Φραγκοκρατία: Από το κέντρο στην περιφέρεια, οι μηχανισμοί της «υπανάπτυξης»

του Γ. Καραμπελιά

Η Φραγκοκρατία, στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, σηματοδοτεί τη μετατροπή του Βυζαντίου, από οιονεί κέντρο της οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης, σε «περιφέρεια» ενός νέου υπό διαμόρφωσιν «κέντρου», εκείνου της Δυτικής Ευρώπης. Δεν επρόκειτο απλώς για την πρώτη μεγάλη περιφερειοποίηση ενός μέρους του πλανήτη, με την οποία θα εγκαινιαστεί η δυτική αποικιοκρατία, αλλά, στο οικονομικό πεδίο, πρόκειται για τη γενέθλιο πράξη της ανάδειξης της Δύσης σε δυνητικό «κέντρο» της παγκόσμιας οικονομίας.


Όποιος παρατηρήσει με προσοχή αυτή τη διαδικασία, θα επισημάνει μηχανισμούς που επανελήφθησαν σε όλη τη μεταγενέστερη αποικιακή ιστορία της Δύσης και παρουσιάζουν αρχετυπικό χαρακτήρα1. Αρχικώς, στη σχέση της «μητρόπολης» με την «περιφέρεια», κυρίαρχη είναι η σχέση της άνισης ανταλλαγής και η απομύζηση των πόρων, η λεγόμενη «πρωταρχική συσσώρευση». Η Δύση απομυζά από τον αποικιακό χώρο προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και βιοτεχνικά και βιομηχανικά προϊόντα. Η Ινδία αποτέλεσε έτσι για πολύ καιρό, κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, χώρα εξαγωγής υφασμάτων προς την Αγγλία, σε τιμές εξευτελιστικές, πολύ πριν η αγγλική βιομηχανία, σε μια μεταγενέστερη φάση, καταστρέψει την ινδική βιοτεχνία – όπως το περιέγραψε ο Μαρξ. Η Ιάβα και η Σουμάτρα θα αποτελέσουν περιοχές εξαγωγής μπαχαρικών, η Αφρική ξυλείας, ελεφαντόδοντου και σκλάβων, η Λατινική Αμερική χρυσού και αργύρου. Αυτή είναι η πρώτη φάση της απομύζησης και της υποταγής του αποικιακού χώρου.

Αποφασιστικό όπλο αυτής της υποταγής είναι ο αποικισμός της περιφέρειας και η εγκατάσταση Ευρωπαίων αποίκων σε αυτή: Βενετοί και Γενουάτες στο Βυζάντιο, Πορτογάλοι και Ολλανδοί στην Ινδονησία, Άγγλοι και Γάλλοι στην Ινδία, Άγγλοι, Ισπανοί, Γάλλοι, Ολλανδοί, Πορτογάλοι στην Αμερική. Και όπως είναι κατανοητό, η εγκατάσταση των εποίκων προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος. Στη συνέχεια και μόνο, μετά από αιώνες υποταγής και καταστροφής της εγχώριας δευτερογενούς παραγωγής, εγκαθιδρύονται οι «ενάρετες» σχέσεις που περιέγραψε ο Άνταμ Σμιθ: Οι βιομηχανικές χώρες διαθέτουν πλέον το «συγκριτικό πλεονέκτημα» παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων, και οι αποικιακές παραγωγής πρωτογενών. Έτσι, γράφει ο Άνταμ Σμιθ, είναι συμφέρον για την Πορτογαλία να παράγει κρασί το οποίο να εξάγει στην Αγγλία, ενώ η τελευταία, που διαθέτει «συγκριτικό πλεονέκτημα» στη βιομηχανική παραγωγή, να παράγει υφάσματα τα οποία να εξάγει στην Πορτογαλία2. Για τον Σμιθ και την κλασική πολιτική οικονομία, πρόκειται για μια «ισότιμη σχέση». Είναι εκείνη η «ισότιμη σχέση» που, στη συνέχεια, οι Σαμίρ Αμίν, Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν κ.ά. θα αποκαλέσουν άνιση ανταλλαγή3· δηλαδή, μέσα από την ανταλλαγή τυπικά ισοδύναμων ανταλλακτικών «αξιών», η χώρα της περιφέρειας υποτάσσεται στη χώρα του κέντρου, ή μάλλον μεταβάλλεται σε χώρα της περιφέρειας.

Στην περίπτωση των σχέσεων του Βυζαντίου με τη Δύση, και κατ’ εξοχήν την Ιταλία, μπορούμε, στη διάρκεια πέντε αιώνων, να αποτυπώσουμε αδρομερώς αυτή τη διαδρομή, που μετέβαλε τη Ρωμανία, από οικονομικό κέντρο της Μεσογείου, σε περιφέρεια. Η ανατροπή υπήρξε συνέπεια όχι κάποιων οικονομικών «πλεονεκτημάτων» της Δύσης,– αντίθετα, η Ανατολή υπερτερούσε οικονομικά– αλλά των σχέσεων κυριαρχίας που εγκαθιδρύθηκαν εξ αιτίας πολιτικών, δημογραφικών, κοινωνικών και στρατιωτικών εξελίξεων. Η οικονομία θα ακολουθήσει την κυριαρχία:
Κατά τον 10ο αιώνα, σύμφωνα με την πρώτη εμπορική συμφωνία ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Βενετία, το χρυσόβουλο του 992, τα ενετικά πλοία στον Βόσπορο υποβάλλονταν σε δασμό εξόδου επταπλάσιο από εκείνον της εισόδου, γεγονός που αντιστοιχούσε λίγο-πολύ σε μια σχέση εξαγωγών /εισαγωγών, επτά προς ένα4! Η Δύση εισάγει από την Ανατολή όχι μόνο πρώτες ύλες και τρόφιμα αλλά και βιοτεχνικά προϊόντα, κυρίως ακριβά υφάσματα, και εξάγει πρώτες ύλες (ξυλεία, μέταλλα και τρόφιμα), το δε εμπορικό έλλειμμά της καλύπτεται με αυξημένη εξαγωγή χρυσού και αργύρου προς το Βυζάντιο. Μόνο προς τα τέλη του 12ου αιώνα θα αρχίσουν στις εξαγωγές, π.χ. της Γένουας, να καταγράφονται και ορισμένα βιοτεχνικά είδη πολυτελείας5, ενώ από τον 13ο αιώνα θα επιταχυνθούν οι αλλαγές στη σύνθεση του εμπορίου, οι οποίες θα καταλήξουν στη οριστική αντιστροφή της σχέσης από τον 14ο αιώνα και μετά.

Πάντως, το εμπορικό ισοζύγιο θα συνεχίσει να παραμένει αρνητικό για τη Δύση, παρά την ποιοτική αλλαγή στη σύνθεση του εμπορίου. Παράλληλα, όμως, με τη στρατιωτική υπεροχή, οι δυτικοί είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στο εμπόριο και τις εσωτερικές επικοινωνίες του Βυζαντίου, με τη δημιουργία των εμπορικών αποικιών. Εκεί θα βρεθεί το «μυστικό» της λατινικής υπεροχής, και όχι σε κάποια ανύπαρκτη υπεροχή στην παραγωγή, την παραγωγικότητα, ή τις τεχνικές παραγωγής. Αυτά θα ακολουθήσουν αργότερα, από τον 14ο αιώνα και μετά: Ήδη, από τον 11ο αιώνα, θα αρχίσουν οι δυτικοί έμποροι-τυχοδιώκτες να εγκαθίστανται στις πόλεις του Βυζαντίου και κατ’ εξοχήν στην πρωτεύουσα. Με τα προνόμια, που τους παραχωρούνται για πολιτικούς λόγους, εκτοπίζουν σιγά-σιγά τους Έλληνες εμπόρους και εγκαθίστανται, σε τεράστιους αριθμούς, σε όλη τη Ρωμανία. Στην Πόλη, λέγεται ότι είχαν φθάσει, πριν το 1204, τα 60.000 άτομα.
Η ευημερία της Βενετίας οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι κατόρθωσε να διεισδύσει σε αυτό το δίκτυο των ανατολικών ανταλλαγών χάρη σε μια μακρά σειρά συνθηκών που άρχισαν το 1082 και της παραχωρούσαν απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές της αυτοκρατορίας6.

Πόλεις-κλειδιά του βυζαντινού εμπορίου με την Κίνα, όπως ο Καφφάς (Θεοδοσία) στη Μαύρη Θάλασσα, εποικίζονται κυριολεκτικά από τους Γενουάτες. Και όταν οι Βυζαντινοί θα αντιδράσουν, στα τέλη του 12ου αιώνα, θα ακολουθήσει η ανοικτή στρατιωτική επέμβαση, το 1204.
Για την περίοδο που ακολουθεί το 1204, «πολλοί και διαφορετικοί είναι (ήταν) οι παράγοντες που δυσχέραιναν τη θέση των βιοτεχνών στις υστεροβυζαντινές πόλεις και περιόριζαν ασφυκτικά τις δυνατότητές τους: η παρουσία, στις αγορές των περισσοτέρων πόλεων, ειδών μαζικής κατανάλωσης που προέρχονταν από τη Δύση· ο αισθητός ανταγωνισμός εκ μέρους επήλυδων και πολιτογραφημένων τεχνιτών στις λατινικές συνοικίες και αποικίες…»7.

Ακόμα και η έξωση των Λατίνων, το 1261, από την Κωνσταντινούπολη «δεν σήμαινε και τον παραγκωνισμό» τους· «αντίθετα, σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας ποιοτικά φάσης της δυτικής οικονομικής παρουσίας», «με αποτέλεσμα, τα επόμενα χρόνια, να χειροτερεύσει αισθητά η θέση της οικονομίας των βυζαντινών πόλεων και προπάντων να περιοριστεί σημαντικά το πεδίο δράσης των τεχνιτών του», οι οποίοι όχι μόνο αναγκάζονται να δουλεύουν στις βενετικές και γενουατικές αποικίες αλλά και να μεταναστεύσουν στη Δύση – μια μετανάστευση ανάλογη με εκείνη των λογίων αλλά ελάχιστα έως καθόλου γνωστή. Στα τέλη του 13ου αιώνα, Βυζαντινοί αρχιμηχανικοί συμμετέχουν στην κατασκευή γεφυρών στην Κεντρική Ιταλία, τον 14ο αιώνα, γουναράδες από την Πόλη εργάζονται στη Ραγούζα και τη Γένουα, ναυπηγοί «κατέχουν καίριες θέσεις στα ναυπηγεία της Βενετίας και την αυλή της Γαλλίας», ενώ ο Λουδοβίκος εγκατέστησε, το 1470, Βυζαντινούς υφαντουργούς στην Τουρ κ.λπ.8.

Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, οι Βενετοί έχουν καταλάβει, σε έναν βαθμό, και το εσωτερικό εμπόριο και «γύρω στο 1320, οι βυζαντινοί τελωνειακοί υπάλληλοι προσπαθούν ακόμη με διάφορες παρεμβάσεις να εμποδίσουν τη χονδρική και λιανική πώληση ενδυμάτων και υφασμάτων εκ μέρους των Βενετών, όμως ήδη τότε η προσπάθειά τους έχει δονκιχωτικό χαρακτήρα»9. Έτσι, θα καταλήξει, στην τελευταία φάση, το Βυζάντιο να ενδυθεί τυπικά αποικιακά χαρακτηριστικά: Εξάγει ακατέργαστα πρωτογενή προϊόντα και εισάγει κατεργασμένα. Κατά τον 14ο αιώνα, μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη εξήγε προς τη Βενετία σχεδόν αποκλειστικά αγροτικά προϊόντα και εισήγε βιοτεχνικά10, ενώ η φημισμένη «υαλουργία της Κορίνθου παρήκμασε και υποκαταστάθηκε από προϊόντα της βενετικής υαλουργίας»11.

Επομένως, η μεταβολή του Βυζαντίου από «κέντρο» σε «περιφέρεια» προϋπέθετε τη στρατιωτική υποταγή του στις συνδυασμένες επιθέσεις της Ανατολής και της Δύσης και τον εποικισμό του από τους Λατίνους εμπόρους, τους Φράγκους φεουδάρχες, τους Τούρκους πασάδες και τους τυχοδιωκτικούς πληθυσμούς ολόκληρης της Δύσης. Μόνο μετά από τρεις ή τέσσερις αιώνες αποικιακής απομύζησης, θα αρχίσει η Δύση να εμφανίζεται ως «ανεπτυγμένη» και η Ανατολή ως υπανάπτυκτη. Η «υπανάπτυξη» πρέπει πάντα να κατασκευαστεί, και αποτελεί συνέπεια της ξένης κυριαρχίας.


  1. Βλέπε πάρα κάτω το υποκεφάλαιο «Σπουδή αποικιοκρατίας», στο Β΄ Μέρος.
  2. Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Bantam Classics, Νέα Υόρκη 2003, κεφ. 6.
  3. Βλ. Samir Amin, L’ Echange inιgale et la loi de la valeur, Αnthropos, Παρίσι 1973· Imm.Wallerstein, Capitalisme et ιconomie monde, 2 τόμ., Flammarion, Παρίσι 1980, 1984.
  4. Αg. Pertusi (επιμ.), Venezia e il Levante…, ό.π.· Gino Luzzatto, Storia economica di Venezia dall’XI al XVI secolo, Officine grafiche Carlo Ferrari, Βενετία 1961, σ. 13.
  5. John Day, «Το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον Μεσαίωνα», στο Α. Λαΐου, Οικονομική Ιστορία…, ό.π., τόμ. 2ος, σσ. 613-623.
  6. John Day, «Το εμπόριο…», ό.π., σ. 622.
  7. Klaus Peter Matschke, «Η οικονομία των πόλεων (13ος-15ος αιώνας)», στο Α. Λαΐου (επιμ.), Οικονομική …., ό.π., τόμ. 2ος, σ. 176.
  8. J. Harris, «Bessarion on shipbuilding: A re-interpretation», Byzantinoslavica 55/2 1994, σσ. 296 κ.ε. K. P. Matschke, «Η οικονομία των πόλεων…», ό.π., σ. 188.
  9. Klaus Peter Matschke, «Ανταλλαγές, εμπόριο και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)», στο Α. Λαΐου, Οικονομική…, ό.π., τόμ. 2ος, σ. 569.-
  10. Ο. Tafrali, Topographie de Τhessalonique, Παρίσι 1913, σ. 140.
  11. Αγγελική Λαΐου, «Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας»…, ό.π., τόμ. 3ος , σ. 378.

Δημοσίευση από το βιβλίο 1204 (Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007)

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *