Ο Πλατωνικός Γοργίας και η εποχή μας

Κώστας Ε. Μπέης *

Κύριε Πρύτανη,

Είναι πρόδηλη και εύλογη η συγκίνησή μου, καθώς απόψε γίνομαι δέκτης της ύψιστης τιμής, την οποία η πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί, κατ’ εξαίρεση, ν’ απονείμει σ’ ένα δάσκαλο, ο οποίος, απο πολλών ετών, έχει ήδη αποτραβηχτεί έξω απο τις αίθουσες διδασκαλίας και των εξετάσεων, αφοσιωμένος εφεξής αποκλειστικώς στην έρευνα, στη συγγραφή και στο διάλογο με τους ομοτέχνους του, καθώς και με την προβληματιζόμενη μερίδα της κοινωνίας.

Γι’ αυτήν τη μεγάλη τιμή καταθέτω απόψε την ευγνωμοσύνη μου σ’ όλους Σας, Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, ιδίως δε στους φίλους συναγωνιστές του Τομέα Φιλοσοφίας, με τους οποίους, και ιδίως με τον στοχαστικό σὐντροφο Χρήστο Τέζα, με συνδέουν διεξοδικοί εξομολογητικοί διάλογοι και κοινές αναζητήσεις μέσα σε πολλά αχαρτογράφητα ακόμη μονοπάτια της φιλοσοφίας.

*

Μπροστά σ’ ένα τέτοιο μονοπάτι, σεβαστοί Πατέρες, αξιότιμοι Κυρίες και Κύριοι Δικαστές, φίλες και φίλοι συνάδελφοι Δικηγόροι, πρωτοβρέθηκα αιφνίδια, πρίν απο 63 χρόνια, όταν, όντας μαθητής της τρίτης Γυμνασίου στη Σάμο, παρακινήθηκα απο οικογενειακό φίλο, συνταξιούχο Ειρηνοδίκη, να διαβάσω απο μετάφραση τον Γοργία του Πλάτωνα. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τη γοητεία του φιλοσοφικού στοχασμού. Και, φυσικά, γοητεύθηκα από την αποστομωτική απάντηση που είχε δώσει ο Σωκράτης στον αναιδή Καλλικλή, έναν θρασύστομο δάσκαλο της ρητορικής:

«αυτός είναι ο άριστος τρόπος διαβίωσης, να ζούμε και να πεθαίνουμε καλλιεργώντας τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές. [1]Με φόβο θεού να έχουμε την έγνοια περισσότερο για τον κίνδυνο, μην παρασυρθούμε κι αδικήσουμε άλλους, παρά να μας απασχολεί ο φόβος, μήπως κάποιοι άλλοι καταφέρουν κι αδικήσουν εμάς».

Είχε προηγηθεί, Κυρίες και Κύριοι, η προπετής διακήρυξη του Καλλικλή:

«οτι έτσι λειτουργεί η έννομη τάξη, δηλαδή ο ισχυρότερος να εξουσιάζει πάνω στον αδύνατο, και ν’ απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα που του παρέχουν η οικονομική, και η συνακόλουθη πολιτική υπεροχή του απέναντι στην ανώνυμη μάζα του λαού».

Αυτήν την πικρή εμπειρία –διαχρονικώς σταθερή– προκλητικά ο Καλλικλής είχε επικαλεστεί ενώπιον του Σωκράτη, ρωτώντας τον:

«Γιατί τίνος δικαιώματος κάνοντας χρήση, ο Ξέρξης εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας, ή ο πατέρας του εναντίον των Σκυθών;»

Κάτι που ακόμη κι οι μεγάλοι ποιητές δέν αρνούνται, όπως ο Πίνδαρος, τον οποίο είχε επικαλεστεί ο Καλλικλής, καθώς ακόμη κι εκείνος ο μεγάλος ποιητής με δέος εξυμνεί το πανίσχυρο χέρι της βίας, ως του υπέρτατου νόμου στις σχέσεις θεών και ανθρώπων: [2]

«Ο νόμος …
αυτός πού ’ναι όλων ο κυρίαρχος,
των θνητών ανθρώπων
και των αθάνατων θεών,
πραγματώνει τη δικαίωση της βίας
με το πανίσχυρο χέρι του» [3].

Ο Σωκράτης ήρεμα είχε προσπεράσει τα ρητορικά τεχνάσματα του θρασύστομου σοφιστή, με την παραδοχή οτι:

«όντως είναι δύσκολο, Καλλικλή μου, κι άξιο πολλού επαίνου, να βρεθεί κάποιος, εξοπλισμένος με μεγάλη εξουσία και άνετη ευχέρεια στο ν’ αδικεί τους άλλους, όμως αυτός, παρα ταύτα, να προσέχει να διαχειρίζεται την εξουσία του με δικαιοσύνη (…) Είν’ αλήθεια πως μόνο λίγοι το κατάφεραν (…) Κι απο τους Έλληνες μόνον ένας, που γι’ αυτό παρέμεινε, και μετά το θάνατό του, ονομαστός γι’ αυτήν την αρετή του, ο Αριστείδης, ο γιός του Λυσιμάχου. Ενώ το πλήθος όλων των άλλων εξουσιαστών ήταν αισχροί» [4].

Ταυτόσημο υπήρξε το ιστορικό πόρισμα και του Θουκυδίδη, άν και στην Ιστορία του, περιέργως, δέν περιέλαβε καμιάν αναφορά στο ήθος και στη διδασκαλία του Σωκράτη, οτι δηλαδή οι Αθηναίοι,

«θεωρούν τα ευχάριστα για ενάρετα, καθώς και όσα τους συμφέρουν τα σερβίρουν για δίκαια» [5].

