ΜΚΟ και στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα – μια αιρετική σύγκριση

Η ιδέα για τη σύγκριση που επιχειρείται με την παρούσα ανάρτηση γεννήθηκε πριν από τρία περίπου χρόνια, εξαιτίας ενός άρθρου γνωστού Έλληνα διανοουμένου, ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει τη βασική θέση του ότι η ανθρωπότητα κινείται σε κατεύθυνση διαρκούς προόδου, ανέφερε τις μη κυβερνητικές οργανώσεις ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής μας. Πόσο πρωτότυπη είναι αυτή η μορφή οργάνωσης και δράσης; Ας το εξετάσουμε μέσα από μια σύγκριση που θα φανεί σε πολλούς παράδοξη, σε κάποιους αιρετική και βέβηλη.

Βεβαίως, εύκολα μπορεί να εμπλακεί κάποιος σε μια ατέρμονη συζήτηση σχετικά με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ). Καλό θα ήταν λοιπόν να διευκρινίσω ευθύς εξαρχής τη θέση μου: η εμφάνιση, η διάδοση και η δράση των ΜΚΟ στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη. Οπωσδήποτε υπάρχουν και ΜΚΟ «σφραγίδες», ΜΚΟ που έχουν μόνο σκοπό να αποσπούν οικονομικές ενισχύσεις από κράτη ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΜΚΟ που η δράση τους ταιριάζει περισσότερο σε κρατικές μυστικές υπηρεσίες παρά σε οργανισμούς με ανθρωπιστικούς σκοπούς. Για όλες αυτές τις εξαιρέσεις υπάρχουν ασύγκριτα περισσότερες ΜΚΟ που προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρέχουν ανθρωπιστικό έργο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ίσως, άλλωστε, το σοβαρότερο μειονέκτημα των ΜΚΟ να έγκειται σε μια έμμεση (και ακούσια) συνέπεια της ύπαρξής τους: η δράση τους προσφέρει στα κράτη την πρόφαση ώστε να ατονίσει η όποια ανάμειξη του Δημοσίου στον χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Το κράτος πρόνοιας συρρικνώνεται με την αιτιολογία ότι κάποιοι άλλοι (δηλαδή οι ΜΚΟ) τα καταφέρνουν καλύτερα στον τομέα αυτό. Θα με συγχωρήσετε, αλλά προτιμώ την ενεργό συμμετοχή του κράτους, όχι μόνο γιατί αποτελεί υποχρέωσή του, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία εγγύηση διάρκειας και συνέχειας ως προς την προσφορά έργου εκ μέρους ιδιωτικών οργανώσεων, αλλά κυρίως διότι ως πολίτης μπορώ να ελέγξω το κράτος (κατά κάποιο τρόπο έστω), όχι όμως και έναν ιδιωτικό φορέα. Η συνέργεια δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εθύνη για τον κίνδυνο αυτό δεν προσάπτεται στις ΜΚΟ, αλλά στο κράτος.

Ο στόχος, επομένως, δεν είναι να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αναντίρρητη χρησιμότητα των ΜΚΟ, αλλά να εξετασθεί το κατά πόσο αποτελούν ένα εντελώς πρωτότυπο για την εποχή μας φαινόμενο. Φυσικά, αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους, οι ΜΚΟ συνιστούν πρωτότυπη έκφραση της σύγχρονης κοινωνίας. Κάποια επιμέρους χαρακτηριστικά τους, όμως, απαντούν σε διάφορες προγενέστερες ιστορικές περιόδους. Πιθανότατα δε, υπάρχει ένα ιστορικό προηγούμενο που συγκεντρώνει την πλειονότητα των γνωρισμάτων των οργανώσεων αυτών.  

Ας βάλουμε, όμως, τα πράγματα σε μια σειρά. Καταρχάς, ο σκοπός: μεγάλη μερίδα ΜΚΟ έχει ως κύριο (ή και αποκλειστικό σκοπό) την παροχή ανθρωπιστικού (σε ευρεία έννοια) έργου. Ο σκοπός αυτός είναι παρεμφερής, και σε σημαντικό βαθμό ταυτίζεται, με τη φιλανθρωπία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μέχρι πολύ πρόσφατα συναντούσαμε πολυάριθμες φιλανθρωπικές οργανώσεις και σωματεία με δραστηριότητα παρόμοια αυτής κάποιων ΜΚΟ. Σήμερα, οι πάλαι ποτέ φιλανθρωπικές οργανώσεις εμφανίζονται πλέον ως μη κυβερνητικές. Επίσης, η φιλανθρωπία αποτελεί έργο που απαντά διαχρονικά στις ανθρώπινες κοινωνίες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου: η κοινωνική δράση των επιφανών πολιτών των αρχαίων ελληνικών πόλεων, το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας (χριστιανικής και όχι μόνο) ή των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών κατά τον Μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας διαχρονικής ανθρώπινης συμπεριφοράς που, εκτός των άλλων, υπαγορεύεται από θεμελιώδεις ανάγκες του ανθρώπου. Σαφέστατα υπάρχουν κάποιες ουσιαστικές διαφορές: αναφερόμαστε σε δράση πολύ πιο περιορισμένη σε γεωγραφική έκταση (δεδομένου ότι συχνά δεν ξεπερνά τα γεωργαφικά όρια μιας κρατικής οντότητας) και ποικιλία δράσεων και σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως αυτή των οργανώσεων που εντάσσονταν στις δομές της εκκλησιαστικής οργάνωσης) οπωσδήποτε πιο περιορισμένης ανεξαρτησίας από τις σημερινές ΜΚΟ.

Υπάρχει, εντούτοις, ένα ιστορικό παράδειγμα οργανωμένης ανθρώπινης δράσης που προσομοιάζει σε αυτήν των ΜΚΟ. Όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο, πρόκειται για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα* του Μεσαίωνα και πιο συγκεκριμένα το Τάγμα των Πτωχών Ιπποτών του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα, τους γνωστότερους ως Ναΐτες, και το Τάγμα του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, δηλαδή τους Ιωαννίτες (αφήνουμε κατά μέρος τους Τεύτονες Ιππότες, σκοπός των οποίων κατέστη σχετικά γρήγορα η δημιουργία ενός Ordensstaat, δηλαδή μιας ουσιαστικά κρατικής οντότητας διοικούμενης από το Τάγμα). Στο σημείο αυτό, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς πώς είναι δυνατό να συγκρίνονται ανθρωπιστικές οργανώσεις με τάγματα που υπηρέτησαν ένα θρησκευτικό και πολιτικό ιμπεριαλισμό και είχαν ως κύρια δραστηριότητα τον πόλεμο, την αιτία τόσων δεινών για την ανθρωπότητα. Κι ακόμη, πώς είναι δυνατό να επιχειρείται σύγκριση μεταξύ των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάποιων θρησκευτικών οργανώσεων που απετέλεσαν έκφραση του επεκτατισμού και της μισσαλοδοξίας των μεσαιωνικών κοινωνιών της Δύσης στο πλαίσιο των σταυροφοριών; Στην πραγματικότητα, η προκείμενη σύγκριση προϋποθέτει ότι δεν θα ληφθούν υπόψη αξιολογικές κρίσεις, όσον αφορά τον σκοπό των μεσαιωνικών ταγμάτων, οι οποίες βασίζονται στις αντιλήψεις της σύγχρονης εποχής. Έτσι κι αλλιώς, κάτι τέτοιο θα ήταν ανακόλουθο από την άποψη των βασικών αρχών περί ιστορικής μελέτης. Εάν ξεχάσουμε αυτό που η σύγχρονη δυτική κοινωνία θεωρεί κατά πλειοψηφία ηθικά ορθό, τότε θα διαπιστώσουμε ότι οι ΜΚΟ και τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά.

