Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης
Ο Θουκυδίδης, η Αθηναϊκή Δημοκρατία, ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων για την Ισχύ και το Δίκαιο, καθώς η σχέση της τραγωδίας με τη φιλοσοφία και τη δημοκρατία απασχόλησαν τους τρεις Έλληνες στοχαστές, τον Κ. Καστοριάδη, τον Κ. Παπαϊωάννου και τον Π. Κονδύλη.
Πέρα από τη βαθιά και ουσιαστική γνώση του νεώτερου στοχασμού, και οι τρεις θήτευσαν για ένα διάστημα της πορείας τους στη μαρξική σκέψη, κατέχουν δε με γόνιμο και κριτικό τρόπο το σύνολο του αρχαιοελληνικού στοχασμού.
Ειδικά ο Κ. Καστοριάδης καταφεύγει σε αυτόν με ερευνητικό ενδιαφέρον που αγγίζει τα όρια του πάθους. Στα περισσότερα έργα του οι εκτενείς, διεισδυτικές και γόνιμες προσεγγίσεις της τραγωδίας, του μύθου και του φιλοσοφικού λόγου των αρχαίων Ελλήνων απαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο. Προφανώς υπάρχουν οι ιδιαίτερες αφετηρίες κάθε προσωπικότητας, αλλά είναι βέβαιο ότι το ενδιαφέρον του Μαρξ για τον αρχαιοελληνικό λόγο, όπως αποτυπώθηκε όχι μόνο στη διδακτορική του διατριβή για τη διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας φιλοσοφίας αλλά και στα Grundrisse και στο Κεφάλαιο, δεν άφησε ανεπηρέαστο κανένα από αυτούς τους τρεις Έλληνες στοχαστές.
Ξεκινώντας από τον Κ. Καστοριάδη, είναι αναγκαίο να μη σκιάσουν την προσέγγισή μας και την ανάδειξη των πολλών σημαντικών, ενδιαφερόντων πλευρών του, τα πιο αδύνατα σημεία του έργου του. Για παράδειγμα, η άποψή του, ότι ο μονοθεϊσμός και οι μονοθεϊστικές θρησκείες αποτελούν ένα αδιαχώριστο, ομοιογενές μείγμα, αγνοεί τόσο τις ουσιώδεις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό και τον μουσουλμανισμό, όσο και το γεγονός ότι κάθε μια από αυτές κουβαλά πολλές διαφορετικές ερμηνείες, που δεν παύουν να συγκρούονται ανειρήνευτα μέσα στον χρόνο. Λανθασμένο είναι το συμπέρασμα που καταλήγει στο ότι η κοινωνία, μπορεί να αυτοθεσμίζεται, και να είναι συνεπώς αυτόνομη, μόνο όταν κυριαρχεί ο πολυθεϊσμός όπως έγινε στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες, ή όπου ο θεϊκός λόγος ή δεν είναι παρών κατά τις διαδικασίες συγκρότησης της πολιτικής κοινωνίας ή είναι μέρος ενός κληρονομημένου λόγου, που δεν παύει όμως να αποτελεί αντικείμενο κριτικής και αναστοχασμού. Το πόρισμά του θεμελιώνεται στη σκέψη ότι, στον μονοθεϊσμό, ο θεϊκός λόγος είναι ριζικά έτερος από τον άνθρωπο και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συζητηθεί ούτε να αμφισβητηθεί, αλλά μόνο να γίνει αποδεκτός, αυτούσιος και ακέραιος.
Όμως, η ερμηνεία του Καστοριάδη περιφρονεί το γεγονός ότι η πολιτική κοινωνία συνυπήρξε και συνυπάρχει με τον μονοθεϊσμό –όπως άλλωστε και με τον πολυθεϊσμό. Δημοκρατία και ολοκληρωτισμός, αυταρχισμός και φιλελεύθερες ολιγαρχίες, μπορούν να επικαλούνται τον μονοθεϊσμό ή τον πολυθεϊσμό, χωρίς να αλλάζει γι’ αυτόν το λόγο η πολιτική τους ουσία. Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννάται μαζί περίπου με την τραγωδία και οπωσδήποτε ευνοείται από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο αρχαιοελληνικός λόγος τη σχέση του με το ιερό. Αλλά, όπως ο ίδιος ο Καστοριάδης αποκαλύπτει, οι ναζιστές επικαλούνται τον παγανισμό ή και τον Επιτάφιο του Περικλή, αφού πρώτα τους επανερμηνεύσουν στα μέτρα τους. Η δημοκρατία, στις διάφορες εκδοχές της, λειτουργεί σε χώρες όπου κυριαρχούν χριστιανικές ομολογίες, ενώ στην ορθόδοξη Ανατολή (Ελλάδα, σλαβικές χώρες) ο κοινοτισμός ευνοήθηκε από το περιβάλλον που δημιούργησε η Ορθοδοξία. Βεβαίως, άλλες ερμηνείες του μονοθεϊσμού ταυτίστηκαν με τον αυταρχισμό ή τη θεοκρατία, ώστε τελικά να αποδεικνύεται ότι ούτε σε κάθε θρησκεία αντιστοιχεί μια αποκλειστικά πολιτική κοινωνία, αλλά και ούτε τα πολύπλοκα και αντιφατικά φαινόμενα να μπορούν να συλληφθούν από μονοσήμαντες ερμηνείες.
Πέραν τούτων, ο Καστοριάδης δεν λαμβάνει υπόψιν, στη διαμόρφωση των συμπερασμάτων του, ότι εξαρχής ο χριστιανισμός ταυτίστηκε με ατέλειωτες συζητήσεις για το νόημα της πίστης, που κατέληξαν σε αποκλίνουσες ερμηνείες, αιρέσεις, συγκρούσεις, ή σε νέες ομολογίες, μια κατάσταση δηλαδή που απέχει πολύ από έναν κληρονομημένο λόγο που γίνεται αποδεκτός δίχως συζητήσεις. Μάλιστα, ο αντιδραστικός Ζ.ν.Μαίστρ θεώρησε τον αρχαιοελληνικό λόγο, τον οποίο οι πρώτοι χριστιανοί ενσωμάτωσαν στον τρόπο που διατύπωσαν το δόγμα τους, ως τον υπαίτιο για τις έριδες και τις διαμάχες που καθόρισαν την ιστορική εξέλιξη του χριστιανισμού.
Βεβαίως, αν περιοριστούμε σε αυτές τις πλευρές, θα έχουμε χάσει τις σημαντικότερες και πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του έργου του Καστοριάδη, όπως την κριτική στην ορθολογική κυριαρχία πάνω στον κόσμο, το πόρισμα του ότι «η ιστορική πραγματικότητα δεν είναι τελείως και εξαντλητικά ορθολογική», την ευφυή σκέψη ότι το να «αποκαλείται κανείς “υλιστής” δεν διαφέρει σε τίποτα από το να αποκαλείται “σπιριτουαλιστής”, αν με ύλη εννοούμε μια οντότητα κατά τα άλλα απροσδιόριστη, αλλά εξαντλητικά διεπόμενη από συνυπόστατους και συνεκτατούς προς τον νου μας νόμους, και οι οποίοι συνεπώς ήδη από τώρα μπορούν να συλληφθούν νοητικά από μας αυτοδικαίως», αλλά και την απόφανση, που διατρέχει όλο το έργο του, ότι η συνολιστική -ταυτιστική λογική σε άλλα σημεία λειτουργεί, σε άλλα όμως δεν αρκεί και οπωσδήποτε δεν μπορεί να εκτοπίσει τη σημασία της φαντασίας και του φαντασιακού ως «προϋπόθεση κάθε σκέψης».
Ο Καστοριάδης έδωσε μία σειρά σεμιναρίων στην γαλλική Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS) που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα σε τρεις τόμους. Ο τρίτος τόμος περιλαμβάνει δώδεκα σεμινάρια των ετών 1984-1985, που αναφέρονται στον Θουκυδίδη, στην ισχύ και το δίκαιο. Σε όλα τα σεμινάρια συνδυάζεται ο ζωντανός προφορικός λόγος, ο διάλογος με τους ακροατές με την εμμονή στη γόνιμη, ανοιχτή προσέγγιση του αρχαιοελληνικού λόγου. Για την ακρίβεια, ο νεώτερος στοχασμός χρησιμεύει για να φτάσουμε στην τραγωδία, στη φιλοσοφία, στην πολιτική κοινωνία των αρχαίων Ελλήνων και να χτιστεί στη συνέχεια μια αμφίδρομη σχέση όπου αρχαίος και νεωτερικός λόγος αλληλοτροφοδοτούνται. Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε, στον λόγο του Καστοριάδη, τόσο την ύπαρξη διαλόγων με διάφορους άλλους στοχαστές, όπως η Ζ. Ρομιγύ, η Χ. Άρεντ, ο Μ. Χάϊντεγκερ, όσο και την εντυπωσιακή παράλειψη άλλων που μελέτησαν την γενεαλογία του τραγικού, όπως ο Νίτσε.
Ο διάλογος Αθηναίων-Μηλίων και η σφαγή στη συνέχεια από τους Αθηναίους όλων των ενήλικων Μηλίων, δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον Καστοριάδη. Ιστορικά, η Αθηναϊκή Δημοκρατία αποτελεί την πρώτη αυτόνομη κοινότητα που αυτοθεσμίζεται. Αποτελεί για αυτόν το «σπέρμα» –όχι το πρότυπο που πρέπει να αντιγράψουμε με θρησκευτική ευλάβεια– για την κοινωνική αναδημιουργία. Γι’ αυτό και τα ερωτήματα για το φοβερό έγκλημα που διέπραξαν οι Αθηναίοι –ένα από τα πρώτα μαζικά πολιτικά εγκλήματα που έχουν καταγραφεί από χέρι ιστορικού– είναι περισσότερο επιτακτικά και δραματικά συγχρόνως: γιατί μία κοινότητα ανθρώπων, που δημιουργεί η ίδια τους θεσμούς της, αυτοδιευθύνεται και κυβερνάται με άμεσο και γνήσιο τρόπο, αναπτύσσει τον δημόσιο χώρο, τον ανοικτό και απροϋπόθετο διάλογο, καταλήγει σε μια πράξη ειδεχθούς βαρβαρότητας; Πρόκειται για λόγους που ανάγονται στον χαρακτήρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που η ανθρωπιστική δημοκρατική της ιδεολογία δεν εμπόδισε διόλου, ή η ίδια η ανθρώπινη φύση, υπό ορισμένες προυποθέσεις, μπορεί, ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς που κυριαρχεί και τις αξίες που το διέπουν, να προβαίνει σε πράξεις βαρβαρότητας, «πέραν του καλού και του κακού»; Το δίκαιο μπορεί να γίνει αποδεκτό από κάθε λογικό και καλοπροαίρετο υποκείμενο ή απλώς ακολουθεί την ισορροπία ισχύος που προηγουμένως έχει διαμορφωθεί;
Πριν προχωρήσει στη διατύπωση απαντήσεων, ο Καστοριάδης ξεκινά τις ομιλίες του, όχι τυχαία, επιχειρώντας να ορίσει την αυτόνομη κοινωνία και το αυτόνομο άτομο. Κατ’ αρχήν το άτομο είναι προϊόν και δημιούργημα της κοινωνίας, οπότε άμεσα τοποθετούνται τα όριά του και διακρίνεται από το «άτομο», όπως παριστάνεται από τους νεοφιλελεύθερους ή τον Στίρνερ ή και τον Σαρτρ ακόμη. Σε έργο του, που έχει εκδοθεί προγενέστερα και αποτελεί τη συνισταμένη της σκέψης του, θεώρησε ως αυτόνομο άτομο όχι αυτό που έχει καταπνίξει τις ενορμήσεις και τα ένστικτα, αλλά εκείνο που τα έχει ελέγξει, γράφοντας: «Η αυτονομία θα είναι η κυριαρχία του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο». Από αυτό το σημείο ξεκίνησαν διάφορες παρεξηγήσεις στις οποίες ο Καστοριάδης αφιέρωσε αρκετές σελίδες για να τις αναιρέσει. Για παράδειγμα, ο Καντ θα ορίσει ως αυτονομία της θέλησης στο «να μην εκλέγω άλλους γνώμονες, από εκείνους οι οποίοι μπορούν ταυτόχρονα να ισχύσουν μέσα στη θέλησή μου ως καθολικός νόμος », ενώ θα αποσαφηνίσει ότι, «εάν ήμουνα μέλος μόνο του νοητού κόσμου, όλες οι πράξεις μου θα συμφωνούσαν τέλεια με το αξίωμα της αυτονομίας της καθαρής θέλησης εάν ήμουνα ένα τμήμα μόνο του αισθητού κόσμου, όλες οι πράξεις μου θα έπρεπε να θεωρηθούν ως εντελώς σύμφωνες με τον φυσικό νόμο των πόθων και των ροπών, άρα ως σύμφωνες με την ετερονομία της φύσης». Ο Καστοριάδης, όταν χρησιμοποιεί όρους που έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα και από άλλους στοχαστές –όπως ο Κάντ, που αντιπαραθέτει την αυτονομία της νόησης στην ετερονομία της φύσης, δηλαδή τελικά την νόηση στην εμπειρία– θα πρέπει να αναμένει και να μην ξαφνιάζεται για τις ενδεχόμενες παρανοήσεις της σκέψης του. Παρότι παρέμεινε πάντα αντικαντιανός, ο έλλογος έλεγχος των ενστίκτων τον φέρνει κοντά στον πλατωνικό Σωκράτη και σε ευθεία αντίθεση με τους νιτσεϊκούς αφορισμούς που καταφάσκουν την προτεραιότητα των ενορμήσεων.
Η αυτονομία, αν και όταν υπάρχει, είναι αποτέλεσμα της ίδιας της βούλησης των ανθρώπων, διότι αν είναι προϊόν εξωγενών παραγόντων θα πρόκειται για ετερονομία. Επίσης διακρίνει το αυτόνομο άνθρωπο, από τη ρουσσωϊκή αντίληψη του Κοινωνικού Συμβολαίου, ότι ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος «πριν» την κοινωνία. Κάτι τέτοιο το θεωρεί απαράδεκτο, διότι «δεν μπορούμε να σκεφτούμε ένα άτομο πριν από την πολιτεία». Εξίσου απαράδεκτη είναι η ρουσσωϊκή θέση ότι «ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος», διότι «ο Ρουσσώ δεν μπορεί να νομίζει ότι είναι ελεύθερο το νεογέννητο που πεθαίνει σε είκοσι τέσσερις ώρες, αν δεν ασχοληθεί κανείς μαζί του». Κάθε στοιχείο του ανθρώπου, όπως η ομιλία, του προσφέρεται μέσα από την κοινότητα στην οποία γεννιέται και αναπτύσσεται: «Και το ότι σκέφτομαι οφείλεται στο ότι μπορώ και μιλώ. Την ομιλία δεν την έδωσα εγώ στον εαυτό μου, ούτε την απέκτησα επειδή κατά κάποιον τρόπο την άξιζα. Είναι κάτι που δόθηκε από την κοινότητα κανένα υποκείμενο δεν θα μπορούσε να θεσμίσει αυτή την γλώσσα, και η ίδια η ιδέα ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο είναι παραλογισμός. Το καρτεσιανό-καντιανό υποκείμενο έχει ανάγκη από μια γλώσσα, ακόμα και για να διακρίνει τις σκέψεις του ή τους διαλογισμούς του τους μεν από τους δε, συνιστά δε αδυναμία όλων των ιδεαλιστικών φιλοσοφιών και του ίδιου του Καντ το γεγονός ότι δεν έχουν ικανοποιητική απάντηση σε αυτό. Δεν έχει νόημα να πούμε ότι η κοινωνία είναι ή δεν είναι εξωτερική ως προς το υποκείμενο∙ το υποκείμενο, κατά ένα σχεδόν απεριόριστο τμήμα, με μοναδικό όριο τον ψυχικό πυρήνα, συνιστά κοινωνική κατασκευή». Τα στοιχεία της αυτονομίας θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερο ο επιστημονικός λόγος, γεγονός που τον φέρει πολύ κοντά στο βεμπεριανό αίτημα της αξιολογικής ουδετερότητας και της διάκρισης της επιθυμίας από την πραγματικότητα: «Όταν σκέφτομαι ή όταν γράφω, ή τουλάχιστον όταν γράφω για ορισμένα θέματα, προσπαθώ να απαλλαγώ από κάθε εμπειρικό ή ψυχολογικό καθορισμό, από τα πάθη μου, από τις αγάπες και τα μίση μου».
Ο Καστοριάδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «επιλογή μιας αυτόνομης κοινωνίας ή της αυτονομίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί. Είναι ένα είδος έσχατης, τελευταίας επιλογής, και δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε διά μακρόν. Θα ήθελα όμως να διευκρινίσω ότι δεν πρέπει να συγχέουμε αυτή τη θέση με ό,τι ονομάζεται στην πολιτική φιλοσοφία “αποφασιοκρατία ή ντεσιζιονισμός” δηλαδή με τις θέσεις που υποστήριξε ο Καρλ Σμιτ, ένας Γερμανός νομικός, ο οποίος προηγήθηκε του ναζισμού αλλά συνέπλευσε με αυτόν, ένας εξαιρετικά ευρυμαθής θεωρητικός και όχι κάποιος χυδαίος προπαγανδιστής, διάδοχος του οποίου στη Γαλλία ήταν μάλιστα ο Ζυλιέν Φρόιντ». Ούτε ο Θεός, ούτε ο Λόγος, ούτε η Παράδοση, ούτε το Δίκαιο μπορούν να θεμελιώσουν την καίρια για τον Καστοριάδη επιλογή, που είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα απόφασης, αν όχι με υπαρξιακά χαρακτηριστικά, οπωσδήποτε όπως με στοιχεία θεμελιωτικά, που συγκροτεί κατά αυτόν τον τρόπο τον κόσμο του αυτόνομου υποκειμένου. Συγχρόνως η σκέψη του Καστοριάδη, αν και αρκετά πρωτογενής και ανεπεξέργαστη σε αυτό το σημείο, εχθρική προς την απόλυτη αιτιοκρατία όσο και προς τον σκεπτικισμό, προσεγγίζει εκείνη του Π.Κονδύλη που έγραφε, «Απόφαση είναι η πράξη ή η διαδικασία αποκοπής ή αποχωρισμού, από την οποία προκύπτει μια κοσμοεικόνα κατάλληλη να εγγυηθεί την ικανότητα προσανατολισμού την αναγκαία για την αυτοσυντήρηση».
Στα επόμενα χρονικά σεμινάρια, ο Καστοριάδης αντιμετωπίζει την καρδιά του στοχασμού του Θουκυδίδη, τη σχέση Δίκαιου και Ισχύος, για να αναδείξει τελικά τη δραματική του επικαιρότητα. Βεβαίως θα κάνει και πάλι μια παραπομπή, για να επισημάνει ότι το διακριτικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού κόσμου είναι ο αναστοχασμός και η συνείδηση των πράξεων και των θεσμών που δημιουργεί. Ως πιο αντιπροσωπευτικό λόγο του θα αναδείξει τον λόγο του Σοφοκλή στην «Αντιγόνη»: «Πολλά τα δεινά, κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει». Δηλαδή πολλά τα φοβερά, αλλά από τον άνθρωπο τίποτε φοβερότερο. Πρόκειται για ένα διάσημο απόσπασμα, που θα απασχολήσει ιδιαίτερα τον Μ. Χάϊντεγκερ, η ερμηνεία του οποίου όμως δεν βρίσκει καθόλου σύμφωνο τον Καστοριάδη.
Ο Θουκυδίδης, και σε αυτό το σημείο συμφωνεί μαζί του ο Καστοριάδης, θεωρεί ότι ο άνθρωπος, η «ανθρώπινη φύση», έχει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο σχετικά αναλλοίωτο, να τείνει και να επιθυμεί την ισχύ, με αποτέλεσμα να «οδηγεί στη σύσταση κέντρων εξουσίας τα οποία αντιμάχονται το ένα το άλλο, και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη θέληση του ισχυρότερου να επεκταθεί». Η δομή της ιστορίας του, έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της τραγωδίας, με ήρωα τον ίδιο τον αθηναϊκό λαό. Σύμφωνα με τον Επιτάφιο του Περικλή, ο θάνατος των Αθηναίων πολιτών για την πατρίδα τους είναι άξια πράξη, διότι η πατρίδα τους είναι τόπος αρετής και ελευθερίας, σχολείο για όλη την Ελλάδα. Θυσιάστηκαν για την πόλη τους σαν να ήσαν ερωτευμένοι με αυτή. Ο μετριοπαθής λόγος της Περικλή εκθειάζει τα θετικά στοιχεία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, την ισορροπία που φροντίζουν να κρατούν ανάμεσα σε ό,τι εισάγουν και σε ό,τι εξάγουν σε άλλες πόλεις, τις άνετες κατοικίες τους που δεν συνδυάζονται με την τρυφηλότητα, αλλά με την φιλοσοφία και τον φιλόκαλο βίο (φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας). Οι παραλογισμοί των δημαγωγών, αντίθετα, θα καλλιεργήσουν ανάμεσα στον αθηναϊκό λαό, την οίηση, την ύβριν, την αλαζονεία που θα τον οδηγήσει στη διάπραξη φοβερών εγκλημάτων, αλλά και στην οδυνηρή ήττα και το τέλος της δημοκρατίας.
Ο Π. Κονδύλης, ακολουθώντας τον Θουκυδίδη, θα καταλήξει ότι ο άνθρωπος «ούτε είναι αναγκαστικά “κακός” όταν σκοτώνει ούτε αναγκαστικά “καλός” όταν αγαπά. Είναι όν ανοιχτό και ρευστό, κι αν διψά τόσο πολύ για μια ταυτότητα, αν γαντζώνεται από ό,τι του δίνει προσανατολισμό ( λ.χ. την ηθική), το κάνει ακριβώς από φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο να μείνει ό,τι είναι, δηλ. ανοιχτός και ρευστός, αβέβαιος κι ανερμάτιστος». Ο Καστοριάδης, από παρόμοιους προβληματισμούς ορμώμενος, καταλήγει στην διαπίστωση ότι όταν οι Έλληνες σφάζουν άλλους πληθυσμούς, αυτό δεν το αποδίδουν στη θεία βούληση, όπως συμβαίνει στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά στην ανθρώπινη φύση και στην επιθυμία για ισχύ. Βεβαίως η χρησιμοποίηση διαφορετικών σκοπών, αξιών ή και ιδεολογιών, για να δικαιολογηθούν οι πράξεις βίας, έχει δευτερεύουσα σημασία, διότι δεν αλλοιώνει σε τίποτε τις εγκληματικές πράξεις.
Στη συνέχεια των σεμιναρίων του, ο Καστοριάδης θα επισημάνει ορισμένα άλλα καίρια στοιχεία από τον λόγο του Περικλή, όπως: Σημαντικό είναι ο τρόπος και ο λόγος για τον οποίο πεθαίνει κάποιος και όχι το τι επακολουθεί μετά τον θάνατό του. Ο άνθρωπος που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν θεωρείται ήσυχος, αλλά άχρηστος.
Στο σεμινάριο της 6ης Μαρτίου 1985, θα αναφερθεί διεξοδικά στη σχέση ισχύος και δικαίου με βάση τον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων. Έτσι το δίκαιο είναι αποδεκτό μεταξύ ίσων, ενώ μεταξύ άνισων επικρατεί η ισχύς. Πρόκειται για τη ρεαλιστική κατανόηση του πολιτικού, η οποία θα περάσει στη νεώτερη σκέψη κυρίως διά μέσου του Μακιαβέλι και του Χομπς. Στα πλαίσιά της είναι ανέφικτο και ατελέσφορο να προσδοκούμε να μετατραπούν τα πολιτικά σε νομικά ζητήματα. Ο Χομπς βέβαια θα αναδείξει τη σχετικότητα και την παροδικότητα της ισχύος, καθώς «κανείς δεν είναι αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στη συμμαχία όλων των άλλων».
Η εξουσία και η ισχύς είναι φαινόμενα αυτοτροφοδοτούμενα. Η ισχύς είναι σαν το αέριο, «τείνει να καταλάβει όλο τον διαθέσιμο χώρο», ενώ «η απόκτηση ορισμένης δύναμης συνεπάγεται –δεδομένου του φθόνου, της ζήλιας που προσελκύει κάθε ισχυρός– την υποχρέωση της επαύξησής της. Και μαζί με την ισχύ έρχονται, φυσικά, η τιμή, η δόξα, καθώς και τα υλικά οφέλη, τα οποία είναι εξάλλου αναγκαία, καθώς η εξουσία δεν ασκείται από ρακένδυτους, και αν δεν εμφανίζεται στους άλλους περιβεβλημένη με τα σύμβολα της δόξας, αρχίζει να αποσαθρώνεται». Ο ασθενής αναγκάζεται να υποχωρήσει, ενώ ο ισχυρός ενεργεί δικαιότερα, καθώς μετριάζει τη δύναμη, αφού την αναμείξει με την επιείκεια. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ισχυρός επιζητεί όχι τη φιλία, αλλά την εχθρότητα του ανίσχυρου, ώστε να δημιουργήσει στους τρίτους τα αναγκαία πειστικά παραδείγματα επιβολής.
Ο Καστοριάδης θα αναγνωρίσει τη ρευστή και τη μη αγαθή φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό, ενώ θεωρεί ότι θα πρέπει να καταργηθεί το κράτος ως κατάσταση διαχωρισμένη από την κοινωνία, είναι εντελώς αντίθετος και δεν μπορεί να διανοηθεί μια κοινωνία χωρίς εξουσία. Συμφωνώντας σε αυτό το σημείο τόσο με τον Θουκυδίδη όσο και με τους νεώτερους όπως ο Κονδύλης, καταλήγει ότι «η φυσική τάση των ανθρώπινων όντων είναι να αλληλοσκοτωθούν, όποια κι αν είναι η μορφή του κοινωνικού καθεστώτος. Μόνο από τη στιγμή κατά την οποία υπάρχει κοινωνική θέσμιση και νόμοι περιορίζεται αυτή η ψυχική τάση». Η δημοκρατική νομιμότητα και η δημοσιότητα που προϋποθέτει μπορούν να λειτουργήσουν ως μέσα εκπαίδευσης της κοινότητας. Όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να υπάρξει θύμα του εαυτού της, της «ύβρεως», όπως έγινε με τους Αθηναίους.
Ο Π. Κονδύλης δέχθηκε διαχρονικά την επιρροή του Θουκυδίδη. Όπως είπε, ανάμεσα σε αυτούς που τον επηρέασαν «τόσο ως προς το πνευματικό του βάρος όσο και χρονολογικά, πρώτος ανάμεσά τους στάθηκε ο Θουκυδίδης, του οποίου η μελέτη με συνοδεύει από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια μέχρι σήμερα».
Στο δοκίμιό του «Οι Φιλόσοφοι και η Ισχύς», που περιλαμβάνεται στο έργο του Η Ηδονή, η Ισχύς, η Ουτοπία, θεώρησε τον Θουκυδίδη ως τον ιδιοφυέστερο μαθητή της Σοφιστικής. Ο τελευταίος, παρακολουθώντας την Αθηναϊκή Δημοκρατία, είδε να έρχονται στην επιφάνεια οι πιο σκοτεινές, οι πιο ερεβώδεις πλευρές του ανθρώπου. Στον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων απεικονίστηκαν με τον πιο διάφανο τρόπο η σχέση ανάμεσα στην ισχύ και το δίκαιο, καθώς και η επιθυμία για διεύρυνση της ισχύος, που από ένα σημείο και πέρα είναι διαδικασία αυτοκινούμενη.
Επισημαίνει ο Π. Κονδύλης για την πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη: «Η ανθρώπινη φύση, την οποία ωθεί η φιλαρχία και η πλεονεξία, παραμένει στα μάτια του σταθερό μέγεθος, και γι’ αυτό η ειρήνη δεν μπορεί παρά να είναι σχετική, όπως κι ο πόλεμος δεν αποτελεί έκπληξη όμως μονάχα μέσα στην αναταραχή του πολέμου γίνεται πρόδηλο σε πόσο εύθραυστα θεμέλια στηρίζεται η ειρήνη. Όταν καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα παραμερίζονται στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσμά της θρησκείας και της ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόμα και οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους- τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι τεχνητές κατασκευές και θεσμίσεις, όχι γεννήματα της Φύσης. Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν το ζητούν με τη συνείδησή τους βεβαρυμένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου. Μόνο οι αδύνατοι αντλούν από τη θεία ή φυσική τάξη μιαν ηθική –όμως η ηθική, ως επιχείρημα και ως όπλο, δεν μπορεί να είναι ισχυρότερη από όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’αυτήν. Η πίστη στην υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε απελπισμένες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Η πράξη θα όφειλε να προσανατολίζεται στους κανόνες της φρόνησης, οι οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης. Βεβαίως, η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μονάχα διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυρότερου».
Μάλιστα, ο Π. Κονδύλης θα καταφύγει και πάλι στον Θουκυδίδη, για να απαντήσει σε αυτούς που σήμερα ισχυρίζονται ότι οι δημοκρατίες –ειδικότερα οι δυτικές, με κορυφαία περίπτωση τις ΗΠΑ–, ή καθεστώτα που βρίσκονται σε διαδικασία εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού, είναι αναγκαστικά ειρηνόφιλες και δεν μπορούν κατά συνέπεια να διεξάγουν πολέμους: «Οι αρχαίες δημοκρατίες ποτέ δεν καυχήθηκαν για την ειρηνοφιλία τους προκειμένου να την παρουσιάσουν ως το διακριτικό τους γνώρισμα απέναντι στις ολιγαρχίες και στις τυραννίες. Μάλιστα ο Θουκυδίδης πίστευε ότι οι χειρότερες βιαιότητες του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλονταν στα ακαταλόγιστα πάθη της δημοκρατικής μάζας των Αθηνών».
Ο Κ. Παπαϊωάννου θα αποκαλύψει την κοινή αφετηρία και προέλευση της τραγωδίας και της δημοκρατίας. Όπου υπήρχε η μία εμφανιζόταν και η άλλη, ώστε εύλογα καταλήγει ότι εν πολλοίς η γενεαλογία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην τραγωδία. Όμως τραγική είναι και η εξέλιξη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστή της τραγωδίας τον ίδιο τον αθηναϊκό λαό να περνά διαδοχικά από την Ύβριν στη Νέμεση, στην Κάθαρση.
Στο έργο του Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα, στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος», θα αναφερθεί διεξοδικά στα γεγονότα που διηγείται ο Θουκυδίδης στην ιστορία του. Θα σταθεί σε ορισμένα αποσπάσματα, καθώς έχουν διαχρονικό ενδιαφέρον, στα οποία οι Αθηναίοι αιτιολογούν την εξουσία τους πάνω στους υπόλοιπους Έλληνες. Ο φόβος, η τιμή και το συμφέρον είναι οι λόγοι που θεμελιώνουν, κατ’ αυτούς, την κυριαρχία τους. Η αποδοχή της κυριαρχίας του ισχυρού από τον ασθενέστερο δεν είναι δικά τους δημιουργήματα, αλλά συμπεριφορές σύμφυτες με τον άνθρωπο: «Κανείς μέχρι σήμερον δεν απέφυγε την πλεονεξίαν προτιμήσας το δίκαιον, οσάκις του εδόθη η ευκαιρία ν’ αποκτήση κάτι διά της δυνάμεώς του. Άξιοι επαίνου είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθήσαντες τους φυσικούς νόμους των ανθρώπων και γενόμενοι ηγεμόνες άλλων, εδείχθησαν δικαιότεροι από όσον επιτρέπει η δύναμις των. Ημείς τουλάχιστον νομίζομεν ότι αν ελάμβανον άλλοι την ιδικήν μας εξουσίαν, θα απεδείκνυον λαμπρότατα ότι είμεθα επιεικείς».
Σχολιάζοντας τον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων, ο Κ. Παπαϊώαννου γράφει ότι «όλοι οι δαίμονες που είχε ξορκίσει η τραγωδία ξύπνησαν», ενώ η δίψα των Αθηναίων για εξουσία έφτασε σε απροσμέτρητα ύψη. Ο στυγνός ρεαλισμός θεωρείται όχι δημιούργημα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά αντίθετα ανατροπή των κλασικών αξιών και κατάρρευση του κόσμου του Σόλωνα και του Αισχύλου. Η σφαγή των Μηλίων συνιστά τον θρίαμβο της Ύβρεως και την ηθική χρεοκοπία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που θα την ακολουθήσει η πολιτική της κατάρρευση και η οδυνηρή της ήττα, με γεγονότα όπως η σφαγή των Αθηναίων οπλιτών στην εκστρατεία στη Σικελία και η πανωλεθρία στους Αιγός ποταμούς.
Ο Κ. Καστοριάδης, ο Κ. Παπαϊώαννου και ο Π. Κονδύλης, παρότι οι κοσμοθεωρητικές τους ερμηνείες δεν ταυτίζονται, διαπίστωσαν ότι η ιστορία του Θουκυδίδη και τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας αφορούν κρίσιμο ζήτημα την κατανόηση του ανθρώπου. Αν ο Καστοριάδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία αποτελεί το σπέρμα για κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί στη νεωτερικότητα η άμεση δημοκρατία, συγχρόνως θεωρεί ότι είναι αυτή που έθεσε με τον πιο καθαρό, σαφή και τραγικό τρόπο, τη σχέση ισχύος και δικαίου. Ο Κ. Παπαϊώαννου αξιολόγησε τις ειδεχθείς σφαγές που διέπραξε η Αθηναϊκή Δημοκρατία ως έμπρακτη αναίρεση της ουσίας της, η οποία προετοίμασε το τέλος της. Όμως ο Π. Κονδύλης, τελευταίος χρονικά, αλλά εγγύτερα από όλους ίσως στην προβληματική του Θουκυδίδη και της αρχαίας σοφιστικής για την ισχύ, διέγνωσε ότι, ανεξάρτητα από τα πολιτικά συστήματα που επικρατούν κάθε φορά και τις αξίες που αυτά επικαλούνται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μοιραία και αναπότρεπτα, θα αποκαλύπτεται η ερεβώδης πλευρά του ανθρώπου που επιθυμεί την ισχύ και την κυριαρχία.
Άρδην τ. 91, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013