Και ακριβώς σ’ αυτήν την απερίσκεπτη αλαζονεία είχε νωρίτερα εναντιωθεί ο Ηράκλειτος, καθώς παραδεχόταν μεν πως

«όλα διαπλάσσονται μέσ’ από διαπάλη, κι ανακατώνονται σαν τ’ ανταριασμένα νερά του ποταμού» [6],

όμως με την επισήμανση οτι οι εκάστοτε ισχυροί δέν είναι φρόνιμο να επαναπαύονται στην ισχύ τους, που απο τη φύση της είναι άστατη και ανατρέψιμη, καθώς

«οι αντιπαλότητες εναρμονίζονται μεταξύ τους διαμέσου συνεχών και απρόβλεπτων ανατροπών» [7],

κάτι που σημαίνει οτι οι ισχυροί, οι οποίοι σήμερα απερισκέπτως ανακυκλώνουν όσα οι ίδιοι, ως μόλις προχθές, υπέφεραν και καταπολεμούσαν, δέν θα ξεφύγουν στο μέλλον απο τον ίδιο αδυσώπητο νόμο και της δικής τους φθοράς,

«κατά την του χρόνου τάξιν» [8].

Και όντως οι Αθηναίοι δεν άργησαν να πληρώσουν βαρύτατο τίμημα για την αλαζονεία τους. Τόσο βαρύ, ώστε ποτέ πιά δεν ανέκτησαν την ακτινοβολία της σύντομης ακμής τους, μετά τα μηδικά.

*

Φίλες και φίλοι, ξαναδιάβασα τον πλατωνικό Γοργία το 1996, καθώς, χτυπημένος απροσδόκητα από βαρύ πλήγμα, αποζητούσα σημείο καταφυγής. Και διατηρώ ευγνώμονα ανάμνηση της σοφής αναφοράς του Σωκράτη στους στίχους του Ευριπίδη:

«ποιός μπορεί να γνωρίζει
άν το να ζεί κάποιος σημαίνει
πως ακόμ’ είναι νεκρός,
ενώ θα μπεί πιά στη ζωή,
όταν θα ’χει ήδη πεθάνει; » [9]

Αυτή η αναφορά του Σωκράτη είχε γίνει, σε συνάρτηση

«μ’ εκείνους πού ’χουν ήδη πεθάνει» [10].

Με τη μονολεκτική επεξήγηση:

«τ’ αόρατο» [11],

τα απόντα που, κατα το στοχαστικό στίχο του Παρμενίδη, με τη δύναμη του νού, καθιστούμε παρόντα [12], αν και αόρατα.

Μ’ αυτές τις απαρχές του στοχασμού του, ο Σωκράτης είχε καταλήξει στη σοφή παραδοχή:

«κατα τη γνώμη μου, ο θάνατος δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά η διάλυση της ενότητας και ο χωρισμός δυό παραγόντων, της ψυχής και του σώματος» [13].

*

Τρίτη ανάγνωση του ίδιου συναρπαστικού κειμένου επιχείρησα, πρίν απο δέκα χρόνια, όταν επεξεργαζόμουν μια μονογραφία για τον τραγικό ήρωα Σωκράτη, ως εισαγωγή στη φιλοσοφική τραγωδία μου “Ώρα απιέναι”. Εκεί, η προσοχή μου είχε επικεντρωθεί στην ενσυνείδητη επιλογή του δασκάλου, να βαδίσει προς τον θάνατο, επισφραγίζοντας έτσι το ήθος του βίου του, αλλά και την αξιοπιστία της μυστικής του ενόρασης. Ότι δηλαδή η διέλευσή μας απο τον φυσικό κόσμο της εμπειρικής πραγματικότητας –αυτό που συνηθίζουμε να προσδιορίζουμε ως επίγεια ζωή– είναι παροδικό και προκαταρκτικό στάδιο, για μιαν άλλη ζωή, σε πνευματική διάσταση.

Μ’ αυτήν την παραδοχή ο Σωκράτης είχε διακηρύξει πως

«κανένας, ο οποίος δέν παραλογίζεται. όλως δι’ όλου, και με την προϋπόθεση πως δέν είναι άνανδρος, δέν φοβάται να πεθάνει. Εκείνο που φοβάται είναι το να φύγει απο τη ζωή, έχοντας αφήσει την ανάμνηση πως είχε αδικήσει άλλους. Γιατι αυτό είναι το πιο φοβερό κακό, δηλαδή να καταφθάσεις στον Άδη, έχοντας την ψυχή σου κατάστικτη με τ’ αδικήματα που διέπραξες στη ζωή σου» [14].

Βέβαια όσοι δεν έχουν άλλο στο νού τους, πάρεξ εξουσίας και πλούτου και απολαύσεων, καταγελούν αυτήν τη μυστική πίστη. Γι’ αυτό ο Σωκράτης είχε νιώσει την ανάγκη να στραφεί στον συνομιλητή του, τον Καλλικλή, με την παρατήρηση:

«Καταλαβαίνω, βἐβαια, Καλλικλή μου, πως εσύ θεωρείς παραμυθάκια αυτά που σου λέω!… Εγώ όμως [τα θεωρώ] προϊόν έλλογης περίσκεψης» [15].

Και συνεχίζει:

«Λοιπόν, Καλλικλή μου, είμαι τόσο πεισμένος για τη βασιμότητα αυτών των σκέψεων, ώστε έχω τάξει ως σκοπό της ζωής μου, όταν έρθει η ώρα να κλείσω τα μάτια, να εμφανιστώ στον μεταθανάτιο κριτή μου με την ψυχή μου γεμάτη απο υγεία. Έτσι, στέλνω χαιρετίσματα στις φιλοδοξίες των πιο πολλών ανθρώπων και, αποβλέποντας στην αλήθεια, προσπαθώ ανυπόκριτα να ζώ, κι όταν έρθ’ η ώρα να πεθάνω, ν’ αποδημήσω όσο γίνεται πιο σωστά» [16].

*

Φίλες και φίλοι, σπουδάστριες και σπουδαστές, προ οκταετίας, δηλαδή 56 χρόνια μετά την πρώτη (ανώριμη) ανάγνωση, ξαναδιάβασα τον πλατωνικό Γοργία με περισσότερη προσοχή, ακόμη και με δυσπιστία, λέξη προς λέξη και, κατα το δή λεγόμενο, με χαρτί και με μολύβι,. Κι όχι δίχως έκπληξη και απορία, συνέλαβα τη συνείδησή μου να διαφωνεί με κάποια επιχειρήματα του μεγάλου δάσκαλου, του Σωκράτη. Φυσικά όχι σε όλα και στα σημαντικά. Αλλά στα δευτερεύοντα, που προθύμως θα τα χαρακτήριζα ως ασήμαντα, αν δέν τα ένιωθα ως -έστω και περιθωριακές- ανορθογραφίες.

Ίσως η λαθεμένη εκτίμηση να είναι όλη δική μου, κι όχι του σοφού δασκάλου. Όμως αυτό θα πρέπει ν’ αφεθεί στη δική Σας, ηρεμότερη κρίση. Οπωσδήποτε εγώ, τότε, πρίν απο επτά χρόνια, είχα καταλήξει να προσπαθώ να συλλέξω, να καταγράψω και, κατα το δυνατόν, τεκμηριωμένα να διερευνήσω αυτά που μ’ ενόχλησαν, κατα τη νέα ανάγνωση του πλατωνικού Γοργία, θέτοντας φυσικά την πολυπράγμονα αναίδειά μου υπο την αυστηρή κρίση και αντίρρηση όποιου τωρινού ακροατή μου θα είχε την υπομονή να προσέξει και να σταθμίσει αυτές τις ανησυχίες μου.

Έχοντας, συνακόλουθα, επίγνωση και της αποθάρρυνσης, την οποία ενέχει η οπωσδήποτε ειρωνική προειδοποίηση του Σωκράτη προς τον Καλλικλή, δηλαδή οτι

«εγώ δέν γνωρίζω πώς έχουν αυτά τα ζητήματα. Όμως όσα σας εξέθεσα, και όπως το έκανα τώρα δά, κανένας δεν μπορεί να τ’ αρνηθεί, δίχως τον κίνδυνο να γελοιοποιηθεί» [17] (κλείνουν τα εισαγωγικά),

περιορίζομαι τώρα στο να θέσω υπο την αυστηρή και φρόνιμη κρίση Σας, Κυρίες και Κύριοι, τα ερωτηματικά, στα οποία με παρακίνησαν ορισμένες σκέψεις του Σωκράτη, όπως τις παρουσιάζει ο Πλάτων στον διάλογο του Γοργία. Άλλωστε, έκτοτε ήδη ο Καλλικλής, κάθε άλλο παρά ανάξιος στοχαστής, είχε εναντιωθεί στο΄ν συνομιλητή του με την πολύ αυστηρή παρατήρηση:

«δέν καταλαβαίνω σε ποιού είδους σοφιστείες καταφεύγεις, Σωκράτη μου!» [18]

κάτι που πειθανάγκασε τον δάσκαλο στην όχι και τόσο ειρωνική παραδοχή:

«μα ούτ’ εγώ ισχυρίζομαι πως ξέρω αυτά, για τα οποία μιλώ. Αλλά προσπαθώ να βρώ άκρη απο κοινού με σάς. Έτσι ώστε, άν κάποιος έχει ν’ αντιτάξει βάσιμη αντίρρηση, εγώ πρώτος να σπεύσω να συμφωνήσω μαζί του» [19].

Μη γελιόμαστε, φίλες και φίλοι, και μην παίρνουμε τοις μετρητοίς την προδήλως προσποιητή μετριοφροσύνη του Σωκράτη. Ούτε τότε, δια ζώσης, μήτε τώρα, κατα τη δική μας ανάγνωση του πλατωνικού κειμένου, έπαψε τάχα να μας περιπαίζει ειρωνικά, κάποτε, ακόμη και σαρκαστικά!

Οπωσδήποτε όμως, ξαναδιαβάζοντας για πολλοστή φορά το πλατωνικό κείμενο του Γοργία, κοντοστάθηκα, απορώντας, όταν ο Σωκράτης υποστήριξε πως είναι δυστυχέστεροι εκείνοι που αδικούν και διαφεύγουν την ποινή, σε αντιπαραβολή προς εκείνους που συλλαμβάνονται, δικάζονται και τιμωρούνται. Πολύ δε περισσότερο απόρησα, όταν πρόσεξα την αγέρωχη πρόκληση που απηύθυνε ο Δάσκαλος στον αμήχανο Πώλο:

– «Μήπως θέλεις να ελέγξεις τη βασιμότητα κι αυτής μου της γνώμης;» [20]

Φυσικά ο Πώλος παραδέχθηκε ταπεινά πως

– «αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο να το αποπειραθώ, Σωκράτη μου» [21].

Οπότε ο Σωκράτης εξερράγη:

«Όχι απλώς δύσκολο, καλέ μου Πώλε, αλλ’ αδύνατον! Γιατί σε κανέναν έλεγχο δέν υπόκειται η αλήθεια» [22].

Ασφαλώς, άν θα ήταν εφικτό να βρεθεί η αλήθεια, αυτή δεν θα ήταν δεκτική αμφισβήτησης και ελέγχου. Ακριβώς επειδή «αλήθεια» σημαίνει τελικώς το μη λαθεμένο. Και εφ’ όσον μεν πρόκειται για την ανασύσταση των εμπειριών του παρελθόντος, αυτός ο έλεγχος επιχειρείται κάτω από τις εγγενείς ανασφάλειες της λήθης, αλλά και της ενσυνείδητης παραποίησης, έτσι ώστε η φερόμενη ως πλήρως αποδεδειγμένη δικανική αλήθεια, μόνον κατα δικονομική παραχώρηση να γίνεται αποδεκτή ως αδιαμφισβήτητη, ενώ –εξ άλλου– όταν με τον όρο “αλήθεια” εννοούμε τη βασιμότητα κάποιας εκτιμητικής κρίσης ή κάποιας ενορατικής προσέγγισης εκείνων, για τα οποία δέν έχουμε –ή ακόμη και δέν μπορούμε να έχουμε– εμπειρία, τότε θα τολμούσα να πώ, οτι ατόπως γίνεται λόγος για την αλήθεια. Πρόκειται για την πίστη, την οποία καθένας δικαιούται να έχει. Αλλά σε καμιά περίπτωση η πίστη του ενός δέν μπορεί να λειτουργεί αποστομωτικά για τους άλλους.

Ακόμη και η επιστημονική γνώση, η οποία στηρίζεται σε ακλόνητα αποδεικτικά μέσα, πειράματα και τεκμηριωμένη επαλήθευση, είναι διαρκώς ανοιχτή στη μελλοντική ανατροπή της. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η γοητεία της έντιμης ζήτησης της γνώσης, οτι δηλαδή ενέχει, ως αυτονόητο συστατικό στοιχείο της, τον αιφνιδιασμό της διαψευσιμότητάς της.

Αυτό ήταν και το αληθινό μήνυμα του Σωκράτη, καθώς διακήρυσσε:

«έν οίδα ότι ουδέν οίδα» [23].

Ασφαλώς ήξερε πολλά και τεκμηριωμένα. Όμως είχε επίγνωση του ότι η γνώση του, όπως κάθε γνήσια γνώση, ήταν έκθετη στη μελλοντική ανατροπή της [24].

Εν όψει λοιπόν αυτών των παρατηρήσεων δέν μου φαίνεται πειστικός ο ισχυρισμός του Σωκράτη, στο διάλογο του Γοργία, πως η αλήθεια τάχα ποτέ δέν είναι δεκτική ελέγχου.

Όμως, κάτω απο το βάρος του κύρους του κορυφαίου φιλοσόφου, είμαι υποχρεωμένος να περάσω απο αυτοέλεγχο αυτό το βαρύ συμπέρασμά μου.

Ασφαλώς ο Σωκράτης δέν φλυαρούσε. Τί εννοούσε λοιπόν, επιμένοντας, και μάλιστα με τέτοια πρωτόγνωρη αδιαλλαξία, πώς ποτέ η αλήθεια δέν είναι δεκτική ελέγχου;

Δοκιμάζοντας, ξανά και ξανά, παρατήρησα ότι μ’ αυτήν τη φράση ο Σωκράτης δέν λέει οτι ο κρίσιμος ισχυρισμός του είναι αληθινός, και γι’ αυτό ανεπίδεκτος ελέγχου. Λέει κάτι το διαφορετικό, δηλαδή οτι είναι αδύνατο η ίδια η αλήθεια να ελεγχθεί.

Γιατί;

Υποθέτω για δυό λόγους:

  • πρώτον, επειδή η αλήθεια δέν έχει οντολογική διάσταση. Είναι απλώς και μόνο μέτρο εκτιμητικής κρίσης. Και τα μέτρα των εκτιμητικών κρίσεων, από τη φύση τους, είναι ρευστά, ανοιχτά σε συνεχείς εμπλουτισμούς και εξελίξεις, μέσα στη δυναμική της ανθρώπινης κατάκτησης της γνώσης, και
  • δεύτερον, επειδή, και άν ακόμη η αλήθεια θα είχε οντολογική διάσταση, αυτή θα ήταν εξωπραγματική, δηλαδή θα βρισκόταν έξω απο τον δικό μας κόσμο της αποδείξιμης εμπειρικής πραγματικότητας. Θα βρισκόταν σ’ εναν άλλον κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, απρόσιτο σ’ εμάς [25], αφού η ψυχή μας, στην καλύτερη περίπτωση, διατηρεί απλώς αμυδρή ανάμνηση [26] εκείνου του ιδανικού κόσμου, και την επιστροφή σ’ εκείνον διακαώς επιθυμεί [27], ενώ η γνώση μας μόνο σκιές εκείνου αντιλαμβάνεται [28].

*

Ξαναμελέτησα αργότερα τον Γοργία του Πλάτωνα, παρακινημένος απο την παρατήρηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου οτι, κατα τον Πλάτωνα, ο Περικλής, με δημαγωγικές μεταρρυθμίσεις, διέφθειρε τον χαρακτήρα των Αθηναίων και το ήθος του δήμου [29].

Πραγματικά, στον πλατωνικό διάλογο του Γοργία ο Σωκράτης ασκεί οξύτατη κριτική εναντίον του Περικλή:

«ο Περικλής έκανε τους Αθηναίους τεμπέληδες, δειλούς, φλύαρους και φιλάργυρους, με το να τους βάλει στο δημόσιο ταμείο, απο όπου μισθοδοτούνται» [30].

Κατα τον Σωκράτη, έγνοια και φροντίδα του άξιου πολιτικού ηγέτη πρέπει να είναι:

«πώς θα ενσταλάξει στη συνείδηση των πολιτών την αρετή της δικαιοσύνης, πώς θα τους απαλλάξει απο τη ροπή προς την αδικία, πώς θα τους φρονηματίσει, πώς θα τους απομακρύνει απο τη διαφθορά, πώς θα τους καταστήσει γενικώς ενάρετους, πατάσσοντας το κακό» [31].

Με σφοδρότητα ο Σωκράτης επιμένει πως τέτοιο υπόδειγμα αγαθού πολιτικού ηγέτη δεν υπήρξε ποτέ, ούτε υπάρχει:

«ποιά γνώμη έχεις; Υπήρξε στο παρελθόν κάποιος πολιτικός ηγέτης που νά ’κανε τους Αθηναίους καλύτερους, ενώ προτού ν’ αρχίσει αυτός ν’ αγορεύει στον δήμο ήταν χειρότεροι; Γιατι εγώ δέν ξέρω κανέναν τέτοιον» [32].

Κατα τον Σωκράτη, ο άξιος πολιτικός ηγέτης πρέπει:

«να φροντίσει, όταν αναλάβει τη διαχείριση των υποθέσεων της πολιτείας, πώς θα συμπεριφερόμαστε εμείς οι πολίτες με τον καλύτερο τρόπο» [33].

Μ’ αυτήν την αφετηρία κατακεραυνώνει τις μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής του:

«άν λοιπόν έτσι πρέπει να προετοιμάζεται ο άξιος πολιτικός ηγέτης για την πολιτεία του, θυμίσου τώρα και πές μου για ‘κείνους που ανέφερες πρίν από λίγο, αν όντως νομίζεις πως υπήρξαν τάχα άξιοι πολιτικοί ηγέτες: ο Περικλής, ο Κίμων, ο Μιλιτιάδης και ο Θεμιστοκλής» [34].

Με μέτρο τη συμβολή του πολιτικού ηγέτη στη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, η προσωπική εκτίμηση του Σωκράτη για τον Περικλή ήταν αυστηρή και αμείλικτη:

«γι’ αυτόν τον λόγο ο Περικλής δέν διαχειρίστηκε επάξια τα πολιτικά ζητήματα» [35].

*

Ασφαλώς, Κυρίες και Κύριοι, η πολιτική πρακτική δέν δικαιούται να είναι ανήθικη και να διαφθείρει το ήθος των πολιτών.

Όμως από αυτό το αρνητικό όριο υπάρχει μεγάλη απόσταση έως την παιδαγωγική αποστολή που ανέμενε ο Σωκράτης απο τους πολιτικούς ηγέτες.

Η διαπαιδαγώγηση των πολιτών είναι έργο των δασκάλων του Γένους. Οι διανοούμενοι είναι εκείνοι που οφείλουμε να προβληματίσουμε τους πολίτες και να τους δώσουμε ερεθίσματα για σωστές πολιτικές επιλογές.

Δεν είναι όμως αυτή η αποστολή και του πολιτικού ηγέτη. Εκείνος έχει χρέος να υπηρετήσει το συμφέρον της πολιτείας. Και πρώτιστο συμφέρον της πολιτείας δέν είναι η διαπαιδαγώγηση των πολιτών. Είναι η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητάς της, καθώς και της ανεξάρτητης απο ξένες πιέσεις άσκησης των κυριαρχικών εξουσιών της. Είναι ακόμη η διασφάλιση της οικονομικής ευημερίας της πολιτείας, καθώς και η προαγωγή της ποιότητας της κοινωνικής ζωής.

Η πολιτική λοιπόν δέν έχει ως αποστολή την καλλιέργεια του ενάρετου βίου των πολιτών, όπως υπέθετε ο Σωκράτης, αλλά την προαγωγή του γενικού συμφέροντος. Η αρετή μπορεί και πρέπει να λειτουργεί μόνον ως απαγορευτικό όριο, και όχι ως κύρια διδακτική αποστολή.

*

Κυρίες και Κύριοι,

ενοχλήθηκα, καθώς ο Πλάτων εμφανίζει τον Σωκράτη απόστολο ενός ανάλγητου έσχατου δικαστηρίου, με τα λόγια:

«ανέκαθεν, από την εποχή του Κρόνου, όπως και τώρα, ίσχυε ο ακόλουθος νόμος για την τύχη των ανθρώπων, όταν πεθάνουν, εφ’ όσον είχαν ζήσει με δικαιοσύνη και ευλάβεια, ν’ απέρχονται στη νήσο των Μακάρων, όπου να διαβιώνουν ευτυχισμένα, μακριά από κάθε κακό. Ενώ όποιος έζησε αδικώντας και δίχως φόβο θεού, να οδηγείται στο δεσμωτήριο της τιμωρίας και της αποκατάστασης του δικαίου, τον λεγόμενο Τάρταρο» [36].

Το ίδιο μήνυμα συναντάμε και στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (κε’ 31 – 46). Όμως, σεβόμενος την ευαισθησία της θρησκευτικής συνείδησης των ακροατών μου, αποφεύγω να πραγματευθώ το πρόβλημα της θεοδικίας σε θεολογικό επίπεδο, και περιορίζομαι στη διάσταση που μας το κληροδότησε ο Πλάτων, με τον διάλογο του Γοργία, ως πρόβλημα φιλοσοφικής προσέγγισης.

Σ’ αυτήν την ειδική διάσταση λοιπόν, η δική μου συνείδηση αποκρούει τον σωκρατικό μύθο για τους δικαστές του Άδη, τη νήσο των μακάρων και τον Τάρταρο, ως ενα παγερό και αποκρουστικό δείγμα παρωδίας δίκης, μπροστά στην οποία ωχριά κάθε άλλη παρωδία δικαστικής διαδικασίας, που επινόησε ποτέ η ανθρώπινη δολιότητα. Και τούτο, γιατι ο ανθρώπινος πολιτισμός, παρά τ’ αμαρτήματά του, μπόρεσε και ανήγαγε σε θεμελιακή δικαιική αρχή το αξίωμα της δίκαιης δίκης. Και ενώπιον αυτής της δικαιικής αρχής, ως κατάκτησης του ανθρώπινου πολιτισμού, η επισειόμενη αδυσώπητη θεοδικία δέν μπορεί παρα -με το θάρρος που επιβάλλει ο σεβασμός της αλήθειας- ν’ αποκρουστεί και να καταδικαστεί:

  • επειδή δεν παρέχει δικαίωμα ακρόασης στον υπόδικο,
  • επειδή δεν στηρίζεται σε κανόνες, που να σταθμίζουν και να συνεκτιμούν τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, όπως την διέπλασε ο ήδη τιμωρός θεός,
  • επειδή με προπέτεια αγνοεί τη διαλεκτική σχέση του “ναι μεν, αλλά”, την οποία πρωτοπαρουσίασε ο Αισχύλος στις Ευμενίδες του κι έκτοτε συγκροτεί ακατάλυτο θεμέλιο της διαλεκτικής πλοκής των κανόνων του δικαίου και της δικανικής συλλογιστικής,
  • επειδή –επιπροσθέτως– καταδικάζει σ’ αιώνια κόλαση, δίχως ελπίδα μελλοντικής λύτρωσης,
  • επειδή περιγράφει έναν τιμωρό θεό, πολύ κατώτερο της επιείκειας που μπόρεσαν, και με τον νού συνέλαβαν και καλλιέργησαν οι άνθρωποι, και
  • επειδή συσσωρεύει πικρία, η οποία εκτρέφει, στηρίζει και δικαιώνει μια ενδεχόμενη αποστροφή προς την οπωσδήποτε αγαθή ουσία της θεότητας.

Σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, ειδικά στον πλατωνικό διάλογο του Γοργία, εμφανίζεται ο Σωκράτης ν’ αντιφάσκει προς εαυτόν, με το να επισείει το φόβητρο αυτού του ανάλγητου θεϊκού κολαστηρίου, ενώ δέν είναι μόνον ένα, μήτε δυό, τα πλατωνικά χωρία, όπου ο Σωκράτης επιμένει πως κανένας δέν αμαρτάνει με τη θέλησή του [37].

Ακόμη και στον ίδιο το διάλογο του Γοργία, παρατηρεί:

«αν στη ζωή μου διαπράττω κάτι, που δέν είναι σωστό, μάθε το καλά, πως δέν αμαρτάνω εκούσια, αλλ’ εξαιτίας της αμάθειάς μου» [38].

Αυτή η σταθερή πίστη του Σωκράτη, πως κανένας δεν αμαρτάνει εκούσια, οδηγεί στο λογικά αναγκαίο πόρισμα, οτι δέν επιτρέπεται να τιμωρηθεί κάποιος για τ’ αμαρτήματά του, αφού δεν μπορεί να του καταλογιστεί καμιά υπαιτιότητα, αλλά απλώς αμάθεια.

Ακριβώς λοιπόν σ’ αυτήν την αμάθεια έχουμε χρέος να εναντιωνόμαστε όσοι αξιωθήκαμε να γοητευθούμε απο την ωραία φιλοσοφική περιπέτεια της ζήτησης της αλήθειας.

Δικό μας είναι το χρέος ν’ αναζητούμε την αλήθεια. Και να την κάνουμε ελκυστική για τους γύρω μας.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή, με την οποία με τιμήσατε απόψε.

  • Αντιφώνηση αμέσως μετά την αναγόρευση του συγγραφέα ως επίτιμου διδάκτορα της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

[1] Πλάτων, Γοργίας, 527 e: ούτος ο τρόπος άριστος του βίου, και την δικαιοσύνην και την άλλην αρετήν ασκούντας και ζήν και τεθνάναι

[2] 483 d επ.: οτι ούτω το δίκαιον κέκριται, τον κρείττω του ήττονος άρχειν και πλέον έχειν. Επεί ποίω δικαίω χρώμενος Ξέρξης επι την Ελλάδα εστράτευσεν ή ο πατήρ αυτού τι Σκύθας;

[3] 484 b: Δοκεί δε μοι και Πίνδαρος άπερ εγώ λέγω ενδείκνυσθαι εν τω άσματι εν ώ λέγει ότι:

νόμος ο πάντων βασιλεύς

θνατών τε και αθανάτων

άγει δικαιών το βιαιότατον

υπερτάτη χειρί.

[4] 526 a – b: Χαλεπόν γαρ, ώ Καλλίκλεις, και πολλού επαίνου άξιον εν μεγάλη εξουσία του αδικείν γενόμενον δικαίως διαβιώναι. Ολίγοι δε γίγνονται οι τοιούτοι (…) είς δε και πάνυ ελλόγιμος γέγονεν και εις τους άλλους Έλληνας, Αριστείδης ο Λυσιμάχου· οι δε πολλοί (…) κακοί γίγνονται των δυναστών.

[5] Θουκυδίδης, Ε’ 105: τα μεν ηδέα καλά νομίζουσι, τα δε ξυμφέροντα δάικαια.

[6] Diels – Kranz, Die Fragmenten der Vorsokratiker, Ι 141, 19: Γίνεσθαί τε πάντα κατ’ εναντιότητα και ρείν τα όλα ποταμού δίκην.

[7] Diels – Kranz, ο.π. Ι 141, 10: Και δια της εναντιοτροπής ήρμοσθαι τα όντα.

[8] Διδόναι γαρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν (Αναξίμανδρος, Diels – Kranz, ο.π. Ι 189, 14 – 15: γιατι δεν θ’ αποφύγουν να λογοδοτήσουν και να εκτίσουν ποινή για την αδικία που διέπραξαν, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου.

[9] Απόσπασμα χαμένης τραγωδίας του Ευριπίδη, που διασώθηκε μέσα στο κείμενο του πλατωνικού Γοργία, 492 e: τίς δ’ οίδεν, ει το ζήν μέν εστι κατθανείν, το κατθανείν δε ζείν;

[10] 493 b: των εν Άδου.

[11] 493 b: το αειδές.

[12] Παρμενίδης, Περί φύσεως, 4: λεύσσε δ’ όμως απεόντα νόω παρεόντα βεβαίως.

[13] 524 b: ο θάνατος τυγχάνει ών, ωε εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και σώματος απ’ αλλήλοιν.

[14] 522 e: αυτό μεν γαρ το αποθνήσκειν ουδείς φοβείται, όστις μη παντάπασιν αλόγιστός τε και άνανδρός εστιν, το δε αδικείν φοβείται· πολλών γαρ αδικημάτων γέμοντα την ψυχήν εις Άδου αφικέσθαι πάντων έσχατον κακών εστιν.

[15] 523 a: σύ μεν ηγήσει μύθον, ως εγώ οίμαι, εγώ δε λόγον.

Πρβλ. και πιο κάτω, 527 a: τάχα δ’ ούν ταύτα μύθός σοι δοκεί λέγεσθαι ώσπερ γραός και καταφρονείς αυτών (= ίσως όλ’ αυτά να σου φαίνονται παραμύθια κάποιας γριάς και να τα περιφρονείς).

[16] 526 d: εγώ μεν ούν, ώ Καλλίκλεις, υπο τούτων των λόγων πέπεισμαι, και σκοπώ όπως αποφανούμαι τω κριτή ως υγιεστάτην την ψυχήν· χαίρειν ουν εάσας τας τιμάς τας των πολλών, την αλήθειαν σκοπών πειράσομαι τω όντι ως αν δύνωμαι βέλτιστος ών και ζήν και επειδάν αποθνήσκω αποθνήσκειν.

[17] 509 a: εγώ ταύτα ουκ οίδα όπως έχει, ότι μέντοι ών εγώ εντετύχηκα, ώσπερ νύν, ουδείς οίός τα’ εστίν άλλως λέγων μη ου καταγέλαστος είναι.

[18] 497 a: ουκ οίδ’ άττα σοφίζει, ώ Σώκρατες!

[19] 506 a: ουδέ γάρ τοι έγωγε ειδώς λέγω ά λέγω, αλλά ζητώ κοινή μεθ’ υμών, ώστε, άν τι φαίνηται λέγων ο αμφισβητών εμοί, έγώ πρώτος συγχωρήσομαι.

[20] 473 b: Βούλει και τούτο ελέγχειν;

[21] 473 b: αλλ’ έτι τούτ’ εκείνου χαλεπώτερόν εστιν, ώ Σώκρατες, εξελέγξαι.

[22] 473 b: ου δήτα, ώ Πώλε, αλλ’ αδύνατον· το γαρ αληθές ουδέποτε ελέγχεται.

[23] Αυτούσιο το χωρίο τούτο δεν υπάρχει στην ελληνική γραμματεία. Στην πλατωνική Απολογία υπάρχουν μόνον οι ακόλουθες δυό παραφράσεις: εγώ δε, ώσπερ ουν ουκ οίδα, ουδέ οίομαι ότι ά μη οίδα ειδέναι (21 d), καθώς και καίτοι πώς ουκ αμαθία εστίν αύτη η επονείδιστος, η του οίεσθαι ειδέναι ά ουκ οίδεν (29 b).

Ο Ολυμπιόδωρος ο Φιλόσοφος αναφέρει ότι ο Σωκράτης είχε πεί: εγώ μεν γαρ ουδέν οίδα πλήν έν μόνον, το διδόναι λόγους και λαμβάνειν, τουτέστι την διαλεκτικήν, όπερ το όλον εστίν (Σχόλιο στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα, 175.15).

Εξ άλλου ο Ανώνυμος, στην εισαγωγή του στην πλατωνική φιλοσοφία αναφέρει για το Σωκράτη: αυτός, φασίν, λέγει εν διαλόγω αυτού ότι “ουδέν οίδα ούτε διδάσκω τι, αλλά διαπορώ μόνον” (Περι της φιλοσοφίας Πλάτωνος, 10.44 και 10.46). Κι ακόμη: ειρηκώς “ουδέν οίδα” προσέθηκεν ότι “πλήν ολίγου τινός και τούτο του λαμβάνειν λόγον και διδόναι” αντί του “διαλέγεσθαι” (11.2).

Περισσότερο φαίνεται να πλησιάζει στο περιώνυμο απόφθεγμα “έν οίδα ότι ουδέν οίδα” η παράφραση, την οποία ο Κικέρων (Acad. I, 45 [LS 68A] αποδίδει στον Αρκεσίλαο: itaque Arcesilaos negabat esse quicquam quod sciri posset, ne illud quidem ipsum quod Socrates sibi reliquisset, ut nihil scire se sciret.

[24] Πρβλ. Πλάτωνα, Επιστολή Β’ 3443 a: οι νύν άρτι σφίσι φασίν τα μεν τότε απιστότατα δόξαντα είναι νύν πιστότατα και εναργέστατα φαίνεσθαι, ά δε πιστότατα, νύν τουναντίον = όλοι πιά παραδέχονται πως όσα άλλοτε θεωρούσαν ως αναξιόπιστα, τώρα γίνονται αποδεκτά ως αποδειγμένα και φανερά, ενώ όσα τότε θεωρούνταν αξιόπιστα, τώρα αντιθέτως (αποκρούονται ως αβάσιμα). Βλ σχετικώς και Τατάκη, Στη χώρα των στοχασμών, σελ. 27, ότι κατά το Σωκράτη οι αλήθειες είναι μόνο και σταθερά προσωρινές.

[25] Πλάτων, Πολιτεία, 517 c: τελευταία η του αγαθού ιδέα και μόγις οράσθαι.

[26] Πλάτων, Μένων, 81 e: άτε ούν η ψυχή αθάνατός τε ούσα και πολλάκις γεγονυία, και εωρακυία και τα ενθάδε και τα εν Άδου και πάντα χρήματ, ουκ έστιν ότι ου μεμάθηκεν (…) το γαρ ζητείν άρα και το μανθάνειν ανάμνησις όλον εστίν.

Επίσης Πλάτων, Πολιτεία 516 c: αναμιμνησκόμενον αυτόν της πρώτης οικήσεως και της εκεί σοφίας.

[27] Πλάτων, Πολιτεία, 517 c: ότι οι ενταύθα ελθόντες ουκ εθέλουσιν τα των ανθρώπων πράττειν, αλλ’ ως άνω αεί επείγονται αυτών αι ψυχαί διατρίβειν.

[28] Πλάτων, ο.π., 514 a επ.

[29] Π. Κανελλόπουλος, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, 1982, Ι σελ. 92 και 95.

[30] 515 e: Περικλέα πεποιηκέναι Αθηναίους αργούς και δειλούς και λάλους και φιλαργύρους, εις μισθοφορίαν πρώτον καταστήσαντα.

[31] 504 e: όπως αν αυτού τοις πολίταις δικαιοσύνη μεν εν ταις ψυχαίς γίγνηται, αδικία δε απαλλάτηται, και σωφροσύνη μεν εγγίγνηται, ακολασία δε απαλλάττηται, και η άλλη αρετή εγγίγνηται, κακία δε απίη.

[32] 503 b: τί δε; Των παλαιών έχεις τινά ειπείν, δι’ όντινα αιτίαν έχουσιν Αθηναίοι βελτίους γεγονέναι, επειδή εκείνος ήρξατο δημηγορείν, εν τω πρόσθεν χρόνω χείρους όντες; Εγώ μεν γαρ ουκ οίδα τίς εστν ούτος.

[33] 515 b – c: επιμελήσει ημίν ελθών επι τα της πόλεως πράγματα ή όπως ό,τι βέλτιστοι πολίται ώμεν.

[34] 515 c – d: ει τοίνυν τούτο δεί τον αγαθόν άνδρα παρασκευάζειν τη εαυτού πόλει, νύν μοι αναμνησθείς ειπέ περι εκείνων των ανδρών ών ολίγω πρότερον έλεγες, ει έτι σοι δοκούσιν αγαθοί πολίται γεγονέναι, Περικλής και Κίμων, και Μιλιτιάδης και Θεμιστοκλή.

[35] 516 d: ουκ άρ’ αγαθός τα πολιτικά Περικλής ήν εκ τούτου του λόγου.

[36] Πλάτων, Γοργίας, 523 a – b: ήν ουν νόμος όδε περι ανθρώπων επι Κρόνου, και αεί και νύν ετι έστιν εν θεοίς, των ανθρώπων τον μεν δικαίως τον βίον διελθόντα και οσίως, επειδάν τελευτήση, εις μακάρων νήσους απιόντα οικείν εν πάση ευδαιμονία εκτός κακών, τον δε αδίκως και αθέως εις το της τίσεώς τε και δίκης δεσμωτήριον, ό δη Τάρταρον καλούσιν, ιέναι.

[37] Πρωταγόρας:

345 a: εγώ γαρ σχεδόν τι οίμαι τούτο, ότι ουδείς των σοφών ανδρών ηγείται ουδένα ανθρώπων εκόντα εξαμαρτάνειν ουδέ αισχρά τε και κακά εκόντα εργάζεσθαι, αλλ’ εύ ίσασιν ότι πάντες οι τα αισχρά και τα κακά ποιούντες άκοντες ποιούσιν.

358 d, e: άλλο τι ούν, έφην εγώ, επί γε τα κακά ουδείς εκών έρχεται ουδέ επι ά οίεται κακά είναι.

Πολιτεία, 589 d: πείθωμεν τοίνυν αυτόν πράως – ού γαρ εκών αμαρτάνει.

[38] Πλάτων, Γοργίας, 488 a:

εγώ γαρ εί τι μη ορθώς πράττω κατά τον βίον τον εμαυτού, εύ ίσθι τούτο ότι ουχ εκών εξαμαρτάνω αλλ’ αμαθία τη εμή.

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *