Γράφει ο Νικόλας Δημητριάδης
Α ν στο παρελθόν το Θέατρο Σκιών ψυχαγωγούσε και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγούσε το σύνολο του ελληνικού λαού, αποτελώντας βασικό συστατικό διαμόρφωσης της κουλτούρας του, σήμερα που έχει περιοριστεί κατά κανόνα σε ένα παιδικό κοινό, ή μεμονωμένους θεατρόφιλους και διανοούμενους, τον ρόλο αυτό έχει αναλάβει η τηλεόραση. Στο κείμενο αυτό επιχειρούμε μια παράθεση των στοιχείων που καθορίζουν την κοινωνική σάτιρα του Θεάτρου Σκιών και μία αντιστοίχισή τους με την σημερινή –εν πολλοίς τηλεοπτική– σάτιρα.
Η σκέψη πως στοιχεία του Θεάτρου Σκιών μπορούν σήμερα να ανιχνευθούν στα θεατρικά σκετς του Μάρκου Σεφερλή είναι για κάποιους αρκετά εξοργιστική ώστε να σταθεί έστω και ως υπόθεση εργασίας. Ίσως πιο εύκολα δεκτή να είναι η αντιστοίχιση του Καραγκιόζη με τον Λαζόπουλο των «Μικρών Μήτσων» ή τις παλαιότερες περσόνες του Χάρυ Κλυν – αν και οι ομοιότητες εδώ είναι μάλλον λιγότερες. Βέβαια, το ζητούμενο εδώ δεν είναι ο σχολιασμός του ταλέντου κάθε καλλιτέχνη αλλά η φιλοσοφία και η λειτουργία της τέχνης του. Άλλωστε, η λαϊκή φαντασία και το λαϊκό χιούμορ σπανίως συμβαδίζουν με την εκάστοτε πολιτική ορθότητα και η ιστορία του Θεάτρου Σκιών βρίθει από «καθώς πρέπει» σχόλια απόγνωσης και αηδίας για το χαμηλό επίπεδό του.
Οι φιγούρες του Θεάτρου Σκιών συμπυκνώνουν συγκεκριμένους τύπους της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, το ντύσιμο και την ντοπιολαλιά τους. Η κατανομή τους είναι τόσο γεωγραφική, όσο και ταξική. Ο μπερντές παρουσιάζει ένα μωσαϊκό κοινωνικών ομάδων, σατιρίζοντας τα κουσούρια και εξυμνώντας τις αρετές καθεμιάς. Μπορεί η σάτιρα σε βάρος τους να είναι ανελέητη, οι ίδιοι οι χαρακτήρες, όμως, είναι σοβαροί – όχι καρικατούρες. Στην σύγχρονη σάτιρα, από την άλλη, οι διάφοροι τύποι είναι κατά κανόνα γελοιογραφικές φιγούρες, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των οποίων παραπέμπουν σε μεμονωμένες συμπεριφορές, με την ίδια πάνω κάτω ταξική και πολιτισμική προέλευση. Μπορεί μεν η ελληνική κοινωνία να έχει αλλάξει και, σε μεγάλο βαθμό ομογενοποιηθεί, μεγάλα τμήματά της, όμως, μένουν εκτός των δημόσιων –και δη τηλεοπτικών– αναπαραστάσεων.
Η σημερινή σάτιρα, πάντως, επικεντρώνεται περισσότερο σε ατομικές συμπεριφορές. Προβάλλει τηλεοπτικές φιγούρες και όχι τύπους με ολοκληρωμένη προσωπικότητα, αντιπροσωπευτικούς κάποιας κοινωνικής ομάδας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει ιδιαίτερη ταύτιση του θεατή μαζί τους. Και δεν πρέπει, κιόλας, καθώς η σάτιρα εδώ σκοπεύει όχι τόσο στο να αναδείξει και να διδάξει, όσο στο να γελοιοποιήσει. Η σωστή σάτιρα, όμως, βάζει στο στόχαστρό της συμπεριφορές και νοοτροπίες, όχι πρόσωπα. Δεν γελοιοποιεί τον άνθρωπο για τις αδυναμίες του, αλλά τις ίδιες τις αδυναμίες και τις συνθήκες που τις εκτρέφουν. Αυτό το στοιχείο, κυρίαρχο στο Θέατρο Σκιών, είναι στη σημερινή σάτιρα αρκετά σπάνιο. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση του Λάκη Λαζόπουλου, ο οποίος γεμίζει πλέον το πρόγραμμά του γελοιοποιώντας διάφορους δεύτεροκλασάτους κομπάρσους του τηλεοπτικού κόσμου.
Αυτή η παρατήρηση μας οδηγεί αναπόφευκτα και στην αναζήτηση των πηγών έμπνευσης και θεματολογίας της σάτιρας, τότε και τώρα. Το Θέατρο Σκιών αντλούσε την θεματολογία του από την καθημερινή ζωή των λαϊκών τάξεων, τους μύθους και τους θρύλους της παράδοσης, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία, πότε ρεαλιστικά και πότε αλληγορικά, μεταπλάθει στις παραστάσεις του. Με λίγα λόγια, αντλούσε τη θεματολογία του από το σύνολο των παραστάσεων και των μύθων που συνείχαν την κοινωνία και αποτελούσαν τον κοινό τόπο αναφοράς των λαϊκών τάξεων. Σήμερα, η βασική πηγή της σάτιρας είναι η τηλεόραση, σαν ένας αυτόνομος κόσμος, με τους δικούς του ήρωες και προσωπικότητες. Δεν σατιρίζονται, δηλαδή, μόνο θέματα και γεγονότα που έχουν αναδειχθεί από την τηλεόραση, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα που εργάζονται σε αυτήν, παρουσιαστές, ηθοποιοί, «τηλεπερσόνες» και λοιποί μαϊντανοί. Η διαφορά δεν είναι, μάλλον, τόσο χαώδης, όσο φαίνεται. Αλλαγή υπάρχει στην κοινωνία, όχι στη σάτιρα. Δηλαδή, η τηλεόραση έχει αντικαταστήσει την παράδοση, τους μύθους και τα τραγούδια σαν παραγωγός παραστάσεων και εικόνων. Αυτή συνέχει σήμερα την κοινωνία και αυτή αποτελεί τον κοινό τόπο αναφοράς των –αστικοποιημένων πια– λαϊκών τάξεων. Αν ο καραγκιοζοπαίχτης χρησιμοποιούσε τον Κατσαντώνη ή τον λήσταρχο Νταβέλη για να χτίσει την παράστασή του, σήμερα οι κωμικοί καταφεύγουν στα δημόσια εκείνα πρόσωπα που επιλέγει να αναδείξει η τηλεόραση. Μέχρι ενός σημείου αυτό δεν είναι μόνο επιλογή, αλλά και ανάγκη, μιας και η τηλεόραση είναι αυτή που θέτει σήμερα την «ατζέντα» της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την πολιτική σάτιρα, το Θέατρο Σκιών προτιμά να στηλιτεύει σχέσεις εξουσίας και συμπεριφορές, διάχυτες σε όλη την κοινωνία (όπως και σε όλους τους χαρακτήρες του μπερντέ), παρά να περιορίζει την κριτική του και να την εξατομικεύει. O Δημήτρης Μόλλας, παρ’ ότι ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους καραγκιοζοπαίχτες, που μπήκε στον πειρασμό να κάνει πολιτική σάτιρα, εξηγεί: «Δεν νομίζω πως ο πολιτικός Καραγκιόζης είναι στο κλίμα του Καραγκιόζη μας. Θα’ ναι υποτίμηση, γιατί οι στόχοι του είναι πολύ πιο μακρινοί, πιο πανανθρώπινοι, πιο ψηλοί από τα τερτίπια της μικροπολιτικής».
Ο Καραγκιόζης δεν είναι ήρωας-πρότυπο. Όσο σατιρίζει τους άλλους ήρωες του Θεάτρου Σκιών (δηλαδή τους διάφορους τύπους που συναντώνται στην κοινωνία), άλλο τόσο –ενίοτε και περισσότερο– σατιρίζει τον εαυτό του. Αν ο Καραγκιόζης είναι η προσωποποίηση του απλού λαού, τότε ο λαός αυτός δεν εξιδανικεύεται, δεν μένει στο απυρόβλητο της σάτιρας. Οι θεατές που γελάνε με τον Καραγκιόζη, ουσιαστικά γελάνε «με τα χάλια τους». Ο Καραγκιόζης διδάσκει με τα καμώματά του, δεν πατρονάρει το κοινό, δεν του λέει τι πρέπει να κάνει – αυτό το ξέρει ο καθένας. Απλώς αποκαλύπτει στο κοινό τα κουσούρια του. Η αποκάλυψη αυτή, και η διδαχή, γίνεται μέσω του γέλιου. Δεν βάζει λοιπόν τον θεατή απέναντι για να του κάνει μάθημα – δεν ηθικολογεί από καθέδρας. Αντιθέτως, προσκαλεί τον θεατή σε μια γελωτοθεραπεία, όπου ο καθένας ξορκίζει με το γέλιο τον κακό του εαυτό. Δεν απομονώνει τον στόχο της κριτικής του, με σκοπό να τον εκμηδενήσει. Τον καλεί διά του γέλιου να κάνουν μαζί την υπέρβαση. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, από την στιγμή που ο ίδιος ο καραγκιοζοπαίχτης δεν ανήκει σε κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική ελίτ για να σηκώσει το δάχτυλο, αλλά είναι και αυτός μέλος του ίδιου του λαϊκού σώματος που σατιρίζει; Με τον Καραγκιόζη ο λαός παρουσίαζε, σατίριζε και, εν πολλοίς, διαμόρφωνε ο ίδιος τον εαυτό του και την κουλτούρα του. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούσε ως μέσο τους λαϊκούς μύθους, που αποτελούν βασικό συλλογικό εκφραστικό μέσο του λαού.
Βασικό στοιχείο του Καραγκιόζη είναι η τραγική (και ταυτόχρονα κωμική) φύση του, στοιχείο που αποδεικνύει και την βαθύτατη ελληνικότητά του. Στο Θέατρο Σκιών δεν υπάρχει ο μανιχαϊσμός καλού-κακού, άσπρου-μαύρου. Και τα δύο συνυπάρχουν στον ίδιο τον Καραγκιόζη και τους υπόλοιπους κεντρικούς ήρωες του παραδοσιακού μπερντέ. Τον ρόλο του καλού και του κακού μπορούν να αναλάβουν όλες οι φιγούρες και εναλλάσσεται, ακόμα και μέσα στην ίδια την παράσταση. Ως και η φιγούρα του Πασά, ενώ συμβολίζει διαχρονικά την εξουσία –την κάθε εξουσία– παίρνει, εντούτοις, συχνά τον ρόλο του σοφού ή του δίκαιου κριτή, που νουθετεί και συγχωρεί. Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψης παράδοξο, αν σκεφτούμε ότι ο μπερντές ορίζεται εξαρχής από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην παράγκα και το σαράι, τον λαό και την εξουσία, τους κάτω και τους πάνω. Σε αυτούς τους διαχωρισμούς, όμως, ο Καραγκιόζης διαφοροποιείται τόσο από τον δυτικό μανιχαϊσμό (οπότε και θα έπρεπε να εξωραΐσει τον εαυτό του), όσο και από την ανατολίτικη μοιρολατρία (οπότε και θα έπρεπε να εξωραΐσει την παράγκα του). Δεν μένει σε αυτές τις απλοποιήσεις, θυμίζει διαρκώς την πολυπλοκότητα της ζωής, την τραγικότητα του ανθρώπου, το γνώθι σ’ αυτόν. Αν το Θέατρο Σκιών θεωρείται ότι «αποδομεί» κάθε σύμβαση και κατεστημένη αντίληψη, τότε αυτό το «κάθε» θα πρέπει να το πάρουμε κυριολεκτικά.
Στον αντίποδα του δειλού Καραγκιόζη προβάλλεται συνήθως κάποια ηρωική μορφή του παρελθόντος. κυρίως ο Μεγαλέξαντρος, ως διαχρονικό πρότυπο του ήρωα. Ο ήρωας, όμως, ταυτίζεται με τον Καραγκιόζη και πολεμά μαζί του. Ο άθλος πραγματοποιείται με τη συνδρομή του Καραγκιόζη είτε πετάξει στο θηρίο μία πέτρα είτε ένα ποτιστήρι. Ο Καραγκιόζης, λοιπόν, μπορεί να εμφανίζεται ταυτόχρονα ήρωας και απατεώνας, δειλός και γενναίος, καλόκαρδος και σκληρός, θυμίζοντάς μας την ρήση του Καραϊσκάκη «Άμα θέλω γίνομαι άγγελος και άμα θέλω γίνομαι δαίμονας». Το πότε γίνεται άγγελος ένας άνθρωπος και πότε δαίμονας δεν χρειάζεται να μας το πει ούτε ο Καραϊσκάκης, ούτε ο Καραγκιόζης. Το ξέρει ο καθένας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν γίνεται κανείς άγγελος με το ζόρι – μόνο από προσωπική συνειδητή επιλογή. Εκεί έρχεται ο Καραγκιόζης να μας δείξει ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αλλά και διαρκώς ζητούμενο. Μια ατέλειωτη διαδρομή με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα. Στο τέλος της παράστασης, μετά την ένταση της μάχης και αφού έχει κατατροπωθεί το καταραμένο φίδι και το καλό έχει θριαμβεύσει, ο Μεγαλέξαντρος, πανηγυρίζοντας αγκαλιασμένος με τον Καραγκιόζη, παρατηρεί: – Καραγκιόζη;! – Τι, ναι, βρε Αλέκο; – Το χέρι σου. – Ε, τι έχει; – Είναι μέσα στην τσέπη μου!
Η αντιπαράθεση της «οθόνης» του μπερντέ με την οθόνη της τηλεόρασης μας δείχνει καθαρά τις διαφορές της κοινωνίας του 20ου και του 21ου αιώνα. Αν συζητούμε σήμερα για το μέλλον του Θεάτρου Σκιών, είναι προφανές ότι αυτό θα καθοριστεί από τους όποιους μετασχηματισμούς γίνουν στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Η εξουσία προτιμά τον Καραγκιόζη στο μουσείο και τα παιδικά πάρτυ, παρά στις πλατείες και τα καφενεία. Το δεύτερο θα ήταν διπλά επιζήμιο, καθώς θα απαιτούσε την ύπαρξη πλατειών και καφενείων, την ύπαρξη, δηλαδή, δημόσιων χώρων, στους οποίους ο λαός θα διαμόρφωνε ο ίδιος την «κουλτούρα» του, μακρυά από την υποβολή και αυθυποβολή της οθόνης του διαμερίσματός του. Θα απαιτούσε την ύπαρξη κοινωνίας, με την αρχική έννοια του όρου.Η τηλεοπτική σάτιρα, από τη φύση της, δεν μπορεί να έχει την αποτελεσματικότητα που γνώρισε το Θέατρο Σκιών την εποχή της ακμής του, όσο «ριζοσπαστική» και θορυβώδης κι αν είναι.
Εν τω μεταξύ οι καραγκιοζοπαίχτες διαφυλάττουν την τέχνη τους, την προσαρμόζουν, την καλλιεργούν και περιμένουν από εμάς, το κοινό τους, να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, ώστε να μπορέσει και η τέχνη τους να ξαναβρεί τον παλιό της ρόλο.
Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013