Η Επικαιρότητα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης


“Η Επικαιρότητα της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης”. Γράφει η Πολυβία Παραρά, 
Διδάκτωρ Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μαίρυλαντ στις ΗΠΑ

Μπορεί να νοηματοδοτήσει τη ζωή μας σήμερα μία τέχνη που Ζ  πριν 2500 χιλιάδες χρόνια στην αρχαία Ελλάδα; Και το ερώτημα δεν αφορά στο αυτονόητο, δηλαδή στο αδιαμφισβήτητο κάλλος της και στην αισθητική ευχαρίστηση που  προσφέρει αυθόρμητα η θέασή της.  Μιλώντας την γλώσσα των αισθήσεων, η  απόλαυση του κάλλουςπαραμένει και δεν χρειάζεται ερμηνεία. Στο άρθρο μου αυτό θα επιχειρήσω να  αναδείξω τι κρύβεται πίσω από το κάλλος αυτής της ανυπέρβλητης τέχνης, δηλαδή ποιες  είναι οι δυνάμεις που της έδωσαν την πνευματική της μορφή. Θέλω να αναδείξω ότι το πολιτικό περιβάλλον το οποίο εξέφρασε αυτή η τέχνη ανήκει στο μέλλον και μπορεί να γίνει πρόταγμα για τις σύγχρονες κοινωνίες. Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσω  πώς η γλώσσα αυτής της τέχνης, εάν  κατανοηθεί σε βάθος, μπορεί να νοηματοδήσει το παρόν και να μας οδηγήσει στο μέλλον. Μα έχει η τέχνη τέτοια δύναμη;

Θα δανειστώ δύο γλωσσολογικούς όρους μια και αναφέρθηκα στην γλώσσα της τέχνης εφαρμόζοντάς τους σε αυτήν. Σύμφωνα με την γλωσσολογία, η κάθε λέξη συναποτελείται από δύο επίπεδα   «το σημαίνον», δηλαδή την εικόνα της λέξης ά-γ-α-λ-μ-α με τους φθόγγους της   και «  το σημαινόμενον», δηλαδή το εννοιολογικό της περιεχόμενο  «το έργο τέχνης που μας αγάλλει, που μας προκαλεί ψυχική ευχαρίστηση». Κατά αναλογία το ίδιο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για το έργο τέχνης.  Όταν κοινωνούμε ένα έργο τέχνης, βλέπουμε  σε ένα πρώτο επίπεδο το αντικείμενο καθαυτό αλλά και σε ένα δεύτερο  επίπεδο τα νοήματα που αυτό μετακενώνει σε εμάς. Θα ασχοληθούμε, λοιπόν με την διαύγαση του σημαινόμενου της αρχαίας ελληνικής τέχνης, το οποίο μπορεί  να μας οδηγήσει στην επιδίωξη μιας καλύτερης κοινωνίας με περισσότερη αυτονομία. Θα ασχοληθώ με δύο παραδείγματα ελληνικής κλασσικής τέχνης: αυτήν της γλυπτικής και της τέχνης του  τραγικού  ποιητικού λόγου της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. Κοιτώντας τον Παρθενώνα και τα γλυπτά του έχουμε διερωτηθεί ποιο είναι το κυρίαρχο  θέμα του ναού εκτός από την ανάδειξη της προστάτιδας θεάς Αθηνάς στην οποία ήταν αφιερωμένος; Στις μετόπες του ναού παρατηρούμε την αέναη μάχη αντίρροπων δυνάμεων με αδήλωτη έκβαση. Δεν ενδιαφέρει ποιος επικρατεί. Ενδιαφέρει ο «αγών», ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα της καθημερινής ζωής της δημοκρατικής Αθήνας. Μία  αυτοκυβερνούμενη από τον «δήμο» της πολιτεία, μία δημοκρατία δηλαδή, – γιατί αυτό είναι το περιεχόμενο του όρου δημοκρατία και να το συγκρατήσουμε αυτό-  διαβουλεύεται στην δημόσια σφαίρα  για τα κοινά. Με πράξη και ομιλία οι  πολίτες  της  στην Πνύκα,  με «αγώνες» διαφορετικών απόψεων, διαβουλεύονται και κυβερνούν οι ίδιοι  την πόλη τους. Σήμερα οι πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών σε ποιο βαθμό πραγματώνουν την πολιτική ελευθερία, δηλαδή αποφασίζουν  οι ίδιοι για την πολιτεία τους;  Ας διερωτηθούμε προκειμένου να κατανοήσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Αθηναϊκής δημοκρατίας σε σχέση με τις σύγχρονες πολιτείες, που διεκδικούν το όνομα δημοκρατίες.  Μία απλή αντιπαραβολή των σύγχρονων κοινωνιών με  το περιεχόμενο της δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε αποδεικνύει ότι το ποιοτικό και οντολογικό περιεχόμενό τους διαφέρει εντελώς με αυτήν την δημοκρατία, αφού σήμερα σε αυτές δεν ισχύει καμία από τις θεμέλιες αρχές της αυτοκυβερνούμενης πολιτείας.

