Στο κείμενο του Λορεντζάτου υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία για των Σωκράτη Κουγέα όπως και παρατηρήσεις για τον τρόπο της ιστορικοφιλολογικής εργασίας του. Ευνόητο είναι ότι εδώ δεν ενδιαφέρει η ίδια η βιογραφία του Κουγέα. Κριτήριο της επιλογής των αποσπασμάτων που ακολουθούν υπήρξε ο ανθρώπινος τύπος που προσδιορίζεται μέσα από το γραπτό του Λορεντζάτου, «Ο Σωκράτης Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα», Δοκιμές, Β΄ τόμος, εκδ. Δόμος, χ.χρ., σελ. 63-96.
Ιστολόγιο ΜΕΣΑ ΕΛΛΑΔΑ 05/08/2010
«Στις 27 Σεπτεμβρίου πέθανε στην Αθήνα ο Σ. Β. Κουγέας…ο Σ. Β. Κουγέας ανήκει στη μεγάλη γενιά των ιστοριοδιφών και παλαιογράφων, ενός Παπαδόπουλου Κεραμέως (1856-1912), ενός Σ. Π. Λάμπρου (1851-1919), που θεμελίωσαν και τράνεψαν τις σχετικές ιστορικοφιλολογικές έρευνες στην Ελλάδα, τις αξετίμητες πάντα για την τόσο λιπόβαρη, την παρούσα, αλλά και την μελλοντική αυτογνωσία μας[i].
…ο Σ. Β. Κουγέας δεν είχε μέσα στο κύτταρό του τίποτα από τη μικρότητα ή την αθλιότητα που συνοδεύουν στην Ελλάδα (και μπορεί παντού) στερεότυπα σχεδόν τα πιο χρυσοστεφάνωτα και αστραποβόλα αξιώματα της πολιτείας. Τα αναθεματισμένα τα γράμματα, βλέπετε, είναι δίκοπο μαχαίρι. Ολόκληρη η σταδιοδρομία πολλών από τους μεγαλοσχήμονες ή επίσημους ακαδημαϊκούς προμαχώνες αλάθητα μας βεβαιώνει για τη μαύρη αλήθεια πως μια διανοητική ή άλλη επίδοση, τέτοια που να εξασφαλίσει τους ανώτατους ακαδημαϊκούς τίτλους στον άνθρωπο, μπορεί με το αζημίωτο να συνοδεύεται από ένα μικρό ή απαθλιωμένο ψυχικό εσωτερικό, από ένα πλαστογράφημα του ανθρώπινου χαραχτήρα· δεν υπάρχει σε αυτό καμιά αντένδειξη[ii].
Και διατήρησε ανάμεσά μας, παρακαταθήκη πολύτιμη, το ανθρώπινο εκείνο είδος πους θαρρείς πως ύστερα από το 21 ολοένα λιγοστεύει και πάει, ή κοντεύει ολότελα να απολέιψει, και που το εκφράζει στη γλώσσα μια μόνον λέξη: «άντρας», περίπου αντίστοιχα όπως στα αρχαία ελληνικά το καλός κἀγαθός[iii].
Όλα τα ακαδημαϊκά αξιώματα όλοι οι τίτλοι και οι διάφορες επιδόσεις του Σ. Β. Κουγέα δεν θα μπορούσαν να του προσδώσουν εκείνο που τον ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσους ανωφέλευτους ή αδιαφόρετους συναδέλφους του, αν έλειπε το ακατανίκητο δέσιμο του ανθρώπου με το γενολόγι του και με τη γή της ιδιαίτερης πατρίδας του. Από το χωριό του ο Σ. Β. Κουγέας προχώρησε μονοκόμματος…Συνήθως στην Ελλάδα με την πρώτη γενιά που θα απαρνηθεί, για χίλιους δυό λόγους ή και από ιστορική αναγκαιότητα, την αγροτική, ας την ονομάσουμε έτσι για συντομία, διάρθρωση της ζωής και θα βαφτιστεί στην άλλη, είτε ως επιστημονικό-διανοητικό είτε ως τεχνολογικό-εργατικό δυναμικό, οι δεσμοί ανάμεσα στις δύο πλευρές χαλαρώνουν, η γενική τάση είναι οι άνθρωποι να αποδημούν στις πολιτείες και εκεί οι περισσότεροι χάνουν απότομα, θαρρείς, κάτι από το βάρος του ντόπιου πολιτισμού και γίνονται πρόσωπα πλεούμενα, κάτοικοι του αφρού[iv].
Μπορούμε να πούμε πως με την ίδια άνετη αρχοντιά ο Σ. Β. Κουγέας μπαινόβγαινε στο φροντιστήριο του K. Krumbacher ή στα σπίτια των συγχωριανών και στα χτήματά του. Παντού στεκόταν ολόκληρος, όπως κάτι παλιά τραπέζια δουλεμένα από ένα μόνο ατόφιο κομμάτι ξύλο. Δεν χρωστούσε πουθενά υπόλοιπα. Για αυτό και τίποτα δεν τον σάλεψε. Η στάση του απέναντι στους πάντες, αργότερα στη ζωή, μεγιστάνες ή ανθρώπους ασήμαντους, σπουδαίους και τιποτένιους, περιώνυμους ξένους ή τρανούς δικούς μας, στάθηκε πάντα απαρασάλευτη και θύμιζε τη θαλερή στάση, τώρα φευγάτη από τον τόπο μας…[v]
…κάτω από την ακαδημαϊκή πρόσοψη ή την καθηγητική πανοπλία φώλιαζε η μαύρη σκοτεινή δύναμη της γής, αγκιστρωμένη σε αυτό που απλουστεύοντας ονόμασα αγροτική διάρθρωση της ζωής, με κύριο πρόσωπο τον ξώμαχο ή τον ψαρά, και που ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης…προχώρησε πάντα στην Ελλάδα σφιχτοδεμένη χέρι χέρι, μαζί με τη θρησκεία και με τα γράμματα ή, πιο ανάγλυφα, με τον παπά και το δάσκαλο[vi].
Σήμερα που ο τόπος ξεθηκάρωσε μαζί με τα διάφορα άλλα έθνη και προετοιμάζεται να μπεί ή μπαίνει κιόλας με την αράδα του στο μεγάλο οικουμενικό χορό, χρειάζεται να προσέξουμε μήπως αποδειχθούμε γυμνοσάλιαγκοι δίχως τους ανθρώπους που, σαν τον Σ. Β. Κουγέα, παντού είχαν απλωμένα στον τόπο ρίζες και ριζιά, καθώς λέμε…Τώρα μάλιστα που διεθνοποιηθήκαμε αρκετά και προσφέρομε την τουριστική επιφάνειά μας στους ξένους, θα χρειαζόταν ταχτικότερα να συλλογιόμαστε, καμιά φορά, σε αντίθεση με την εξωτερική Ελλάδα, αυτή που δείχνομε ή που φαίνεται, την άλλη, εκείνη που θα προτιμούσα να βάφτιζα μέσα Ελλάδα, αν επιτρέπεται η έκφραση και που ολοένα περισσότερο σπανίζει αποτραβιέται, λαθροζεί[vii].
Ο Σ. Β. Κουγέας τήρησε απαράβατα την πίστη των πατέρων του, αυτή που χαραχτηρίστηκε από τους αιώνες ως καταφυγὴ ἐν γενεᾷ και γενεᾷ…Και ανίσως οι νέοι μπορούν να ρωτήσουν: – Μη θέλεις τάχα να ξεπλανέσεις τη ζωή με ένα γέροντα ή να αναστήσεις με τα λεγόμενά σου έναν αποθαμένο; Μια απόκριση βρίσκω να δώσω μονάχα – πως τέτοιους γέροντες η Ελλάδα έπρεπε να τους περνάει βασιλικό στο αφτί της.
Κηφισιά
Νοέμβριος 1966 – Ιανουάριος 1967».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[i] Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Ο Σωκράτης Κουγέας και η Μέσα Ελλάδα», Δοκιμές, Β΄ τόμος, εκδ. Δόμος, χ.χρ., σελ. 65.
[ii] Στο ίδιο, σελ. 66-67.
[iii] Στο ίδιο, σελ. 70-71.
[iv] Στο ίδιο, σελ. 76-77.
[v] Στο ίδιο, σελ. 78-79.
[vi] Στο ίδιο, σελ. 80.
[vii] Στο ίδιο, σελ. 82.