Οὐαὶ σ’ ἐμᾶς, ἀφέντη μου, μὲ τὴν ὀλίγην γνῶσι,
ὁπ’ ἔχομεν τὸ θάρρος μας μέσα εἰς τὴν Σπανίαν,
κ’ εἰς τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὺ ’ναι ’ς τὴν Βενετίαν,
νὰ ἔλθουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν,
νὰ πάρουν τὸ βασίλειον κ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν·
Ματθαίος (7)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Ο Γεννάδιος Σχολάριος, κατά κόσμον Γεώργιος Κουρτέσιος ή Κορτέσιος, γεννήθηκε γύρω στα 1400 στην Κωνσταντινούπολη· όπως αναφέρει ο ίδιος, οι γονείς του, Αθανάσιος και Σοφία, είχαν καταγωγή από τη Θεσσαλία και μετοίκησαν στο «Βυζάντιο». (1) Το γεγονός ότι η οικογένειά του ήταν εύπορη, του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση. Δεν έχουμε μαρτυρίες για το εάν σπούδασε σε κάποια σχολή. Σε επιστολή του ο ίδιος αναφέρει ότι υπήρξε αυτοδίδακτος. (5) Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη ρητορική, τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τη νομική και εντρύφησε ιδιαίτερα στο έργο του Αριστοτέλη. Ήταν επίσης γνώστης της λατινικής γλώσσας. Σε νεαρή ηλικία, άνοιξε σχολή, έγραψε ελληνική γραμματική και μετέφρασε φιλοσοφικά έργα της Δύσης. Υπήρξε μαθητής του Ματθαίου Καμαριώτη, του Μάρκου του Ευγενικού, του Πλήθωνος Γεμιστού και ίσως του νομοδιδασκάλου Μεθόδιου.
Διορίστηκε καθηγητής στην Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης και αργότερα «γενικός βασιλικός» κριτής Ρωμαίων και «σεκρετάριος του βασιλέως». Διάσημος νομολόγος, εύγλωττος ρήτορας, έξοχος θεολόγος και φιλόσοφος, ο Σχολάριος απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Ήταν «τα μάλα οικείος» με τον Λουκά Νοταρά, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, με τον οποίο διατηρούσε φιλική αλληλογραφία, και τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο· φίλος του ήταν και ο Φίλελφος, γαμπρός του Χρυσολωρά. Γύρω στα 1450 πήρε την επωνυμία Γεννάδιος, όταν φόρεσε το τριβώνιο του μοναχού.
Η σύνοδος της Φερράρας – Φλωρεντίας
Ο Ιωάννης Παλαιολόγος, βλέποντας την συνεχή προέλαση των Οθωμανών και τον θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε την ετοιμόρροπη αυτοκρατορία, ταξίδεψε στην Ιταλία, προκειμένου να συζητήσει τους όρους για την ένωση της ανατολικής με τη δυτική εκκλησία. Μαζί του βρέθηκαν οι «σημαντικότεροι άνδρες της αυτοκρατορίας», ανάμεσά τους και ο Σχολάριος· στη βυζαντινή αποστολή συμμετείχαν ακόμη ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο Αργυρόπουλος, ο Μάρκος ο Ευγενικός και άλλοι. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ο αυτοκράτορας αποδέχθηκε τον περιβόητο όρο «περί της εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και το κείμενο διαβάστηκε στις εκκλησίες ελληνιστί και λατινιστί. Εκ μέρους της πολυπληθούς βυζαντινής αντιπροσωπείας υπέγραψαν τον «όρο» δεκαοχτώ ιερείς και έντεκα κληρικοί, «εν μυχοίς καρδίας στένοντες και δακρύοντες», σύμφωνα με όσα γράφει ο πρακτικογράφος της Συνόδου Σιλβέστρος Συρόπουλος (υπέγραψε και ο ίδιος). Από τους εκκλησιαστικούς δεν έβαλαν την υπογραφή τους ο Μάρκος ο Ευγενικός (επίσκοπος Εφέσου), ο επίσκοπος Ιβηρίας (Γεωργίας) και ο Λακεδαιμονίας Μεθόδιος. (1). Ενώ η σύνοδος αποτύγχανε παταγωδώς («Λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν» φέρεται να είπε ο πάπας) ο Σχολάριος εμπλέκεται στην αντιπαράθεση των λεγόμενων αριστοτελικών με τους νεοπλατωνικούς και γράφει εναντίον του Πλήθωνος Γεμιστού· μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Σχολάριος έκαψε δημόσια τους «Νόμους» και διέταξε την καταστροφή όλων των αντιγράφων. Αφού ολοκληρώθηκε η σύνοδος, εξελέγη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο «ενωτικός» μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης· οι συνεχείς πιέσεις σε ανώτερους και κατώτερους κληρικούς της μερίδας των «ανθενωτικών» προκάλεσαν νέα σύνοδο στα Ιεροσόλυμα, η οποία καταδίκασε την «ψευτοσύνοδο» της Φλωρεντίας και ο πάπας αναγκάστηκε να στείλει εκ νέου αντιπροσώπους για να διαπραγματευτούν το περιβόητο θέμα της ένωσης των εκκλησιών· (αυτά συνέβησαν μεταξύ 1444-1448). Οι πρέσβεις, ανάμεσά τους και ο επίσκοπος Κορτώνης Βορθολομαίος, συζήτησαν με τον Σχολάριο και τον Μάρκο τον Ευγενικό, χωρίς να όμως να καταλήξουν σε συμφωνία (εις ουδέν απέληξεν). (1) Ο Ιωάννης Παλαιολόγος ανέβαλε προσωρινά την επίσημη κύρωση της ένωσης· ο Σάθας αναφέρει ότι στο εξής «έζησεν ελεεινώς», «παρά πάντων αποστρεφόμενος», μέχρι τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1449, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Με προτροπή του Σχολάριου, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου συγκρότησε νέα σύνοδο, κατά την άνοιξη του 1450, η οποία καθαίρεσε τον πατριάρχη Γρηγόριο και ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο τον ιερομόναχο Αθανάσιο, ηγούμενο της μονής Περιβλέπτου. Ο πάπας Νικόλαος εξακολουθούσε να πιέζει τους βυζαντινούς και υποσχόταν στρατιωτική βοήθεια μόνο αν γίνει επισήμως η ένωση.
Ο «τάλας» Κωνσταντίνος, στριμωγμένος από παντού, φάνηκε να ενδίδει στις πιέσεις των Δυτικών και συγκάλεσε τη σύνοδο στην Αγία Σοφία· εκεί, ο ήδη μοναχός Γεννάδιος, ο Πλήθων και άλλοι συζήτησαν με τους Λατίνους και «κατέδειξαν το εσφαλμένον του περί της ενώσεως όρου».
Ο ιστορικός Georg Ostrogorsky σημειώνει σχετικά: «Ο βυζαντινός λαός απέκρουσε με φανατισμό τις συμφωνίες της Φερράρας και της Φλωρεντίας και ενώ οι συστάσεις των φιλενωτικών έμειναν άκαρπες, τα πύρινα κηρύγματα του Μάρκου Ευγενικού βρήκαν παντού μεγάλη απήχηση. Η ένωση της Φλωρεντίας αποδείχθηκε περισσότερο θνησιγενής απ’ όσο εκείνη της Λυών, γιατί ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων πέτυχε τότε να επιβάλει σε μεγαλύτερη έκταση τη θέλησή του στην αντίπαλη παράταξη απ’ όσο τώρα ο Ιωάννης Η’. Επί πλέον η ένωση του 1274 είχε ένα πιο εφαρμόσιμο πολιτικό στόχο, δηλαδή την προστασία του Βυζαντίου από την κατακτητική μανία των Δυτικών, ενώ ο σκοπός της ενώσεως του 1439 ήταν να λυτρώσει το Βυζάντιο από τον τουρκικό κίνδυνο, πράγμα το οποίο η Ρώμη αδυνατούσε να επιτύχει.» (6)
Η «ενωτική» θεία λειτουργία
Στα 1452, ο πάπας έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον Ισίδωρο, επίσκοπο Κιέβου και περίφημο για τις θεολογικές του γνώσεις, προκειμένου να πείσει τους «ανθενωτικούς» να αποδεχθούν την ένωση των εκκλησιών. (Ο Ισίδωρος, γνωστός και ως Ισίδωρος ο Αποστάτης, αργότερα έγινε καρδινάλιος της καθολικής εκκλησίας, όπως και ο Βησσαρίων) Οι πάντες σχεδόν φάνηκε να συναινούν, διαβλέποντας τον τουρκικό κίνδυνο, εκτός από τον Μάρκο τον Ευγενικό, τον Λουκά Νοταρά και τον Γεννάδιο· αυτός, ιερομόναχος πλέον στην μονή του Παντοκράτορος, κλείστηκε στο κελί του και θυροκόλλησε σημείωμα όπου έγραφε τα εξής:
«Άθλιοι Ρωμαίοι εις τι επλανήθητε, και απομακρύνατε εκ της ελπίδας του Θεού, και ηλπίσατε εις την δύναμον των Φράγκων, και συν τη πόλει εν η μέλλει φθαρήναι, εσχάσατε και την ευσέβειάν σας; Ίλεος μοι κύριε· μαρτύρομαι ενώπιόν σου, ότι αθώος ειμί του τοιούτου πταίσματος. Γιγνώσκετε, άθλιοι πολίται, τι ποιείτε; Και συν τω αιχμαλωτισμώ, ος μέλλει γενέσθαι εις ημάς, εσχάσατε και το πατροπαράδοτον, και ωμολογήσατε την ασέβειαν; Ουαί υμίν εν των κρίνασθαι![…]» (2)
Η προκήρυξη αυτή του Σχολάριου προξένησε μεγάλη εντύπωση: οι μοναχοί αναθεμάτισαν την ένωση και τους αιτίους, ενώ μέγα οργισμένο πλήθος του «αγοραίου λαού» ξεχύθηκε στους δρόμους και στα καπηλειά, κρατώντας μπουκάλες κρασί: «…έπινον εις πρεσβείαν της εικόνος της θεομήτορος, παρακαλούντες να γίνει αρρωγός και αναβοώντες: Την Λατίνων ούτε βοήθειαν, ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ’ ημών η των αζυμιτών λατρεία!» (2)
Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο ατυχής αυτοκράτορας προσπαθούσε να ολοκληρώσει την «ενωτική» θεία λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας. Πλήθος ιερομόναχοι αρνούνταν να συλλειτουργήσουν με τους Λατίνους και τους κατηγορούσαν ως «ασεβείς»· άλλοι παραιτήθηκαν και με πολλές δυσκολίες ολοκληρώθηκε η επίσημη τελετή, κατά την οποία μνημονεύτηκε ο πάπας Νικόλαος. Ακόμα και όσοι παραβρέθηκαν «χάριν αβροφροσύνης προς τον βασιλέα», δεν καταδέχθηκαν «να λάβουν προσφοράν αντιδώρου». Ο Σχολάριος, «των πατρίων υπεραμυνόμενος» έγραψε βιβλίο «κατά της σιμωνιακής αιρέσεως ή απιστίας» και το έστειλε στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του να αποτρέψει την ένωση και «τις φριχτές της συνέπειες». Πολλοί «λατινόφρονες» απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν «ως σφοδρώς αντιτιθέμενον και διεγείροντα τας μοναχικάς τάξεις» κατά της ένωσης των εκκλησιών. Ο Σχολάριος, κλεισμένος πάντα στο μοναστήρι, απάντησε με νέα επιστολή: «[…] Και νυν μαρτύρομαι τον Θεόν, κακήν ένωσιν ποιήσετε, απόλυσθε. Βλασφημείτε κατ’ εμού και απειλείτε· αλλά και αν φονεύσητε με, ως απειλείτε, εγώ και εις θάνατον έτοιμος. Τι μοι όφελος το ζην ίνα ίδω την του Θεού καθ’ υμών εγκατάλειψιν; Κύριε, μη αφής τους ανθρώπους τούτους το πτώμα τούτο πεσείν· μη δικαιωθήτω η ορθόδοξος πίστις και εν τη Ανατολή και εν τη Δύση και ταις νήσοις εκ της υμετέρας απώλειας.[…] Ουκ αρνήσομαι σε φίλη ορθοδοξία· ου ψεύσομαι σε, ορθόδοξον σέβας, εώς ου το εμόν πνεύμα εν τώδε μένει τω σώματι. Μηδέν με πειράζετε πλέον, άνθρωποι· ότι εγώ τοιαύτης ενώσεως ου κοινωνήσω ποτέ· είτε μετά των Λατίνων ενωθήσεσθε ούτως και του Θεού χωρισθήσεσθε και αδοξίαν αΐδιον υποστήθεσθε.» (2)
«Ενωτικοί» και «ανθενωτικοί»
Οι παραινέσεις του ενωτικού Ισίδωρου και άλλων λογίων, όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος και ο ΜιχαήλΑποστόλιος, αναστάτωσαν τους ορθόδοξους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης· πολλοί έλεγαν ότι έμελλε να πουληθούν τα πάντα στους Λατίνους, οι μονές θα μεταβάλλονταν «εις ευκτήρια» λατινικά και τα «ιερά άδυτα των ναών» θα μετατρέπονταν σε «βωμούς χείρονας των ειδωλολατρών». Παρά τις δυναμικές αντιδράσεις και μπροστά στον έσχατο κίνδυνο, μετά την κοινή λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου 1452, συμφωνήθηκε ότι Έλληνες και Λατίνοι θα λειτουργούν «ακωλύτως» σε όλες τις ελληνικές και λατινικές εκκλησίες του Βυζαντίου, καθώς και στην εκκλησία του Γαλατά. Ωστόσο, οι βυζαντινοί πρότειναν, μετά την καταστροφή των Οθωμανών, να «συγκαθίσωσιν τινές των ελλογίμων» και να διορθώσουν «τα επιλήψιμα και παν το μη τελείως ορθόν». Ανήσυχα και οργισμένα πλήθη ανθενωτικών συγκεντρώθηκαν στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στον ιππόδρομο και το παλάτι, κραυγάζοντας κατάρες κατά των Φράγκων και των «λατινοφρόνων» και βρίζοντας «αφόβως» τον αυτοκράτορα και τους άρχοντες· στη συνέχεια, το πλήθος πορεύτηκε προς το μοναστήρι του Παντοκράτορος, όπου μόναζε ο Σχολάριος. Οι λίγοι ενωτικοί προτιμούσαν να παραδοθεί η Πόλη σε χριστιανούς: «Είθε εδόθη η πόλις εν χερσί των Λατίνων, των ονομαζόντων τον Χριστόν και Θεοτόκον και μη ριφθώμεν εν ταις των ασεβών παλάμαις.» (2)
Αναμφίβολα, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) και οι βιαιότητες που ακολούθησαν επηρέασαν σημαντικά τη στάση του λαού· η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα δεν άφησε πάντοτε τις καλύτερες εντυπώσεις και είναι αλήθεια ότι πολλοί Λατίνοι αντιμετώπιζαν με υπεροψία τους βυζαντινούς. Εξάλλου, ακόμα και αν δεν υπήρχε η πικρή εμπειρία του 1204, τα περισσότερα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, μπλεγμένα σε ατέλειωτες εσωτερικές έριδες και πολέμους, δεν ήταν σε θέση να στείλουν ικανή στρατιωτική βοήθεια. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ένας από τους επιφανέστερους ηγέτες της ανθενωτικής μερίδας, φέρεται να είπε και το γνωστό: «Κρειττότερον εστί ιδείν εν μέση της πόλης φακιόλιον βασίλειον Τούρκου ή καλύπτρα λατινική.» Το τούρκικο σαρίκι φαινόταν προτιμότερο από την παπική τιάρα, αφού εξασφάλιζε τουλάχιστον τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης· εξάλλου υπήρχαν βάσιμοι φόβοι πως οι Λατίνοι θα επέβαλαν με σκληρά μέτρα την εκκλησιαστική εξουσία του παπισμού, και ασφαλώς θα περιόριζαν τα όποια προνόμια του οικουμενικού πατριαρχείου. Πολλοί μάλιστα θεωρούσαν πρακτικώς αδύνατη την ένωση, με τους όρους που έθετε ο Ισίδωρος. Το εσωτερικό «σχίσμα» έμοιαζε οριστικό: ενωτικοί και ανθενωτικοί συγκρούονταν ανοιχτά στους δρόμους και η Αγία Σοφία θεωρείτο «βέβηλος, καταφύγιο δαιμόνων και ναός ειδωλολατρικός»· στο εσωτερικό της εκκλησίας τα πάντα ήταν έρημα και σκοτεινά (ούτε κηρίον ούτε λυχναψία παρετηρείτο). Από το 1450 ουσιαστικά δεν υπάρχει οικουμενικός πατριάρχης, αφού ο Κρητικός Γεώργιος Μέμμας καθαιρέθηκε το καλοκαίρι του 1450 και ο διάδοχός του Αθανάσιος Β’ παραιτήθηκε «συκοφαντηθείς εν τω κεφαλαίω του δόγματος.» (2)
Τρεις μέρες μετά την επίσημη κοινή λειτουργία, στις 15 Δεκεμβρίου, οι εκκλησιαστικοί άνδρες της Κωνσταντινούπολης προσκλήθηκαν «στου Ξυλαρά το παλάτιον»· ο Σχολάριος δεν παραβρέθηκε στη συγκέντρωση, έστειλε όμως επιστολή μέσω ενός μοναχού και «δώδεκα κεφάλαια», όπου έγραφε συνοπτικά τη γνώμη του και παρακαλούσε να τον αφήσουν ήσυχο (απείραστον).
Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες για την ένωση διαίρεσαν τελικά τον λαό, τους ιερείς και τους μοναχούς σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: «Εάν τις των ιερέων προσεκαλείτο εις κηδείαν νεκρού ή μνημόσυνον τεθνεώτος, αμέσως ο ανθενωτικός βλέπων ενωτικόν ιερέαν εκδυόμενος το φελώνιον έφευγε ως από πυρκαιάς.»
Τα μίση και ο φανατισμός έφτασαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε πάρα πολλοί αρνούνταν ακόμα και να πολεμήσουν -έστω την τελευταία στιγμή- παρά τις παρακλήσεις και τις απειλές του αυτοκράτορα: «…ο τε λαός και οι μοναχοί έμενον, ως μη όφειλε, μακράν του πεδίου της τιμής, κατά την μοιραίαν εκείνην της 29 Μαΐου ημέραν». (2)
Το μανιφέστο της ορθοδοξίας
Ο «αμηράς» ασφαλώς ήταν πληροφορημένος για όσα διαδραματίστηκαν στη σύνοδο της Φλωρεντίας και στη συνάντηση της 12 Δεκεμβρίου στην Αγία Σοφία· εντούτοις, φοβούμενος πάντοτε ευρωπαϊκή στρατιωτική επικουρία, επιτάχυνε τις προσπάθειες για την κατάληψη της πόλης. Ο Σχολάριος, μιλώντας στην Αγία Σοφία την ημέρα της άλωσης, μεταξύ άλλων, είπε και τα εξής: «Αλλ’ εάν έπεσαν τα σύμβολα του κόσμου, εάν κατεβλήθη η της Ρώμης αρχή, όμως η παναγιώτατη θρησκεία των Ελλήνων, όχι, μα τας πολλάς και παντοίας δυστυχίας σας, μα το αθώον αίμα, όπερ εχύθη και μέλλει να χυθεί, ουδέ κατεβλήθη, ουδέ έως υπάρχουσιν ουρανός και γη θέλει καταβληθεί». (2)
Η άλωση της Πόλης εμφανίζεται ως θέλημα Θεού και θρίαμβος της ορθόδοξης πίστης:
«Τα προσκυνήματά σας αλλάσσουσι θέσιν, το ιερόν τούτο θυσιαστήριον μετατοπίζεται, αλλά η πίστις η μέλλλουσα να σας σώση διεφυλάχθη από κινδύνων ανηκούστων και διαφυλαχθείσα θέλει διαφυλάξει υμάς. Δεν βλέπετε ότι η ορθοδοξία εθριάμβευσεν; Από του νυν ουδέν πλέον φοβείται. Δεν ηκούσατε τον Τούρκον υποσχόμενον προς τους στρατιώτας αυτού τα σκεύη και τα έπιπλά σας, περί δε της πίστεως μη ποιήσαντα μηδένα λόγον;» (2)
Οι βυζαντινοί «αιχμάλωτοι», θα είναι τουλάχιστον ελεύθεροι εν πνεύματι Κυρίου, αφού, αν παραδίνονταν στους Λατίνους, ο πάπας θα επέβαλλε την πίστη του: «Αλλ’ οι Δυτικοί ήθελον μεν τα σκεύη και τους θησαυρούς σας, ήθελον δε και την πατροπαράδοτον πίστιν σας, αυτόν τον ανεκτίμητον προγονικόν θησαυρόν σας, ον έως ου κατέχετε, πύλαι Άδου καθ’ ημών ου κατισχύσουσιν. Λοιπόν, αδελφοί, παυσάμενοι θρηνούντες υπακούσατε, μετά θρησκευτικής μεγαλοψυχίας, εις τούτο το θέσπισμα του Υψίστου. Ναι μεν γινόμεθα αιχμάλωτοι, αλλά θέλομεν είσθαι ελεύθεροι εν πνεύματι Κυρίου. Αληθώς γινόμεθα ταπεινοί, αλλ’ ελεύσεται καιρός, ότε θέλομεν πάλιν επαρθή. Ο Θεός μεθ’ ημών.»
Η στάση του Μωάμεθ Β’ και ο νέος πατριάρχης
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο νέος κυρίαρχος προσπάθησε να οργανώσει διοικητικά, οικονομικά και στρατιωτικά τις χώρες που είχε κατακτήσει· επηρεασμένος και από τις εισηγήσεις των χριστιανών υπαλλήλων του ή από αλλαξοπιστήσαντες, κατέληξε ότι ο μόνος τρόπος να επαναφέρει τους «απάτριδας» χριστιανούς στην Πόλη, ήταν να συστήσει εκ νέου το Οικουμενικό Πατριαρχείο· απείλησε μάλιστα με δήμευση της περιουσίας όσων δεν επέστρεφαν στην πόλη. (1)
Ένα παράξενο επεισόδιο διηγείται ο μεσαιωνοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας: Ο Μωάμεθ, θέλοντας να εμπαίξει το «σχήμα των καλογήρων» έντυσε με ράσα και «καμηλαύκιο» έναν μεγάλο σκύλο «Λομβαρδόν», εκπαιδευμένο να στέκεται σχεδόν όρθιος στα δύο πόδια, και τον παρουσίασε μπροστά στον Γεννάδιο· κατά τον Δωρόθεο, τον οποίο επικαλείται και ο Σάθας, ο πατριάρχης δεν «μετέβη εις προσκύνησιν», αλλά για να συνομιλήσει με τον σουλτάνο σχετικά με ζητήματα της χριστιανικής πίστης. Ο Σουλτάνος όμως, «θέλοντας να ευθυμήσει, ήγουν να χαρή, ηθέλησε να παίξη το αγγελικόν σχήμα των καλογήρων»· ο Γεννάδιος απάντησε πως ο σκύλος δεν ήταν Έλληνας καλόγερος αλλά Οθωμανός και για να το αποδείξει πρότεινε να φέρουν μπροστά του κρέας και κουκιά: «…αν μεν φάγη τα κουκκιά είναι ημέτερος, αν δε το κρέας Οθωμανός και προς μεγάλην λύπην του είδε ο Σουλτάνος τον ρασοφόρον κύνα ορμήσαντα επί το κρέας και ο λόγος του εφάνη βαρύς και εθαύμασε την απόκρισιν του Πατριάρχου.»
Ο Σχολάριος βρέθηκε σ’ ένα χωριό κοντά στην Αδριανούπολη (πιθανόν αιχμάλωτος) και προτάθηκε ως πατριάρχης «ομοφώνως υπό τε κληρικών και λαϊκών»· κατά τον Σάθα, «υπό το ευτελές ράσο του μοναχού» αρχικώς «αποποιήθη την έξοχον τιμήν», πείστηκε όμως τελικά ν’ ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο, «μετά πολλάς παρακλήσεις και ικεσίας», πιστεύοντας ότι «διά των φώτων, της ευγλωττίας και της αγωγής του» μπορούσε να μεσολαβήσει «μεταξύ του ξίφους του κατακτητού και της δυστυχίας των συμπατριωτών του, ελαφρότερα καθιστών τα δουλικά δεσμά». (2)
Από την περιγραφή του Φραντζή φαίνεται ότι τα προνόμια του οικουμενικού θρόνου δόθηκαν εγγράφως: «Έδωκεν δε και προστάγματα εγγράφως τω πατριάρχη μετ’ εξουσίας βασιλικής υπογεγραμμένης κάτωθι ίνα μηδείς αυτώ ενοχλήσει ή αντιτείνη, αλλ’ είναι αυτόν αναίτητον και αφορολόγητον και αδιάσειστον τε από παντός εναντίου, και τέλους και δώσεως ελεύθερος έσηται αυτός και οι μετ’ αυτόν πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποταγμένοι αυτώ ιερείς.» Με τα «έγγραφα προστάγματα», γνωστά και ως «βεράτια», ο πατριάρχης αναγνωριζόταν ως «εθνάρχης» των υποδουλομένων Ελλήνων και επικεφαλής όλων των ορθοδόξων χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Μωάμεθ του πρόσφερε ως δώρο «δεκανίκιον χρυσούν μετά λίθων και μαργάρων διακοσμημένον» ή αλλιώς «χαζράνιον», ήτοι «μεγάλη ράβδο φέρουσα άνωθι χρυσούν μήλον, ην μέχρι τούδε φέρουσι οι κατά καιρούς πατριάρχαι.» (2)
Οι «προνομίες» που παραχώρησε ο Μωάμεθ συνοψίζονται στα εξής:
-Ο πατριάρχης είναι «αναίτιος» και «αφορολόγητος», «τέλους» και «δόσεων ελεύθερος»· το ίδιο προβλέπεται και για τους μελλοντικούς πατριάρχες «εις των αιώνα».
-Απαλλάσσονται από την φορολογία και οι επίσκοποι που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.
-Οι Χριστιανοί «πάντες» διατηρούν «ασφαλείς» τις εκκλησίες τους· απαγορεύεται να μεταβληθούν σε «οθωμανικά προσκυνήματα», με οποιαδήποτε πρόφαση. Ωστόσο, η Αγία Σοφία μετατρέπεται αμέσως σε τζαμί.
-Τελούνται ελεύθερα χριστιανικοί γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες και «πάσαι αι λοιπαί χριστιανικαί συνήθειαι».
-Οι Χριστιανοί εορτάζουν «ελευθέρως» το Πάσχα και τις άλλες γιορτές, «μετά της συνήθους παρατάξεως» για τρεις μέρες· κατά τη διάρκεια του εορτασμού, οι πύλες των τειχών του Φαναρίου μένουν ανοιχτές όλη τη νύχτα. (2)
Η πορεία της πτώσης
Πολλοί, ανάμεσά τους και ο Σάθας, χαρακτήρισαν τον Γεννάδιο «προδότη», επειδή προείπε την άλωση της Πόλης και με τη στάση του συνέβαλε οπωσδήποτε στην πτώση του ηθικού των αμυνόμενων· ωστόσο, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας όσα διαδραματίστηκαν τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την πτώση του Βυζαντίου, μάλλον θα πρέπει να την αποδώσουμε στην «ανάξια γενιά των Παλαιολόγων», η οποία βασίλεψε από το 1261 μέχρι το 1453. Αν και ο τελευταίος αυτοκράτορας έπεσε μαχόμενος ηρωικά στις επάλξεις της Πόλης, οι προκάτοχοί του δεν κατόρθωσαν ν’ ανασυγκροτήσουν εκ βάθρων την αυτοκρατορία, ούτε συγκρότησαν συμμαχίες ικανές ν’ αποτρέψουν τον διαφαινόμενο κίνδυνο· το Βυζάντιο είχε αντέξει χίλια χρόνια και τα κάποτε πολυάριθμα στρατεύματα του είχαν προελάσει κατά καιρούς νικηφόρα σε ανατολή και δύση· το γεγονός ότι την ύστατη στιγμή βρέθηκαν μόλις λίγες χιλιάδες άνδρες να υπερασπίσουν τα τείχη της βασιλεύουσας δεν ήταν μοίρα ιστορική, αλλά το πρακτικό αποτέλεσμα της εσωτερικής αποσάρθρωσης του κράτους.
Ο Πλήθων και άλλοι είχαν εγκαίρως προτείνει ένα γενικά σωστό σχέδιο οικονομικής και στρατιωτικής ανάσυγκρότησης και οι διάσπαρτες χριστιανικές δυνάμεις, παρά τις νίκες των Οθωμανών, μπορούσαν ακόμα να προβάλλουν σημαντική αντίσταση. Ουσιαστικά το Βυζάντιο ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία· χάρη στην ύπαρξη του Βυζαντίου, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να κατακτήσουν την Ευρώπη, με ό,τι θα μπορούσε να σημάνει αυτό· το λεγόμενο «θεοκρατικό βυζάντιο» συνέβαλλε αποφασιστικά σε αυτό που ονομάστηκε δυτικός ευρωπαϊκός πολιτισμός, όχι μόνον επειδή αντέταξε αποφασιστικά τα στρατεύματά του στις ορδές των μουσουλμάνων κατακτητών αλλά κι επειδή διέσωσε και ανέπτυξε τουλάχιστον δύο βασικά συστατικά στοιχεία της σημερινής Ευρώπης: τον χριστιανισμό και τον ελληνικό-ρωμαϊκό πολιτισμό. Τα πρώτα «πανεπιστήμια» ιδρύθηκαν επί Βυζαντίου και, «παραδόξως» δεν είχαν ως βασικό αντικείμενο τις θεολογικές σπουδές· τον 5ο αιώνα το βάπτισμα του Γάλλου βασιλιά Κλοβίς είχε ως αποτέλεσμα τον εκχριστιανισμό των Γάλλων, ενώ στα 863 βαπτίζεται ο Βούλγαρος Μιχαήλ Βόρις. Οι Ρώσοι γίνονται Χριστιανοί ορθόδοξοι μετά το 988, αφού ο Ρώσος ρήγας Βλαδίμηρος παίρνει ως σύζυγο μια βυζαντινή πριγκίπισσα, την πορφυρογέννητη Άννα, αδελφή του Βασιλείου Β’. (4)
Οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου συνέτριψαν τους Οθωμανούς στη μάχη της Άγκυρας, στα 1402, οι Βυζαντινοί όμως άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη· η πρώτη αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης, τον Σεπτέμβριο του 1529 και η πεισματώδης χριστιανική αντίσταση του Γεώργιου Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη, μέχρι τα 1468, έδειξαν στην πράξη πως οι στρατιές των Οσμανιδών δεν ήταν ανίκητες. (Σημειωτέον, τα τάγματα των «αλλόφυλων» γενιτσάρων, και αρκετοί Αλβανοί μισθοφόροι, αποτέλεσαν το άνθος του τουρκικού στρατού). Το ελληνικό δεσποτάτο του Μορέως υπέκυψε στα 1460, ενώ η στρατιωτική και πολιτική σύμπραξη των ελληνικών-χριστιανικών κρατών που δημιουργήθηκαν μετά το 1204 στάθηκε αδύνατη, καθώς οι εμφύλιες συγκρούσεις μείωσαν σημαντικά την ισχύ τους. (Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος έπεσε στα 1461 και το Δεσποτάτο της Ηπείρου στα 1419).
Όπως και να έχουν τα πράγματα, κατά το σχετικά σύντομο διάστημα της Λατινοκρατίας (1204-1261), όχι μόνο δεν αντιστράφηκε η φθίνουσα πορεία του Βυζαντίου αλλά επιταχύνθηκε· οι Φράγκοι συμπεριφέρθηκαν ως κατακτητές των «Χριστιανών» και κοινοί πλιατσικολόγοι. Με άλλα λόγια, η πτώση της αυτοκρατορίας δεν οφείλεται σε κάποιου είδους συνειδητή «προδοσία» του Σχολάριου ή μερίδας των ανθενωτικών, αν και καταγράφονται πλήθος περιστατικά που φανέρωναν ότι πολλοί έβαζαν το προσωπικό τους συμφέρον ή το συμφέρον μιας ομάδας πάνω από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. (Πολλοί βυζαντινοί αξιωματούχοι, ανάμεσά τους και ο ανθενωτικός Λουκάς Νοταράς, βρέθηκαν μετά την άλωση με σημαντική περιουσία, ελπίζοντας να σώσουν τη ζωή τους προσφέροντας την ως αντάλλαγμα· φυσικά, όπως γινόταν συχνά, θα μπορούσαν να πληρώσουν μισθοφόρους ή να ενισχύσουν με άλλους τρόπους την άμυνα της πόλης, αλλά δεν το έκαναν· ο Νοταράς, όπως λέγεται, σφαγιάστηκε μαζί με τον γαμπρό και τον 14χρονο γιό του, όταν αρνήθηκε να τον παραδώσει στο χαρέμι του Σουλτάνου, κατόπιν υπερβολικής οινοποσίας κατά τη διάρκεια μιας γιορτής…)
Ο Φραντζής αναφέρει ότι ο Σχολάριος έγινε πατριάρχης την 1 Ιουνίου 1453 και η πατριαρχία του κράτησε περίπου 5,5 έτη. Πιθανότατα όμως, σύμφωνα με άλλες πηγές, η ενθρόνιση έγινε την άνοιξη του 1454 ή λίγο αργότερα στο ναό των Αγίων Αποστόλων. (2)
Το 1456 παραιτήθηκε για λόγους υγείας και υπό το βάρος των προβλημάτων. Αποσύρθηκε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους και κατόπιν στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου κοντά στις Σέρρες. Εκλήθη δύο ακόμη φορές στον Οικουμενικό Θρόνο, το 1462 και το 1464, χωρίς όμως να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Πέθανε στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, γύρω στα 1473. Η Πατριαρχία του, αν και σύντομη, θεωρείται σπουδαιότατη· ο «Γεννάδιος μοναχός και Πατριάρχης των του Χριστού πενήτων» έθεσε τα θεμέλια για τη συνέχιση της ύπαρξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πλαίσιο πλέον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Αυγούστου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
1.Τρύφωνος Ευαγγελίδου, Γεννάδιος Β’ ο Σχολάριος, Πρώτος μετά την άλωσιν οικουμενικός πατριάρχης, Αθήνα 1896.
- K. N. Σάθας, Nεοελληνική φιλολογία. Bιογραφίαι των εν γράμμασι διαλαμψάντων Eλλήνων (1453-1821), Aθήνα 1868
- Φραντζής, Γεώργιος, b. 1401, Χρονικόν / Γεωργίου του Φραντζή του πρωτοβεστιαρίου, [φιλολογική επιμέλεια: Περ. Εμ. Κομνηνού, εκδοτική φροντίδα: Λέανδρου Νικ. Μίχα.], Αθήναι:[Τυπογραφείο Φάνη Κωνσταντινίδη και Κώστα Μιχάλα], 1953.
- Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, «Γιατί το Βυζάντιο», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
- Μανουήλ Ιω. Γεδεών. Αι φάσεις του εκκλησιαστικού μας ζητήματος. Κωνσταντινούπολη, εκ του πατριαρχικού τυπογραφείου, 1910.
- Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Georg Ostrogorsky. Εκδ. Πατάκη, 2012.
- http://ardin-rixi.gr/archives/5898