Γιάννης Χρονόπουλος
Διπλωματικός πυρετός και σχέδια επί χάρτου
Η αποτυχία του ελληνικού στρατού να συντρίψει στρατιωτικά τους Τούρκους στον Σαγγάριο κατά τις σφοδρές μάχες που έλαβαν χώρα στο διάστημα 23 Αυγούστου – 13 Σεπτεμβρίου 1921, κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα αδυνατούσε να επιβάλει τη συνθήκη των Σεβρών με τα όπλα στον Κεμάλ. Χωρίς την υποταγη του Τούρκου ηγέτη, η ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα, συνθήκη αποτελούσε κενό γράμμα.
Για την κυβέρνηση Δ. Γούναρη η διπλωματική οδός ήταν πλέον μονόδρομος. Ελληνική διπλωματική αποστολή στάλθηκε στο εξωτερικό με στόχο την απεμπλοκή της Ελλάδας από το αδιέξοδο, την άρση του οικονομικού αποκλεισμού, που είχε επιβληθεί από τις μεγάλες δυνάμεις για την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄. και την εξασφάλιση εγγυήσεων για την παρουσία και ασφάλεια του ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Σε επαφές που είχε με τη γαλλική, τη βρετανική και την ιταλική κυβέρνηση τον Οκτώβριο του 1921, συζητήθηκε το ενδεχόμενο σύναψης ειρήνης και η οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας με νέο δάνειο. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά.
Η γαλλική στάση ήταν αδιάφορη και νεφελώδης. Οι Γάλλοι ήταν απρόθυμοι να βοηθήσουν τους Έλληνες συμμάχους τους, φοβούμενοι ότι μια ισχυρή Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο θα ισχυροποιούσε τη θέση της Μεγάλης Βρετανίας στη Μέση Ανατολή. Η μεταστροφή των Γάλλων επισημοποιήθηκε με τη σύναψη συνθήκης μεταξύ της Γαλλίας και του Κεμάλ. Οι Γάλλοι εκκένωσαν την Κιλικία παραδίδοντας το πολεμικό υλικό τους, αξίας 200 εκατομμυρίων φράγκων, στον κεμαλικό στρατό. Η είδηση αυτή προκάλεσε σοκ στη φιλελληνική γαλλική κοινή γνώμη και δικαιολογήθηκε αδέξια από την κυβέρνηση, αλλά το γεγονός ήταν ότι οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν οριστικά από αυτόν τον σύμμαχό τους.
Η Ιταλία, που ήταν σχεδόν εξ’ αρχής εχθρική στην ελληνική υπόθεση, όχι μόνο δεν έδειξε καμία συμπάθεια στις ελληνικές θέσεις, αλλά είχε ήδη συνάψει συνθήκη με τη κεμαλική Τουρκία, εκκενώνοντας την Αττάλεια τον Ιούνιο του 1921 και κατόπιν, την κοιλάδα του Μαίανδρου τον Απρίλιο του 1922.
Οι Βρετανοί ήταν περισσότερο ευνοϊκά διακειμένοι απέναντι στις ελληνικές θέσεις, καθώς η παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία προστάτευε τα συμφέροντά τους. Ωστόσο, η υποστήριξή τους περιορίστικε σε θεωρητικό επίπεδο. Καμία έμπρακτη υποστήριξη σε στρατιωτικό επίπεδο δεν δόθηκε. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, λόρδος Κώρζον πρότεινε μια νέα συνθήκη ειρήνης που περιλάμβανε την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και την αυτονόμηση της Σμύρνης υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και τη διοίκηση από χριστιανό διοικητή. Στις 21 Οκτωβρίου 1021, σε συνάντηση που είχε ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυντ Τζωρτζ με την ελληνική διπλωματική αποστολή δήλωσε αδυναμία υποστήριξης με βρετανικά στρατεύματα και στρατιωτικό υλικό. Περιορίστηκε στην υπόσχεση διπλωματικής υποστήριξης για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης και τη σύγκληση διάσκεψης με τους Σύμμαχους. Συμβούλευσε τους Έλληνες να διατηρήσουν τις θέσεις τους πάσει θυσία, ώστε να προσέλθουν στις διαπραγματεύσεις από θέση ισχύος.
Στη διάσκεψη του Παρισίου, στις 19 Μαρτίου 1922, τέθηκαν οι όροι της ανακωχής: απόδοση των κατακτηθέντων περιοχών στους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης, με εδαφικά αντισταθμίσματα για την ελληνική πλευρά, σε μια προσπάθεια να τιμηθεί με αυτόν τον τρόπο για τις μεγάλες θυσίες που υπέφερε ο ελληνικός λαός. Οι δυο πλευρές αποδέχθησαν αρχικά τους όρους της ανακωχής, αλλά εν τέλει ο Κεμάλ, αντιλαμβανόμενος ότι η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του, απέρριψε την πρόταση ανακωχής στις αρχές Μαϊου του 1922.
Στην Ελλάδα και τον μικρασιατικό ελληνισμό καλλιεργήθηκαν σχέδια για τη δημιουργία αυτόνομου μικρασιατικού κράτους, για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες μιας ελληνικής στρατιωτικής εκκένωσης της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, αυτά τα σχέδια ναυάγησαν σχεδόν εν τη γεννέσει.
Παράλληλα, ο διοικητής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του στις 12 Μαϊου 1922, διαφωνώντας με την πολιτική της κυβέρνησης στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα με τον Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη. Αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Χατζηανέστη, ο οποίος, αντιλαμβανόμενος τα μειονεκτήματα της πολύ εκτεταμένης διάταξης την οποία είχε η Στρατιά, προπαρασκεύασε τη σύμπτυξη του μετώπου σε μικρότερο μήκος.
Εν τω μεταξύ, ολοένα και δυνάμωναν οι φωνές μέσα στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που υποστήριζαν τη λύση του μικρασιατικού αδιεξόδου δια της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τον ελληνικό στρατό. Μέσα από αυτή την κίνηση – ματ, οι Έλληνες προσδοκούσαν να φέρουν τον Κεμάλ και τους Συμμάχους προ τετελεσμένων και να εξαναγκάσουν τον πρώτο σε συνθηκολόγηση και τους δεύτερους σε σιωπηρή αποδοχή των νέων δεδομένων και αναζήτηση ειρηνικής λύσης.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχαν δημιουργηθεί παρόμοιες σκέψεις στην ελληνική πλευρά. Ήδη από τον Ιούλιο του 1921, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες, μετά τις νίκες στην Κιουτάχεια και στο Εσκί Σεχίρ, το Γενικό Επιτελείο Στρατού προετοίμαζε μια τέτοια επιχείρηση. Ωστόσο, την εγκατέλειψε τότε λόγω της σθεναρής αντίδρασης των Συμμάχων.
Ανάμεσα στα άλλα πλεονεκτήματα που διέβλεπαν οι σχεδιαστές της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ήταν ο μετριασμός της αλγεινής εντύπωσης που θα προκαλούσε η πιθανή εγκατάλειψη της Ιωνίας. Επιπλέον, σ’ αυτή τη μεγάλη μητρόπολη θα μπορούσαν να διαφύγουν ευκολότερα πολλοί Έλληνες της Μικράς Ασίας. Άλλωστε, ήδη από τον Μάιο του 1453, η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης παρέμενε ένας φλογερός πόθος στις καρδιές της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων. Με την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πάλαι ποτέ Βασιλεύουσα θα εκπληρωνόταν ένα μεγάλο μέρος από τους οραματισμούς της Μεγάλης Ιδέας. Ήδη, από το Μάιο του 1922 οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης άρχισαν να θέτουν το θέμα και να προετοιμάζουν ψυχολογικά τους Έλληνες.