Στην ζωοφόρο του ναού αναπαρίσταται και παρίσταται όλη η πόλη των Αθηνών: οι  γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροντες, οι μάχιμοι πολίτες, οι άρχοντες, οι θεοί τους. Ας εστιάσουμε στην έκφραση των Αθηναίων πολιτών, που είχαν πολιτικά δικαιώματα :  παρατηρείται μία βαθιά περίσκεψη συνδυαζόμενη με μία υπερηφάνεια ελευθερίας στο πρόσωπό τους αλλά και σε κάθε πτυχή του σώματός τους. Την ίδια έκφραση έχει και η «Σκεπτόμενη Αθηνά». Ερμηνεύουμε την έκφραση  αυτή να αναδεικνύει την περίσκεπτη ευθύνη του σώματος των  Αθηναίων πολιτών συμπορευόμενη με την σύνολή τους ελευθερία ( ατομική, κοινωνική, πολιτική). Έχουμε ποτέ διερωτηθεί κοιτώντας τα πατρογονικά μας αγάλματα εάν εμείς έχουμε στον πρόσωπό μας αυτήν την έκφραση; Η πολιτειότητά μας πόσο απέχει από αυτή των Αθηναίων προγόνων μας; Αλλά το πιο σημαντικό ερώτημα είναι εάν επιθυμούμε μια πλήρη πολιτειότητα, όπως αυτή πραγματώνεται στην δημοκρατία.  Θέλουμε, δηλαδή,  να αναλαμβάνουμε την ευθύνη που συνεπάγεται η άσκηση της πολιτικής από το σώμα των πολιτών; Ας διερωτηθούμε και για αυτό το ερώτημα.

Περνάω τώρα στον υψηλό λόγο της αρχαίας τραγωδίας. Καταρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι η παρακολούθηση των τραγωδιών ήταν μεγάλο πολιτιστικό γεγονός στην πόλη-κράτος της Αθήνας και παρακολουθούνταν σχεδόν από  το σύνολο των πολιτών. Ο πολιτικός φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης θεωρούσε την αρχαία τραγωδία θεσμό πολιτικό. Γιατί; Το περιεχόμενο των τραγωδιών είναι η εξέταση ενός τραγικού διλήμματος του οποίου η  όποια επιλογή επισύρει φοβερές συνέπειες. Για παράδειγμα, στην τραγωδία  «Αντιγόνη», η ηρωίδα πρέπει να αποφασίσει  ή να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη με τίμημα τον θάνατό της παραβαίνοντας το διάταγμα του Κρέοντα ή να τον αφήσει άταφο προδίδοντάς πανάρχαια θέσμια και ζώντας ντροπιασμένη. Στην ομώνυμη  τραγωδία «Αγαμέμνων» αναφέρεται το δίλημμα που είχε ο Αγαμέμνων ή να θυσιάσει την κόρη  του Ιφιγένεια, για να αποπλεύσει ο Αχαϊκός στόλος για την Τροία ή να γίνει ο ίδιος «λιπόναυς», να εγκαταλείψει δηλαδή το στρατό του και την τιμή του. Ο Ορέστης στις «Χοηφόρες» ή θα σκοτώσει την μητέρα του και θα ελευθερώσει το ΄Αργος από την τυραννία την δική της και του Αιγίσθου  εκδικούμενος την δολοφονία του πατέρα του ή θα την σπλαχνιστεί και θα απέχει από την μητροκτονία παραμένοντας  ατιμασμένος και διωγμένος από το παλάτι  και την πόλη  του.  Δεν υπάρχει εύκολη επιλογή. Κάθε απόφαση επισύρει ένα σοβαρό τίμημα. Σε αυτήν την θέση των τραγικών ηρώων βρίσκεται και ο Αθηναίος πολίτης στην εκκλησία του δήμου στην δημοκρατική Αθήνα παίρνοντας δύσκολες αποφάσεις: να εκστρατεύσει στη  Σικελία ή όχι, να εκτελέσει όλους τους κατοίκους της Μυτιλήνης που αποστάτησαν ή όχι, να εξανδραποδίσει την Μήλο ή όχι;  Ασκώντας την πολιτική εξουσία οι πολίτες στην δημοκρατία έχουν την ελευθερία και την ευθύνη των αποφάσεων τους. Στις τραγωδίες, όπως και κατά την άσκηση της δημοκρατίας, διατυπώνεται ο λόγος του « μεν, δε» και απουσιάζει η πλήρης βεβαιότητα στην απάντηση και ο διδακτισμός. Στις σύγχρονες κοινωνίες πώς εξετάζονται τα ζητήματα, ποιος παίρνει τις αποφάσεις για τους πολίτες και ποιος φέρει την ευθύνη; Σε ποιο βαθμό προασπίζονται τα συμφέροντα της κοινωνίας οι κυβερνώντες; Οι Αθηναίοι πολίτες δεν έθεταν αυτά τα ερωτήματα . Άλλο ήταν το ερώτημα που τους απασχολούσε βαθιά : το πώς θα λάβουν κάθε φορά την σωστή απόφαση για την πόλη τους. Η εναρκτήρια φράση κάθε ψηφίσματος και νόμου της δημοκρατίας-ΕΔΟΞΕΝ ΤΗ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΤΩ ΔΗΜΩ -δηλώνει τον κυρίαρχο δήμο αλλά και  την αγωνία του για το περιεχόμενο της απόφασης που ήταν αποτέλεσμα διαβούλευσης χωρία καμία επίκληση στην αυθεντία και χωρίς καμία βεβαιότητα.  Επανερχόμαστε λοιπόν στο ερώτημα της πολιτικής τέχνης για την λήψη της βέλτιστης απόφασης.  Οι παραστάσεις της  τραγωδίας συνέβαλαν σε αυτό τον σκοπό  διδάσκοντας  τους Αθηναίους πολίτες την αποφυγή της « ύβρεως», η οποία νομοτελειακά επέφερε την πτώση. Έπρεπε, λοιπόν, η δημοκρατική πόλη να παιδευτεί στην αποφυγή της ύβρεως και στην επιδίωξη της μετριοπάθειας μέσα από την διαβούλευση,  μέσα από την συλλογικότητα  κατά την λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση των ζητημάτων. Βλέποντας τους τραγικούς ήρωες ως άτομα να καταστρέφονται δρασκελίζοντας την περιοχή της ύβρεως, διδάσκονταν  βιωματικά στις θεατρικές παραστάσεις πώς να την αποφεύγουν. Και όπως και στην τραγωδία έτσι και στην πολιτική ζωή τα όρια της ύβρεως δεν είναι σαφή, για να τα αποφεύγει κανείς. Η συνειδητοποίηση των ορίων γίνεται κατόπιν από  τις επιπτώσεις των υβριστικών πράξεων.  Η τέχνη της αρχαίας τραγωδίας, λοιπόν,  μυούσε τους πολίτες στην εξέταση των διλημμάτων και στην αποφυγή της ύβρεως  σε ένα περιβάλλον απροσδιοριστίας  κατά  την άσκηση της πολιτικής.

Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι  το πνευματικό βάθος της κλασσικής τέχνης της ανθρωποκεντρικής πόλης συμπυκνώνει τις ουσίες της δημοκρατίας: ελευθερία και ευθύνη . Το να είσαι πολίτης σε μια δημοκρατική πόλη σημαίνει να βρίσκεσαι σε έναν διαρκή αγώνα αναζήτησης της βέλτιστης επιλογής προσπαθώντας να αποφύγεις την περιοχή της ύβρεως, ώστε να διασφαλίσεις το « ευ ζειν» στην πολιτεία . Η κλασσική τέχνη  είναι για εμάς επίκαιρη, γιατί μας οδηγεί να διερωτηθούμε εάν υπάρχουν οι προϋποθέσεις σήμερα να βιώνουμε μια πλήρη ελευθερία με στόχο την ευημερία των κοινωνιών που συνεπάγεται και την δική μας. Σε ποιο βαθμό νιώθουμε αυτόνομοι; Γιατί είναι ακριβώς αυτός ο αγώνας για αυτονομία και για την προάσπισή της που οδηγεί τον άνθρωπο να αντλήσει, να καλλιεργήσει και να εκφράσει τις ηθικές και πνευματικές του δυνάμεις και να καταξιώσει την ύπαρξή του στην εντελέχεια, δηλαδή στην εν δυνάμει τελειότητα που απαιτεί η φύση του, στην  ολοκλήρωση του «είναι» του.

Πηγή

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *