Γράφει ο Φάνης Καψωμάνης
Τι ήταν οι δήμοι στο Βυζάντιο, πώς λειτουργούσαν και πού αποσκοπούσαν; Τι ήταν ο ιππόδρομος για τους Βυζαντινούς, πώς γίνονταν οι αρματοδρομίες και γιατί άρεσαν τόσο στον κόσμο (μέχρι του σημείου να υπάρχουν εκδηλώσεις λατρείας των αθλητών, φανατισμού των οπαδών ή ακόμα και χουλιγκανισμού); Τι σχέση είχαν με την άμυνα (όπως όταν αμύνθηκαν κατά των Αβαροσλάβων στην πολιορκία του 626) αλλά και με την πολιτική (από την –τυπική– έγκριση κάθε νέου αυτοκράτορα, μέχρι τη διεξαγωγή μιας λαϊκής εξέγερσης, όπως με τη Στάση του Νίκα το 532); Όλα αυτά αποτελούν ερωτήματα που έχουν απασχολήσει και απασχολούν ακόμα την ιστορική έρευνα.
Ο λαός του Βυζαντίου ήταν πράγματι πολύ στενά συνδεδεμένος με τον ιππόδρομο. Οι αρματοδρομίες ήταν το πιο δημοφιλές άθλημα και το πιο αγαπητό λαϊκό θέαμα, αφότου η χριστιανική εκκλησία απαγόρευσε τις μονομαχίες, και όλοι σχεδόν οι πολίτες υποστήριζαν με ενθουσιασμό κάποια από τις ομάδες που έπαιρναν μέρος σ’ αυτές.
Ο ιππόδρομος αποτελούσε το επίκεντρο της αστικής ζωής στο Βυζάντιο. Ανάμεσα στους οπαδούς συμπεριλαμβάνονταν πολύ συχνά και οι αυτοκράτορες (ήταν συνήθως υποστηρικτές της ομάδας των Πράσινων, και σπανιότερα – μόνο έξι αυτοκράτορες – των Βένετων). Το θέαμα που πρόσφερε στους θεατές ήταν εντυπωσιακό και γεμάτο συγκινήσεις. Η δύναμη, η επιδεξιότητα και η τόλμη που έδειχναν οι τέσσερις αρματοδρόμοι κατά τη διάρκεια των επτά γύρων μιας αρματοδρομίας προκαλούσε το θαυμασμό και τον ενθουσιασμό.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσες φορές το χρόνο διεξάγονταν αρματοδρομίες, σίγουρα όμως όχι πάνω από δεκαπέντε. Τον υπόλοιπο καιρό ο χώρος παρέμενε κλειστός. Η προετοιμασία των αγώνων διαρκούσε δυο μέρες. Την τρίτη μέρα γινόταν η διεξαγωγή τους. Την έναρξή τους έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Διεξάγονταν οκτώ αρματοδρομίες και τα διαλείμματα μεταξύ τους τα κάλυπταν με θεατρικές, χορευτικές, ακροβατικές και μιμικές παραστάσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονταν οι αρματοδρομίες στηνΚωνσταντινούπολη είχε την προέλευσή του στην παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, τη Ρώμη. Την περίοδο της Αυτοκρατορίας είχαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο εκεί ως το κατεξοχήν άθλημα και οι αυτοκράτορες εκμεταλλεύονταν την αγάπη του πλήθους γι’ αυτές για να το κρατούν ήσυχο. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκαν εκεί φατρίες με σκοπό τη διοργάνωση των (πολύ συχνών) αρματοδρομιών. Φρόντιζαν για την εξεύρεση και εκπαίδευση αλόγων και ηνιόχων, για την οργάνωση και αμοιβή του προσωπικού των στάβλων, καθώς και των ηθοποιών, χορευτών κλπ. Διευθύνονταν αρχικά από ιδιώτες, όμως σταδιακά ο έλεγχός τους περνά στα χέρια των αυτοκρατόρων.
Οι φατρίες πήραν το όνομά τους από το χρώμα της στολής των ηνιόχων τους. Υπήρχαν οι Λευκοί, οι Ερυθροί, οι Βένετοι (Γαλάζιοι) και οι Πράσινοι. Η προέλευση και η σημασία των τεσσάρων χρωμάτων δεν είναι γνωστή. Ίσως συμβόλιζαν τα στοιχεία της φύσης (αέρα, φωτιά, θάλασσα και γη αντίστοιχα) ή τις τέσσερις εποχές του χρόνου (χειμώνα, καλοκαίρι, φθινόπωρο και άνοιξη αντίστοιχα). Από τις τέσσερις αυτές φατρίες πιο σημαντικές έγιναν με τον καιρό οι Βένετοι και οι Πράσινοι.
Όταν άρχισαν να διεξάγονται αρματοδρομίες και στην Κωνσταντινούπολη, κρίθηκε και εκεί απαραίτητη η δημιουργία φατριών ανάλογων με της Ρώμης (αργότερα και στις άλλες μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Αλεξάνδρεια και η Θεσσαλονίκη). Έτσι, οι δήμοι ξεκινούν εκεί προφανώς ως οργανωμένες λαϊκές ομάδες αθλητικού χαρακτήρα.
Η προσοχή των ερευνητών στράφηκε από το 19ο ήδη αι. στις πολύ συχνές ταραχές που προκαλούσαν. Τις θεώρησαν αρχικά όμοιες μ’ αυτές που συνέβαιναν στη Ρώμη κι αποτελούσαν απλά απερίσκεπτες συγκρούσεις των φανατισμένων οπαδών (άποψη του Άγγλου Γκίμπον).
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. όμως, η στάση της έρευνας μεταβλήθηκε. Ο Ρώσος Ουσπένσκι αναγνώρισε πρώτος την πολιτική σημασία τους. Η άποψή του ήταν πως αποτελούσαν διαμερίσματα της πόλης που κατά πάσα πιθανότητα κατάγονταν από τους αττικούς δήμους. Στην άποψη αυτή ήρθε να προσθέσει επιπλέον στοιχεία ο Σέρβος Μανόλοβιτς, ο οποίος συγκέντρωσε τεκμήρια για το ρόλο τους ως πολιτικών και στρατιωτικών οργανώσεων και μίλησε και για το θρησκευτικό και κοινωνικό προσανατολισμό τους, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσαν την πολιτοφυλακή και πως ασκούσαν διάφορα έργα στις πόλεις τους. Είπε ακόμα πως αντιπροσώπευαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις (οι Βένετοι την αριστοκρατία και οι Πράσινοι τις κατώτερες τάξεις) και ορισμένα θρησκευτικά δόγματα (οι Βένετοι την ορθοδοξία και οι Πράσινοι το μονοφυσιτισμό).
Τις απόψεις αυτές ήρθε να συμπληρώσει (και να αντικρούσει) ο Ρώσος Διακόνωφ, που έκανε λόγο και για οικονομικό και συνταγματικό ρόλο. Υποστήριξε δηλαδή πως ήταν λαϊκές οργανώσεις που εξυπηρετούσαν την τοπική αυτοδιοίκηση και αποτελούσαν επιβίωση της ελληνιστικής εποχής. Υποστήριξε ακόμα πως δεν πρέπει να ταυτίζονται με τις φατρίες, που αποτελούσαν οργανώσεις ιπποδρομιακές αλλά και πολιτικές. Οι δήμοι, όπως υποστηρίζει, ενώνονταν και σχημάτιζαν φατρίες του ιπποδρόμου, οι οποίες αποτελούσαν τα δύο πολιτικά κόμματα, των Βένετων και των Πράσινων.
Στις απόψεις των τριών αυτών ερευνητών η νεότερη έρευνα έχει συμπληρώσει, αντικρούσει και διορθώσει πολλά. Εκείνο που πρέπει να δούμε πρώτο είναι τι ήταν αυτό που προκάλεσε τη μεγάλη αυτή αλλαγή των δήμων από απλές αθλητικές οργανώσεις σε πολιτικές. Σίγουρα σ’ αυτό συντέλεσε και ο φανατισμός των οπαδών τους και η απήχηση που έβρισκαν στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού, όμως δεν επαρκούν. Εφόσον, ως πολιτικές οργανώσεις, θα είχαν κάποια ηγεσία, αυτή θα προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις, αριστοκρατικές ή αστικές, άτομα δηλαδή με μεγάλη επιρροή. Πέρα από αυτό, στην ανάπτυξή τους συντέλεσε και το ότι, καθώς ήταν οι μόνες κοσμικής προέλευσης οργανωμένες ομάδες στις πόλεις, σ’ αυτούς θα έπεφτε η ευθύνη της ανάληψης καθηκόντων άσχετων με τον αθλητικό χώρο, όπως π.χ. η επάνδρωση των τειχών κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας. Προϋπόθεση αποτελεί φυσικά και η κάποια πολιτική ωριμότητα του λαού, που ο Παπαρρηγόπουλος την αποδίδει στον έμφυτο χαρακτήρα του Ελληνικού έθνους, ενώ ο Λεφτσένκο στην επιβίωση των ελληνιστικών συνοικιακών συμβουλίων των πόλεων και ο Ντβόρνικ στη λαϊκή βάση στην οποία είναι οργανωμένος ο χριστιανισμός ως θρησκεία.
Ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας των δήμων δεν είναι κι αυτός με σαφήνεια γνωστός. Διαιρούνταν σε ηγετικά στελέχη, οργανωμένα μέλη και ανώνυμους οπαδούς. Οι δυο πρώτες κατηγορίες αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία αλλά είχαν και την ηγεσία του δήμου. Γνώριζαν το μυστικό να ποδηγετούν τις μάζες των οπαδών και να τις παρασύρουν σε ταραχώδεις διαμαρτυρίες στους δρόμους.
Η προσήλωση των οπαδών στην ομάδα τους υποστηρίχτηκε πως συνδεόταν και με την κοινωνική προέλευση και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών. Ο Μανόλοβιτς είπε πως οι Βένετοι ήταν το κόμμα της αριστοκρατίας, ενώ οι Πράσινοι των κατώτερων και προοδευτικότερων τάξεων, και πως οι Βένετοι ήταν ορθόδοξοι και οι Πράσινοι μονοφυσίτες. Ο Οστρογκόρσκι κρίνει την άποψη αυτή (που έχει τύχει εξαιρετικά ευρείας απήχησης) ως λανθασμένη, γιατί τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα αποτελούσαν το κύριο σώμα και των δύο δήμων. Τα ηγετικά τους στελέχη όμως προέρχονταν από τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες για τους Βένετους και από την τάξη των εμπόρων, των βιοτεχνών και των αυλικών για τους Πράσινους. Για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις πάλι είναι μάλλον υπερβολή να κάνουμε τέτοια γενίκευση. Ο Ντβόρνικ που την αντικρούει λέει πως μπορούμε να πούμε πως οι Πράσινοι, ως πιο φιλελεύθεροι, δεν ήταν φιλικοί στο επίσημο δόγμα, ενώ οι Βένετοι, οι οποίοι πίστευαν στην τάξη της πολιτείας, υποστήριζαν την ορθοδοξία. Κι αυτή όμως η άποψη μπορεί να αμφισβητηθεί, αν σκεφτούμε πως η ορθοδοξία δεν είναι μόνο δόγμα αλλά τρόπος ζωής, που κρύβει μέσα του επαναστατικό περιεχόμενο που εκφράζεται με την έννοια της ισότητας.
Ξεκάθαρος στις πηγές είναι ένας άλλος ρόλος τους, αυτός της πολιτοφυλακής, όμως σίγουρα δεν ήταν εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι στρατιωτικά.
Για τον πολιτικό ρόλο τους έχουν ειπωθεί τα πιο πολλά. Ο ιππόδρομος ήταν το καταφύγιο των τελευταίων λαϊκών ελευθεριών στο Βυζάντιο, καθώς αποτέλεσε ένα είδος κοινοβουλίου, όπου ο λαός επευφημούσε τις καλές ενέργειες ενός αυτοκράτορα και αποδοκίμαζε τις αποτυχημένες, ζητούσε τη λήψη ευνοϊκών μέτρων και την τιμωρία ή απομάκρυνση μισητών αρχόντων. Η συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή είχε και ένα θεσμικό ρόλο, καθώς αποτέλεσαν τυπικό στοιχείο στην τελετή αναγόρευσης ενός αυτοκράτορα. Επιπλέον, με τις πιέσεις τους μπορούσαν και να επηρεάσουν την πολιτική ενός αυτοκράτορα, αλλά και να γίνουν και αυτοί όργανα της πολιτικής του.
Τα τελευταία χρόνια όλες αυτές οι απόψεις περί πολιτικού, θρησκευτικού ή άλλου ρόλου των δήμων έχουν αμφισβητηθεί από τον Κάμερον, ο οποίος τους θεωρεί απλές οργανώσεις των οπαδών των ομάδων του ιπποδρόμου, με μέλη κυρίως νεαρούς, και ισχυρίζεται πως οι στάσεις τους ήταν απλά αποτέλεσμα χουλιγκανισμού (χαρακτηριστικά, ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα παρουσιάζει τις μέχρι θανάτου συγκρούσεις των φανατισμένων οπαδών των δήμων και τους χαρακτηρίζει ψυχικά άρρωστους· αναφέρεται ειδικά στον ιδιαίτερο τρόπο ντυσίματος και κουρέματος των οπαδών των Βένετων και στις νυχτερινές δολοφονικές τους επιθέσεις κατά οπαδών των Πράσινων ή και αθώων πολιτών).
Ο πολιτικός ρόλος των δήμων γίνεται ιδιαίτερα φανερός στην πιο μεγάλη από τις εξεγέρσεις που με δική τους πρωτοβουλία οργανώθηκε, τη στάση του Νίκα, το 532, ενάντια στον Ιουστινιανό. Σύμφωνα με τον Γκ. Οστρογκόρσκι η δυσαρέσκεια του λαού από τη βαριά φορολογία του Ιουστινιανού και η προσπάθεια του τελευταίου να αποδεσμευθεί από την επιρροή των δήμων ήταν τα βασικότερα αίτια του άγριου αγώνα στην πρωτεύουσα. Στο δεύτερο αίτιο ο Γ. Κορδάτος έρχεται να συμπληρώσει πως οι κομματικές συγκρούσεις των δύο δήμων και τα εγκλήματα των Βένετων, που αρχικά υποδαύλιζε ο Ιουστινιανός, όταν κατόπιν προσπάθησε να περιορίσει την αυθαιρεσία τους, στράφηκαν εναντίον του. Στη γενική δυσαρέσκεια κατά των κυβερνητικών αξιωματούχων (και κυρίως των Καππαδόκη και Τριβωνιανού) οι Βασίλιεφ και Καραγιαννόπουλος προσθέτουν τους δυναστικούς αντιπάλους και τη θρησκευτική αντίθεση Ορθοδόξων και μονοφυσιτών.
Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι που αναφέρονται στη στάση του Νίκα είναι οι εξής:
Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων,
Ι. Μαλάλας, Χρονογραφία,
Πασχάλιον Χρονικόν,
Θεοφάνης, Χρονογραφία και
Ι. Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών[1].
Επιπλέον, οι Προκόπιος, Ανέκδοτα και Ευάγριος, Εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρονται ειδικά τους δήμους εκείνη την περίοδο.
Με βάση τις βυζαντινές πηγές προκύπτει ως προς τα γεγονότα της στάσης ότι: αφορμή της στάσης στάθηκε η διαμαρτυρία από τους ηγέτες του δήμου των Πρασίνων κατά του συνεργάτη του Ιουστινιανού Καλαπόδιου στον ιππόδρομο. Ακολουθούν επεισόδια και συλλήψεις, που καταλήγουν στην εκτέλεση πέντε οπαδών των δήμων στην κρεμάλα, από τους οποίους σώζονται δύο που φυλάσσονται σε κοντινή μονή. Γίνεται διαμαρτυρία στους αγώνες στις 13 Ιανουαρίου και ζητείται η απελευθέρωσή τους, χωρίς ανταπόκριση από τον αυτοκράτορα. Έτσι, ακολουθεί η συμφιλίωση των δύο δήμων και οι πρώτες ταραχές και φωτιές στην Πόλη. Αυτές οδηγούν σε αποδοχή από τον αυτοκράτορα του αιτήματος απόλυσης τριών συνεργατών του κατά την επόμενη μέρα στους αγώνες, χωρίς όμως να επιτευχθεί η εκτόνωση της κρίσης. Γίνεται νέα επίθεση στα ανάκτορα, ακολουθεί έξοδος του Βελισσάριου επικεφαλής μισθοφόρων και αιματηρή αλλά χωρίς αποτέλεσμα σύγκρουση και νέα σύγκρουση στο Οκτάγωνο. Η αναποτελεσματική εμφάνιση του Ιουστινιανού με το Ευαγγέλιο στον Ιππόδρομο, οδηγεί στην ενθρόνιση από τους δήμους του (απρόθυμου) ανιψιού του αυτοκράτορα Αναστασίου, του Υπάτιου (που επιδιώκει αρχικά επαφή με το παλάτι) και σε τήρηση ουδετερότητας από μέρος της φρουράς. Η ηττοπάθεια του Ιουστινιανού, που επιθυμεί να διαφύγει, μοιάζει να οδηγεί σε επικράτηση των στασιαστών, αλλά η αποφασιστικότητα της Θεοδώρας, που τον πείθει ν’ αγωνιστεί, οδηγεί σ’ ένα τελικό σχέδιο δράσης: στην εξαγορά πρώτα των Βένετων ηγετών από το Ναρσή και στην τελική επίθεση από το Βελισσάριο, το Μούνδο, τον Κωνσταντίολο, το Βασιλίδη (και τον ίδιο τον Ιουστινιανό) στον ιππόδρομο, όπου γίνεται η σφαγή 30.000 λαού και η σύλληψη και εκτέλεση του Υπάτιου.
Αποτέλεσμα της στάσης ήταν ένα τρομερό χτύπημα κατά των λαϊκών ελευθεριών. Ο Ιουστινιανός γίνεται δεσποτικότερος και οι δήμοι έχασαν προσωρινά τις εξωαθλητικές αρμοδιότητές τους. Τις ανέκτησαν βέβαια ως ένα βαθμό, στις επόμενες δεκαετίες, όχι όμως στο βαθμό του να μπορούν να ασκούν κριτική στον αυτοκράτορα και να έχουν τη δυνατότητα οργανωμένης αντίδρασης (που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα λαϊκή εξέγερση).
Έτσι, δήμοι του Βυζαντίου άκμασαν από τα μέσα του 5ου ως τις αρχές του 7ου αι. Από ’κεί και πέρα αρχίζει μια σταδιακή παρακμή τους που θα κρατήσει μέχρι το 1204, οπότε και χάνονται εντελώς, ενώ παράλληλα παύουν και οι αρματοδρομίες.
Ως βοηθητικά επάνω στο θέμα των δήμων στο Βυζάντιο θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένα επιστημονικά βιβλία και άρθρα, ελληνικά και ξενόγλωσσα (στην αγγλική), που πραγματεύονται το συγκεκριμένο ζήτημα ή πτυχές του και είναι τα εξής:
Cameron, A., Circus factions. Blues and Greens in Rome and Byzantium, Oxford 1976.
Dvornik, F., “The circus parties in Byzantium”, Byzantina – Metabyzantina 1 (1946) 119 – 133.
Fotiou, A. S., “Byzantine circus factions and their riots”, JOB 27 (1978) 1 – 17.
Μισίου, Δ., «Δήμοι και δημοκρατία στο Βυζάντιο», στο Αφιέρωμα στο Ν. Σβορώνο, τ. Α΄, Ρέθυμνο 1986, σ. 59 – 69.
Χριστοφιλοπούλου, Αικ., «Οι εκτός της Κωνσταντινουπόλεως βυζαντινοί δήμοι», στο Χαριστήριον εις Α. Κ. Ορλάνδον, τ. Β΄, Αθήνα 1966, σ. 327 – 360.
Talbot-Rice, T., Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, ελλ. μτφρ. Βώρος, Φ.Κ., δ΄ έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 1988 και του
Walter, G., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, ελλ. μτφρ. Παναγιώτου, Κ., Παπαδήμας, Αθήνα 1970.