Δαρβινισμός και χριστιανισμός: μια «αναγκαία» σχέση

Γιώργος Κρανιδιώτης, από το antifono.gr

Για το βιβλίο του François Euvé «Ο Δαρβίνος και ο χριστιανισμός – Αληθινές και ψεύτικες μάχες», μετάφραση: Ηρώ Διακάκη, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2019, σελίδες 256.

Η δαρβινική θεωρία της εξελίξεως, δεν αποτελεί απλώς μια επιστημονική επανάσταση· εισάγει μια ολοκληρωτικά νέα κοσμοαντίληψη, η οποία θραύει το νήμα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής οντολογίας. Τούτο γίνεται αμέσως αντιληπτό, αρκεί κανείς να αντιπαραβάλει τα παρακάτω δύο αποσπάσματα: το πρώτο είναι από την «Μεταφυσική Πραγματεία» του Leibniz, ενός κλασσικού εκπροσώπου της δυτικής μεταφυσικής, και το δεύτερο από το κεφαλαιώδες έργο του Δαρβίνου «Καταγωγή των Ειδών». Γράφει, λοιπόν, ο Leibniz: «Όλοι όσοι βλέπουν τη θαυμαστή κατασκευή των ζώων, οδηγούνται στην αναγνώριση της σοφίας του δημιουργού των πραγμάτων· και συμβουλεύω αυτούς που έχουν κάποια αίσθηση της ευσέβειας κι ακόμη της αληθινής φιλοσοφίας, να απομακρυνθούν από τα λόγια ορισμένων αλαζονικών πνευμάτων, που λένε ότι βλέπουμε γιατί έτυχε να έχουμε μάτια, χωρίς τα μάτια να έχουν γίνει για να βλέπουμε. Όταν έχει κανείς σοβαρά αυτή τη γνώμη που τα αποδίδει όλα στην αναγκαιότητα της ύλης ή σε κάποια τύχη … είναι δύσκολο να αναγνωρίσει ένα νοήμονα δημιουργό της φύσης».1

 Ο δε Δαρβίνος γράφει: «Είναι ενδιαφέρον να κοιτάζει κανείς μια δύσβατη όχθη, σκεπασμένη με πολλά φυτά πολλών ειδών, με πουλιά να τραγουδούν πάνω στους θάμνους, με διάφορα έντομα να πετούν γύρω γύρω και με σκουλήκια να έρπουν μες στην υγρή γη, και να συλλογίζεται ότι αυτές οι περίτεχνα φτιαγμένες μορφές, τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη και εξαρτώμενες η μία από την άλλη με τόσο περίπλοκο τρόπο, έχουν όλες παραχθεί από νόμους που ενεργούν γύρω μας».2 Κατά τον Δαρβίνο, οι νόμοι αυτοί είναι: α) ανάπτυξη με αναπαραγωγή, β) κληρονομικότητα, γ) μεταβλητότητα από την επενέργεια των συνθηκών της ζωής και από χρήση ή αχρησία, και δ) μεγάλος αριθμός αύξησης – αγώνας για ζωή – φυσική επιλογή – εξάλειψη των λιγότερο βελτιωμένων μορφών. Και συνεχίζει: «Έτσι, από τον πόλεμο της φύσης, από πείνα και θάνατο, προέρχεται άμεσα το πιο θαυμάσιο αποτέλεσμα που είμαστε ικανοί να συλλάβουμε, δηλαδή η παραγωγή των ανώτερων ζώων. Υπάρχει μεγαλείο σε αυτή την άποψη της ζωής, με τις διάφορες δυνάμεις της, που εμφυσήθηκαν αρχικά από τον Δημιουργό σε λίγες μορφές ή μόνο σε μία, και που, ενώ αυτός ο πλανήτης συνεχίζει να περιστρέφεται σύμφωνα με τον σταθερό νόμο της βαρύτητας, από μία τόσο απλή αρχή έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται ατέλειωτες μορφές, ολοένα και πιο ωραίες και πιο θαυμαστές».3

Ανάμεσα στη δαρβινική θεωρία και τη θρησκεία, οι πιθανές σχέσεις είναι οι εξής τέσσερις: Πρώτη, η συγκρουσιακή: η δαρβινική θεωρία και η θρησκεία είναι θεμελιωδώς ασύμβατες. Τη θέση αυτή προβάλλουν ορισμένοι επιστήμονες όπως ο Dawkins και χριστιανοί φονταμενταλιστές, οπαδοί του «δημιουργισμού». Δεύτερη, η ανεξαρτησία: τα αφηγηματικά επίπεδα της δαρβινικής θεωρίας και της θρησκείας διαχωρίζονται ριζικά· πρόκειται για δύο σφαίρες εντελώς διαφορετικές. Η θρησκεία αφορά μόνο στην πνευματική – εσωτερική ζωή των ανθρώπων ή στην ηθική, δεν προσφέρει καμία γνώση του σύμπαντος. Η θέση αυτή κρίνεται ως ανεπαρκής, διότι συρρικνώνει τον χριστιανισμό. Τρίτη, η σύνθεση: η σύγκλιση μιας ιστορικής θεώρησης της ζωής με τη χριστιανική ιστορία της σωτηρίας, την οποία επεχείρησε ο σπουδαίος Γάλλος Ιησουίτης παλαιοντολόγος, γεωλόγος, θεολόγος και φιλόσοφος Pierre Teilhard de Chardin. Το πρόβλημα αυτής της θέσεως είναι ότι σιωπηρά τοποθετεί την επιστήμη πάνω από τη χριστιανική παράδοση, άλλως ειπείν αναβιβάζει την επιστήμη σε τελικό κριτήριο της αληθείας. Μάλιστα, ανάγει σε εσχάτη αλήθεια μία επιστημονική θεωρία, πράγμα που επιστημολογικώς επιδέχεται κριτική. Τετάρτη, ο κριτικός διάλογος που σέβεται την αυτονομία των εταίρων, η συζήτηση όπου ο ένας εταίρος δεν επωφελείται σαν εκ των προτέρων ανώτερος του άλλου, θεωρώντας εαυτόν σαν υπερτάτη αρχή. Παλαιότερα, η Θεολογία θεωρούσε εαυτήν σαν οριστική αναφορά κάθε αληθινής γνώσης. Σήμερα, ο επιστημονισμός απορρίπτει κάθε άλλη αυθεντία πλάι στην επιστήμη, επιζητώντας την ολοκληρωτική της επέκταση και κατίσχυση.

Η δαρβινική άποψη πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά. Έχουμε περάσει σε έναν άλλο χώρο αναπαράστασης από αυτόν μέσα στον οποίον συντάχθηκαν τα μεγάλα θρησκευτικά μας κείμενα. Μέσα σε αυτόν τον χώρο, πρέπει να εκφρασθεί σήμερα η χριστιανική πίστη, όχι με αναθεώρηση του δόγματος, αλλά του τρόπου που λέγεται το δόγμα. Και τούτο διότι ορισμένες παλαιές κατηγορίες, όπως αυτές της αριστοτελικής μεταφυσικής, δεν γίνονται πια παραδεκτές. Απαιτείται η ανανέωση της θεολογίας μέσω μιας προσεκτικότερης ανάγνωσης της Βίβλου. Κάποιες εκφράσεις της Γραφής είναι κληροδοτήματα συγκεκριμένης εποχής, συνδεδεμένα με μια ιδιαίτερη θεώρηση του κόσμου. Οι φονταμενταλιστικές αναγνώσεις, όπως αυτές των οπαδών του δημιουργισμού είναι άραγε όντως «κυριολεκτικές»; Στην πραγματικότητα, δεν σέβονται το γράμμα του βιβλικού κειμένου, αλλά διαβάζουν μέσω ενός πλέγματος του οποίου δεν αντιλαμβάνονται τον κατασκευασμένο χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όσο δεν έχει φθάσει το «πλήρωμα του χρόνου», η ματιά μας παραμένει ατελής, σκοτεινή, ψηλαφώσα.

Μετά από κάποιες αποτυχημένες δοκιμές προς την πλευρά της Ιατρικής, ο Δαρβίνος εστράφη προς τις φυσικές επιστήμες. Για κάποιο διάστημα, σκεπτόταν να γίνει κληρικός, όχι από θρησκευτική κλίση, αλλά για να έχει ένα καλό εισόδημα, να εγκατασταθεί στην εξοχή και να επιδοθεί απερίσπαστος στις φυσιοδιφικές του έρευνες. Για το λόγο αυτό, σπούδασε Θεολογία στο Cambridge. Μετά την αποφοίτησή του, συμμετείχε στην πενταετή εξερευνητική αποστολή του πλοίου “Beagle”, με το οποίο έκανε τον γύρο του κόσμου, συλλέγοντας πλήθος παρατηρήσεων. Στην προσωπική θρησκευτική διαδρομή του, διακρίνονται τρεις φάσεις: Αρχικώς, είναι οπαδός της κυριολεκτικής ανάγνωσης της Βίβλου, έπειτα εγκολπώνεται τον ντεϊσμό, για να καταλήξει στον σκεπτικιστικό αγνωστικισμό. Η τελική του προσχώρηση είναι αποτέλεσμα τριών λόγων: Πρώτον, ανακαλύπτοντας τη φυσική επιλογή, συμπέρανε ότι δεν είναι αναγκαίος κάποιος Δημιουργός για την ανάδυση νέων ειδών ή την εμφάνιση καινούριων οργανισμών, και ότι δεν υπάρχει τελικός σκοπός στη φύση. Δεύτερον, παρατηρώντας τις οδύνες του εμβίου κόσμου, τον αγώνα μέχρι θανάτου για την επιβίωση, τον αφανισμό των ειδών, θεώρησε πως όλα αυτά είναι ασύμβατα με την ιδέα ενός ελεήμονος και πανάγαθου Θεού. Τρίτον, συγκλονίσθηκε από τον θάνατο της εννιάχρονης κόρης του Άννας. Έκτοτε, δεν ξαναπήγε στην Εκκλησία, αλλά συνόδευε την οικογένεια του μέχρι την πόρτα και επέστρεφε στο σπίτι. Ωστόσο, δεν εκμυστηρεύθηκε ποτέ τον αγνωστικισμό του στη σύζυγό του Έμμα, που ήταν βαθιά θρησκευόμενη, για να μην την πληγώσει.

Πάντως, η απομάκρυνση του Δαρβίνου από τη θρησκεία δεν ήταν απόλυτη. Σε όλη του τη ζωή, βιώνει μια εσωτερική διαπάλη. Το γεγονός ότι δούλευε το κεφαλαιώδες έργο του «Η καταγωγή των ειδών» είκοσι ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δημοσιοποιεί τις απόψεις του, οφειλόταν αφενός στην επιστημονική εμμονή του – ήθελε να τεκμηριώσει τη θεωρία του με χίλια διακόσια πενήντα παραδείγματα – αφετέρου στις τύψεις και ενοχές που ένιωθε, καθώς έβλεπε τον εαυτό του σαν «ιερωμένο του Διαβόλου». Στην πέμπτη έκδοση της «Καταγωγής των ειδών», το 1872, και ενώ έχουν ήδη εκδηλωθεί αντιδράσεις εναντίον της θεωρίας του από τους θρησκευομένους, ο Δαρβίνος επιθυμεί και επιχειρεί ένα συμβιβασμό. Γράφει: «Δεν βλέπω βάσιμο λόγο γιατί οι απόψεις που διατυπώθηκαν σε αυτόν τον τόμο θα μπορούσαν να θίξουν τα θρησκευτικά αισθήματα οποιουδήποτε. Είναι ικανοποιητικό καθώς αυτό δείχνει πόσο παροδικές είναι τέτοιες εντυπώσεις, να θυμηθούμε ότι η πιο μεγάλη ανακάλυψη που έγινε ποτέ από τον άνθρωπο, δηλαδή ο νόμος της βαρύτητας, δέχτηκε επίθεση από τον Leibniz, σαν «ανατρεπτική της φυσικής και συμπερασματικά και της αποκεκαλυμμένης θρησκείας». Ένας διάσημος συγγραφέας και κληρικός μού έγραψε ότι «έμαθε βαθμιαία να βλέπει ότι είναι το ίδιο ευγενική η αντίληψη να πιστεύει ότι η θεότητα δημιούργησε λίγες αρχικές μορφές ικανές για αυτοανάπτυξη σε άλλες και αναγκαίες μορφές»».4 Ακόμη, όταν ο Μαρξ, που θαύμαζε τον Δαρβίνο, του πρότεινε να του αφιερώσει την αγγλική έκδοση του «Κεφαλαίου», ο Δαρβίνος αρνήθηκε ευγενικά, επικαλούμενος άγνοια του αντικειμένου της Πολιτικής Οικονομίας· στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να συνδεθεί το όνομά του έτι περαιτέρω με αντιθρησκευτικές διδασκαλίες.

Δημιούργησε η δαρβινική θεωρία προβλήματα στη θρησκευτική οπτική του κόσμου; Αναμφίβολα, ναι!  Πρώτον, αμφισβητείται η βιβλική χρονολόγηση και η κυριολεκτική ανάγνωση της Γενέσεως. Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι η κριτική , μη-κυριολεκτική ανάγνωση της Βίβλου αρχίζει από τον 17ου αιώνα, τον δε 19ο αιώνα επιβάλλεται ευρέως, παρά τις αντιστάσεις, κυρίως από τους Καθολικούς. Δεύτερον, ο Θεός παύει να έχει ρόλο στις φυσικές διαδικασίες· η ποικιλία των ειδών προκύπτει από το ελεύθερο παιχνίδι των τυχαίων μεταβολών και της φυσικής επιλογής. Τρίτον, η τυχαιότητα αναβιβάζεται σε θεμέλιο του κόσμου, συνεπώς καταπίπτει η Πρόνοια. Τέταρτον, η Ανθρωπότητα δεν δημιουργήθηκε απ’ ευθείας από τον Θεό, αλλά προήλθε από το ζωικό βασίλειο, όπερ σημαίνει την εγγύτητα ανθρώπου και ζώου, με τις ανάλογες ηθικές συνέπειες. Πέμπτον, αλλάζει η προσέγγιση της ανθρώπινης ιστορίας. Η ιστορία έχει μεν δραματικό χαρακτήρα, αλλά η αταξία αυτή δεν απορρέει από την ανθρώπινη κακία, είναι γεγονός της φύσης· ο θάνατος προϋπάρχει του προπατορικού αμαρτήματος και του ανθρώπου. Έκτον, καταρρέει η τελολογία και κατ’ επέκτασιν η εσχατολογία και η ελπίδα.

Η υποδοχή του Δαρβίνου από τον χριστιανικό κόσμο δεν ήταν ομοιογενής ούτε συνολικά αρνητική. Όλοι συμφωνούν στην αποκήρυξη μιας αυστηρά υλιστικής ανάγνωσης της εξέλιξης, αλλά από εκεί και πέρα, οι γνώμες διίστανται. Κάποιοι βλέπουν τον Θεό επί το έργον στην εξελικτική διαδικασία, άλλως ειπείν ο κόσμος εξελίσσεται μεν, αλλά σύμφωνα με το σχέδιο που συνέλαβε η Θεία Σοφία. Ενδιαφέρουσα είναι η δήλωση του πάπα Ιωάννη – Παύλου ΙΙ το 1996, όπου αποδέχεται τη θεωρία της εξελίξεως ως κάτι «περισσότερο από υπόθεση». Εν τούτοις, προκειμένου να διαφυλάξει την ξεχωριστή αξία του ανθρώπου, ανατρέχει στην παραδοσιακή έννοια της ψυχής, εισάγοντας ένα «οντολογικό άλμα» στην εξελικτική συνέχεια: το σώμα προέρχεται από την προϋπάρχουσα ζωντανή ύλη, αλλά η πνευματική ψυχή δημιουργείται απευθείας από τον Θεό. Τοιουτοτρόπως, διακρατεί για την ψυχή μία ούτως ειπείν ειδική δημιουργία. Όμως, σε αυτή τη θέση ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός δυϊσμού πλατωνικής ή πλωτινικής υφής που στερείται ερεισμάτων στη βιβλική παράδοση.

Εξ αρχής, η δαρβινική θεωρία χαρακτηριζόταν από τη δυνατότητα επέκτασής της και σε άλλους τομείς, πέραν του αρχικού πεδίου εφαρμογής της. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε και από τους ιδεολόγους της προόδου, οι οποίοι έβλεπαν το εξελικτικό μοντέλο να είναι σε τέλεια σύμπνοια με τις προσδοκίες του Διαφωτισμού, και από τους απολογητές του Καπιταλισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού, υπό τη μορφή του κοινωνικού δαρβινισμού του Spencer, και από τους οπαδούς της Ευγονικής, που επεδίωκαν τη βιολογική «βελτίωση» του ανθρωπίνου είδους.

Ως αντίδραση στον δαρβινισμό, αναπτύσσεται στις ΗΠΑ ο «δημιουργισμός». Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αντιδράσεις προήλθαν αρχικώς από προοδευτικούς κύκλους. Το 1925 διεξάγεται στο Tennessee η πρώτη «Δίκη των Πιθήκων». Ένας δικηγόρος ονόματι Bryan μήνυσε ένα δάσκαλο ονόματι Scopes που δίδαξε στο σχολείο του τη θεωρία της εξελίξεως. Ποίος ήταν, όμως, αυτός ο Bryan; Μήπως κάποιος δεξιός ή φανατικός χριστιανός; Όχι! Ήταν ένας κοινωνικά και πολιτικά προοδευτικός άνθρωπος, θιασώτης της ψήφου των γυναικών, αντι-ιμπεριαλιστής και ειρηνιστής. Συγκρατώντας την σπενσερική ερμηνεία, έβλεπε τον δαρβινισμό σαν ένα εργαλείο ιδεολογικής δικαιολόγησης του ιμπεριαλισμού και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους κεφαλαιοκράτες.

Έπειτα, ο δημιουργισμός υιοθετείται από τον δεξιό θρησκευτικό φονταμενταλισμό, αλλά υποχωρεί λόγω της επιστημονικής ανεπάρκειας των επιχειρημάτων του. Μία νέα οξυδερκέστερη εκδοχή εμφανίζεται: ο «ευφυής σχεδιασμός» (intelligent design). Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, η μακρο-εξέλιξη, δηλαδή οι μεταβάσεις ανάμεσα στα είδη, δεν είναι δυνατόν να είναι απόρροια μόνο του παιχνιδιού των φυσικών δυνάμεων· υπάρχει ένας ευφυής σχεδιαστής. Το πρόβλημα αυτής της συλλογιστικής είναι ότι ακολουθεί μία μη-επιστημονική πορεία, αν θεωρήσουμε την επιστήμη ως προσπάθεια εξήγησης των φαινομένων χωρίς προσφυγή σε εξω-επιστημονικές αρχές. Η «ακατάβλητη πολυπλοκότητα» των σωματικών οργάνων, π.χ. του οφθαλμού, μπορεί να εξηγηθεί στο μέλλον. Επιπλέον, ακόμη κι αυτός ο θαυμαστός ανθρώπινος οφθαλμός δεν είναι τέλειος· κατά την εξέταση της ανατομίας και της φυσιολογίας του, αναδεικνύονται κατασκευαστικές ατέλειες!

Η σοβαρότερη απόπειρα σύνθεσης δαρβινισμού και χριστιανισμού είναι η διδασκαλία του Pierre Teilhard de Chardin. Η εξέλιξη, βεβαίως, υπάρχει, αλλά έχει νόημα, υπακούει σε μια εσωτερική λογική. Συγκεκριμένα, διέπεται από τον «νόμο της πολυπλοκότητας – συνειδητότητας», σύμφωνα με τον οποίο λαμβάνει χώρα μία βαθμιαία άνοδος της συνειδήσεως, που στον άνθρωπο φθάνει στο απόγειό της. Το Σύμπαν είναι ενιαίο και εξελισσόμενο, ή ακριβέστερα ανελισσόμενο, από την ανόργανη ύλη προς τον άνθρωπο· άλλως ειπείν, το Σύμπαν ανυψώνεται σταδιακά προς την Ενότητα, η οποία ταυτίζεται με τη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός εμπλέκεται στην Ιστορία· με την Ενσάρκωσή Του γίνεται, από υπερβατικός, εν μέρει εγκόσμιος.

Αναβιβάζοντας το ρόλο του τυχαίου και της ενδεχομενικότητας, η δαρβινική θεωρία δεν πλήττει μόνο τη θρησκευτική θεώρηση του κόσμου ως καθοδηγούμενου από μία καλόβολη Πρόνοια· υποσκάπτει, επίσης, τον μηχανιστικό ντετερμινισμό. Το νευτώνειο κοσμοείδωλο που χαρακτηριζόταν από τη μονιμότητα των κοσμικών κύκλων και τον μεγαλοπρεπή προγραμματισμό των κανονικοτήτων της φύσης αντικαθίσταται από το δαρβινικό, όπου κυριαρχούν η ιστορική ενδεχομενικότητα, τα σύνθετα συστήματα, και η ανάδειξη απρόβλεπτων μορφών.

Ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν αποτελεί τη μόνη δυνατή ηθική προέκταση της θεωρίας της εξελίξεως· ο βιολογικός αλτρουισμός είναι ένας άλλος δρόμος. Πράγματι, στη φύση, παρατηρούμε ότι υπάρχουν «κοινωνικά ζώα», ότι εκδηλώνονται τάσεις συμβίωσης ή και συμπεριφορές αυτοθυσίας για το καλό της ομάδας. Βλέπουμε δηλαδή να αναδύεται μία εξελικτική ηθική, η οποία, όμως, τελικά υπηρετεί έναν συλλογικό εγωισμό, ήτοι την επιβίωση της ομάδας. Ποτέ  δεν προχωρούν τα ζώα στο λεγόμενο «μετα-συμβατικό» στάδιο, που αποτελεί ίδιον του ανθρώπου. Σε αυτό το στάδιο, το άτομο καθοδηγείται από ένα ακατανόητο ιδανικό, τη «βασιλεία της καλοσύνης», και βάζει την ανθρωπότητα πάνω από κοινότητα στην οποίαν ανήκει, π.χ. η ευαγγελική αγάπη για τους εχθρούς. Η εν λόγω συμπεριφορά δεν εξηγείται κοινωνιο-βιολογικά – νατουραλιστικά, δηλαδή με αναγωγή σε αποκλειστικά φυσικές αρχές. Όντας υπεύθυνος για τις πράξεις του, ο άνθρωπος δεν εντάσσεται απλώς παθητικά σε έναν φυσικό ντετερμινισμό. Η ελεύθερη βούληση και ειδικά οι εκδηλώσεις αλτρουισμού που υπερβαίνουν τον συλλογικό εγωισμό δεν μπορούν να ερμηνευθούν με διαδικασίες προερχόμενες από τη λειτουργία της φύσης.

Η θεωρία της εξελίξεως δίνει το έναυσμα για μία κριτική της φυσικής θεολογίας, τουτέστιν της θεολογίας που βλέπει τον Θεό στην τάξη του Σύμπαντος, και για τη μετάβαση σε ένα νέο θεολογικό «παράδειγμα», όπου η Ιστορία παίζει τον κεντρικό ρόλο. Το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει τον τρόπο που ενεργεί ο Θεός περισσότερο απ’ ό,τι οι ανθρώπινες μεταφυσικές κατασκευές που προσπαθούν τα μέγιστα να εκλογικεύουν, και παρουσιάζουν τον Θεό πιο πολύ σαν έναν κοσμικό ωρολογοποιό παρά σαν αποκαλυπτόμενο. Συχνότατα, οι συζητήσεις περί επιστήμης και θρησκείας εγκλωβίζονται στην οπτική ενός «Θεού – σχεδιαστή», είτε για να τον απαρνηθούν, όπως ο υλιστικός δαρβινισμός, είτε για να τον επιβεβαιώσουν, όπως η διδασκαλία του «ευφυούς σχεδιασμού». Όμως, ο χριστιανικός Θεός δεν είναι ο Θεός «ωρολογοποιός» των ντεϊστών, που δικαίως απορρίφθηκε από τους δαρβινιστές· είναι ο Θεός που εγγράφεται σε μια πραγματική ανταλλαγή με τον κόσμο, ιδιαίτερα με την ανθρωπότητα. Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία του γίγνεσθαι, της ιστορίας, του απολύτου μέλλοντος.

Η επιστημονική επανάσταση που προήλθε από το έργο του Δαρβίνου ξεπερνά τα όρια των βιολογικών επιστημών, απευθύνεται στη φιλοσοφία , την ιστορία, την πολιτική επιστήμη, στο σύνολο των ανθρωπιστικών επιστημών. Γεννάται, έτσι, ο πειρασμός να καταστεί ο Δαρβινισμός μία νέα θρησκεία, «επιστημονικότερη» από την παλιά.

Συμπερασματικά, το βιβλίο του Euvé δεν είναι ένα βιβλίο απολογητικό, είτε κατά της θεωρίας της εξελίξεως, είτε υπερασπιζόμενο τη σύνθεση χριστιανισμού και δαρβινισμού. Είναι ένα βιβλίο που θεωρεί ότι η θεωρία της εξελίξεως – παρά την κριτική που της ασκείται στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας – αποτελεί μια σωστή βάση περιγραφής του κόσμου, ενώπιον της οποίας ο χριστιανισμός πρέπει να αναθεωρήσει, όχι το δόγμα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο λέγεται το δόγμα.

Δεν υπάρχουν μόνο δύο αντίθετες απόψεις: επιστήμη vs. Δημιουργία. Απαιτούνται γονιμότερες σκέψεις, για την πραγματοποίηση μιας πραγματικής ανταλλαγής, μακριά από τις ιδεολογίες που θέλουν να τα συμπεριλάβουν όλα. Βρισκόμαστε πλέον σε έναν πληθυντικό κόσμο. Καμιά αρχή δεν μπορεί να αξιώσει ότι αυτή μόνη κατέχει την αλήθεια. Όπως γράφει ο Karl Rahner, «το να υποστηρίζουμε ότι από μία και μοναδική πηγή απορρέει το σύνολο της εμπειρίας και της γνώσης είναι αντίθετο προς την καθολική πίστη». Η γνώση είναι μια διαδικασία τελειοποιούμενη επ’ αόριστον. Ο χριστιανισμός δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία, ένα κλειστό σύστημα που απολυτοποιεί μια πλευρά της πραγματικότητας.

Κλείνοντας, ας λάβουμε υπόψη μας ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας βρίσκονταν σε γόνιμο διάλογο με τις επιστήμες του καιρού τους. Αρκεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» για να διαπιστώσει, αφενός την πλήρη οικειοποίηση της αριστοτελικής ψυχολογίας και της γαληνικής ανατομίας και φυσιολογίας από τον συγγραφέα, αφετέρου την ταπεινοφροσύνη και τη μετριοπάθεια που διέπουν τη διατύπωση των διδασκαλιών του – όπως φαίνεται από τη συχνότατη χρησιμοποίηση των εκφράσεων «δοκεῖ μοι» (μου φαίνεται), «οἶμαι» (νομίζω). Οποία αντίθεση με την αλαζονική βεβαιότητα δημοσίων τοποθετήσεων συγχρόνων κληρικών και λαϊκών! Όπως τονίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Εἰ δέ τι καὶ παρὰ τῶν ἔξωθεν χρήσιμον καρπώσασθαι δυνηθείημεν, οὐ τῶν ἀπηγορευμένων ἐστί. Γενώμεθα δόκιμοι τραπεζῖται τὸ μὲν γνήσιον καὶ καθαρὸν χρυσίον σωρεύοντες, τὸ δὲ κίβδηλον παραιτούμενοι. Λάβωμεν λόγους καλλίστους … πλείστην γὰρ ἐξ αὐτῶν ἰσχὺν κτήσασθαι δυνηθείημεν».5

* Πτ. Ιατρικής, πτ. Φιλοσοφίας, Δρ. Ιατρικής, ΜΔΕ Ιστορίας της Φιλοσοφίας

1           G. W. Leibniz, «Μεταφυσική Πραγματεία», μετάφραση Π. Καϊμάκη, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 89.

2           C. Darwin, «Η καταγωγή των ειδών», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών – ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Το Βήμα», Αθήνα, 2009, τόμος Β’, σ. 206.

3           Αυτόθι, σσ. 206-7.

4           Αυτόθι, σ. 198.

5 Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», κεφ. 90ό.

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *