερο από τις ελληνικές παρά τις οθωμανικές πηγές.

Για το Πατριαρχείο, γνωρίζουμε ότι πέρα από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, αρκετοί μητροπολίτες εκτελέστηκαν. Αναμένουμε με ενδιαφέρον τα πορίσματα ερευνών που εκπονούνται με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση και αφορούν το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης την περίοδο εκείνη με βάση τις οθωμανικές πηγές. Όσον αφορά τους Μικρασιάτες, ειδικά αυτούς της Καππαδοκίας και του Πόντου πρέπει να έχει κανείς υπόψη του τη γεωγραφική θέση των περιοχών αυτών και την πληθυσμιακή τους σύσταση, με άλλα λόγια ότι επρόκειτο για περιοχές με ορθόδοξο πληθυσμό που διαβιούσαν σε περιοχές όπου υπερτερούσαν οι μουσουλμάνοι. Παρ’όλα αυτά, στους δημοσιευμένους καταλόγους των μελών της Φιλικής Εταιρείας καταγράφονται αρκετοί Μικρασιάτες.

Επίσης είναι γνωστό ότι μετά την καταστροφή του Αϊβαλιού και τις σφαγές στην Σμύρνη, αρκετοί από τους διασωθέντες που μεταφέρθηκαν στις επαναστατημένες περιοχές εντάχθηκαν στις δυνάμεις των Ελλήνων επαναστατών, κάποιοι μάλιστα διετέλεσαν οπλαρχηγοί. Η «Ιωνική Φάλαγγα» που συγκροτήθηκε το 1826 αποτελούνταν αποκλειστικά από Μικρασιάτες και ανήκε στον τακτικό στρατό.


— Τι ρόλο έπαιξε η ελληνική επανάσταση στην ανάπτυξη της εθνικής αυτοσυνείδησης όχι μόνο άλλων βαλκανικών λαών αλλά και των ίδιων των Τούρκων;

Μ.Σ. Οι οθωμανικές αρχές συνέχισαν να μιλούν για την Επανάσταση και τις σχετικές εξελίξεις με όρους χριστιανών-μουσουλμάνων ακόμα και μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Οπωσδήποτε, η προσπάθεια ερμηνείας του ξεσηκωμού και η μετάφραση κειμένων των επαναστατών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση μιας νέας πολιτικής ορολογίας που έδινε έμφαση σε όρους όπως πατρίδα, εθνικός ζήλος ή ελευθερία, αν και η εισαγωγή τους στο οθωμανικό λεξιλόγιο είχε ξεκινήσει αρκετά πριν.

Μπορεί κανείς να υποθέσει, ίσως, ότι η έμφαση στον «νομαδισμό» ως στοιχείο ευρωστίας, αλλά και στο νομαδικό παρελθόν των Οθωμανών, έμφαση που παρατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτελεί ένα αντίστοιχο της ανάπτυξης της εθνικής ταυτότητας σε λαούς όπως οι Έλληνες ή οι Βούλγαροι. Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε ούτε μπορούσε να έχει εθνική ταυτότητα ούσα πολυεθνική και πολυθρησκευτική, η αρχική απάντηση στην άνοδο των εθνικισμών στη Βαλκανική ήταν, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1860, η ιδεολογία του οθωμανισμού, σύμφωνα με την οποία ακριβώς η οθωμανική ταυτότητα θα έπρεπε να παίξει συνεκτικό ρόλο στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, τουλάχιστον στους μουσουλμανικούς (χωρίς διάκριση Τούρκων, Περσών ή Αράβων).

Η έμφαση στην τουρκική εθνοσυνείδηση ήρθε αργότερα ως εξέλιξη αυτού του ρεύματος, όταν ο οθωμανισμός απέτυχε να αποτρέψει τις αποσχιστικές τάσεις των χριστιανικών κυρίως πληθυσμών. Προφανώς η ανάδυση των βαλκανικών εθνικισμών, με κορυφαίο γεγονός την Ελληνική Επανάσταση, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν αποδίδουμε αλλαγές σε νοοτροπίες και ιδεολογικά ρεύματα σε πολιτικά γεγονότα.

Εξίσου σημαντική για την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού μπορεί να θεωρηθεί η περίοδος των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839-1876), που προσπάθησε να ομογενοποιήσει νομικά και πολιτικά τους Οθωμανούς υπηκόους, με συνέπεια την ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων τους καθώς υποχωρούσε η θρησκευτική διάκριση ως κριτήριο υπεροχής. Στο πολύπλοκο αυτό πλέγμα αλληλεπιδράσεων, πάντως, ο ρόλος της Ελληνικής Επανάστασης υπήρξε οπωσδήποτε πρωταρχικός.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *