Το δημοψήφισμα του 1946

Του Σωτηρη Ριζα*

Το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 ήταν ακόμα ένας κρίκος στη μακρά αλυσίδα ανάλογων λαϊκών ψηφοφοριών που δεν απέδωσαν οριστική λύση στο πολιτειακό ζήτημα παρά μόνο τον Δεκέμβριο του 1974. Ταυτόχρονα όμως εντάσσεται και στην αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησε στη γενίκευση του Εμφυλίου Πολέμου τον χειμώνα του 1946-47.

Η παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935 ήταν αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής επέμβασης, η οποία επικυρώθηκε από ένα εμφανώς διαβλητό δημοψήφισμα. Η νομιμοποιητική βάση του θρόνου ήταν συνεπώς ασθενής. Στη συνέχεια, η προσφυγή του Γεωργίου Β΄ στη δικτατορία, στις 4 Αυγούστου 1936, αποστέρησε το στέμμα από την υποστήριξη των αστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του αντιβενιζελισμού που αποτελούσε το κοινοβουλευτικό του έρεισμα. Κατά την Κατοχή, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις θα απαιτούσαν τη διενέργεια δημοψηφίσματος με τη λήξη του πολέμου, ώστε να αποφασίσει οριστικά ο ελληνικός λαός για το πολιτειακό. Μόνος υποστηρικτής της μοναρχίας απέμεινε η Βρετανία, η οποία έβλεπε στον Γεώργιο ένα πιστό σύμμαχο και στο βασιλικό θεσμό τον αναγκαίο παράγοντα για τη διασφάλιση της συνέχειας της ελληνικής πολιτικής, η οποία συνυφαινόταν με κυβερνητική αστάθεια και ρευστότητα και της δεσπόζουσας βρετανικής θέσης στη χώρα.

Η βρετανική υποστήριξη ήταν πράγματι το μόνο εναπομένον έρεισμα του θρόνου, ιδίως αφότου έγινε αντιληπτό ότι στην κατεχόμενη Ελλάδα αναδυόταν μια νέα ισχυρή πολιτική και κοινωνική δύναμη – το, υπό την καθοδήγηση του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Στην αντίθεση των αστικών κομμάτων στο στέμμα προσετίθετο συνεπώς μια νέα πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική πραγματικότητα, η οποία αμφισβητούσε το προπολεμικό αστικό κοινωνικό καθεστώς. Η επίδραση της δυναμικής αυτής γινόταν αισθητή ακόμα και στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής όπου επρόκειτο να εκδηλωθεί τον Απρίλιο του 1944 στάση, των προσκείμενων στην Αριστερά, οπλιτών και υπαξιωματικών. Αίτημά τους ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού με βαρύνουσα συμμετοχή την Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης που είχε σχηματίσει το ΕΑΜ στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η στάση κατεστάλη και, μετά την έντονη παρέμβαση των Βρετανών, θα σχηματιζόταν κυβέρνηση εθνικής ένωσης υπό την προεδρία του Γεωργίου Παπανδρέου με συμμετοχή των αστικών κομμάτων και τελικά της Αριστεράς. Ο βασιλιάς δεν επανήλθε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944 μαζί με την κυβέρνηση, καθώς έγινε αντιληπτό ότι η επάνοδός του θα αποτελούσε διαλυτικό παράγοντα για την πολιτική διευθέτηση του Λιβάνου και θα οδηγούσε άμεσα σε επικράτηση της Αριστεράς στη χώρα.

Οι συνέπειες στην ευρύτερη πολιτική σκηνή της χώρας

Η ένοπλη σύγκρουση του Δεκεμβρίου του 1944 υπήρξε απρόβλεπτα ευνοϊκή για τις τύχες της μοναρχίας. Ο βασιλιάς υποχρεώθηκε από τον βρετανικό παράγοντα να αποδεχθεί τον διορισμό του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως αντιβασιλέως, καθώς γινόταν αντιληπτό ότι ήταν αναγκαία, τόσο η παρουσία ενός ρυθμιστή του πολιτεύματος όσο και ο κατευνασμός των ανησυχιών της Αριστεράς, σχετικά με το ενδεχόμενο επανόδου του Γεωργίου στην Ελλάδα. Η ήττα εν τούτοις του ΕΛΑΣ και η διάλυσή του μετέβαλαν πλήρως τα δεδομένα της πολιτικής κατάστασης.

Η μοναρχία αποκτούσε και πάλι ελκτική δύναμη ως αντικομμουνιστικό σύμβολο για ένα ευρύ φάσμα πολιτικών αντιλήψεων στο πλαίσιο του αστικού χώρου. Ο παραδοσιακός αντιβενιζελισμός ενοποιείτο και πάλι στο Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αποκαθιστούσε τη φιλοβασιλική του τοποθέτηση ενώ και ορισμένες συντηρητικές ομάδες του βενιζελισμού, πιο χαρακτηριστικός τους εκπρόσωπος ο Στυλιανός Γονατάς, θα αποχωρούσαν από το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο επιβεβαίωσε από την πλευρά του τη δημοκρατική του ταυτότητα. Το φιλοβασιλικό ρεύμα και η πόλωση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς που συνέτριβε το δημοκρατικό κέντρο δεν ανακόπηκε ούτε όταν η βρετανική εργατική κυβέρνηση αποφάσισε τον Σεπτέμβριο του 1945, με τη σύμφωνη γνώμη και παρακίνηση του Δαμασκηνού, να αντιστρέψει τη σειρά της διεξαγωγής δημοψηφίσματος και εκλογών και να προτάξει τις τελευταίες με την ελπίδα ότι έτσι θα αποδυναμωνόταν η σημασία του πολιτειακού.

Τα αποτελέσματα

Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο από το προσδοκώμενο, καθώς στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία σε ψήφους και έδρες η Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων, ένας συνασπισμός με κορμό το Λαϊκό Κόμμα που υποστήριζε την άμεση επάνοδο του βασιλιά. Η αποχή του ΚΚΕ οδήγησε στο δυσμενέστερο δυνατό αποτέλεσμα για την Αριστερά, αλλά και για το δημοκρατικό κέντρο που δεν ήταν πλέον σε θέση να αποτρέψουν την επάνοδο του βασιλιά.

Η νέα κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη προκήρυξε δημοψήφισμα για την 1η Σεπτεμβρίου. Διευκρινίστηκε ότι το ζήτημα αφορούσε την επιστροφή ή όχι του βασιλιά και όχι ευθέως τη μορφή του πολιτεύματος. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, υπέρ της επιστροφής του βασιλιά ψήφισε το 68,4% και εναντίον το 31,6% εκ των οποίων το 20% ήταν λευκά και 11,6% είχαν την ένδειξη «Δημοκρατία».

Παρατηρητές της εποχής, αλλά και νεότερες έρευνες δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η μοναρχία πλειοψήφησε μεν, αλλά με ποσοστό που στην πραγματικότητα δεν υπερέβαινε κατά πολύ το 50%. Υπέρ του βασιλιά υπολογίζεται ότι ψήφισε περίπου το ήμισυ των ψηφοφόρων της Εθνικής Πολιτικής Ενωσης που είχαν συγκροτήσει στις βουλευτικές εκλογές οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Παπανδρέου. Αυτοί είχαν μεν διατηρήσει επί της αρχής την άποψή τους υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, αλλά προεξοφλούσαν την επάνοδο του βασιλιά και απέφυγαν να αναλάβουν έντονο αγώνα ο οποίος πίστευαν ότι θα διαιρούσε βαθιά το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο.

Πέραν αυτού ήταν όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι κατά τόπους αρχές είχαν ασκήσει πίεση στους ψηφοφόρους υπέρ του βασιλιά, ενώ η δίωξη των αριστερών στοιχείων, αλλά και φιλελευθέρων κεντρώων, είχε ενταθεί. Δεν πρέπει επίσης να έλειψαν και διπλοψηφίες αφού ακόμα και η Συμμαχική Αποστολή Παρατηρητών υπολόγισε το ποσοστό των εγκύρως ψηφισάντων σε 81%. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει την άποψη ότι το 1.664.000 που αναφέρονται ως ψηφίσαντες ήταν πράγματι ένας εξωπραγματικός αριθμός, συγκρινόμενος και με τη συμμετοχή και την υπολογιζόμενη αποχή στις προηγηθείσες εκλογές του Μαρτίου.

Ενα άλλο στοιχείο που πρέπει να συγκρατηθεί είναι ότι η μοναρχία πλειοψήφησε μαζικά στην ύπαιθρο και τα μικρά αστικά κέντρα και λιγότερο στα μεσαία ενώ, αντίθετα, καταψηφίστηκε στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, αν δεν συνυπολογιστεί η επίδραση της ψήφου των στρατιωτικών και των δημοσίων υπαλλήλων, στη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, τη Λάρισα, τα Χανιά, το Ηράκλειο, την Καβάλα και τις Σέρρες. Αυτό σήμαινε ασφαλώς ότι ο θρόνος βασιζόταν υπερβολικά στην άσκηση μέσων καταναγκασμού που ήταν ισχυρότερα στην ύπαιθρο, αλλά και ότι υποστηριζόταν λιγότερο από τα δυναμικά στρώματα των πόλεων.

Οι επιπτώσεις

Οι συνέπειες του δημοψηφίσματος δεν ήταν ασήμαντες. Η παραδοσιακή δημοκρατική παράταξη συμβιβάστηκε με τη νέα πραγματικότητα αν και με επιφύλαξη. Το πολιτειακό φαινόταν ότι έκλεινε, αλλά ο παλαιός δημοκρατικός κόσμος διατηρούσε έναντι του στέμματος κάποια επιφύλαξη που προερχόταν από την πολιτική παράδοση και κουλτούρα του και θα ενεργοποιείτο ανάλογα με την πολιτική που θα ακολουθούσε ο θρόνος.

Η Αριστερά από την πλευρά της θα ερμήνευε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ώς την ολοκλήρωση της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος που αποτελούσε επιβεβαίωση της ανατροπής των ευνοϊκών για την Αριστερά συσχετισμών δυνάμεων και συνθηκών που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η ανάλυση της ηγεσίας του ΚΚΕ υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη παρέβλεπε το γεγονός ότι και η ίδια είχε συμβάλει στην εξέλιξη αυτή, επιλέγοντας την αποχή της Αριστεράς από τις εκλογές του Μαρτίου του 1946 και προχώρησε στην κλιμάκωση του περιορισμένου ένοπλου αγώνα που είχε αναλάβει ήδη από το καλοκαίρι.

Αντίστοιχα, η ταυτισμένη με τη μοναρχία συντηρητική παράταξη έβλεπε να επιβεβαιώνονται οι ανησυχίες της για την προσφυγή της Αριστεράς στην ένοπλη επιλογή στην οποία όμως είχε επίσης συμβάλει η ίδια το 1945-46, ενθαρρύνοντας τη δίωξη αριστερών στοιχείων και θεσμοποιώντας μετά τις εκλογές τις διώξεις αυτές. Ετσι τορπίλισε την πολιτική διευθέτηση της Βάρκιζας την οποία θεωρούσε επιεική για την Αριστερά. Το δημοψήφισμα συνεπώς και το αποτέλεσμά του απεικόνιζε εν τέλει την πόλωση του 1944-46 που οδήγησε στον Εμφύλιο Πόλεμο.

* O κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, της Ακαδημίας Αθηνών.

kathimerini.gr

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *