Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η ληστεία ως κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο ήταν μάλλον ενδημικό στο χώρο των Βαλκανίων. Από τα αρχαία χρόνια η δράση των ληστών ήταν συνεχής και εξυπηρετούσε κυρίως την επιβίωση πληθυσμών που διαβιούσαν σε φτωχά, από άποψη πόρων, μέρη. Το γεωγραφικό ανάγλυφο των Βαλκανίων με τα ψηλά βουνά, τις στενές κοιλάδες και τα πυκνά δάση ήταν το ιδανικό περιβάλλον για την άνθιση της ληστείας. Καμία εξουσία, μέχρι και τον 20ο αιώνα, δεν είχε την δυνατότητα απόλυτου ελέγχου πάνω στους συμπαγείς ορεινούς όγκους των Βαλκανίων, που διαχρονικά αποτέλεσαν τις βάσεις ομάδων που επιδίδονταν στην ληστεία ως μέσο βιοπορισμού. Η κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς δεν άλλαξε κατ’ ελάχιστο την προϋπάρχουσα κατάσταση. Η εγκατάσταση, μάλιστα, πολλών μουσουλμανικών πληθυσμών στα πεδινά και πλούσια εδάφη οδήγησε αρκετούς χριστιανούς να αναζητήσουν μέρη για εγκατάσταση σε πιο ορεινά μέρη, τα οποία όμως ήταν λιγότερο παραγωγικά. Ο Λ. Κουτσονίκας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πρώτοι της Ελλάδος κατακτηταί Σουλτάνοι οθωμανοί, δια να διατηρώσιν εις τελείαν υποταγήν τους Έλληνας μετώκισαν εκ του Ικονίου της Μικράς Ασίας τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων οθωμανών […] εις τας πεδινάς επαρχίας της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, τους δε κατοικούντας Έλληνας απεδίωξαν˙ ούτοι δε αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τα ορεινά μέρη, και απεκαταστάθησαν εις τ’ άγονα και τραχέα των χωρών τούτων μέρη».
Στα δυσπρόσιτα ορεινά μέρη αναπτύχθηκε σταδιακά ένας τρόπος ζωής που βασιζόταν στην επιβίωση όχι με ειρηνικά μέσα, αλλά με βίαια. Με εργαλείο, λοιπόν, τη βία μικρές ομάδες απλών ανθρώπων, αλλά και ολόκληρες ενώσεις χωριών, όπως τα περιβόητα Σουλιωτοχώρια, προσπορίζονταν τα απαραίτητα για την επιβίωση. Ο κυριότερος λόγος που κάποιος κατέφευγε στην ληστεία ήταν η φτώχια και η ανέχεια. Επιπρόσθετα, η πλειοψηφία των αγροτών στα πεδινά διαβιούσε σε ένα καταπιεστικό καθεστώς, έκθετη σε πλήθος αυθαιρεσιών από τη μεριά των «δυνατών», είτε ήταν οι Οθωμανοί κατακτητές, είτε οι προσκυνημένοι, και για τούτο ενταγμένοι στο οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης, χριστιανοί πρόκριτοι και κοτζαμπάσηδες. Η σύγκρουση με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της αυτοκρατορίας ήταν ένας σημαντικός λόγος καταφυγής στη ληστεία. Οι αγγαρείες, η υψηλή φορολογία ή οι άδικες τιμωρίες οδηγούσαν αρκετούς, κυρίως νέους, να «βγούνε στο κλαρί», όρος που δήλωνε την απάρνηση της υποταγής και την καταφυγή στα ορεινά και στην ληστεία ως αντίδραση στο ραγιαδισμό των πεδινών. Ο Ν. Κασομούλης γράφει σχετικά: «Πολλοί Έλληνες ραγιάδες μη υπομένοντας τας αδικίας των διοικητών Τούρκων, τα βαρειά δοσίματα και τους τυραννικούς Προεστούς, πάντοτε εφοβέριζαν με το σηκώνομαι κλέφτης». Αυτές όμως οι συμπεριφορές δεν αποτέλεσαν ένα ενιαίο και οργανωμένο κίνημα, αλλά ήταν ατομικά ξεσπάσματα που αφορούσαν όχι μόνο αδικημένους χριστιανούς ραγιάδες, αλλά και μουσουλμάνους φτωχούς αγρότες. Τέτοιοι μουσουλμάνοι ληστές ήταν οι Λιάπηδες και οι Αρναούτηδες, που δραστηριοποιούνταν στην Ήπειρο και την Θεσσαλία.
Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το ληστρικό επιχειρείν ονομάστηκαν κλέφτες. Οι επιθέσεις τους στόχο είχαν κατά κύριο λόγο τους πλούσιους του κάμπου. Χριστιανοί προεστοί ή Μουσουλμάνοι πλούσιοι, το θρήσκευμα ήταν αδιάφορο, έμπαιναν στο στόχαστρο των επίδοξων κλεφτών. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει για τους στόχους των κλεφτών: «Μετά από τους προεστούς οι κλέφτες ευχαριστιόνταν να παίρνουν λύτρα από τους καλόγερους, τους οποίους δε συμπαθούσαν καθόλου, και από τους παπάδες, όσες φορές συνέπεφτε να είναι και προεστοί των χωριών και εξαιτίας αυτού εχθροί των κλεφτών. […] Τέλος όταν δεν υπήρχαν Τούρκοι, καλόγεροι και προεστοί, οι κλέφτες φορολογούσαν τα χωριά ή και τις ίδιες τις πόλεις». Σε άλλες περιπτώσεις κατέφευγαν στις απαγωγές αποκομίζοντας αρκετά κέρδη από τα λύτρα που ζητούσαν για την απελευθέρωση του απαχθέντος. Ο G. Finlay σημειώνει με την σειρά του: «Οι Έλληνες υπέφεραν πολύ περισσότερα ή οι Τούρκοι από τους κλέφτας. Πλούσιοι προύχοντες ήσαν πλέον ανυπεράσπιστοι από τους ευπόρους αγάδες˙ και οι λησταί χρειάζονται καθημερινόν πορισμόν τροφής. Πας περιηγητής εν τη Ανατολή θα ηδύνατο ν’ αναφέρη παραδείγματα τούτου εκ της ιδίας πείρας του. Δυο παραδείγματα αρκούσι. Ο Λήκ (William Martin Leake) λέγει: «Ο ιδιοκτήτης της οικίας εν η καταλύω (εν Καλαμπάκα) προς τοις άλλοις αυτού ατυχήμασιν, εξωρύχθη τον ένα οφθαλμόν υπό των κλεφτών». Ο κ. Δόδουελ (Edward Dodwell) λέγει: «Το κατάλυμά μας εις Λιβανάταις ήτο εις τον οικίσκο πτωχής Αλβανής, ήτις εθρήνει την απώλειαν του συζύγου της, φονευθέντος υπό των κλεφτών, οίτινες είχον κρατήσει και τον μικρόν υιό της αιχμάλωτον, αυτή δε τον εξαγόρασε με τας οικονομίας πολλών ετών». Και έτερος Άγγλος περιηγητής, ο H. Baird, συμφωνεί με τις παρατηρήσεις του G. Finlay: «Οι γηραιότεροι ενός χωριού δώριζαν μεγάλα ποσά και εφοδίαζαν με τρόφιμα τη συμμορία για να εξασφαλίσουν απαλλαγή από το πλιάτσικό».Ο ευκολότερος, και για τούτο αγαπημένος στόχος των κλεφτών, ήταν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι. Στα ορεινά περάσματα, τα δερβένια, έστηναν καραούλι, δηλαδή ενέδρα, και όποιος περνούσε έπεφτε στα χέρια τους. Αν πλήρωνε συνέχιζε, διαφορετικά τον σκότωναν. Με την έλευση, μάλιστα, του 18ου αιώνα και την άνοδο του εμπορίου τα ορεινά περάσματα γέμισαν από κλέφτες.
Οι κλέφτικες συμμορίες μπορεί να αποτελούνταν από λίγες δεκάδες άντρες μέχρι και πάνω από εκατό. Οι μεγάλες κλέφτικες ομάδες χρειαζόντουσαν και την απαραίτητη υποστήριξη για τη δράση τους, το σημερινό logistics των σύγχρονων στρατών. Η υποστήριξη αυτή παρεχόταν είτε από τους νομάδες βοσκούς, κυρίως Βλάχους των ορεινών, είτε από τη φορολόγηση ολόκληρων χωριών. Πολλά χωριά συνεργάζονταν οικιοθελώς με τις κλέφτικες συμμορίες και αποκόμιζαν τα αντίστοιχα ωφελήματα, όπως ασφάλεια και έσοδα από την κλεπταποδοχή. Για τους πληθυσμούς των χωριών αυτών η δράση των κλεφτών ήταν ευεργετική, ιδιαίτερα όταν επιτίθονταν στους επίσημους αντιπροσώπους της εξουσίας που καταπίεζαν τους φτωχούς αγρότες, και για τούτο υμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια. Σε όσες περιπτώσεις, όμως, υπήρχε άρνηση συνεργασίας οι κλέφτες εξαπέλυαν τον τρόμο στην περιοχή και στους κατοίκους. Στην κορυφή της κλέφτικης ομάδας βρισκόταν ο Καπετάνιος. Βασικά χαρακτηριστικά του έπρεπε να είναι η ανδρεία και η στρατιωτική ευφυΐα, ενώ από το όνομα του Καπετάνιου ονοματιζόταν ολόκληρη η ομάδα π.χ. οι Κολοκοτρωναίοι ή Κατσαντωναίοι κ.λπ. Αμέσως μετά στην ιεραρχία βρίσκονταν τα πρωτοπαλίκαρα, οι πιο έμπιστοι συμπολεμιστές του Καπετάνιου, ακολουθούσαν τα παλικάρια και τέλος ακολουθούσαν οι δόκιμοι, κατά κύριο λόγο έφηβοι, που καλούνταν ψυχογιοί. Η λειτουργία της κλέφτικης ομάδας ακολουθούσε τα πρότυπα της στρατιωτικής δημοκρατίας. Πριν από οποιαδήποτε επιχείρηση τα μέλη της ομάδας μαζεύονταν σε συνέλευση και έλεγε καθένας την γνώμη του. Η άποψη της συνέλευσης των παλικαριών γινόταν σεβαστή από τον Καπετάνιο, ο οποίος, μάλλον, ασκούσε μια πατριαρχική εξουσία προς τους άνδρες του. Κύριος σκοπός της κλέφτικης συμμορίας ήταν η επιβίωση της ομάδας και η δημιουργία περιουσίας.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία από νωρίς είδε το πρόβλημα, αλλά η επέκταση της στη διάρκεια του 16ου και 17ουαιώνα άφηνε λίγους πόρους για την αντιμετώπιση των κλεφτών, που δραστηριοποιούνταν κυρίως στον ελλαδικό χώρο στα ορεινά της Πίνδου, της Στερεάς και της Θεσσαλίας. Επιπρόσθετα, η πολεμική τεχνολογία της εποχής καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα την αντιμετώπιση οπλισμένων ομάδων σε ορεινό έδαφος. Έτσι, οι Οθωμανοί ενήργησαν περισσότερο πρακτικά και διπλωματικά. Αναγνώρισαν την ύπαρξη των κλέφτικων ομάδων με την προϋπόθεση του προσκυνήματος και την ένταξη τους στους κατασταλτικούς μηχανισμούς της αυτοκρατορίας. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την κίνηση ήταν ότι οι καλύτεροι διώκτες των κλεφτών θα ήταν… οι ίδιοι οι κλέφτες. Ο Ν. Μοσχοβάκης αναφέρει για την κίνηση της Πύλης να προσεταιριστεί τους κλέφτες: «Ούτως, ου μόνον δεν εθεώρησεν αντιβαίνον εις την αξιοπρέπειαν αυτής ίνα μετά των ανταρτών τούτων συνθηκολογήση, αλλά και εις στενάς μετ’ αυτών προήλθε σχέσεις, φίλους από αμειλίκτων εχθρών καταστήσασα, διό ανεγνώρισεν αυτοίς το δικαίωμα να ζώσιν ελεύθεροι και να οπλοφορώσιν, ου μόνον δε αλλά και να συγκροτώσιν είδος τι εθνοφυλακής υπό το όνομα αρματωλοί, ν’ αναλάβωσι δ’ αυτοί την φύλαξιν της τάξεως και ασφαλείας εν ταις μεγάλαις ιδίως αρτηρίαις της συγκοινωνίας εν τη αυτοκρατορία ως και την των στενωπών και επικινδύνων εν γένει διόδων». Δεν ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια πρακτική εφαρμοζόταν. Οι Βενετοί την εφάρμοζαν με επιτυχία σε πολλές από τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο αποκαλώντας τους διορισμένους οπλοφόρους μεϊντάνηδες, ενώ οι Οθωμανοί τους ονόμασαν αρματολούς, μάλλον από την ιταλική λέξη armato, που σήμαινε τον οπλοφόρο.
Το αρματολίκι, η έκταση, δηλαδή, που εξουσίαζε ο αρματολός, κάλυπτε συνήθως μια εκτεταμένη ορεινή περιοχή συμπεριλαμβάνοντας και πλήθος χωριών. Σε αντάλλαγμα για την προστασία που απολάμβαναν τα χωριά, ήταν υποχρεωμένα να συντηρούν τους αρματολούς. Το πρώτο αρματολίκι φαίνεται να ήταν των Αγράφων που δημιουργήθηκε επί Μουράτ Β΄ στα μέσα του 15ου αιώνα. Σε όλη την Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν 18 αρματολίκια. Στην Ήπειρο και την δυτική Στερεά Ελλάδα ήταν 4, στην Θεσσαλία και στην ανατολική Στερεά Ελλάδα 11 και στην δυτική Μακεδονία 3. Η παραχώρηση του αρματολικιού ακολουθούσε μια εθιμοτυπία, σύμφωνα με την οποία οι Οθωμανοί καλούσαν τους κοτζαμπάσηδες και τις θρησκευτικές αρχές σε συγκέντρωση, όπου ο υποψήφιος αρματολός δήλωνε υποταγή (ιταάξι) και έπειτα, αν δεν υπήρχαν διαφωνίες, παραλάμβανε τον διορισμό του (μουρασελέ). Στην περιοχή του αρματολού απαγορευόταν να πηγαίνουν οι Οθωμανοί, ενώ ο ίδιος ο καπετάνιος καθώς και τα παλικάρια του ήταν απαλλαγμένοι από τον κεφαλικό φόρο (χαράτσι). Η μισθοδοσία (λουφές) των παλικαριών ήταν ευθύνη των κατοίκων των χωριών που ήλεγχαν οι αρματολοί. Τα αρματολίκια υποδιαιρούνταν σε μικρότερες περιφέρειες, τα κόλια. Οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο τους ονομάζονταν κολτζήδες, και διορίζονταν από τον καπετάνιο. Οι αρματολοί, ως ένοπλη ομάδα, υπαγόταν στον οθωμανικό στρατό. Όταν ο τοπικός Πασάς εκστράτευε, ακολουθούσαν και οι αρματολοί της επικράτειας του. Ο Αλή Πασάς, επί παραδείγματι, σε όλους τους πολέμους του με τους Σουλιώτες στηρίχτηκε στους ντόπιους αρματολούς. Η ιεραρχία στην αρματολική ομάδα ακολουθούσε τα πρότυπα των κλεφτών. Με μια ουσιαστική διαφορά πλέον. Ο καπετάνιος, ενώ στην κλέφτικη ομάδα αναδεικνυόταν μέσα από την δράση του, στο αρματολίκι μπορούσε να μεταβιβάσει κληρονομικά τη θέση του στα παιδιά του. Σε μικρότερο βαθμό το ίδιο ίσχυε για όλα τα παλικάρια της αρματολικής ομάδας. Συν τω χρόνω οι καπετάνιοι έγιναν και ενοικιαστές φόρων στις περιοχές που ήλεγχαν, οπότε το αξίωμα του αρματολού, πέρα από το γόητρο και την εξουσία που προσέδιδε στον φορέα του, αποτέλεσε και μια επικερδέστατη επιχείρηση. Έτσι, οι κατά τόπους αρματολοί κατέληξαν μια κλειστή ουσιαστικά κάστα που ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα δικά της συμφέροντα. Ο Π. Ροδάκης γράφει σχετικά: «Μέσα στο αρματολίκι ο καπετάνιος δημιουργεί προσωπική περιουσία, που συνήθως είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των προυχόντων. Η κλεψιά, που αποτελεί ένα από τα στοιχεία της ζωής των αρματολών, συχνά τον κάνουν εύκολα πλούσιο. Με τον πλούτο του επηρεάζει ακόμα πιο πολύ την ομάδα του και το περιβάλλον του».
Η σχέση των αρματολών με τους κλέφτες ήταν μάλλον ακαθόριστες. Το αρματολικό σύστημα είχε σαν στόχο όχι τόσο την εξάλειψη της ληστείας, όσο τον περιορισμό της. Δια της ανάθεσης αστυνομικών καθηκόντων στους κλέφτες δημιουργούταν ένα παράδοξο. Σχολιάζει εύστοχα ο A. Gerolymatos για αυτή την παράδοξη σχέση: «Οι κλέφτες, για να πιάσουν δουλειά ως αρματολοί, έπρεπε πρώτα να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερη φήμη, προκειμένου να κάνουν τις αρχές να επιθυμούν σφοδρά τον τερματισμό της εγκληματικής σταδιοδρομίας τους και να εγγυηθούν την πολυπόθητη αμνηστία. Και κατά ειρωνικό τρόπο, οι αρματολοί δεν μπορούσαν να καταπνίξουν τις συμμορίες κλεφτών ολοκληρωτικά χωρίς να απαλείψουν τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής τους. Εν τέλει, ο αρματολισμός ήταν κάτι ελάχιστα περισσότερο από ένα παιχνίδι λεπτών ισορροπιών, παιχνίδι που παιζόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς εις βάρος των χωρικών, οι οποίοι επιβίωναν είτε αποδεχόμενοι τον εκβιασμό ως τρόπο ζωής είτε παίρνοντας τα βουνά και στρεφόμενοι οι ίδιοι στη ληστεία, διαιωνίζοντας έτσι τον ήδη υπάρχοντα φαύλο κύκλο βίας και αταξίας». Και ο D. Brewer συμπληρώνει σωστά: «Έτσι επιτεύχθηκε μια ευαίσθητη ισορροπία. Οι τουρκικές αρχές δαπανούσαν μόνο όσα ήταν απαραίτητα στους αρματολούς ώστε να διατηρούν κάποιον βαθμό δημόσιας τάξης. Οι αρματολοί έκαναν μόνο όσα ήταν απαραίτητα για να συγκρατήσουν τους κλέφτες ώστε να δικαιολογούν τον μισθό τους. Και οι κλέφτες επιδίδονταν σε όσες μόνο ληστείες ήταν απαραίτητες ώστε να συντηρούνται χωρίς να προκαλούν μεγάλες αντιδράσεις».
Όσοι αρματολοί έπεφταν σε δυσμένεια στις οθωμανικές αρχές, προκειμένου να σώσουν το κεφάλι τους, αναγκαστικά ξαναγίνονταν κλέφτες. Σε πολλά αρματολίκια οι κοτζαμπάσηδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη δράση των αρματολών, του οποίους περιφρονητικά ονόμαζαν «παλιοχωριάτες και παλιοκλέφτες». Ο Π. Ροδάκηςαναφέρει για την σχέση των αρματολών με τους κοτζαμπάσηδες: «Ο αρματολός δεν θα πάψει ποτέ να διεκδικεί την απόλυτη εξουσία στο αρματολίκι ή τουλάχιστο τη συμμετοχή του στα πλούτη που συνάζουν οι δημογέροντες με τους φόρους. Γι’ αυτό θα βρίσκεται σε διαρκή αγώνα μαζί τους. […] Με τους δημογέροντες έχουν κοινά συμφέροντα, μα τρώγονται για την εξουσία».
Ενώ, όμως, στην Στερεά Ελλάδα, την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία εδραιώθηκε ο αρματολικός θεσμός, στην Πελοπόννησο, αντίθετα, η δύναμη των κοτζαμπάσηδων απέτρεψε τη δημιουργία παρόμοιων ανταγωνιστικών εξουσιαστικών θεσμών. Στην Πελοπόννησο, παρόλα αυτά, θα αναπτυχθεί ο θεσμός του κάπου. Οι κάποι ήταν ένοπλα σώματα χριστιανών τα οποία, όμως, δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του τοπικού Πασά, αλλά του εκάστοτε τοπικού κοτζάμπαση. Ο Γ. Βλαχογίαννης σημειώνει για τους κάπους: «Η υπηρεσία των Κάπων ήταν εξάρτημα της υπηρεσίας του κοτζάμπαση, που τονέ διώριζε˙ η υπηρεσία των Αρματωλών στη Ρούμελη, δεν άκουε τον κοτζάμπαση παρά τον πασσά». Έτσι, η δύναμη των κάπων, αν και ένοπλοι, ήταν σαφώς μικρότερης εμβέλειας από των αρματολών, αφού οι τελευταίοι ήταν κρατικοί αξιωματούχοι πλήρως ανεξάρτητοι στο αρματολίκι τους. Σημαντικοί κάποι υπήρξαν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας και ο Νικηταράς που είχαν υπηρετήσει την οικογένεια των Δεληγιανναίων. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος γράφει σχετικά με την μη ύπαρξη αρματολών στην Πελοπόννησο: «Στην Πελοπόννησο δεν υπήρξαν τουρκικά αρματολίκια, ίσως γιατί θεωρήθηκε επικίνδυνο να αναγνωριστούν τέτοια ένοπλα χριστιανικά σώματα μέσα σε μια χώρα που περισσότερο από κάθε άλλη αμφισβητούνταν από τους Ενετούς μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα».
Όλοι αυτοί οι οπλαρχηγοί, κλέφτες, αρματολοί και κάποι, αποτελούσαν την στρατιωτική τάξη των χριστιανών στις υποτελείς περιοχές. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν κλειστό κόσμο με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο πόλεμος, η ληστεία και γενικότερα η βία διαμόρφωσαν τα χαρακτηριστικά αυτών των ορεσίβιων πολεμιστών, πολλά από τα οποία εκφράστηκαν μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Πολλοί μελετητές είδαν στους χριστιανούς αυτούς οπλοφόρους τον τύπο του εθνικού πολεμιστή ή του κοινωνικού αγωνιστή. Μια τέτοια προσέγγιση, όμως, αποτυγχάνει να ερμηνεύσει επαρκώς πολλές από τις συμπεριφορές των κλεφτών και των αρματολών. Οι κλέφτες στοχοποιούσαν αδιακρίτως πλούσιους και φτωχούς, Έλληνες χριστιανούς και Τούρκους μουσουλμάνους. Οι δε αρματολοί σταδιακά θα αναπτύξουν έναν έντονο τοπικισμό, που ήταν άμεσα συνυφασμένος με το αρματολίκι τους και τα προνόμια που απέρρεαν από αυτό. Όσο για τους κάπους της Πελοποννήσου κύρια παράμετρος της ύπαρξης τους ήταν, πέρα από τα καθήκοντα χωροφύλακα, η προστασία του κοτζάμπαση που τους πλήρωνε. Ο εθνικισμός ήταν, μάλλον, άγνωστος στους κόλπους αυτών των ομάδων. Πολλώ δε μάλλον αφού η επάνδρωση τους ήταν πολυεθνική. Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι και Βούλγαροι συνενώνονταν με σκοπό την λεία. Ο A. Gerolymatos σχολιάζει σχετικά: «Η έλλειψη πολιτικής ή ταξικής συνείδησης στους ληστές ήταν ισάξια με την έλλειψη επίγνωσης για την πολιτική και ιστορική κληρονομιά των εθνών στα οποία ανήκαν». Με αυτή την παρατήρηση συμφωνεί και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ίσως οι άνθρωποι αυτοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον απ’ αυτούς, δεν είχαν τη συνείδηση της εθνικής ανεξαρτησίας˙ ίσως πολεμούσαν κατά των Τούρκων περισσότερο για την ατομική τους ελευθερία και τη χριστιανική πίστη παρά για όλη την πατρίδα». Η μετέπειτα συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα έγινε με γνώμονα τα ατομικά τους οφέλη, παρά για την δημιουργία ενός εθνικού κράτους, την έννοια και λειτουργία του οποίου ουδόλως κατανοούσαν. Η εδραίωση της κρατικής εξουσίας σε όλη την εθνική επικράτεια, με τον εθνικό στρατό και την χωροφυλακή να εγγυώνται πλέον την ασφάλεια των πολιτών, αποστέρησε σταδιακά την τοπική υποστήριξη που απολάμβαναν οι οπλαρχηγοί προεπαναστατικά. Μάλιστα, με την ίδρυση του νέου κράτους οι ομάδες αυτές όταν διαπίστωσαν ότι δεν συμπεριλαμβάνονταν στον νέο εθνικό στρατό, επέστρεψαν στην προσφιλή τους ασχολία, αυτή τη ληστείας, ταλαιπωρώντας για πολλά χρόνια το νεώτερο ελληνικό κράτος.
Διαβάστε:
- Κων. Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του ελληνικού έθνους», εκδ. Αλέξανδρος.
- Περ. Ροδάκης, «Κλέφτες και Αρματολοί», εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδ. 20ος αιώνας.
- A. Gerolymatos, «Συγκρούσεις στα Βαλκάνια», εκδ. Σαββάλας.
- D. Brewer, «Ελλάδα 1453-1821», εκδ. Πατάκη.
- Γ. Βλαχογιάννη, «Κλέφτες του Μοριά».
- Λ. Κουτσονίκα, «Γενική ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», εκδ. Δ. Καρακατζάνη.
- Νικ. Μοσχοβάκη, «Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί τουρκοκρατίας», εκδ. Χ.Ν. Φιλαδέλφεως.
- G. Finlay, «Ιστορία της ελληνικής επανάστασης», εκδ. Δόμος. eranistis.net
Οι Κλεφτες και οι Αρματολοι ηταν η Μαγια της Ελευθεριας. Αυτοι ουσταστικα ηταν η γραμμη κρουσης και αντιστασης του Γενους απεναντι στους Οθωμανους τυραννους κατακτητες και τους εγχωριους συνεργατες τους, ο Εθνικος Στρατος των Ελληνων κατα τα μαυρα χρονια της τουρκοκρατιας και κατα τηξ Επαναστατικη περιοδο. Οσο λασπη κι αν τους ριξουν οι διαφοροι αποδομητες, η ουσια ειναι οτι οι κλεφταρματολοι σηκωσαν το μεγαλυτερο βαρος του Αγωνα, οντας οι πιο εμπειροπολεμοι. Μητε οι καλαμαραδες, μητε οι κοτσαμπασαιοι μπορουσαν να το κανουν. Οσο για την εθνικη συνειδηση τους, νομιζω οτι η απαντηση του Κολοκοτρωνη στον Χαμιλτον τα λεει ολα, “η Φρουρα του Βασιλεως μας (δηλ. του Κωνσταντινου Παλαιολογου) ειναι οι λεγομενοι Κλεπται”.
Έλεος! Πιο στημένο κι -κυρίως- ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ…. πεθαίνεις! Παίρνει το βραβείο “Σία Αναγνωστοπούλου” και την υποτροφία “Μαρία Ρεπούση” με το σπαθί του! Και κοντά σ όλα αυτά που έχουν μακρινές ρίζες στο γραφικά εθνομηδενιστικό “ΚΚΕ εσωτερικού”, και το τίποτα (με λίγο καθόλου) που λεγόταν Βακαλόπουλος. Φαίνεται πως η γνωστή αντιεπιστημονική ιδεολογική συνιστώσα των τελευταίων χρόνων με τα σκαμπρόζικα ατυχουργήματα, έχει μπει για τα καλά στην ομάδα σας. Ονόμαρχος
Καλό θα ήταν κ. Διονυσίου, πέρα από τους χαρακτηρισμούς, τους οποίους αντιπαρέρχομαι, να μου υποδείξετε που είναι αντιεπιστημονικό το άρθρο. Η κριτική σας (λέμε τώρα…) είναι εμπαθής και στερείται οποιουδήποτε επιχειρήματος… Προφανώς είστε ιστορικά αστοιχείωτος και για τούτο απλώς επιδίδεστε σε χαρακτηρισμούς… Οι, όποιες, απόψεις σας περί το θέμα προφανώς είναι αποτέλεσμα ημιμάθειας… Όταν ωριμάσετε νοητικά ξανασυζητάμε…
Δυστυχώς η πλειοψηφία των νεοελλήνων ρωμηών έχει μάθει να ζει με εθνικιστικά ψέμματα και όταν τους λέει κανείς την αλήθεια σοκάρονται κι αντιδρούν είτε με κάθε είδους μπουρδολογία (που προσπαθούν να την ντύσουν και με… επιστημονικότητα) είτε με ύβρεις για εθνοπροδότες, μειοδότες και… συριζαίους.
Ναι, δυστυχώς οι αρματολοί ήταν μη-μουσουλμάνοι ΔΥ στην υπηρεσία του σουλτάνου και οι κλέφτες ήταν… κλέφτες (κυρίως σε βάρος των ομόθρησκών τους). Και ναι, ευτυχώς, συμμετείχαν και αυτοί στην επανάσταση του 1821 όταν οι ελληνόφωνοι και αρβανιτόφωνοι ρωμηοί της νότιας βαλκανικής άρχισαν να συγκροτούν την ελληνική εθνική συνείδηση.