Εκείνη την στιγμή, ο συχετισμός των δυνάμεων στην Ανατολική Θράκη ήταν συντριπτικά υπέρ των Ελλήνων και εις βάρος των Τούρκων (οι τελευταίοι διέθεταν μόλις 9.700 άνδρες, εκ των οποίων 3.720 στρατιώτες πεζικού), ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής της Κωνσταντινούπολης παρέτασσαν σχεδόν 17.000 άνδρες (περίπου 10.000 Γάλλοι, 5.000 Βρετανοί και 2.000 Ιταλοί). Η ελληνική κυβέρνηση ήλπιζε ότι οι συμμαχικές δυνάμεις θα έμεναν ουσιαστικά αδρανείς στην επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα επί του θωρηκτού ”Αβέρωφ”, τον Ιούνιο του 1922, μεταξύ του νέου διοικητή της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και της κυβέρνησης αποφασίστηκε η προπαρασκευή και εκτέλεση αυτού του σχεδίου. Η γνωστοποίηση του σχεδίου προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού και συγκίνησης μεταξύ των Ελλήνων και προσωρινά καταλάγιασε τον υφέρποντα εθνικό διχασμό που κυριαρχούσε με αμείωτη ένταση ήδη από το 1915.
Αποφασίστηκε η ενίσχυση της Στρατιάς Θράκης, η οποία από την 1η Ιουλίου μετονομάστηκε σε Δ΄ Σώμα Στρατού, με μονάδες από το μικρασιατικό μέτωπο. Στις 16 Ιουνίου διορίστηκε διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού ο υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος που επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην προπαρασκευή των δυνάμεών του για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας στην Ανατολική Θράκη. Το Δ’ Σώμα Στρατού διέθετε εκείνη την περίοδο δύο Μεραρχίες.
Ελληνική κινητοποίηση και παλινδρομήσεις
Κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1922 αφίχθησαν οι ενισχύσεις από το μικρασιατικό μέτωπο. Από το Γ’ Σώμα Στρατού αποσπάσθηκαν τα 55ο και 28ο Σύνταγματα Πεζικού, το Ι/39 Τάγμα Ευζώνων και η ΙΙΙ Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού. Το Α’ Σώμα Στρατού απέστειλε το 56ο Σύνταγμα Πεζικού και το Β’ Σώμα Στρατού τα 62ο και 63ο Συντάγματα Πεζικού, το ΙΙΙ/40 Τάγμα Ευζώνων, μια επιλαρχία και μια μοίρα πυροβόλων Skoda 150 mm και μια ανεξάρτητη πυροβολαρχία των 65 mm. Οι παραπάνω δυνάμεις συγκρότησαν την Α΄ Μεραρχία, με έδρα την Τυρολόη. Η απόσπαση των τμημάτων αυτών δεν επέφερε ουσιαστική εξασθένιση των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία, καθώς προέρχονταν από τρία διαφορετικά Σώματα Στρατού και αντιστοιχούσαν σε μικρό ποσοστό επί του συνόλου των παραταγμένων δυνάμεων.
Στις 10 Ιουλίου, η Α’ Μεραρχία και η Μεραρχία Αδριανούπολης κατέλαβαν θέσεις εγγύτερα της ελληνοτουρκικής μεθορίου. Στις 13 Ιουλίου, διαβιβάστηκε στον Χατζηανέστη μια διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης, που επρόκειτο να διαβιβασθεί μέσω του συνταγματάρχη Δ. Ψαλλίδα (διοικητή της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Κωνσταντινουπόλεως) στην Υψηλή Πύλη, την ώρα που το Δ’ Σώμα Στρατού θα περνούσε τη μεθόριο. Ο Χατζηανέστης και το επιτελείο του αφίχθησαν στη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης στις 14 Ιουλίου. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 16η Ιουλίου. Το σχέδιο προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων με το Μπουγιούκ Τσεκμετζέ και την ταχύτατη προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη και την κατάληψή της.
Οι Βρετανοί δέχθηκαν με σιωπηλή επιδοκιμασία την είδηση για τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατευμάτων στη μεθόριο. Μάλιστα, ο Άγγλος Βουλευτής (Γκλην) πήρε τηλεγράφημα από τον Άγγλο στρατηγό Τάουνσεντ από την Άγκυρα που ανάφερε ότι ο «Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραγματευτεί ειρήνην» αν οι Έλληνες κατελάμβαναν την Κωνσταντινούπολη. Η πίεση είχε αρχίσει να γίνεται ήδη αισθητή στην κεμαλική πλευρά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου που πήγε στο στρατό κοντά στην Τσατάλτζα και τον ενθάρρυνε και προέτρεπε τους Έλληνες της Θράκης να κινητοποιηθούν για τη σωτηρία της πόλης και του ελληνισμού.
Ωστόσο, την ίδια μέρα της άφιξης του Χατζηανέστη στη Ραιδεστό, το Υπουργείο Στρατιωτικών έστειλε νέα διαταγή στον Έλληνα αρχιστράτηγο να αναβάλει την πρόελαση και να ειδοποίησει τον συνταγματάρχη Ψαλλίδα να μην επιδώσει ακόμη τη διακοίνωση στην Υψηλή Πύλη. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, ο Χατζηανέστης διέταξε το Δ’ Σώμα Στρατού να μην προωθηθεί στα σημεία εξόρμησης.
Τι είχε προηγηθεί που οδήγησε στην αναβολή της επιχείρησης; Στις 14 Ιουλίου, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη γνωστοποιήσει στους Συμμάχους, μέσω διακοίνωσης προς τους υπουργούς Εξωτερικών της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, την πρόθεση της να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η διακοίνωση περιλάμβανε ”…η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε κατά τον παρελθόντα Νοέμβριον να αποδεχθή και εκ των προτέρων την μεσολάβησιν των Συμμάχων και να προχωρήση εις την περί ανακωχής πρότασιν αυτών, την γενομένην κατά τον Μάρτιον του 1922 εις την Ελλάδα και τας τουρκικάς κυβερνήσεις.[…]. Η Ελλάς ευρίσκεται εις την ανάγκην να αποβλέψη εις τα προσφορώτερα μέτρα προς τερματισμόν της ενόπλου ρήξεως. Πιστή εν τούτοις εις το πρόγραμμά της η Ελλάς, έσεται πάντοτε έτοιμη να εξετάσει από κοινού μετά των Συμμάχων πάσαν πρότασιν ειρήνης και την ισχύν των αποφάσεων των νικητών κρατών”.
Η αντίδραση στην ελληνική διακοίνωση ήταν σφοδρή, ιδιαίτερα από την πλευρά της Γαλλίας και της Ιταλίας με αποτέλεσμα τη ματαίωση του σχεδίου κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τα ελληνικά στρατεύματα. Μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση ενημερώθηκε ότι: «διατάχθησαν τα συμμαχικά στρατεύματα όπως αποκρούσουν βίαια πάσαν στρατιωτικήν κίνησιν εντός της υπ’ αυτών κατεχομένης ζώνης». Στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η οιρστική εγκατάλειψη του σχεδίου. Η ελληνική κυβέρνηση βουλιάζοντας στην αναποφασιστικότητα, δίστασε στην εφαρμογή του σχεδίου, έστω και αν αυτό συνεπαγόταν πιθανή σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα. Αντί να προχωρήσει στην αιφνιδιαστική προέλαση κατά της Κωνσταντινούπολης και την εξουδετέρωση των τουρκικών δυνάμεων, αυτοπαγιδεύτηκε σε ατέρμονες διαβουλεύσεις με τους Συμμάχους φανερώνοντας τα σχέδιά της και ζητώντας τη διόλου βέβαιη συγκατάθεσή τους. Η έλλειψη πυγμής της ελληνικής πλευράς της στέρησε τη δυνατότητα μιας σημαντικής στρατιωτικής και πολιτικής επιτυχίας.
Αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Η ακύρωση του ελληνικού σχεδίου προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στον βρετανικό Τύπο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο της εφημερίδας ”Ουεστμίνστερ”: ”…[το κυριότερο αποτέλεσμα της κατοχής της Κωνσταντινούπολης είναι ότι οι Τούρκοι έχουν την πρωτεύουσά τους υπό την προστασία των Συμμάχων εναντίον των Ελλήνων, ενώ γαλλικά και ιταλικά πλοία μπορούν να διέρχονται δια των Στενών, μεταφέροντας αφθονία πυρομαχικών, τα οποία παραδίδονται στην Άγκυρα. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να επιτρέψουμε στην ελληνική κυέρνηση να λάβει μέτρα όπως νικήσει στον πόλεμο, πρέπει τουλάχιστον να επιτρέψουμε σ’ αυτή να εξέλθει από αυτόν.[…].