– Ο σκοπός τους (ανθρωπιστικό έργο και προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις μεν, υπεράσπιση με στρατιωτικά μέσα των Αγίων Τόπων, δηλ. των φραγκικών κρατών που ιδρύθηκαν στη Συρία-Παλαιστίνη με την πρώτη σταυροφορία, προστασία των προσκυνητών και παροχή σ’ αυτούς καταλύματος και στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης για τα δε) είναι σκοποί που κρίνονται από τις κοινωνίες στις οποίες απευθύνεται το «μήνυμα» των οργανώσεων (δηλ. από τις  ανεπτυγμένες κοινωνίες του λεγόμενου δυτικού κόσμου και την καθολική χριστιανική Δύση, αντίστοιχα) ως «καλοί», ηθικοί, δίκαιοι και άξιοι ενίσχυσης. Εξυπακούεται ότι η κρίση αυτή βασίζεται στις εκάστοτε επικρατούσες αντιλήψεις. Λόγος για ταύτιση ως προς το περιεχόμενο του σκοπού και τη δράση αυτή καθαυτή μπορεί να γίνει, σε κάποιο βαθμό, μεταξύ ορισμένων ΜΚΟ και των Ιωαννιτών για το χρονικό διάστημα μέχρι το 1135-1140, δηλ. πριν αναπτύξουν στρατιωτική δραστηριότητα μιμούμενοι τους Ναΐτες.

– Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μορφές οργάνωσης οι οποίες είναι «υπερεθνικές»/ μη κρατικές (ως προς τη σύσταση και τη δομή τους) και διεθνείς (όσον αφορά τη στρατολόγηση των μελών τους). Και οι μεν και τα δε δεν έχουν κρατικό χαρακτήρα, είναι οργανώσεις αυτόνομες κα, συνήθως, καιι ουσιαστικά ανεξάρτητες (τα μεσαιωνικά τάγματα χρειάζονταν κατά κάποιο τρόπο την παπική έγκριση. Ακόμη, ο πάπας είχε την τυπική εξουσία να διαλύσει κάποιο από αυτά, όπως συνέβη στην περίπτωση των Ναϊτών και του Κλήμεντος του Ε΄, το 1312. Εντούτοις, στην πράξη τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα διέθεταν μεγάλη αυτονομία στη δράση τους). Επίσης, αν και μη κρατικού χαρακτήρα, τόσο οι ΜΚΟ όσο και τα μεσαιωνικά τάγματα απευθύνονται στα κράτη προκειμένου να τύχουν της ουσιαστικής έγκρισης της δράσης τους και να λάβουν υλική και ηθική ενίσχυση. Το ίδιο πράττουν και σε σχέση με τους πολίτες των κοινωνιών-αποδεκτών του μηνύματός τους επιζητώντας έκριση σκοπού και ενίσχυση.

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εσωτερική οργάνωση με σαφή ιεραρχία και διαδικασίες διοίκησης που συχνά δεν είναι διαφανείς για το κοινό/ για αυτούς που δεν είναι μέλη. Υπάρχει κεντρική διοίκηση, πιο δημοκρατική βεβαίως στην περίπτωση των ΜΚΟ (αν και ο μέγας μάγιστρος είναι ουσιαστικά primus inter pares και δεν λαμβάνει ποτέ σημαντικές αποφάσεις χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τους αξιωματούχους του τάγματος). Επιπλέον, η γεωγραφική οργάνωση είναι αξιοπρόσεκτη και για τις δύο κατηγορίες οργανώσεων: οι σπουδαιότερες ΜΚΟ έχουν μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση και διαθέτουν εθνικά/ ανά κράτος παραρτήματα ή και τοπικά παραρτήματα τόσο στις περιοχές δράσης όσο και στις περιοχές ενίσχυσης/ στρατολόγησης. Το ίδιο παρατηρείται και στην περίπτωση των στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων με τις διοικητικές υποδιαιρέσεις σε επαρχίες, baillies και διοικήσεις (commanderies) που ισχύουν και στις περιοχές ουσιαστικής (δηλ. στρατιωτικής) δράσης των ταγμάτων (Συρία-Παλαιστίνη, Κύπρος, Ελλάδα, νοτιοδυτική Ισπανία) και στις περιοχές όπου τα τάγματα αναζητούν ηθική και υλική ενίσχυση και στρατολογούν νέα μέλη. Συνήθως οι τοπικοί αξιωματούχοι κατάγονται ακριβώς από τις περιοχές όπου καλούνται να διοικήσουν «παραρτήματα» του τάγματος: η εντοπιότητα είναι συνήθως εχέγγυο για καλύτερες σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες και τις ελίτ τους. Και φυσικά, όπως οι σημαντικές ΜΚΟ έχουν μέλη πολλών και διαφόρων ιθαγενειών, έτσι και τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα είχαν διεθνή σύνθεση. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι στα μεσαιωνικά τάγματα παρατηρείται μια ποσοτική και ποιοτική επικράτηση ανθρώπων που κατάγονται από τον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Γαλλίας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην καταγωγή και των περισσότερων μεγάλων μαγίστρων**. Αυτό εξηγείται από την πολιτική και δημογραφική σημασία της Γαλλίας κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι ο γαλλικός γεωγραφικός χώρος δεν αποτελεί ενιαία πολιτική οντότητα, ούτε καν γλωσσική ή εθνοτική. Ο Προβηγκιανός ή ο Ωβερνιάτης του 12ου-13ου αι. δύσκολα θα θεωρήσει ομοεθνή του αυτόν που κατάγεται από το Ιλ ντε Φρανς ή από τη Νορμανδία. Και, φυσικά, δεν υπάρχουν παραδείγματα σύγχρονων ΜΚΟ όπου σε απόλυτους αριθμούς και όσον αφορά την κατοχή νευραλγικών θέσεων υπερτερούν σημαντικά άνθρωποι συγκεκριμένης καταγωγής (λόγω π.χ. ιθαγένειας του ιδρυτή της οργάνωσης ή λόγω της χώρας από την οποία ξεκίνηση η δράση της);          

Επομένως, ομοιότητες υπάρχουν πολλές. Άλλωστε, αν θέλαμε να κάνουμε τη σύγκριση ακόμη πιο προκλητική, πόσο εξωπραγματικό θα μας φαινόταν το ενδεχόμενο μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια ένα ισχυρό κράτος να επιχειρήσει να διαλύσει μια μεγάλη ΜΚΟ προβάλλοντας ισχυρισμούς περί διαφθοράς ή ανεπίτρεπτης ανάμειξης σε καθαρά πολιτικά ζητήματα, ακριβώς όπως έκανε ο Φίλιππος ο Ωραίος της Γαλλίας με τους Ναΐτες;

Σε κάθε περίπτωση, είναι νομίζω προφανές ότι μετά από κάποιες χιλιετίες ανθρώπινης δραστηριότητας στο πλαίσιο οργανωμένων κοινωνιών είναι πλέον πολύ δύσκολο μια μορφή οργάνωσης και δράσης να είναι απολύτως πρωτότυπη. Τα βασικά χαρακτηριστικά της θα έχουν σίγουρα εμφανισθεί και σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους. Υπό το πρίσμα αυτό, η αντιστοιχία ΜΚΟ και στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων είναι σαφής όσον αφορά τον χαρακτήρα του προκρινόμενου σκοπού, τον τρόπο παρουσίασής του στις κοινωνίες-αποδέκτες του μηνύματος, την οργανωτική δομή και τη σύνθεση των μελών. Από κει και πέρα αρχίζουν οι αδιαμφισβήτητες διαφορές. Καλό είναι, άλλωστε, να δεχθούμε ότι κάθε ιστορική εποχή έχει την ιδιαιτερότητά της και, οπωσδήποτε, αυτοτελή αξία. Εξίσου χρήσιμο και το να επιχειρούμε συνδέσεις μεταξύ εποχών με σκοπό την ανεύρεση κοινών χαρακτηριστικών. Είναι κοινότοπο, αλλά το παρελθόν μπορεί πάντα να μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν.

