Κείμενο: Φάνης Ι. Κακριδής
Ιστορικές συνθήκες
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς-ελληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας.
Κ. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.»
Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό.
Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις. Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα – όλα ελληνικά. Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες στους Πέρσες.
Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς – λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομα της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή – όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.
Μετά τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου, το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του μοιράστηκαν, όχι χωρίς αμφισβητήσεις και πολέμους, στους Διαδόχους. Από τα βασίλεια που δημιουργήθηκαν ξεχώρισαν με την ακμή τους το βασίλειο των Σελευκιδών στη Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια, το βασίλειο των Ατταλιδών στη Μικρασία, με πρωτεύουσα την Πέργαμο, και το βασίλειο των Πτολεμαίων στη βόρεια Αφρική, με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Σημαντικό κέντρο στάθηκε για ένα διάστημα και η μακεδόνικη Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου των Αντιγονιδών.
Αυτός ο «καινούργιος κόσμος» ήταν πραγματικά «μέγας»: απέραντες οι επικράτειες, πελώριες οι αποστάσεις, αμέτρητα τα πλήθη των λαών, πολυάνθρωπες οι πολιτείες, τεράστια η κλίμακα των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Τα ελληνικά προϊόντα είχαν ζήτηση στην Ανατολή, όπως και πολλά ανατολικά προϊόντα είχαν ζήτηση στις ελληνικές περιοχές. Έτσι, οι βιοτεχνίες πολλαπλασίασαν την παραγωγή τους, οι μεταφορές, ιδιαίτερα οι θαλασσινές, αναπτύχτηκαν και οι εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για κέρδη αμύθητα.
Αποφασιστικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής ήταν η ανάδειξη και η ραγδαία προέλαση των Ρωμαίων, που υπόταξαν τη μια μετά την άλλη πρώτα τις ελληνικές, ύστερα και τις ελληνοκρατούμενες χώρες: η υποταγή των ελληνικών περιοχών της Κάτω Ιταλίας ολοκληρώθηκε το 270 π.Χ., της Σικελίας το 210 π.Χ., της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 148 π.Χ. και της υπόλοιπης Ελλάδας το 146 π.Χ. Το 133 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου κληροδότησε το μικρασιατικό βασίλειο του στους Ρωμαίους· το 64 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάκτησαν τη Συρία και το 31 π.Χ., μετά τη νίκη του στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Οκταβιανός Αύγουστος κατάλυσε οριστικά και την εξουσία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί το συμβατικό όριο ανάμεσα στην Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή εποχή και στην Ελληνορωμαϊκή που ακολούθησε.
Κοινωνία
Η ελληνιστική κοινωνία ήταν πολυεθνική και πολυπολιτισμική. Η ελληνική πολιτισμική παρουσία ήταν έντονη, αλλά οι ελληνίζοντες ξένοι δεν επηρεάζονταν μόνο από τον Ελληνισμό, αλλά και τον επηρέαζαν.
Η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε ως επικοινωνιακό μέσο, καθώς τώρα τη μάθαιναν και τη χρησιμοποιούσαν ως Κοινή γλώσσα πλήθος λαοί, αλλά και έχασε με την τριβή ένα μέρος από τον μορφολογικό πλούτο και τη μουσικότητα της.[1]
Στη θρησκεία οι ελληνικοί θεοί έγιναν γνωστοί και λατρεύτηκαν ως βαθιά μέσα στην Ασία, φυσικά και στην Αίγυπτο- όμως την ίδια στιγμή ξένοι θεοί, όπως η Ίσιδα και ο Όσιρης από την Αίγυπτο, ο Άττης από τη Φρυγία κ.ά., αξιώθηκαν να αποκτήσουν έλληνες πιστούς. Την επιτυχία τους τη χρωστούν σε μεγάλο βαθμό στην ανατολίτικη μυστηριακή φύση της λατρείας τους. Η Ελληνιστική εποχή, με τους αυξημένους φόβους και τις μεγάλες ευκαιρίες, ευνοούσε τις μυστηριακές λατρείες, που κατά κάποιον τρόπο καταλαγιάζουν τους φόβους και ενισχύουν τις ελπίδες για ευδαιμονία, αν όχι σε τούτη, τουλάχιστο στη μεταθανάτια ζωή. Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η θεοκρασία: έλληνες και ξένοι συγγενικοί θεοί ταυτίζονταν, τα ονόματα τους συνδυάζονταν και οι πιστοί αναγνώριζαν ένα θεό Δία-Σαβάζιο, Ερμή-Άνουβη, Σάραπη-Πλούτωνα κλπ.
Γενικά, η θρησκευτική πίστη, όπως τη γνωρίσαμε περισσότερο στα αρχαϊκά, λιγότερο στα κλασικά χρόνια, είχε στην Ελληνιστική εποχή υποχωρήσει. Μπορεί τα αφιερώματα να ήταν πλουσιότερα και οι ναοί μεγαλοπρεπέστεροι, μπορεί οι δημόσιες λατρευτικές εκδηλώσεις να φάνταζαν πολυτελέστερες παρά ποτέ, αλλά στο βάθος ο πλούτος και η αστάθεια της εποχής είχαν κλονίσει τα θεμέλια τόσο της ηθικής όσο και της θρησκείας. Οι μεταφυσικές ανάγκες των ανθρώπων, όταν δεν καλύπτονταν από τις μυστηριακές λατρείες, ικανοποιούνταν από δεισιδαιμονικές ας τις πούμε πρακτικές, όπως τα ξόρκια, τα φυλαχτά, η μαγεία γενικά, και ακόμα από την αστρολογία και τη μαντική στις ποικίλες μορφές της. Μία μόνο θεά είδε τα χρόνια εκείνα τη λατρεία της να αναβαθμίζεται: η θεά Τύχη.
Χαρακτηριστικό για την εποχή φαινόμενο ήταν και οι αθρόες αποθεώσεις. Η υποτιθέμενη εξύψωση ενός θνητού, συνήθως ηγεμόνα, στην τάξη των θεών, η κατασκευή ναών αφιερωμένων στη λατρεία του, η προσφορά θυσιών κλπ., ήταν φαινόμενα συνηθισμένα στην Ανατολή, όχι όμως και στην Ελλάδα, όπου οι αντίστοιχες μαρτυρίες είναι ελάχιστες και αμφίβολες. Μόνο τώρα, μετά τον Μεγαλέξανδρο, που ζωντανός ακόμα διεκδικούσε, ως γιος του Άμμωνα-Δία, θεϊκές τιμές, οι διάδοχοί του, οι Σελευκίδες, οι Πτολεμαίοι και οι Ατταλίδες, δεν ισχυρίζονταν μόνο ότι κατάγονταν από θεούς, αλλά και φρόντιζαν όταν πεθάνουν να αποθεωθούν οι ίδιοι, καμιά φορά και οι σύζυγοι τους, για το μεγαλείο τους και για τις ευεργεσίες τους στη χώρα. Με αυτά τα δεδομένα οι αποθεώσεις δε βασίζονταν στη θρησκευτική πίστη αλλά σε πολιτικές αποφάσεις που σκοπό είχαν να ενισχύσουν το κύρος της δυναστείας.
Όσο για την ηθική τάξη: οι κάθε λογής απατεώνες, οι αχόρταγοι παράσιτοι, οι εταίρες, οι μεσίτρες, οι ξαδιάντροπες κουβέντες, η σωματική κακοποίηση και εκμετάλλευση των δούλων, όλα όσα από παλιά θεωρούνταν περιθωριακά και αξιοκατάκριτα, φαίνεται ότι αποτελούσαν τώρα συνηθισμένα και φυσικά φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Κείμενα και αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι η ελληνιστική κοινωνία, τουλάχιστο στα αστικά κέντρα, όπου κυκλοφορούσε και επιβίωνε κάθε καρυδιάς καρύδι, εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έκδοτη στις ηδονές, ανήθικη, σπάταλη, αδίστακτη κλπ. – αλλά βέβαια παρόμοιοι χαρακτηρισμοί, απ’ όπου και αν προέρχονται, είναι συχνά υπερβολικοί, αν όχι και άδικοι.
Γράμματα και τέχνες
Διαπιστώσαμε ότι στα αλεξανδρινά χρόνια οι επικράτειες, οι πληθυσμοί, η κλίμακα των επιχειρήσεων και τα κέρδη ήταν τεράστια. Αυτός ο γιγαντισμός, πρωτόγνωρος στα ελληνικά δεδομένα, που ως τότε υποτάσσονταν στο μέτρο, φανερώνεται, θετικά ή αρνητικά, σε ολόκληρη τη φυσιογνωμία της εποχής. Έτσι, τον 3ο π.Χ. αιώνα στήθηκε ο κολοσσός της Ρόδου, 32 μέτρα ψηλός- έτσι, τον 2ο π.Χ. αιώνα οικοδομήθηκε ο βωμός της Περγάμου σε 1250 τετραγωνικά μέτρα- έτσι, ο Ιέρωνας των Συρακουσών σκάρωσε ένα τεράστιο καράβι που χωρούσε μόνο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας- έτσι και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης θέλησε στην Ιστορική βιβλιοθήκη του να εκθέσει σε σαράντα βιβλία ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους προϊστορικούς χρόνους ως τις μέρες του.
Όπως συμβαίνει συχνά, τα ίδια αυτά φαινόμενα (η απεραντοσύνη, η πολυανθρωπία, ο γιγαντισμός) προκάλεσαν αντιδράσεις που γρήγορα οδήγησαν στα αντίθετα: στα ίδια εκείνα χρόνια, η τορευτική μικροτεχνία δημιουργούσε θαυμαστά κοσμήματα, αγαλματάκια, κύπελλα, λύχνους και άλλα μικροαντικείμενα- συχνά οι ποιητές εκφράζονταν με δίστιχα επιγράμματα- οι ιστορικοί, όταν δεν έγραφαν παγκόσμια ιστορία, περιορίζονταν σε μονογραφίες για τον τόπο τους-κουρασμένοι από την πολυκοσμία και την ταραχή των πόλεων, οι αστοί αποζητούσαν την ανοιχτή φύση, τα δάση, τις βουνοπλαγιές, τους αγρούς και τους απονήρευτους ανθρώπους τους. Για πρώτη τώρα φορά ζωγράφοι και γλύπτες απεικόνιζαν με έμφαση το φυσικό περιβάλλον ενώ, αντίστοιχα, στη βουκολική ποίηση παρουσιάζονταν στον οικείο τους χώρο και πρωταγωνιστούσαν οι βοσκοί.
Η στροφή προς την ύπαιθρο και η εξιδανίκευση των κατοίκων της αποτελεί κίνημα φυγής από την πραγματικότητα· όμως αυτό δεν εμποδίζει η εποχή να ευνοεί σε γενικές γραμμές τον ρεαλισμό. Ούτε η αρχαϊκή ούτε η κλασική τέχνη, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, δεν επιδίωξαν να αποδώσουν τον άνθρωπο και τον γύρω του κόσμο πιστά, ρεαλιστικά, με τις ομορφιές αλλά και με τις ασχήμιες του, στις καλές αλλά και στις κακές του στιγμές. Τώρα οι καλλιτέχνες το επιχειρούν: ρεαλιστική είναι, θα δούμε, η Νέα κωμωδία, ρεαλιστικοί οι μίμοι και άλλα λιγότερο ή περισσότερο ηθογραφικά έργα. Η ίδια τάση διαπιστώνεται και στις εικαστικές τέχνες, όπου ο γεροψαράς, η αγρότισσα με τα καλάθια της, τα παιδιά, αλλά και η κοντοπίθαρη χορεύτρια, η μεθυσμένη γριά με την κρασοκανάτα, ο καμπουράκος, ο δούλος, το αλητόπαιδο, έγιναν αγαπημένα θέματα, όπως και ο πόνος, ο θάνατος του πολεμιστή και άλλα ανάλογα, που ως τότε οι καλλιτέχνες απόφευγαν να τα απεικονίσουν.
Το καταλαβαίνουμε οι καλλιτέχνες της Ελληνιστικής εποχής να επιλέγουν θέματα που ως τότε είχαν μείνει στο περιθώριο. Γενικά, δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να συναγωνιστούν τους ξακουστούς τεχνίτες της Κλασικής εποχής. Για να μην καταποντιστούν, μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δυνατότητες: ή να ακολουθήσουν τα κλασικά πρότυπα, ή να αναζητήσουν θεματικά πεδία και μορφές που οι κλασικοί μαστόροι τα είχαν για κάποιο λόγο παραμελήσει. Οι περισσότεροι προτίμησαν το δεύτερο- δεν έλειψαν όμως και αυτοί που διάλεξαν τον δρόμο της μίμησης, καλλιτέχνες και λογοτέχνες που δε δίσταζαν να αντιγράψουν ή, καλύτερα, να ανακυκλώσουν οτιδήποτε παλιό και πετυχημένο. Έτσι, εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια ένα φαινόμενο που αργότερα θα κυριαρχήσει, ο κλασικισμός, δηλαδή η προσπάθεια να δημιουργήσουν οι καλλιτέχνες έργα υψηλής τέχνης ακολουθώντας, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα.
Ο κλασικισμός προϋποθέτει όχι μόνο τον θαυμασμό για τα παλαιότερα έργα αλλά και τη βαθιά γνώση του περιεχομένου και της μορφής τους. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της εποχής, το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για την πολιτισμική κληρονομιά. Οι διάδοχοι του Μεγαλέξανδρου καλλιέργησαν εντατικά στις αυλές τους τα γράμματα και τις τέχνες, ίδρυσαν μουσεία και βιβλιοθήκες, όπου συγκεντρώθηκε, κατατάχτηκε και μελετήθηκε το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης επιστημονικής και λογοτεχνικής παραγωγής. Γύρω τους μαζεύτηκαν, δούλεψαν και ανταμείφτηκαν πλουσιοπάροχα οι περισσότεροι λογοτέχνες, λόγιοι και επιστήμονες της εποχής.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστί καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον και ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.
Στράβων, Γεωγραφικά 17.1.8
Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α’ με την καθοδήγηση του Δημητρίου του Φαληρέα (σ. 215). Σκοπός του ήταν να αποτελέσει κέντρο επιστημονικής μελέτης, διδασκαλίας και έρευνας, ικανοποιώντας τις πνευματικές ανησυχίες του βασιλιά και τις εκπαιδευτικές ανάγκες της οικογένειας του. Στις εγκαταστάσεις που αναφέρει ο Στράβων πρέπει να προσθέσουμε τους χώρους διαμονής των μελών, φυσικά και τη φημισμένη Βιβλιοθήκη,[3] που έφτασε να διαθέτει 700.000 βιβλία. Προϊστάμενοι της ορίστηκαν από τους Πτολεμαίους και υπηρέτησαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ζηνόδοτος (σ. 224), ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (σ. 192), ο Ερατοσθένης (σ. 224), ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (σ. ι 226), ο Αρίσταρχος (σ. 226) κ.ά.
Ανάλογα ιδρύματα λειτουργούσαν στο τέμενος της Αθηνάς Πολιάδας στην Πέργαμο, στην αυλή των Αντιγονιδών στην Πέλλα και στο ανάκτορο του Αντιόχου του μεγάλου στην Αντιόχεια. Σημαντικές δημόσιες βιβλιοθήκες, προσαρτημένες σε ιερά τεμένη, σε γυμνάσια, σε ανώτερες σχολές κλπ., υπήρχαν σε πολλές ακόμα πόλεις: στην Αθήνα, στην Κω, στη Ρόδο, στην Έφεσο και αλλού. Σε αυτούς τους προνομιακούς χώρους έζησαν και δούλεψαν οι λόγιοι της Ελληνιστικής εποχής, σε τέτοια «θερμοκήπια» άνθισαν η αλεξανδρινή ποίηση και οι επιστήμες.
***
[1] Για την εξέλιξη της γλώσσας στα ελληνιστικά χρόνια βλ. Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
[2] «Μέρος του παλατιού είναι και το Μουσείο, που έχει τόπο για περίπατο, οργανωμένο χώρο μαθημάτων και συζητήσεων, και ένα μεγάλο κτίριο όπου ήταν το κοινό εστιατόριο των επιστημόνων μελών του Μουσείου.»
[3] Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο βιβλιοθήκες: μία, η μεγαλύτερη, μέσα στο Μουσείο για τους ερευνητές, και μία έξω από τα ανάκτορα, ανοιχτή σε όλους τους πολίτες.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://el.wikipedia.org/wiki/
Το κείμενο είναι από εδώ: Φάνης Ι. Κακριδής. Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία. Εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη 2005.