Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Μετά το τέλος του Α’ ΠΠ, το Ιράκ, τμήμα ως τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα από την Κοινωνία των Εθνών, υπό την “εντολή” της Βρετανίας. Παρά την λήξη της “εντολής” το 1932, οι Βρετανοί παραχώρησαν περιορισμένη εθνική κυριαρχία στους Ιρακινούς. Διέθεταν ισχυρή στρατιωτική παρουσία, διατηρώντας δύο κύριες αεροπορικές βάσεις στη Βασόρα, στα νότια της χώρας, και στην Χαμπανίγια, 80 χλμ δυτικά της πρωτεύουσας Βαγδάτης, ενώ είχαν το δικαίωμα να μεταφέρουν ελεύθερα στρατεύματα εντός της ιρακινής επικράτειας, τόσο σε καιρό πολέμου, όσο και ειρήνης. Η αναπτυσσόμενη βιομηχανία πετρελαίου βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους, ενώ ασκούσαν ασφυκτική κηδεμονία στην πολιτική ζωή της χώρας μέσω της, συγγενικής προς τον ιορδανικό Χασεμιτικό βασιλικό οίκο και απόλυτα ελεγχόμενης και φιλοβρετανικής, βασιλικής οικογένειας του Ιράκ. Παρόλα αυτά ή ίσως και εξαιτίας αυτών, το αραβικό εθνικιστικό κίνημα ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές μάζες, ενώ και μέσα στην κυβέρνηση και στην ηγεσία του Ιρακινού Στρατού ισχυρές φράξιες, σε επαφή με Ιταλούς και Γερμανούς πράκτορες, αντιτίθεντο στην βρετανική ηγεμονία.
Την άνοιξη του 1941, η ανατολική Μεσόγειος βρισκόταν ήδη στη δίνη του Β’ΠΠ. Οι βρετανικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής με έδρα το Κάιρο είχαν εμπλακεί σε αμφίρροπο αγώνα με τα ιταλικά και τα γερμανικά στρατεύματα του στρατάρχη Ρόμελ στην Λιβύη, ενώ 80.000 άνδρες της αυτοκρατορικής διοίκησης και πολεμικό υλικό είχαν σταλθεί ως ενίσχυση στην μαχόμενη κατά του Άξονα Ελλάδα. Παράλληλα η συνθηκολόγηση της Γαλλίας στις 16 Ιουνίου 1940 υπό τον στρατάρχη και ήρωα του Α’ΠΠ Φιλίπ Πεταίν, που είχε αναλάβει την κυβέρνηση της ηττημένης χώρας, είχε περιπλέξει την κατάσταση. Η Γαλλία διχοτομήθηκε σε κατακτημένη και μη κατακτημένη ζώνη, με την κατοχική κυβέρνηση να ασκεί την διοίκηση με έδρα την πόλη του Βισύ στην χώρα νοτίως του ποταμού Λίγηρα. Στην δικαιοδοσία του Καθεστώτος Βισύ παρέμειναν και οι γαλλικές αποικιακές κτήσεις σε Αφρική, Μέση Ανατολή (Συρία, Λίβανος) και Άπω Ανατολή. Στα τέλη του 1940 η κατοχική διοίκηση έθεσε τέρμα στην λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τις αγγλικές κτήσεις στην Παλαιστίνη με το Ιράκ μέσω Συρίας, δημιουργώντας έναν ακόμα πονοκέφαλο στους Βρετανούς και καθιστώντας την ανάγκη μιας επέμβασης σε “γαλλικά” εδάφη λίαν πιθανή.
Στις 3 Απριλίου του 1941 μια ομάδα Ιρακινών εθνικιστών στρατιωτικών, εκμεταλλευόμενη την παραπάνω συγκυρία, κατέλαβε αιφνιδιαστικά την εξουσία στη Βαγδάτη με πραξικόπημα. Της νέας κυβέρνησης ηγείτο ο Ρασίντ Αλί Γκαϊλανί, ένας έντονα φιλοχιτλερικός πολιτικός. Αρχικά ο Γκαϊλανί δημοσίως δήλωνε πως θα σεβόταν τη βρετανο-ιρακινή συμφωνία του 1930 που καθόριζε τα βρετανικά προνόμια στην χώρα. Στη συνέχεια όμως, έχοντας διαβεβαιώσεις για πολιτική και στρατιωτική βοήθεια από την Γερμανία και την Ιταλία δια μέσου της γειτονικής, ελεγχόμενης από το Καθεστώς Βισύ, Συρίας, άρχισε να απαιτεί την αποχώρηση των Βρετανών σε τακτό χρονικό διάστημα, ακόμα και με την χρήση βίας αν δεν συμμορφώνονταν.
Με την διοίκηση Μέσης Ανατολής, υπό τον στρατηγό Γουέιβελ, να έχει κυριολεκτικά “πήξει” από τα διάφορα μικρά και μεγάλα μέτωπα που έπρεπε να διαχειριστεί και με την συριακή οδό για την αποστολή ενισχύσεων κλειστή, η ανταπόκριση στην πρόκληση ήρθε από τον ανώτατο διοικητή των βρετανικών δυνάμεων στην Ινδία. Ο στρατηγός Ώκινλεκ, θεωρώντας την ευρύτερη περιοχή του Περσικού Κόλπου ως περιοχή ευθύνης του, έστειλε άμεσα στο Ιράκ μέσω θαλάσσης τμήματα της 8ης και της 10ης Ινδικής Μεραρχίας που προορίζονταν για την Μαλαισία. Στις 18 Απριλίου τα πρώτα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Βασόρα, ενώ ένα τάγμα πεζικού μεταφέρθηκε στην αεροπορική βάση της Χαμπανίγια από αέρως.
Η μεταφορά των στρατευμάτων ήταν σύμφωνη με την ιρακινο-βρετανική συμφωνία του 1930 και έτσι ο Γκαϊλανί αρχικά, αν και αιφνιδιασμένος από την άμεση αντίδραση των Βρετανών, δεν αντέδρασε. Καθώς όμως η αποβίβαση στρατευμάτων στην Βασόρα συνεχιζόταν, ουσιαστικά καταλαμβάνοντάς την, και τα ήδη αφιχθέντα τμήματα προωθούνταν πλέον προς την Βαγδάτη, αναγκάστηκε να δράσει.
Στις 30 Απριλίου, και μετά από συνεχή ανεπιτυχή διαβήματα στον Βρετανό πρεσβευτή στο Ιράκ Κορνουόλις για αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, ιρακινά στρατεύματα απέκλεισαν την βάση της Χαμπανίγια, όπου είχε καταφύγει ήδη σημαντικός αριθμός Βρετανών υπηκόων. Μέχρι το απόγευμα, 9.000 άνδρες του Ιρακινού Στρατού με τεθωρακισμένα και πυροβολικό την είχαν θέσει σε κατάσταση πολιορκίας. Μαζί με το προσωπικό της βάσης, περισσότερα από 10.000 άτομα, στην πλειοψηφία τους άμαχοι, είχαν εγκλωβιστεί στην Χαμπανίγια. Με περίπου 2.500 άνδρες διαθέσιμους για άμυνα (προσωπικό της βάσης, ένα σώμα Βασιλικών Τυφεκιοφόρων και Ασσύριοι επίστρατοι), τις ενισχύσεις να μην αναμένονται σύντομα και με το ιρακινό πυροβολικό στα γύρω υψώματα να έχει υπό το βεληνεκές ολόκληρη την βάση, η κατάσταση διαγραφόταν κρίσιμη.
Ευτυχώς για τους Βρετανούς, οι Ιρακινοί αφησαν να περάσει πολύτιμος χρόνος ανεκμετάλλευτος, δίνοντάς τους χρόνο να οχυρώσουν την βάση με χαρακώματα και θέσεις άμυνας. Κάθε διαθέσιμο αεροσκάφος, στην πλειοψηφία τους εκπαιδευτικά παλιού τύπου, εξοπλίστηκε από τα συνεργεία με αυτοσχέδιους φορείς βομβών και πολυβόλα, ενώ τα γήπεδα του γκολφ και του πόλο μετατράπηκαν σε χώρους διασποράς των αεροπλάνων. Έχοντας προετοιμαστεί κατά αυτόν τον τρόπο, ο διοικητης της βάσης υποπτέραρχος Σμαρτ, αποφάσισε να επιτεθεί πρώτος.
Τα ξημερώματα της 2ας Μαϊου οι Βρετανοί πιλότοι (μεταξύ των οποίων και λίγοι Έλληνες εκπαιδευόμενοι) κινητοποίησαν κάθε διαθέσιμο αεροσκάφος για να βομβαρδίσουν τις εχθρικές θέσεις, αιφνιδιάζοντας πλήρως τους Ιρακινούς. Τις επόμενες μέρες δε, βομβαρδίστηκαν οι εγκαταστάσεις της Ιρακινής Αεροπορίας στην Βαγδάτη, καταστρέφοντας αρκετά αεροπλάνα στο έδαφος. Οι Ιρακινοί απάντησαν με συνεχείς βομβαρδισμούς πυροβολικού προκαλώντας θύματα κυρίως μεταξύ των αμάχων, ενώ τη νύχτα της 5ης Μαϊου ο Σμαρτ εξαπέλυσε έφοδο εναντίον των ιρακινών θέσεων. Η παράτολμη επίθεση πέτυχε και το ιρακινό πεζικό, που φαίνεται πως είχε χαλαρώσει την επιφυλακή του και αιφνιδιάστηκε, εγκατέλειψε τα γύρω υψώματα αφήνοντας πίσω τα περισσότερα πυροβόλα και τεράστιο όγκο πυρομαχικών. Η Χαμπανίγια είχε σωθεί, συντηρώντας την βρετανική στρατιωτική παρουσία πολύ κοντά στην Βαγδάτη και δίνοντας την δυνατότητα στην Βασιλική Δύναμη Αεροπορίας (RAF) να καταστρέψει την ομόλογή της ιρακινή. .
Την ίδια ώρα, βρετανικές δυνάμεις συνέκλιναν προς την Χαμπανίγια και την Βαγδάτη από δύο κατευθύνσεις. Από την Βασόρα τα ινδικά στρατεύματα προωθούνταν προς βορρά, αντιμετωπίζοντας την σποραδική αντίσταση των Ιρακινών, ενώ δια μέσου της ιορδανικής ερήμου και κινούμενα κατά μήκος του πετρελαιαγωγού Κιρκούκ- Χάιφας κατέφταναν τμήματα της επίλεκτης ιορδανικής Αραβικής Λεγεώνας και μονάδες 1ης Μεραχίας Ιππικού που έστειλε τελικά ο στρατηγός Γουέιβελ.
Ο Γκαϊλανί, αισθανόμενος πως απειλείται άμεσα, στράφηκε πλέον ανοικτά προς τους Γερμανούς, αιτούμενος πολιτική και στρατιωτική στήριξη και όπλα. Ο Χίτλερ αναγνώρισε τον Γκαϊλανί ως κυβερνήτη του Ιράκ και στις 3 Μαϊου ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το ουδέτερο ως τότε Καθεστώς Βισύ για την χρήση των συριακών αεροδρομίων από την αεροπορία του Άξονα και του συριακού συγκοινωνιακού δικτύου για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στο Ιράκ. Σκεφτόμενος καιροσκοπικά και προεξοφλώντας την τελική νίκη του Άξονα λόγω των πρόσφατων επιτυχιών του στα Βαλκάνια και στην Λιβύη, ο ισχυρός άντρας των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων ναύαρχος Νταρλάν, δρώντας με δική του πρωτοβουλία και αξιοποιώντας την ιδιότητά του ως ανώτερος στρατιωτικός διοικητής, ενημέρωσε ήδη από τις 6 Μαϊου τη γαλλική διοίκηση στη Μέση Ανατολή ότι τα αεροπλάνα του Άξονα είχαν δικαίωμα στάθμευσης και ανεφοδιασμού στα αεροδρόμια. Μέχρι τα τέλη του μήνα 60 γερμανικά αεροσκάφη είχαν προωθηθεί στην περιοχή, ενώ φορτηγά τρένα ξεκίνησαν για το Ιράκ, μεταφέροντας εξοπλισμό, καύσιμα και πυρομαχικά. Οι κινήσεις αυτές του Νταρλάν προκάλεσαν διχασμό στους κόλπους της γαλλικής κατοχικής κυβέρνησης και εξέθεσαν το καθεστώς ως ανεπίσημο σύμμαχο του Άξονα, οδηγωντας τους Βρετανούς στην απόφαση εκτέλεσης αεροπορικών επιδρομών εντός της συριακής επικράτειας.
Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαϊου, γερμανικά αεροπλάνα εγκαταστάθηκαν στην αεροπορική βάση της Μοσούλης και κατέστησαν σύντομα αισθητή την παρουσία τους βομβαρδίζοντας με σφοδρότητα τις βρετανικές προελαύνουσες φάλαγγες, προκαλώντας μεγάλες απώλειες. Η παρέμβασή τους αυτή όμως ήρθε αργά για τον Γκαϊλάνί. Στις 20 Μαϊου ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης δεσμεύοντας εκεί τις υποσχεθείσες στους Ιρακινούς γερμανικές αερομεταφερόμενες δυνάμεις, ενώ στις 28 τα βρετανικά, ιορδανικά και ινδικά στρατεύματα βρίσκονταν στα περίχωρα της Βαγδάτης. Το βράδυ της 30ης Μαϊου ο Γκαϊλανί συνοδευόμενος από τους κύριους συνεργάτες του, τους πρεσβευτές της Γερμανίας και της Ιταλίας και τον φιλοχιτλερικό μουφτή της Ιερουσαλήμ εγκατέλειψε την Βαγδάτη και κατέφυγε στο Ιράν. Οι Ιρακινοί στρατιωτικοί διοικητές, αν και διέθεταν ισχυρές και καλά εξοπλισμένες δυνάμεις, απογοητευμένοι από την προδοτική, όπως την θεωρούσαν, στάση των Γερμανών, και θεωρώντας λανθασμένα πως οι Βρετανοί διέθεταν μεγαλες δυνάμεις, επηρεασμένοι ίσως από την συντριπτική υπεροχή της RAF στον αέρα, είχαν πειστεί πως κάθε παράταση των εχθροπραξιών ήταν μάταιη.
Στις 31 του μήνα τα βρετανικά τμήματα εισήλθαν στην Βαγδάτη και στις 4 Ιουνίου ο εξόριστος αντιβασιλιάς Αμπντούλ Ιλάχ επέστρεψε και οι Βρετανοί εγκατέστησαν κυβέρνηση απόλυτα ελεγχόμενη από τους ίδιους. Η ανταρσία του Ιράκ είχε λήξει, αλλά η γαλλική διοίκηση της Συρίας και η κυβέρνηση του Βισύ είχαν εκτεθεί ανεπανόρθωτα, δίνοντας στον Τσωρτσιλ την αφορμή που επιζητούσε για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά των γαλλικών καθεστωτικών δυνάμεων, ώστε να βελτιώσει την ευπαθή θέση του στην Μέση Ανατολή έναντι των ιταλο-γερμανών και να αποτρέψει οποιαδήποτε σκέψη της επιτήδειας ουδέτερης Τουρκίας να συνεργαστεί με τον Άξονα. Η στρατηγικής σημασίας Συρία θα αποτελούσε το νέο πεδίο σύγκρουσης…