* Αποφεύγουμε στην προκειμένη περίπτωση τη χρήση του όρου «μοναστικά», καθόσον για την Καθολική Εκκλησία μοναστικά είναι μόνον τα τάγματα που ακολουθούν τον Κανόνα του Αγίου Βενεδίκτου. Αυτό αποκλείει ήδη θρησκευτικά τάγματα όπως οι Φραγκισκανοί, οι Δομηνικανοί ή οι Ιησουΐτες (που και για τους τρεις θα μπορούσε να επιχειρήσει κανείς ένα παραλληλισμό της φιλανθρωπικής και εκπαιδευτικής δράσης τους με αυτήν των ΜΚΟ. Ωστόσο, η στενή εξάρτησή τους από την κεντρική εξουσία της Εκκλησίας καθιστά πιο αδόκιμη τη σύγκριση αυτή), κατά μείζονα δε λόγο τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα.

** Βάσει της διαίρεσης σε διοικητικές επαρχίες που είχαν υιοθετήσει οι Ναΐτες, από το σύνολο των μαγίστρων τους οι 14 ή οι 15 κατάγονταν από την «επαρχία Γαλλίας» (οι δύο, πάντως, εξ αυτών κατάγονταν από περιοχές που δεν υπάγονταν στο Βασίλειο της Γαλλίας), 5 από την επαρχία Προβηγκίας (στην οποία υπαγόταν και το Ανζού, το Μπορντώ, το Πουατού και η Ωβέρνη), 1 ή 2 ήταν απόγονοι Φράγκων αποίκων στη Συρία-Παλαιστίνη, 2 κατάγονταν από την επαρχία Αραγωνίας-Καταλωνίας και ένας ήταν Ιταλός ή Άγγλος (η χρήση εκλατινισμένων ονομάτων και ασαφών τοπωνυμίων καταγωγής καθιστά δυνατή την αμφιβολία μεταξύ δύο τόσο άσχετων μεταξύ τους ενδεχομένων). Όσον αφορά τους Ιωαννίτες (και μόνο για το διάστημα 1307-1522 που έδρα του Τάγματος ήταν η Ρόδος), η κατανομή είναι πολύ πιο «δημοκρατική»: 7 με καταγωγή από την επαρχία («γλώσσα») Γαλλίας (ανάμεσά τους ο Φουλκ ντε Βιλαρέ που μετέφερε την έδρα του τάγματος στη Ρόδο και το προίκισε με το Ordensstaat στα Δωδεκάνησα), 5 από την επαρχία Ωβέρνης (μεταξύ των οποίων ο πολύς Πιερ Ντ’ Ωμπυσόν και ο Φιλίπ Ντε Βιλιέ, τελευταίος μεγάλος μάγιστρος με έδρα τη Ρόδο), 4 από την Αραγωνία (ανάμεσά τους και ο Χουάν Φερνάντεθ δε Ερέδια, κατόπιν παραγγελίας του οποίου μεταφράσθηκε στα αραγωνέζικα το Χρονικό του Μορέως, υπό τον τίτλο «Libro de los fechos et conquistas del principado de la Morea»), 3 Ιταλοί και ένας από την Προβηγκία.

Για μια εντελώς στοιχειώδη βιβλιογραφία για τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα του Μεσαίωνα: Alain DEMURGER «Chevaliers du Christ: les ordres religieux-militaires au Moyen Âge, Seuil, 2002, «Les Templiers: une chevalerie chrétienne au Moyen Âge, Seuil, 2005/ Malcolm BARBER «The New Knighthood: A History of the Order of the Templars», Cambridge University Press, 1993/ Helen NICHOLSON «The Knights Hospitaller», Sutton, 2001, «The Knights Templar: A New History», Sutton, 2001 και 2004/ Jonathan RILEY SMITH «Hospitallers: The History of the Orders of St. John», Hambledon, 1999.  

ΡΟΓΗΡΟΣ

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *