Κωνσταντίνος Αθαν. Χατζηλάκος / “Η τελευταία αποστολή”
εκδ. Μίλητος, Ιούλ. 2018 (544 σελίδες)
Τα βιβλία-δώρα από φίλους μπορεί να δώσουν μεγάλη χαρά, ειδικά όταν αφορούν είδη βιβλίων (όπως κατ’εμέ τα στρατιωτικά απομνημονεύματα) που δεν ανήκουν στις πρώτες επιλογές για ανάγνωση. Η χαρά μάλιστα είναι διπλή όταν αφενός το περιεχόμενο του αποδεικνύεται ενδιαφέρον και το ύφος γραφής πηγαίο και ευχάριστο αφετέρου δε, δείχνει ότι οι φίλοι σου αντιλαμβάνονται τα ενδιαφέροντα σου (εν προκειμένω, τα ιστορικά θέματα) και σε θυμούνται όταν πέσει κάτι σχετικό στα χέρια τους. Ευχαριστώ λοιπόν και δημόσια τον φίλο Βαγγέλη για το ωραίο του δώρο.
Όπως έγραψα και πιο πάνω αντιμετωπίζω τα στρατιωτικά απομνημονεύματα με κάποιο σκεπτικισμό, είτε προέρχονται από ιστορικές προσωπικότητες που καθόρισαν τις εξελίξεις, είτε από απλούς συμμετέχοντες στα πολεμικά γεγονότα. Σίγουρα έχουν ενδιαφέρον, ειδικά για τις γλαφυρές λεπτομέρειες και τις μικρές προσωπικές ιστορίες που κρύβουν, αλλά πρέπει επίσης να αντιμετωπίζονται με προσοχή λόγω της εγγενούς υποκειμενικότητας τους. Τα απομνημονεύματα των πρώτων συνήθως είναι (συνειδητά ή όχι) διαστρεβλωμένα ώστε να συνθέτουν μία εξωραϊσμένη εικόνα των πράξεων (ή και παραλείψεων) του προσώπου που αφηγείται, των δε δευτέρων συχνά βλέπουν τα γεγονότα μέσα από ένα στενά υποκειμενικό, οπτικό πεδίο και αδυνατούν να περιγράψουν και να αξιολογήσουν σε βάθος το πολυσύνθετο δίκτυο ενεργειών (ή παραλείψεων) από χιλιάδες άλλους συμμετέχοντες. Επιπλέον, συχνά χάνονται σε ένα λαβύρινθο ασήμαντων λεπτομερειών και ξεστρατίζει η αφήγηση με αχρείαστες παρεκβάσεις που κάνουν βαρετή και δύσκολη την ανάγνωση.
Έχοντας τα παραπάνω στο μυαλό διάβασα το βιβλίο του σμηνάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αθ. Χατζηλάκου, 99 ετών σήμερα, το απόλαυσα και το αξιολογώ με υψηλό βαθμό. Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τις εμπειρίες και αναμνήσεις του συγγραφέα, δόκιμου ικάρου το 1940, ο οποίος διέφυγε στη Μ. Ανατολή μαζί με την τάξη του, εκπαιδεύτηκε σε σύγχρονα αεροσκάφη από τους Βρετανούς στην Αφρική και κατόπιν στελέχωσε μαζί με τους υπόλοιπους ικάρους τις 3 ελληνικές μοίρες που έλαβαν μέρος στον Β’ΠΠ εφορμώντας, κατά κύριο λόγο, από “αχαρτογράφητες” βάσεις στη λιβυκή έρημο.
Όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής ο συγγραφέας, το βιβλίο γράφτηκε για να υπηρετήσει ένα Χρέος απέναντι στους παλιούς συμπολεμιστές που σκοτώθηκαν στον Β’ΠΠ ή μετά το τέλος του σε ατυχήματα εν υπηρεσία ή έσβησαν από τις καταπονήσεις και τη φθορά του λειτουργήματος τους. Το στόχο αυτό επιτυγχάνει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα, συνθέτοντας μια γλαφυρή αλλά και πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη ζωή, την εκπαίδευση, την καθημερινότητα, τα καθήκοντα και τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι πιλότοι της Πολ. Αεροπορίας κατά τον πόλεμο. Ταυτόχρονα, αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τους ήρωες του πολέμου, τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, την καθημερινή εσωτερική μάχη με το υπαρξιακό άγχος και την υπέρβαση του και τελικά τη, δυστυχώς αναπόφευκτη, θυσία για αρκετούς. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα αεροπορικό μαρτυρολόγιο του Β’ΠΠ, τουλάχιστον για όσους βρέθηκαν στον ευρύτερο χώρο συνεργασίας και συνύπαρξης με τον συγγραφέα.
Φυσικά δεν μπορούσαν να απουσιάσουν οι αναφορές στο γενικότερο πολιτικό περιβάλλον, αναφορές όμως που περιορίζονται στο ελάχιστα απαραίτητο και, φυσικά πάντα, κρίνονται και αξιολογούνται με βάση την οπτική και τα διαβάσματα του αναγνώστη. Εξάλλου δεν διεκδικεί δάφνες παντογνώστη ή αδέκαστου κριτή ο συγγραφέας και είναι προς τιμήν του αυτό. Το μεγαλύτερο μέρος όμως της αφήγησης περιστρέφεται γύρω από την υπηρεσία της Μοίρας του με κυρίως 2 αντικείμενα: προστασία συμμαχικών νηοπομπών ή αεροσκαφών στο χώρο ευθύνης τους στην Αν. Μεσόγειο και αποστολές (υψηλής επικινδυνότητας όπως αυτή όπου από τους 4 Έλληνες πιλότους δεν επέστρεψε κανείς) στην Κρήτη εναντίον γερμανικών στόχων. Αντίθετα, πολύ περιορισμένες είναι οι αναφορές στην περίοδο όταν στη συνέχεια η Μοίρα του μεταφέρεται στην Ιταλία.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο αφιερώνεται στη μαύρη σελίδα της “Ανταρσίας στη Μέση Ανατολή” (που ταλάνισε κυρίως τον Στρατό και το Ναυτικό) και πως αποφεύχθηκε η διασπορά της διχαστικής μόλυνσης στο αεροδρόμιο τους (χωρίς όμως να κρύβει τις θλιβερές αλλά βάσιμες υποψίες για πολιτικά υποκινούμενες δολιοφθορές στα αεροσκάφη). Τρία κεφάλαια λίγο παρακάτω αφορούν στα γεγονότα που ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, τη σύλληψη και κατ’οίκον περιορισμό του συγγραφέα στην πατρίδα του τη Λάρισα, τη διαφυγή του και κατόπιν, τη δράση του στις σύγκρουσεις που ακολούθησαν. Και εδώ πάλι ο συγγραφέας, προς τιμήν του, περιορίζεται στην περιγραφή των προσωπικών εμπειριών (χωρίς ευτυχώς να αυτολογοκρίνει τις εκτιμήσεις και τα συναισθήματα του) αλλά δεν επεκτείνεται σε πολιτικοκοινωνικές κρίσεις που θα θόλωναν το αντικείμενο του βιβλίου. Τέλος, το βιβλίο κλείνει με λίγα κεφάλαια που αφορούν τη μεταπολεμική στρατιωτική αεροπορία, τον (με μεγάλη και αξιοκατάκριτη καθυστέρηση) φόρο τιμής στους πεσόντες αεροπόρους από την Πολιτεία, το άδοξο τέλος των Σπιτφαϊρ από την υπηρεσία (πρόσφατα έγινε η πρώτη δοκιμαστική πτήση ενός ανακατασκευασμένου, ελληνικού Σπιτφάιρ, εδώ), τα σμήνη επιδείξεων κ.α.
Η οπτική του συγγραφέα είναι πάντοτε ανθρωποκεντρική. Δεν εξιδανικεύει καταστάσεις, συνθήκες και ανθρώπους ούτε προσπαθεί να παρουσιάσει τους πιλότους ως υπερανθρώπους αλλά το ακριβώς αντίθετο που τελικά είναι ακόμη πιο αξιέπαινο. Οι πιλότοι και όλο το προσωπικό εδάφους και αεροσκαφών, είναι άνθρωποι με αδυναμίες, φόβους, αγωνίες, στιγμές αδυναμίας, κακές εκτιμήσεις ή εκρήξεις οργής. Είναι άνθρωποι που για χρόνια δεν είχαν νέα των οικογενειών που άφησαν στην κατεχόμενη Ελλάδα, που είδαν συναδέλφους τους να καίγονται, να συντρίβονται στη γη χωρίς να ανοίξει το αλεξίπτωτο, να προσθαλασσώνονται για να χαθούν μετά στο υδάτινο στοιχείο, θύματα των ρευμάτων ή των καρχαριών (όπου υπήρχαν), είδαν ατυχήματα με αεροσκάφη στα οποία παραλίγο να ήταν οι ίδιοι μέσα, έμαθαν για συναδέλφους τους που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και χάθηκαν για χρόνια σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Αυτά δεν μπορούν να τους αφήσουν ανεπηρέαστους ωστόσο τα ξεπερνούν (όχι χωρίς κόστος και εσωτερική πάλη) σπρωγμένοι από μία ισχυρή αντίληψη περί καθήκοντος για την Πατρίδα και αγάπη για την Ελευθερία, συνεπικουρούμενοι από το χιούμορ, το γέλιο, την αλληλεγγύη, την αλληλοεκτίμηση, τις απροσδόκητες εκπλήξεις που έκαναν τη ζωή στην έρημο λίγο λιγότερο βαρετή. Τα κεφάλαια “Οι Μάνες” και “Η επιστροφή του πολεμιστή” (για την επανένωση του με την οικογένεια του στη Λάρισα, η οποία δεν είχε νέα του για χρόνια) περιλαμβάνουν μερικές λιτές σε λέξεις αλλά πλούσιες σε συναισθήματα περιγραφές που επισφραγίζουν όσα ειπώθηκαν παραπάνω.
Πέρα από τα πολλά θετικά και τις όποιες αδυναμίες του βιβλίου από πλευράς περιεχομένου, πρέπει να εξαρθούν και τα εξής δύο σημαντικά θετικά σημεία του: το ύφος και η δομή του. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πολύ καλά ελληνικά, χωρίς ψευτοαρχαΐζουσες εκφράσεις και νεολογισμούς ή άλλες φτηνές προσπάθειες εντυπωσιασμού. Η γλώσσα είναι γλαφυρή, οι περιγραφές ζωντανές και η ροή της διήγησης κυλάει αβίαστα και ευχάριστα, δίνοντας με ακρίβεια τις εικόνες που θέλει να περιγράψει ο συγγραφέας. Αναμφίβολα ο Κ.Χ. έχει το ταλέντο της αφήγησης και το χρησιμοποιεί με άνεση και αποτελεσματικότητα. Σε αυτό βοηθάει και η δομή του βιβλίου καθώς χωρίζεται σε μικρά κεφάλαια όπου το καθένα αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, πρόσωπο ή λειτουργία. Αυτό προέκυψε κατ’ ανάγκη, καθώς κάποια κεφάλαια είχαν δημοσιευτεί νωρίτερα ως αυτοτελή άρθρα αλλά νομίζω ότι η συγγραφή όλων των κεφαλαίων με αυτή τη δομή βοήθησε την πιο κατανοητή εξέλιξη της αφήγησης. Γενικά, η σειρά των κεφαλαίων ακολουθεί μια χρονολογική σειρά, ωστόσο, καθώς η πλειοψηφία αφορούν τη Β. Αφρική είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν και κάποια προθύστερα στοιχεία, με σύντομες αναφορές σε γεγονότα που επαναλαμβάνονται και αναλύονται διεξοδικότερα σε κατοπινά κεφάλαια. Γενικά όμως, αυτό δεν δυσχεραίνει την αφήγηση και την κατανοήση. Τέλος, σημαντικό βοήθημα στα παραπάνω είναι η πλουσιότατη παράθεση φωτογραφιών κυρίως από Β. Αφρική, από την προσωπική συλλογή του συγγραφέα. Είναι σημαντικό το ότι μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του, ως ύστατος φόρος τιμής στην Μνήμη των ηρώων.
Θα κλείσω με ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο που αναφέρεται σε μια πληγή που είναι ακόμα ανοιχτή και ένα ιστορικό χρέος που παραμένει ανεξόφλητο, το κεφάλαιο “Λευκωσία”. Το 1947, ο συγγραφέας μαζί με ομάδα συναδέλφων του αναλαμβάνουν να φέρουν στην Αθήνα κάποια παροπλισμένα αεροσκάφη από το Σουέζ με στάση ανεφοδιασμού στην αποικιοκρατούμενη ακόμη από τους Βρετανούς Κύπρο, όπου τελικά φτάνουν με καθυστέρηση. Εξαιτίας των συνθηκών γίνεται δεκτό το αίτημα να αναβληθεί η αναχώρηση για το επόμενο πρωί. Οι αεροπόροι κάμπτουν την αρχική άρνηση του Άγγλου διοικητή για να δειπνήσουν εκτός βάσης, και συνοδεία ενός ελληνοκύπριου αρχισμηνία πηγαίνουν σε ένα εστιατόριο. Η είδηση ότι Έλληνες αξιωματικοί βρίσκονται σε κυπριακό έδαφος μεταδίδεται σα φωτιά σε ξερόχορτα και σύντομα το εστιατόριο γεμίζει ασφυκτικά ενώ όσοι δεν μπορούν να μπουν μέσα, προσπαθούν να κλέψουν έστω και μια φευγαλέα εικόνα των Ελλήνων στρατιωτικών πίσω από τις κουρτίνες. Ώσπου κάποιοι ξεκινούν το τραγούδι “Λίγα πεύκα, λίγα μάρμαρα λευκά / Κι ένα κύμα όπου σκάει από φρεσκάδα / Εκκλησάκια κάτασπρα ερημικά / Να τι θα πει Ελλάδα.”.
“Το εθνικό πάθος έδειχνε να φουντώνει και να προκαλεί ρίγος συγκίνησης σε όλους τους παρευρισκόμενους” γράφει ο Κ.Χ. με αποτέλεσμα τη δημιουργία “έντονης ψυχικής φόρτισης”. Ο αρχισμηνίας βλέποντας ότι η επίσκεψη τείνει να μετατραπεί σε έκρηξη τους παρακαλεί να φύγουν. Φυσικά όλα ήταν ήδη πληρωμένα από τους διψασμένους για Ελλάδα αδερφούς ενώ όπως κατευθύνονται για την έξοδο ακούγεται η φωνή ενός παρευρισκόμενου να ξεκινάει τον Εθνικό Ύμνο, για να συνεχίσει αμέσως με μια φώνη από χιλιάδες στόματα. Οι 4 πιλότοι στέκονται προσοχή σε στρατιωτικό χαιρετισμό, συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυα τους – σε μια συγκλονιστική στιγμή την οποία, ακόμη και μετά από 70 χρόνια, μεταδίδει με φοβερή ζωντάνια και συγκίνηση ο συγγραφέας!
Υπάρχουν πολλά άλλα που θα μπορούσε να πει κάποιος για το βιβλίο αυτό, όμως νομίζω ότι ακόμη και τα λίγα σημεία που παρουσιάστηκαν πιο πάνω δίνουν μία ικανοποιητική και επαρκή εικόνα των περιεχομένων και του ύφους του. Στην κατηγορία “προσωπικές μαρτυρίες” είναι ένα ανάγνωσμα που ανεπιφύλακτα προτείνω, ειδικά σε όσους ενδιαφέρονται για τον Β’ΠΠ ή/και την ιστορία της Πολεμικής Αεροπορίας.
Χρ. Δαγρές

Συναφή άρθρα για
την Πολεμική Αεροπορία στον Β’ΠΠ, στο Cognosco Team