Ήδη επί Τουρκοκρατίας, και με κορύφωση τα έτη μετά την απελευθέρωση, το Δυτικό-κοσμικό Πνεύμα έχει εισβάλει σε τέτοιο βαθμό στην Ελλάδα, ώστε να απειλή την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μα και της Ανατολής γενικώτερα. Η δυτική ιδεολογία είχε δημιουργήσει μία κοσμική παράδοση, η οποία εστόχευε στην ελαχιστοποίηση του ρόλου της Εκκλησίας.Παρατηρείται αύξησις της θρησκευτικής αδιαφορίας, αλλά και της αθεΐας, με ενδεικτικό παράδειγμα την περίπτωση του Θεοφίλου Καΐρη, ο οποίος, αν και ιερέας, ων επηρεασμένος από την Γαλλική Επανάσταση θέλησε να επιβάλη την δική του θρησκεία (ειδικώς σχεδιασμένος ναός, ειδικές εορτές, τελετές, προσευχές, έως και ειδικό ημερολόγιο, ακολουθών ως προς ετούτο το σημείο, ακριβώς τα πρότυπα της Γαλλικής Επαναστάσεως), αρνούμενος τον Χριστιανισμό.
Υποτιμάται η πνευματικότης της Ρωμανίας και του παραδοσιακού κοινοτικού πνεύματος, η οποία αρχίζει να υποχωρή ενώπιον ενός προοδευτικώς αυξανομένου ατομισμού, χαρακτηριστικού του δυτικού – αστικού πνεύματος. Η δουλική αυτή στροφή προς την Δύση, που είχε αρχίσει ακόμα και προ της πτώσεως της «Βασιλεύουσας» το 1453, κορυφώθηκε κατά τας αρχάς και τα μέσα του 19ου (ΙΘ) αιώνος, εξεφράσθη δε δια της δημιουργίας κομμάτων, τα οποία έφερον ως τίτλον τους τον επιθετικό προσδιορισμό του ονόματος της χώρας εκ της οποίας εξηρτώντο και την πολιτική της οποίας προωθούσαν (βλέπε Αγγλικό και Γαλλικό κόμμα). Η ‘αιρετική’ και ‘φραγκική’ Ευρώπη γίνεται μέσω του κύκλου των Ελλήνων Διαφωτιστών και κυρίως δια του Κοραή, ‘πεφωτισμένη’ και η στροφή προς αυτήν θεωρείται αναγκαία για την επιβίωση του Έθνους. Θα προσπαθήσουν λοιπόν την σύζευξη της Ανατολής μετά του δυτικού τρόπου ζωής, κίνησις, η οποία θα εξιδανικευθή εντέχνως δια της θεωρίας της λεγομένης «μετακενώσεως», συμφώνως προς την οποίαν, ο (αρχαιο-)ελληνικός χαρακτήρας του δυτικού πολιτισμού επιστρέφει, υποτίθεται, στην αρχική του κοιτίδα, την Ελλάδα.
Κατόπιν τούτων λοιπόν, εξηγείται και η εκ μιας μερίδος του Έθνους ενθουσιώδης υποδοχή των Μισσιοναρίων (Δυτικών ιεραποστόλων), ομοιάζουσα προς υποδοχήν σωτήρων. Αρκούσε το ότι προήρχοντο εκ της Δύσεως! Στους υποστηρικτές των Μισσιοναρίων συγκαταλέγονται και εκπρόσωποι της διαμορφουμένης και ανερχομένης αστικής τάξεως και κυρίως της «ανωτέρας» τάξεως.
Στην αντίπερα όχθη, όσοι ήσαν πραγματικοί φορείς της ρωμαίικης παραδόσεως, εμποτισμένοι από τα νάματα του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και του Ελληνοχριστιανικού τρόπου ζωής, δεν εμαγεύθησαν και δεν παρεσύρθησαν από τα «φώτα» της Ευρώπης υιοθετώντας ακρίτως οτιδήποτε δυτικό, παρά δημιούργησαν έναν ελληνότροπο Διαφωτισμό. Απεδέχθησαν ό,τι αποτελούσε πρόοδο στον χώρο της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της κοινωνίας, δίχως όμως να οδηγηθούν στην υποτίμηση, ή ακόμα χειρότερα, στην ολική απόρριψη της ρωμαίικης παραδόσεως, δια της οποίας είχε ζυμωθεί το Γένος.
Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, χαρακτηριζόμενος από ριζοσπαστικές τάσεις, δεν αποτελούσε φυσική εξέλιξη ζυμώσεων της ελληνικής κοινωνίας, παρά γέννημα αλλοτρίων ανησυχιών, οι οποίες μεταφυτεύονταν στον ελληνικό χώρο, δίχως να υφίστανται οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να δυνηθή να ενσωματωθή αδιαταράκτως εις αυτόν. Μία σύγκρουσις, συνεπώς, μεταξύ του παραδοσιακού έναντι του εισαγομένου νέου, ήταν αναπόφευκτη.
Άμεση συνέπεια όλων αυτών ήταν η όξυνσις των αντιθέσεων στην ελληνική κοινωνία, η οποία πλέον είχε χωρισθεί σε δυτικίζοντες-ευρωπαΐζοντες και συντηρητικούς-παραδοσιακούς. Στους πρώτους, ανήκει κυρίως ο πληθυσμός της αστικής τάξεως, ο οποίος βαθμηδόν θα αποκοπή εκ του υπολοίπου σώματος του Λαού, το οποίον θα συντηρή το πνεύμα της παραδόσεως, έχοντας ως επίκεντρο την Ορθοδοξία.
Αμέσως σχετιζόμενο με το ανωτέρω θέμα είναι εκείνο της γλώσσης και το ειδικότερο ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής, το οποίον απετέλεσε ένα εκ των σημείων τριβής στην ελληνική κοινωνία. Καταλυτική στο ειδικό τούτο ζήτημα υπήρξε η εμπλοκή των Προτεσταντών Μισσιοναρίων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τούτο το φαινομενικώς αθώον, ή και ωφέλιμο μέσον, για προσωπικούς προσηλυτιστικούς σκοπούς (Βλέπε αναλυτικώς επ’ αυτού του θέματος: «Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι.», του π. Γ. Μεταλληνού)
Στις αρχές λοιπόν του ΙΘ’ αιώνος, παρατηρήθηκε ζωηρά κίνησις Προτεσταντών Μισσιοναρίων προς Ανατολάς. Η αποκατάστασις της τάξεως στην Μεσόγειο διευκόλυνε την εγκατάστασή τους, ενώ η δυστυχία, η φτώχεια και η αμάθεια, οι οποίες επικρατούσαν σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, απέβησαν ευκόλως αντικείμενο εκμεταλλεύσεως προς επικράτησίν τους. Δυτικοί Προτεστάντες διαφόρων εθνικοτήτων –Άγγλοι, Αμερικανοί, Γερμανοί, Ελβετοίκ.α.- αλλά και Παπικοί ίδρυσαν πολυαρίθμους ιεραποστολικούς σταθμούς -σφυζούσες δυτικές Εστίες- στα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά και πολιτικά κέντρα της ελευθέρας και υποδούλου Ελλάδος, τέλεια οργανωμένους, «κατεργαζόμενοι μεθοδευμένα τον δυτικότροπο κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό της».
Κυρία οδός αυτής της προσπαθείας τους, απετέλεσε η Εκπαίδευσις του αμορφώτου λαού και μάλιστα των νέων, και η ίδρυσις σχολείων, τα οποία ευρίσκοντο υπό την άμεσον εποπτείαν τους, καθώς η προσφερομένη σε αυτά παιδεία -ωργανωμένη εκ των ιδίων- βάσει συγκεκριμένου προγράμματος, διευκόλυνε την διάδοση των ιδεών τους, αφ’ ού στους μαθητές εύρισκαν τα ευήκοα ώτα, χωρίς να υπάρχη δυνατότης αντιστάσεως από τους διαπλαθομένους και συνεπώς ευαλώτους νέους, οι οποίοι, αφ’ ενός θα διέδιδαν τις νέες σε αυτούς διδασκόμενες ιδέες, στους -συχνά αμορφώτους- γονείς τους, κατ’ επέκτασιν δε και σε σύνολη την κοινωνία, αφ’ ετέρου οι ίδιοι θα αποτελούσαν την ελληνική κοινωνία του μέλλοντος, εξοικειωμένοι εξ απαλών ονύχων μετά του δυτικού περιβάλλοντος και με διαμορφωμένο αναλόγως το φρόνημα τους! Ταυτοχρόνως, στους χώρους της εκπαιδεύσεως υπήρχε πρόσφορο έδαφος για διακίνηση των προπαγανδιστικών τους εντύπων και μεταφράσεων.
Βάσει λοιπόν όλων τούτων, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι δραστηριοποιηθέντες στον μεσογειακό χώρο Μισσιονάριοι, παραλλήλως προς την ενεργοποίηση της πολιτικής των Κυβερνήσεων τους, ανέπτυξαν και ένα τεράστιο εκπαιδευτικό έργο στην Ελλάδα.
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
Στα πλαίσια της αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος, εμπίπτει και η πολεμική κατά του Πατριαρχείου -και κατ’ επέκτασιν κατά της παραδοσιακής ιδέας τη Ρωμηοσύνης- το οποίον έγινε στόχος των θρησκευτικοπολιτικών προπαγανδιστών της Δύσεως και των εγχωρίων προωθητών της πολιτικής τους.
Ήδη από το πρώτο έτος της Επαναστάσεως, ο Αδαμάντιος Κοραής, ως προεξάρχων του κύκλου των Διαφωτιστών, προσκολλημένος στην δυτική αρχή των εθνοτήτων και στις δυτικογενείς αντιλήψεις περί Βυζαντίου και Ρωμηοσύνης, συνιστούσε την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και την διοίκησή της, υπό συνόδου ιερέων εκλεγομένων εξ ιερέων και κοσμικών, την ανεξαρτητοποίηση της δηλαδή εκ της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίον, όπως συνήθιζαν να λέγουν, ήταν υπόδουλο στον Σουλτάνο, άρα δεν θα έπρεπε να διοική την Εκκλησία της Επαναστατημένης αρχικώς και Ελευθέρας εν συνεχεία Ελλάδος.
Στόχο των δυτικοσπουδαγμένων εκσυγχρονιστών αποτελούσε η κατά τα δυτικά πρότυπα μετατροπή της Ελλάδος σε λαϊκό κράτος, το οποίο συνεπάγετο την δημιουργία εθνικής Εκκλησίας, ανεξαρτητοποιημένης εκ του συντηρητικού και αντιδυτικού Πατριαρχείου, καθώς και την δημιουργία μιας νέας καταστάσεως ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας-Ελληνικού Κράτους, στην οποίαν η Εκκλησία δεν θα είχε τον έως τότε εξέχοντα και ρυθμιστικό ρόλο, αλλά θα καθίστατο απλώς ένας εκ των πολλών κοινωνικών θεσμών και το Κράτος θα ηδύνατο να υποκαταστήση την θρησκεία με την κοσμική ιδεολογία.
Η εφαρμογή αυτής της κοσμικής πολιτικής των εκσυγχρονιστών ανετράπη εν μέρει κατά την περίοδο της διακυβερνήσεως του βαθέως θρησκευομένου Καποδιστρίου, όμως η επελθούσα νέα κατάστασις της Αντιβασιλείας, ύστερα από την δολοφονία του Ορθοδόξου Κυβερνήτου, επέφερε καίριο χτύπημα στην Ρωμηοσύνη, με την πραγματοποίηση της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου, της διαλύσεως των μοναστηριών και της διώξεως μοναχών και αγωνιστών κληρικών από όλους τους χώρους της κοινωνικής ζωής, της καταστροφής βυζαντινών εκκλησιών, της δημεύσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας, της διαδόσεως της προτεσταντικής προπαγάνδας, της αποεκκλησιαστικοποιήσεως της παιδείας κ.τ.τ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, έως την άφιξη των Βαυαρών το 1833, υπήρχαν 600μοναστήρια, φορείς πνευματικότητος, ορθοδοξίας, αλλά και αντιστάσεως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Εξ αυτών, με το πέρας ενός μόλις έτους (1834), είχαν διαλυθεί περισσότερα των… πεντακοσίων (!), ενώ οι αντιδρώντες κληρικοί και λαϊκοί εξορίστηκαν από την Αντιβασιλεία…
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΙΣΙΟΝΑΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Η δράσις των Μισσιοναρίων, των δυτικών δηλαδή ιεραποστόλων, οι οποίοι ως στόχο είχαν την θρησκευτική μεταστροφή και τον εκδυτικισμό της «αιρετικής» και «αξέστου» Ανατολής, όπως είδε έλαβε ιδιαιτέρως οργανωμένη μορφή επί εποχής διακυβερνήσεως Καποδιστρίου.
Ο Καποδίστριας, ήταν βαθιά θρησκευόμενος, φορέας της ρωμαίικης παραδόσεως. Παρά τις πανεπιστημιακές του σπουδές στην Πάδοβα της Ιταλίας (σπούδασε εκεί Ιατρική, Νομικά και Φιλοσοφία), δεν επηρεάσθηκε -παρ’ ό,τι νεαρός- από το πνεύμα του υλισμού και του πνέοντος σε αυτήν την χώρα αέρα της απιστίας. Τα μόνα σημεία, τα οποία ενσυνειδήτως υιοθέτησε εκ των τάσεων της εποχής, ήσαν εκείνα, τα οποία αφορούσαν την δικαιοσύνη, την ισοπολιτεία και την ισονομία, άνω και πέραν κοινωνικών ή άλλων τάξεων. Αν και είχε ανατραφεί σε αριστοκρατικό περιβάλλον, έκλινε προς τις δημοκρατικές αντιλήψεις . Είναι χαρακτηριστική η φράσις του σε επιστολή του (Πετρούπολις, 1818) προς την Ρωξάνη Στρούτζαν: «…Γνωρίζετε ότι το πρόσωπον του δημοκράτου δύναμαι να το υποδυθώ ευκολώτερον. Το πρόσωπον τούτο είναι ιδικόν μου» . Υπεράνω όλων όμως, το «ιδικόν του πρόσωπον» ήταν αυτό του «Ρωμηού», δηλαδή του Ορθοδόξου!
Αυτές του οι προϋποθέσεις αποτελούσαν και την βάση της αντιθέσεως του προς την Γαλλική Επανάσταση και το εκσυγχρονιστικό πνεύμα, το οποίον αυτή εκπροσωπούσε. Η αντίθεσίς του δηλαδή προς την Δύση (εκείνου, ο οποίος μεγάλο μέρος του βίου του το είχε περάσει εκεί!) εντοπιζόταν προς τις θρησκευτικές-αντιχριστιανικές ιδέες , οι οποίες είχαν εκδηλωθεί κατά τον πλέον βίαιο τρόπο το 1789 και τις πολύ γνώριμες σε αυτόν πολιτικές ασθένειες της Ευρώπης, την μεσαιωνική ευρωπαϊκή τυραννία αφ’ ενός, την οποίαν ο ίδιος την είχε αντιμετωπίσει στο πρόσωπο του Μέττερνιχ, την αλλοτριωμένη δημοκρατία αφ’ ετέρου, όπως είχε εκφραστεί δια του Βοναπάρτου στην μετεπαναστατική Γαλλία .
Ως σπουδασμένος στην Δύση, ο Καποδίστριας αρχικώς έγινε δεκτός από τις Μ. Δυνάμεις, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, όπως της Αγγλίας. Παρακολουθούσαν την εκδίπλωση της πολιτικής του για να διαπιστώσουν τις προθέσεις του, και όταν διαπίστωσαν την ρωμαίικη γραμμή της πλεύσεως του, επεστράτευσαν κάθε δυνατό πολιτικό-διπλωματικό μέσον για την εξόντωσή του.
Η Αγγλία ειδικώτερα, οργάνωσε μυστική εκστρατεία εναντίον του, χρησιμοποιώντας τα εντός της Ελλάδος όργανα της. Τα αρχεία του Colonial Office στο Kew Gardensαποκαλύπτουν την οργάνωση της αντικαποδιστριακής δημαγωγίας με βάση τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα .
ΟΙ ΔΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΕΙΑ
Κατόπιν όλων των ανωτέρω είναι σαφής η καχυποψία έως και αντιπάθεια μεταξύ των δύο πλευρών. Ο Καποδίστριας θα ήθελε να κρατήση τους Δυτικούς και κυρίως τον διαβρωτικό τους ρόλο, εκτός του βίου του Ελληνικού Κράτους, όμως δεν ήταν εύκολο. Όπως κατεδείχθη, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαιδευτική πολιτική, αλλά οι δυσκολίες λόγω ελλείψεως υλικών μέσων και διδασκόντων, δυσχέραιναν την προσπάθεια του.
Οι Μισσιονάριοι από πλευράς τους, χρησιμοποιούσαν ως μέσον για την διάδοση των ιδεών τους, την Παιδεία στην οποίαν εδύναντο να προσφέρουν πολλά, καθώς διέθεταν ισχυρά οικονομική δύναμη. Ο Καποδίστριας αναγκαζόταν λοιπόν να δεχθεί την βοήθεια τους, αφενός διότι κάλυπταν ανάγκες τις οποίες το πτωχό ελληνικό κράτος δεν είχε την δυνατότητα να καλύψη , αφ’ ετέρου ‘για να ρίχνη στάχτη στα μάτια’, όπως θα λέγαμε, προς τις ευρισκόμενες πίσω από τους Μισσιονάριους Μεγάλες Δυνάμεις.
Η κατάστασις της Ελλάδος την εποχή, κατά την οποίαν η προτεσταντική ιεραποστολή ανέλαβε δράση, υπήρξε κρισιμοτάτη για την Χώρα, η οποία ως προς την έκταση, ταυτιζόταν με την Πελοπόννησο, ενώ στο εσωτερικό της επικρατούσαν η πολιτική ανωμαλία, οι εμφύλιες διαμάχες και η αναρχία, κατάσταση την οποίαν ακριβώς εκμεταλλεύθηκαν οι Μισσιονάριοι, ώστε να εισχωρήσουν στην Ελλάδα και να διαδώσουν τα προπαγανδιστικά τους φυλλάδια και διδασκαλίες . Διότι όλα αυτά, είχαν ως αντίκτυπο να μην μπορεί να λειτουργήση τίποτα. Η οικονομία ήταν αθλία , το ίδιο και η Παιδεία . Αποτέλεσμα, να αναζητείται οιαδήποτε βοήθεια, οικονομική ή άλλη, προς ανόρθωσιν της καταστάσεως των ελληνικών πραγμάτων, άνευ της δυνατότητος, εκ μέρους των βοηθουμένων, διακρίσεως των πραγματικών προθέσεων των βοηθούντων και σταθμίσεως των ωφελημάτων και των αρνητικών επακολούθων τέτοιας βοήθειας.
Ο Καποδίστριας λοιπόν, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με όλην αυτήν την δύσκολη κατάσταση, προσπαθούσε να ισορροπήση μεταξύ των αναγκών, τις οποίες θα κάλυπταν οι Μισσιονάριοι και των αρνητικών για την Ορθοδοξία και το Γένος, τα οποία θα είχε η δράσις τους. Δεν ηδύνατο να αρνηθή την προσφορά τους, αλλά προσπαθούσε ταυτοχρόνως να τους κρατή υπό τον έλεγχόν του . Ακριβώς δι’ αυτόν τον λόγο είχε αναθέσει και στον συνεργάτη του Μουστοξύδη την παρακολούθηση και τον περιορισμό, των δραστηριοτήτων των Μισσιοναρίων , ενώ παραλλήλως του είχε παραγγείλει την σύνταξιν «Συνόψεως» των προσευχών, προς ορθήν γνώσιν των περί του Θεού και επικουρίαν, προς αντιμετώπισιν των νεοτεριζόντων.
Έτσι, είναι ευεξήγητες και κάποιες περιπτώσεις, περιστατικά και πράξεις του Κυβερνήτου, όπως το περιεχόμενο της καταγγελίας του Korck (εξέχοντος Μισσιοναρίου, ο οποίος αργότερα, επί Βαυαρών, θα αναλάβη την διεύθυνση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος), συμφώνως προς την οποίαν ο Κυβερνήτης, ενώ έδιδε την άδειά του στον Anderson (επίσης Μισσιονάριο στην Ελλάδα), να ιδρύση σχολεία, απόδειξις, καθώς την ελόγιζαν, των φιλελευθέρων του φρονημάτων, παραλλήλως επέμενε στο να μην διδάσκεται τίποτα εντός αυτών, άνευ προηγουμένης ενημερώσεως της Κυβερνήσεως . Επίσης, προέβαλλε αντιρρήσεις αναφορικά με την κυκλοφορία προτεσταντικών φυλλαδίων προσβαλλόντων την θρησκευτική παράδοση του λαού . Επ’ αυτού έγραφε προς τον Rufus Anderson, ότι οι Έλληνες θα εδέχοντο ευχαρίστως σχολικά βιβλία, εικόνες και οτιδήποτε άλλο, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν θα υπενόμευε την πίστη των Ελλήνων στην Εκκλησία του Έθνους τους.
Εντεταγμένη στα ανωτέρω πλαίσια είναι και η αποδοχή από πλευράς του Καποδίστρια των μεταφράσεων της Αγίας Γραφής , όπως και άλλων συγγραφικών έργων των Μισσιοναρίων, ως σχολικών βιβλίων. Διότι δυστυχώς, οι λόγιοι του έθνους δεν είχαν προνοήσει την ανάγκη εγκαίρου συγγραφής σχολικών εγχειριδίων, αναλισκόμενοι σε ατέρμονες γλωσσικές διαμάχες, αφήνοντας τους διδασκάλους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήσαν αυτοδίδακτοι, να χρησιμοποιούν βοηθήματα τα οποία, όσοι είχαν την ανάλογη κατάρτιση, τα είχαν συντάξει αφ’ εαυτού τους.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός της από σκοπού βοηθείας επί των ελληνικών πραγμάτων εκ μέρους των Μισσιοναρίων, φανερώνεται και εξ ενός επιπροσθέτου περιστατικού. Όταν ο Καποδίστριας επεδίωξε να λάβη δάνειο από την μεγάλη αμερικανική ιεραποστολική Εταιρείας A.B.C.F.M., εκείνη, παρά τον διατυμπανιζόμενο φιλελληνισμό της, απέρριψε την πρόταση του, διότι βεβαίως πραγματικός σκοπός της ήταν να εισάγη τον Προτεσταντισμό στην Ελλάδα μέσω της Παιδείας και όχι να βοηθήση αφιλοκερδώς τους Έλληνες.
Άλλωστε μία έκθεσις του αμερικανού Μισσιοναρίου Robertson, δημοσιευμένη το 1830, ήταν ξεκάθαρη επ’ αυτού του ζητήματος, αναφέροντας τους λόγους δια τους οποίους οι Μισσιονάριοι θα έπρεπε να θέσουν υπό την καθοδήγησιν τους όσον το δυνατόν περισσότερα σχολεία. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, έγραφε ατην έκθεση, αφ’ ενός οι Μισσιονάριοι θα παραμένουν δια παντός μέσα στην συνείδηση των μαθητών ως φίλοι και ευεργέτες, αποδεχόμενοι την καθοδήγηση αυτών σε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους, αφ’ ετέρου θα τους εδίδετο ευκολωτέρα πρόσβασις και στους γονείς των μαθητών.
Ο Καποδίστριας βεβαίως, καθώς είπαμε, τα γνώριζε όλα αυτά και προσπαθούσε να περισώση ότι ηδύνατο. Είναι χαρακτηριστική η εναντίον του κατηγορία εκ μέρους του Αγγλικού κόμματος, σύμφωνα με την οποίαν ο Κυβερνήτης δεν επέτρεψε στους Έλληνες, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στην Γαλλία και στην Γερμανία, να διδάξουν στο σχολείο της Αιγίνης, για να μη μεταδώσουν τις ιδέες τους! Αυτή η κατηγορία δεν είναι δυνατόν να μη συνδιασθή με το ότι μεταξύ των αντιπάλων του, ο Καποδίστριας, συγκατέλεγε νέους, οι οποίοι έβγαιναν εκ των μυστικών εταιρειών της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Σε αυτήν του την αντίληψη προφανώς, πρέπει να ενταχθούν και οι δύο του εγκύκλιοι περί μυστικών εταιριών, όπου με σαφήνεια καθρεπτίζεται ο Μασσονισμός. Η πρώτη (υπ’ αριθ. 2953) εξεδόθη λίγους μόλις μήνες μετά την άφιξη του , ενώ η δεύτερη, ένα μήνα προ της δολοφονίας του, την 22αν Αυγούστου του 1831, απευθυνομένη προς όλους τους προϊσταμένους των Δημοσίων Υπηρεσιών. Η δεύτερη εγκύκλιος (υπ’ αριθ. 4286) συνοδευόταν από ένα τύπο όρκου, το οποίον όφειλαν να υπογράψουν όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου και δια του οποίου οι υπογράφοντες θα δήλωναν ότι, δεν ανήκουν σε καμμία απολύτως μυστική Εταιρεία . Απαγορευόταν δε να ορκίζονται με άλλον τρόπον, παρά μόνον «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» .
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σας συμπέρασμα απ’ όλα τα παραπάνω, έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε ότι, συχνά, η βοήθεια των ξένων Δυνάμεων προς την χώρα μας και το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν, δεν προέρχονται από «αλτρουιστικά» ελατήρια, παρά κινούνται με απώτερους σκοπούς, υπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Αξίζει δε να σκεφτούμε, αν τότε ο διορατικός Κυβερνήτης μας διέβλεπε τις ύπουλες εν πολλοίς βλέψεις των ξένων προς τα καθ’ υμάς, και το γεγονός ότι στόχευαν στην διείσδυση των δικών τους πολιτικοθρησκευτικών στοιχείων στην Ορθόδοξη Ελλάδα, πόσο μάλλον σήμερα, μεσολαβούντων 150 ετών, αυτό έχει επιτευχθεί, δεδομένου μάλιστα ότι η αθεΐα πλέον θεωρείται “πρόοδος” και η αντεθνικές-κοσμοπολίτικες θέσεις, κρίνονται από πολλούς ως “ανοιχτομυαλιά”!…
Ο Καποδίστριας, ως φορεύς γνήσιος της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεως, ήθελέ να επιλύση τα όποια εκκλησιαστικά προβλήματα υπήρχαν -όπως άλλωστε και τα ευρύτερα εθνικά εις τα οποία ενέτασσε αρρήκτως τα εκκλησιαστικά. Ως άξιος πολιτικός και διπλωμάτης, διαθέτων πολύχρονη πείρα εκ της θητείας του εις διαφόρους αποφασιστικής σημασίας θέσεις, είχε και την αποδεδειγμένη ικανότητα να το πράξη. Δυστυχώς η δολοφονία του ανέκοψε το πολύπλευρο και άκρως σημαντικό έργο του, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό, κενό το οποίον έγινε ακόμα αισθητότερο από τις εξελίξεις, τις οποίας είχαν τα πράγματα της Ελλάδος, και δη τα εκκλησιαστικά.
Το Αυτοκέφαλον του 1833 επί Βαυαροκρατίας αποτέλεσε μίαν βιαία και πραξικοπηματική διάσπαση της ενότητος της Ανατολικής Εκκλησίας, επικυρώνοντας την διάλυση της Ρωμανίας και επιβάλλοντας στην Ανατολή το δυτικό – Εθνικιστικό και αντιορθόδοξο- πνεύμα. Η Εκκλησία διεχωρίσθη από εκ κάθε εννοίας Κρατικής, παρά την σαφή διακήρυξιν των Ελλήνων δια του Συντάγματος τους, περί ‘Επικρατούσης Θρησκείας’.
Αποτελεί άξιον απορίας πώς, ιστορικώς, η Αθεΐα του Γαλλικού Διαφωτισμού εταυτίσθη, ως προς τις επιδιώξεις της, σε πολλά σημεία με τον Δυτικό Προτεσταντισμο, κοινόν έχοντες σκοπόν την εξάλειψη της Ορθοδόξου Πίστεως.
Ο Καποδίστριας, γι’ αυτό πολεμήθηκε ίσως τόσο πολύ από Δυτικούς και Δυτικόφρονες, διότι ακριβώς εξέφραζε την αντίσταση προς την εκδυτικοποίηση μιας δισχιλιετούς παραδόσεως, η οποία αποτελούσε για τους Ευρωπαίους “υποπολιτισμό”, τον οποίον έπρεπε να “διορθώσουν” ή να εξαφανίσουν ολοκληρωτικώς, συμφώνως προς τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Αύτη ήταν άλλωστε η λογική, μετά της οποίας αντιμετώπισαν κάθε ξένο πολιτισμό, λογική η οποία εσήμαινε και την εξαφάνισή του. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής αποτελούν μία εκ των πιο χαρακτηριστικών τέτοιων περιπτώσεων. Η δική μας παράδοση αν και, υπέστη και υφίσταται έως σήμερα ισχυρότατα χτυπήματα, θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα φανή πιο ανθεκτική, παρά το ότι ωρισμένοι λένε ότι προ πολλού έχει αφήσει την ‘τελευταία της πνοή’…
Πηγές:
Frazee Charles, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία 1821 – 1852, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1987, σελ. 96.
Διαμαντούρου Νικηφ., Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, μτφρ. Κουρεμένου Κ., εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, σελ. 240.
Μεταλληνού Γ., Ελλαδικού Αυτοκεφάλου παραλειπόμενα (μελέτη ιστορικοφιλολογική), Αθήνα 1983, σελ. 9.
Του αυτού, Ελληνισμός Μαχόμενος, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995, σελ. 77
Του αυτού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 19922, σελ. 254.
Του αυτού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 20015, σελ. 330-331.
Του αυτού, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι.Διατριβή επί διδακτορία. Αθήναι 1977, σελ. 66.
Του αυτού, Τουρκοκρατία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, α.χ., Ε΄ έκδ. (1η έκδ. 1998), σελ. 152-153.
Κοκκινάκη Δ., Ποιοι δολοφόνησαν τον Καποδίστρια; Αθώοι οι Μαυρομιχαλαίοι – δεν χτύπησαν αυτοί, εκδ. Πελασγός, Αθήνα 1999, σελ.96
Κονιδάρη Γερ., Σταθμοί εκκλησιαστικής πολιτικής εν Ελλάδι από Καποδιστρίου μέχρι σήμερον, Αθήναι 1973, σελ. 05
Σαχπελίδου Στεφ. (αρχιμ.), Το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος. Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Γρηγόριος ο Παλαμάς» , τ. ΝΔ΄, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 520.
Τουρτόγλου Μενελ., «Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας (Προσπάθεια ρυθμίσεως αυτών επί Καποδίστρια)», Πελοποννησιακά, τ. ΙΣΤ, Αθήναι 1986, σελ. 66.