Σε μία παράγραφο του παλαιότερου άρθρου “Η τεχνολογία και ο μηδενισμός, στην σκέψη του Ernst Jünger”, είχα αναφέρει και το παράδειγμα από το δυστοπικό έργο του “Οι γυάλινες μέλισσες”. Τώρα επιστρέφω με κάποιες αναλυτικές και μελαγχολικές λεπτομέρειες του βιβλίου αυτού, που θα κάνει τον σκεπτόμενο αναγνώστη να προβληματιστεί βαθειά. Ένα βιβλίο που είχε γραφτεί το μακρινό 1957.
Κωνσταντίνος Μποβιάτσος – 26/11/2024 – ΣΑΜΟΥΡΑ¨ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Ο πρώην αξιωματικός Richard (ο ήρωας μας), οικογενειάρχης και υποβαθμισμένος σε ακραία φτώχεια, ζητά βοήθεια από τον Twinnings, έναν φίλο του και πρώην σύντροφο στον στρατό. Αυτός λοιπόν, αφού τον κάνει να καταλάβει ότι στην κατάστασή του δεν μπορεί να είναι επιλεκτικός, του προσφέρει μια πολιτική δουλειά στον βιομήχανο Zapparoni. Πιο συγκεκριμένα, αυτός ο βαθύπλουτος Zapparoni ήταν προμηθευτής οχημάτων στο στρατό και οικιακών ρομπότ σε νοικοκυρές, χαρακτήρας τόσο δυνατός όσο και πολύ ανήθικος. Σε αντίθεση λοιπόν με τον Zapparoni, του οποίου τα εργαστήρια κατασκευάζουν ρομπότ για κάθε σκοπό που μπορεί κανείς να φανταστεί, για τον Richard κάθε τεχνολογική πρόοδος, μπορεί μόνο να προκαλέσει λεηλασία τόσο του ανθρώπου όσο και της φύσης, αλλά με μεγάλη πικρία καταλαβαίνει ότι και ο ίδιος είναι στρατιώτης σε έναν μεταπολεμικό κόσμο του οποίου έχει γίνει ένα ξεπερασμένο γρανάζι.
Ο ίδιος άλλωστε ο Jünger είχε γράψει στο ημερολόγιό του το 1942, όταν ήταν αξιωματικός της Wehrmacht στο τρομερό Ανατολικό Μέτωπο: «Ο παλιός ιπποτισμός που έδωσε αρχοντιά στην εξουσία στην διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ακόμη και στον παγκόσμιο πόλεμο, έχει τελειώσει για πάντα. Οι πόλεμοι διευθύνονται από τεχνικούς. Ο άνθρωπος έχει φτάσει σε εκείνο το προβλεπόμενο από καιρό στάδιο, το οποίο περιέγραψε ο Dostoevskij στο “Έγκλημα και Τιμωρία”. Θεωρεί τους συνομηλίκους του σαν ψείρες, σαν αηδιαστικά έντομα. Είναι μόνο πράγμα που πρέπει να αποφύγουμε, για να μην καταλήξουμε να καταταγούμε και εμείς, ανάμεσα στα έντομα». Τα μαθήματα θάρρους και τιμής δεν έχουν πλέον ενδιαφέρον, η κάστα των πολεμιστών είναι εκτός μόδας. Ο νέος κόσμος ανήκει σε άνδρες όπως ο «λαμπρός και επαναστατικός» επιχειρηματίας Zapparoni, που έφερε τη ρομποτική, με ευρέως διαδεδομένο και διαφοροποιημένο τρόπο, σε κάθε τομέα της κοινωνίας. Δισεκατομμυριούχος και ιδιοκτήτης ενός απόλυτου μονοπωλίου, τα ρομπότ του είναι μικροσκοπικά, λιλιπούτεια, δημιουργημένα από ακριβοπληρωμένους τεχνίτες: «Ήταν καλλιτέχνες ικανοί να φτιάχνουν σίδερα για ψύλλους και να τα στερεώνουν με βίδες. Συνόρευαν στα όρια της καθαρής φαντασίας. Ο κόσμος των αυτόματων του Zapparoni, ήδη αρκετά περίεργος από μόνος του, ζωοποιήθηκε από πνεύματα που επιδίδονταν στις πιο πιο τρελές παραξενιές. Στο ιδιωτικό του γραφείο λέγεται, ότι εξελισσόταν συχνά σκηνές σαν από το γραφείο ενός μεγάλου εξωγήινου. Δυστυχώς δεν υπήρχαν ακόμη ρομπότ ικανά να παράγουν άλλα ρομπότ. Θα ήταν η φιλοσοφική πέτρα, ο τετραγωνισμός του κύκλου».

Όποιος είχε συμβόλαιο με τον Zapparoni, «θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται κύριος ή συγγραφέας στα εργαστήριά του, θα μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε πετύχει μια καλή θέση. Είχε δικό του σπίτι, αυτοκίνητο, πληρωμένες διακοπές στην Τενερίφη ή τη Νορβηγία». Οι εργάτες του δεν έχουν ωράρια, πηγαινοέρχονται στα συνεργεία κατά βούληση, δεν δουλεύουν ποτέ ομαδικά. Αλλά πρέπει να δουλέψουν στην εταιρεία αυτή για μια ζωή, γιατί αν παραιτηθούν θα πήγαιναν τα μυστικά τους σε άλλα εργοστάσια και ο Zapparoni δεν μπορεί να το ανεχθεί αυτό. Μικροσκοπικός, με συγκρατημένους τόνους και ήρεμες χειρονομίες, άνθρωπος με έντονη και εμφανή ευφυΐα ο Zapparoni, όχι μόνο διαχειρίζεται το μεγαλύτερο και μοναδικό συγκρότημα κατασκευής αυτοματισμών, αλλά και παράλληλα μια εταιρεία παραγωγής ταινιών της οποίας οι ταινίες, από ιστορίες και ερμηνευτές «προκαλούν πάντα αγάπη και έκπληξη στο κοινό». Ένας ψεύτικος ενθουσιασμός στον οποίο ο Richard δεν συμμετέχει. «Ο Zapparoniείχε πολλά πρόσωπα, όπως και το έργο του είχε πολλές έννοιες. Πού ήταν ο μινώταυρος σε αυτόν τον λαβύρινθο; Ήταν ο καλός παππούς που έκανε την περιουσία των παιδιών, των νοικοκυρών και των μανάβικων, ήταν ο στρατιωτικός προμηθευτής, που κήρυττε την ηθική στο στρατό και τον εξόπλιζε με πρωτοφανή φινέτσα, ήταν ο τολμηρός οικοδόμος που νοιαζόταν μόνο για το διανοητικό παιχνίδι και που ήθελε να περιγράψει μια καμπύλη που οδηγούσε πίσω σε πρωτόγονες μορφές;» Στο βιβλίο παρατηρούμε ότι η σχέση του πρώην αξιωματικού του ιππικού, με τον ισχυρό και διάσημο «βασιλιά των ρομπότ», παίρνει σάρκα και οστά και ενσαρκώνεται κατά τη συνάντησή τους υπό την σκληρότητα και τη σταθερότητα του βλέμματος του αδίστακτου Zapparoni.

«…γύρισα. Ο Zapparoni ήταν ακόμα στην ταράτσα και με ακολούθησε με το βλέμμα του. Μου έγνεψε και φώναξε δυνατά: «Παρακαλώ πρόσεχε τις μέλισσες!»». Και εδώ είναι η τρομακτική πραγματικότητα αυτών των μελισσών. Σε αντίθεση με τα φυσικά έντομα, τα ρομποτικά πλάσματα που σχεδίασε και παρήγαγε ο Zapparoni, δεν είναι τίποτα άλλο από αρπακτικά μηχανήματα που όπως τα βαμπίρ, ρουφούν το νέκταρ χωρίς να ωφελούν τον φυσικό κύκλο. Η μηχανική μέλισσα δεν αισθάνεται κανένα είδος συναισθήματος για το λουλούδι, δεν αισθάνεται την ανάγκη, δεν μπαίνει στον κόπο να χρησιμοποιήσει με μέτρο τους πόρους της. Η δράση της είναι βίαια ληστρική και καταστρέφει το θύμα. Ανίκανες να γονιμοποιήσουν τα λουλούδια επιτρέποντας έτσι την αντικατάσταση της βλάστησης, οι γυάλινες μέλισσες, ανεξαρτήτως βιολογικών ρυθμών, προορίζονται να καταστρέψουν τον ίδιο τον λόγο της ύπαρξής τους, καταδικάζοντας τον κήπο σε ένα μέλλον ερήμωσης και ξηρασίας. Αυτή θα είναι η μοίρα στην οποία θα προοριστούν οι άνθρωποι αν αναλάβει η ρομποτική και η σημερινή «εκθαμβωτική» τεχνητή νοημοσύνη. Η εποχή του μετανθρώπου ξεκίνησε. Οι μέλισσες από γυαλί του βιβλίου είναι ασταμάτητες εργάτριες και τελικά ακόμη και οι ίδιες οι εργάτριες του Zapparoni, μοιάζουν ήδη πολύ με αυτές τις γυάλινες μέλισσες. Ο Γερμανός στοχαστής έχει σκεφτεί και γράψει ότι «το άλογο, ο πρωταγωνιστής των πεδίων μάχης για χιλιετίες, έχει ήδη εξαφανιστεί και αντικαταστάθηκε από το τανκς. Το άλογο, ο σύντροφος της ζωής των πατεράδων και των παππούδων, σαν ζωντανό σύμβολο μιας διαφορετικής εποχής, θεωρείται πλέον λείψανο του παρελθόντος. Τι θα γινόταν αν ο άνθρωπος, ο άνθρωπος όπως ήταν εδώ και χιλιετίες, ήταν -σαν μέλισσες- το επόμενο θύμα;». Γνωρίζουν άραγε οι εργαζόμενοι – ακόμη και αυτοί οι καλοπληρωμένοι – σε κάποιο εργοστάσιο υπερτεχνολογίας, ότι εργάζονται σκληρά για την καταστροφή τους; Θα δεχτεί ο Richard την πρόταση για δουλειά του Zapparoni ή όχι, μετά από όλα όσα έχει καταλάβει για εκείνον και τον κόσμο του, που τον φρικάρουν; Αλλά το ίδιο πρέπει να αναρωτιούνται και οι σημερινοί εργαζόμενοι.
Ένα δυστοπικό, σατιρικό και πολιτικό μυθιστόρημα φαντασίας, που παραπέμπει στη μεταμόρφωση μιας εποχής στην οποία η βιομηχανική δύναμη μπορεί να συμπέσει με την πολιτική εξουσία, στην οποία τα ρομπότ μπορούν να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους, με δραματικά αποτελέσματα. Ο πρωταγωνιστής και αφηγητής, ο Richard, είναι κάπως με αυτή την έννοια μια παρόμοια εικόνα του ίδιου του Jünger, ενός πολίτη που αντιμετώπισε τους δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους, βίωσε μια διαφορετική κουλτούρα και πίστευε ότι ο κόσμος του και η εκπαίδευσή του θα μπορούσαν να περάσουν μέσα από το χρόνο. Στο τέλος του πολέμου βρέθηκε να πρέπει να λάβει υπόψη του το απαρχαιωμένο της εκπαίδευσης του και την ανάγκη να προσαρμοστεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Richard ανακαλύπτει έναν κόσμο, στον οποίο η εξαιρετικά εκλεπτυσμένη τεχνολογία στοχεύει – έτσι δείχνει – στη διόρθωση και τη βελτίωση της φύσης. Όλη τη φύση, από τα έντομα μέχρι τους ανθρώπους. Οι μέλισσες του Zapparoni ξέρουν πώς να επιδεικνύουν την τρομακτική τεχνολογική τους εξέλιξη, ενσαρκώνοντας την καταπίεση και την άδικη αφύσικη επιλογή.

Η τεράστια δύναμη του Zapparoni με τα ρομπότ του φαίνεται να μας λέει ότι ο πολιτισμός που γεννήθηκε στις στάχτες των δύο φρικτών πολέμων, (το μυθιστόρημα χρονολογείται από το 1957) κυριαρχούνταν από μια ψυχρή και ανήθικη τεχνολογία και από την απουσία σεβασμού προς τη φύση και την ανθρωπότητα. Είναι σίγουρα διαφορετική ως προς τη μορφή από αυτή των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά δυνητικά όχι λιγότερο καταστροφική και οδυνηρή. Οι γυάλινες μέλισσες αποτελούν την βαρβαρότητα εναντίον του πολιτισμού. Κάτι που έχουμε ξαναδεί στα πιο παλιά μυθιστορήματα του Junger, όπως το “Στα μαρμάρνα βράχια”. Αλλά εδώ η βαρβαρότητα αντιπροσωπεύεται μέσα από τον πολιτισμό της μηχανής. Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε με την δίκη ανθρώπου εναντίον της μηχανής. Αυτό που καταγγέλλει ο Γερμανός στοχαστής στο βιβλίο του, είναι οι ύπουλες μορφές της τυραννίας των αυτοματισμών, που έχουν γίνει δεσποτικοί χάρη και στην παρέμβαση και διαχείριση των Καθεστώτων.
Μπορούμε να δούμε το βιβλίο αυτό ως μια φιλοσοφική ιστορία και ακόμα, ίσως και διασκεδαστικό, αλλά με μια «διασκέδαση» που δεν είναι χωρίς πικρία, γιατί τα βαθιά επίπεδα της αφήγησης ξυπνούν συναισθήματα αγωνίας. Η ενόχληση που νιώθουμε κατά την ανάγνωση προέρχεται από την αίσθηση ότι αυτό που μας λένε δεν είναι τόσο τραβηγμένο όσο νομίζουμε, ούτε προβάλλεται τόσο μακριά στο μέλλον, ώστε να μπορούμε να το σκεφτούμε χωρίς άγχος. Και αυτό φαίνεται καλύτερα από τον πρωταγωνιστή μας, ο οποίος νιώθει τον φόβο και την απειλή, την αυξανόμενη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης ηθικής και της ανάπτυξης του αυτοματισμού της ρομποτικής. Σχέση ανθρώπου και τεχνολογίας που ο Junger και ο αδερφός του Friedrich George έχουν αναλύσει διεξοδικά μαζί με τους φόβους τους, από το 1942. Ακόμη και στο πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο, στο “Καταιγίδες από ατσάλι”, ο Γερμανός είχε χαρακτηρίσει τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ως «πόλεμο των υλικών» αλλά ότι «η τεχνική, που δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο για να κυριαρχήσει στην ύλη, μπορεί να γίνει τόσο ισχυρή ώστε να κυριαρχήσει στον άνθρωπο». Αγεφύρωτο σπάσιμο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ νοσταλγίας και προόδου, μεταξύ φύσης και τεχνουργήματος. Από αυτή την οπτική γωνία, οι γυάλινες μέλισσες φαίνεται να είναι ένα μυθιστόρημα ανησυχητικής συνάφειας.
«Η ανθρώπινη τελειότητα και η τεχνική βελτίωση δεν συμβιβάζονται. Αν θέλουμε το ένα, πρέπει να θυσιάσουμε το άλλο. Σε αυτό το σημείο τα μονοπάτια χωρίζουν. Όποιος είναι πεπεισμένος για αυτό, ξέρει τι κάνει με τη μια ή την άλλη έννοια. Η τελειοποίηση στοχεύει στο υπολογίσιμο και το τέλειο, στο ανυπολόγιστο. Ένα φρικτό αλλά και συναρπαστικό μεγαλείο ακτινοβολεί γύρω από τέλειους μηχανισμούς. Προκαλούν απογοήτευση, αλλά και τιτάνια υπερηφάνεια, που μόνο η καταστροφή και όχι η διάκριση μπορούν να υποτάξουν. Η απογοήτευση, αλλά και ο ενθουσιασμός που μας προκαλεί το θέαμα των τέλειων μηχανισμών, είναι ακριβώς το αντίθετο από την ικανοποίηση με την οποία μας καθησυχάζει το θέαμα ενός τέλειου έργου τέχνης. Αισθανόμαστε την απειλή για την ακεραιότητά μας, για τη συμμετρία μας. Το ότι τα χέρια και τα πόδια τίθενται σε κίνδυνο, δεν είναι το χειρότερο ακόμα».
Οι γυάλινες μέλισσες είναι πολύ πιο απαισιόδοξο βιβλίο από το “Heliopolis” (1949), στο οποίο οι νέες τεχνολογίες εξακολουθούσαν να έχουν θετικές και αρνητικές πτυχές και ένα τέλος στο οποίο υπήρχε ένας υπαινιγμός, μια νότα ελπίδας. Οι γυάλινες μέλισσες είναι ένα συγκινητικό βιβλίο παρόλα αυτά. Η πλοκή του είναι ένας συνεχής προβληματισμός για τα θέματα ηθικής και προόδου, ξετυλίγεται σε οραματικές σελίδες και σελίδες στις οποίες ο Ernst Jünger παραπέμπει στην εξαφάνιση ενός κόσμου, την εξαφάνιση των αρχαίων αξιών που πλέον δεν έχουν νόημα και στις οποίες η πρόοδος γίνεται αποκρουστική. Και νομίζω, μάλλον είμαι σίγουρος, ότι θα το ζήσουμε σύντομα με την τρομακτική και καταστροφική επέλαση του νέου παγκόσμιου καθεστώτος, υπό των δυναστών Αμερικανών, βασισμένο απόλυτα στην ανεξέλεγκτη υπερτεχονολγία του Musk και των άλλων Λεβιάθαν…ένας Μεταποκαλυπτικός κόσμος ανοίγεται μπροστά μας…!