Τον Αύγουστο του 1922, ο Λόυντ Τζωρτζ, στη Διάσκεψη των Παρισίων επισήμανε με έμφαση μεταξύ άλλων: ” Εάν οι Δυνάμεις της Συνεννοήσεως ήθελαν να τηρήσουν απόλυτη ουδετερότητα, δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν στον Ελληνικό Στρατό το δικαίωμα να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του εχθρού. Η υπό των Συμμάχων κατοχή της Κωνσταντινούπολης επιφέρει σοβαρό και άδικο μειονέκτημα για τους Έλληνες ”, ενώ ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τόνιζε ότι: ”…η Ελλάς ζήτησε από τους Συμμάχους την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν οι Έλληνες σε θέση να το κάνουν και μόνη δε η απειλή της επιχείρησης κατετάραξε τους Τούρκους στην Άγκυρα…”.
Η απογοήτευση που επικράτησε στην ελληνική πλευρά από τη ματαίωση του σχεδίου αποτυπώνεται στην αναφορά του διευθυντή του Γραφείου της Ελληνικής Αρμοστείας στην Κωνσταντινούπολη, Δημήτριου Σβολόπουλου ”…Από διπλωματικής απόψεως έτσι έληξε το εγχείρημα κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Με μια επίσημη και απροκάλυπτη ομολογία ότι αν δεν μεσολαβούσε ο ιστορικός εκείνος δισταγμός της τελευταίας στιγμής ”το γεγονός εκείνο θα ήταν αποφασιστικό”.
Κριτική προσέγγιση στο σχέδιο
Τα πλεονεκτήματα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα ήταν σημαντικά τόσο σε ηθικό όσο και σε υλικό επίπεδο. Θα αναπτέρωνε το ηθικό του Ελληνισμού και του Ελληνικού Στρατού, ενώ αντίθετα θα καταβαραθρωνόταν αυτό των Τούρκων. Η Ελλάδα θα ανακτούσε το πλεονέκτημα σε διπλωματικό επίπεδο και η κατάληψη μιας πόλης με τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία όπως η Κωνσταντινούπολη θα της προσέδιδε μεγαλύτερο κύρος. Παράλληλα, θα αποδεσμευόταν το Δ’ Σώμα Στρατού, το οποίο πλέον μπορούσε να μεταφερθεί στην Μικρά Ασία και να ενισχύσει τις ελληνικές θέσεις. Έτσι, κατά πάσα πιθανότητα θα αποφευγόταν η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η συνακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή και θα διασφαλιζόταν η Ανατολική Θράκη.
Ωστόσο, το ερώτημα που γεννάται από τη μελέτη των συνθηκών εκείνης της περιόδου, των συσχετισμών δυνάεμων και των συμφερόντων των εμπλεκόμενων πλευρών (Ελλάδα, κεμαλική Τουρκία και Σύμμαχοι) είναι κατά πόσο ήταν ρεαλιστικό το σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Ίσως, σε επίπεδο στρατιωτικό, ο Ελληνικός Στρατός υπερτερούσε σε όλα τα σημεία του Τουρκικού στη Θράκη. Ήταν όμως ισχυρότερος του Συμμαχικού Στρατού; Τι αντίκτυπο θα είχε μια σύγκρουση μεταξύ ελληνικών και συμμαχικών στρατεύματων; Άραγε δεν θα προκαλούσε ένα βαθύ τραύμα στις ήδη επιδεινώμενες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Συμμάχων μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στη βασιλεία; Το σχέδιο τελικά ναυάγησε εν τη γεννέσει του λόγω της σφοδρότατης αντίδρασης των Γάλλων και σε δεύτερο επίπεδο, των Ιταλών. Η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να διαβλέψει την στάση αυτών των δύο Μεγάλων Δυνάμεων. Όμως τα αρνητικά μηνύματα είχαν ήδη δοθεί στην ελληνική διπλωματική αποστολή στο Παρίσι και τη Ρώμη τον Οκτώβριο του 1921. Άμεση συνέπεια του φιάσκου αυτού υπήρξε η περαιτέρω πτώση του ηθικού του στρατού και του λαού και η αποδυνάμωση της διεθνής θέσης της ελληνικής κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν ήταν πλέον σε θέση να δράσει ανεξάρτητα, καθώς είχε απωλέσει την αποδοχή ή την έμπρακτη υποστήριξη των Συμμάχων. Η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να είχε εκτιμήσει αυτές τις παραμέτρους πριν προβεί στην κατάστρωση του σχεδίου. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις από το 1920 ως το 1922 δρούσαν διαρκώς με προχειρότητα, επιπολαιότητα και χωρίς μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό και σφαιρική αντίληψη της διεθνούς διπλωματικής και στρατιωτικής πραγματικότητας. Η τραγική απόφαση τους για συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία, ενώ δεν πίστευαν σε αυτόν, η επαναθρόνιση του ανεπιθύμητου στους Συμμάχους, βασιλιά Κωνσταντίνου και η εκκαθάριση του στρατεύματος από αξιόλογους βενιζελικούς αξιωματικούς ναρκοθέτησαν την επιτυχή έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας.
Η αποτυχία στον Σαγγάριο ποταμό, η έλλειψη προόδου στις διπλωματικές επαφές με τους Συμμάχους και η άρνηση του Κεμάλ να συμφωνήσει σε εκεχειρία οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση σε απόγνωση. Υπό το κράτος πανικού αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ακόμη και αν παραβλεπόταν η αντίδραση των Συμμάχων και επιλεγόταν και αυτή η σύγκρουση με τα συμμαχικά στρατεύματα αυτό δεν θα ήταν δυνατόν δίχως την άσκηση πολιτικής με πυγμή και τόλμη εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Όμως εκείνη την περίοδο, το κλίμα ηττοπάθειας ήταν διάχυτο στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης. Κατά συνέπεια, ήταν αδύνατον να ασκήσει δυναμική πολιτική προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι ίδιες συνθήκες ίσχυσαν και για τις επόμενες κυβερνήσεις των Νικολάου Στράτου και Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, που δεν κατόρθωσαν να αποσοβήσουν την επερχόμενη Καταστροφή και να διασφαλίσουν τη ζωή και την περιουσία των Ελλήνων Μικρασιατών.
Στο ερώτημα αν ήταν το σχέδιο για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία ή χίμαιρα η απάντηση θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: θεωρητικώς ναι, ήταν μια χαμένη ευκαιρία, πρακτικώς ήταν μάλλον μια χίμαιρα, διότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση, από όλες τις απόψεις, να επιβάλλει τη θέληση της στους Τούρκους και τους Συμμάχους και να προληφθεί η Μεγάλη Εθνική Καταστροφή που στοίχισε τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μετά από μια αδιάκοπη, λαμπρή παρουσία στην περιοχή για παραπάνω από 3.000 χρόνια.
Βιβλιογραφία:
1) “Βασίλης Τζανακάρης, ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ, Εκδόσεις “Μεταίχμιο”, Αθήνα, 2007.
2) Ένθετο “Ιστορικά” (Εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”).
3) Δημήτριος Φωτιάδης, ΤΑ ΦΟΒΕΡΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ-ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, Εκδόσεις Φυτράκη, Αθήνα, 1974.
4) ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣ Μ. ΑΣΙΑΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ 1919-1922, εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα, 1967.
5) ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ, εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα, 1962
6) Αθ. Γεραμάνης, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ, Αθήνα, 1980.
7) ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΕΙΘΕΣΕΩΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, (Σεπτ. 1921 – Σεπτ. 1922), εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ, Αθήνα, 1960