Η προσέγγιση του ελληνοϊταλικού πολέμου από τη ναζιστική Γερμανία

Χρήστος Μουτσούρης

Εισαγωγή

Το άρθρο αυτό έχει σκοπό να αναδείξει κάποιες πολύ σημαντικές όψεις του θέματος του Ελληνοιταλικού πολέμου και της θέσης του στο γενικότερο ιστορικό γίγνεσθαι, τόσο ως αυτοτελές γεγονός, για αυτό και, χρονικά θα εξετάσει κυρίως το πρώτο διάστημα των εχθροπραξιών, μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του 1940, όσο και τοποθετημένο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο αρχίζει από την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία (30-1-1933). Ας τονιστεί σε αυτό το σημείο, ότι το προτεινόμενο χρονικό πλαίσιο είναι χονδροειδές και σχηματικό και αυτό γίνεται για τις ανάγκες του άρθρου. Στόχος είναι πέρα από μια απλή ιστορική παρουσίαση και ανάλυση των κυριότερων γεγονότων, να καταδειχθούν πτυχές των σχέσεων των καθεστώτων του Βερολίνου, της Ρώμης και της Αθήνας, οι οποίες δεν είναι τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό: Ποιά ήταν η θέση της Γερμανίας για το ιταλικό τελεσίγραφο; Ποιοι παράγοντες την υπαγόρευσαν;

Ιστορική ανασκόπηση των σχέσεων της Γερμανίας με την Ελλάδα και την Ιταλία.

Εδώ θεωρείται αναγκαίο να τονιστούν κάποιες πάρα πολύ σημαντικές κοινές παράμετροι στην ιστορική και κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της Γερμανίας με τις δύο άλλες εξεταζόμενες χώρες: Και στις τρείς περιπτώσεις, οι έννοιες Ελλάδα, Γερμανία και Ιταλία υπήρχαν μέχρι τον 19ο αιώνα μόνο ως γεωγραφικοί(Γερμανία και Ιταλία) ή εθνικοί και γεωγραφικοί χώροι (Ελλάδα) και όχι ως κρατικές οντότητες. Πολύ σημαντική, και ιδιαίτερα επεξηγηματική των αιτίων εμφάνισης φασιστικών κινημάτων στη Γερμανία και την Ιταλία θεωρείται μια μελέτη του Reinhard Kuhnl[1]. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η άνοδος και εγκαθίδρυση φασιστικών κινημάτων στις δύο αυτές χώρες εν προκειμένω στηρίχτηκαν στα εξής:

Η κοινωνική τους βάση αποτελείται κατεξοχήν, από στρώματα και ομάδες οι οποίες είχαν τεθεί στο περιθώριο, σαν αποτέλεσμα κοινωνικών κρίσεων (μικρομεσαίοι, κατώτεροι δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, άνεργοι, μικροαγρότες, νέοι). Αυτές μετακινούνται στις εκλογές αντίθετα με τους κρατούντες. Έτσι, βήμα-βήμα ενεργοποιούνται οι κοινωνιολογικές διαδικασίες εμφάνισης της μεσαίας τάξης. Στίς συγκεκριμένες περιπτώσεις, η διαδικασία αυτή, ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα απότι στα άλλα σύγχρονα κράτη. Εκτός τούτου, στις δύο αυτές χώρες ο σχηματισμός των αντίστοιχων εθνών έγινε πολύ πιο αργά, από ότι στις άλλες περιπτώσεις των μεγάλων κρατών του Δυτικού κόσμου (Βρετανία, Γαλλία,). Επίσης εκεί άργησε σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη, να πραγματοποιηθεί η Βιομηχανική Επανάσταση, με συνέπεια οι κοινωνίες να παραμείνουν για πολύ μεγαλύτερο διάστημα αγροτικές. Ούτε μεγάλα αποικιακά κράτη υπήρξαν αυτές οι δύο χώρες σε σχέση με τις άλλες. Αυτό ήταν καθοριστικό μειονέκτημα ως προς την αντιμετώπιση της Κρίσης του 1929-30, διότι ούτε να προμηθευτούν φτηνές πρώτες ύλες, ούτε να προωθήσουν τα βιομηχανικά τους προιόντα μπορούσαν. Ένα πολύ σοβαρό στοιχείο το οποίο διαμόρφωσε το απαραίτητο έδαφος για την αναρρίχηση των Μουσσολίνι και Χίτλερ, είναι πως υποσχέθηκαν να προσπαθήσουν να ανταγωνιστούν τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και να δημιουργήσουν αποικιακά κράτη.

Η κεντρική έννοια η οποία εμπεριέχει τις σχετικές αντιλήψεις των Εθνικοσοσιαλιστών για αυτό το ζήτημα και σε αυτήν στήριξαν τους επιθετικούς τους πολέμους, είναι η θεωρία του ζωτικού χώρου (Lebensraumtheorie)[2]). Ιδιαίτερα στις Ανατολικές χώρες, οι Εθνικοσοσιαλιστές στηρίχτηκαν στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού Γερμανοφώνων (Volksdeutschen). Η θεωρία αυτή, μαζί με το ρατσισμό, κατείχε ξεχωριστή θέση στην εθνικοσοσιαλιστική εξωτερική πολιτική. Ο όρος «ζωτικός χώρος» χρησιμοποιείται πριν από τον Χίτλερ, από τον εμπνευστή της «γεωπολιτικής» Friedrich Ratzel το 1897. Σύμφωνα με την άποψη του, οι λαοί και τα κράτη μοιάζουν με οργανισμούς οι οποίοι χρειάζονται χώρο να ζήσουν και να μεγαλώσουν. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από αδιάκοπο αγώνα, όπου επιβάλλεται το ισχυρότερο έθνος. Η διαφορά σε σχέση με τους γνωστότερους διαδόχους του, τον Σουηδό Rudolf Kjellen, τον Βρετανό Halford Mackinder και το Γερμανό Karl Haushofer, ήταν ότι ο Ratzel υποστήριζε ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να επεκταθούν και στην Ευρώπη αλλά και υπερπόντια, ενώ οι άλλοι υποστήριζαν την επέκταση στην Αν. Ευρώπη. Μάλιστα, ο Mackinder έλεγε ότι όποιος κατέχει τον ευρασιατικό χώρο, θα κυριαρχούσε παγκόσμια, διότι τα ατέρμονα βάθη της Ανατολής αποτελούν την καρδιά της Ευρώπης.

Πιθανότατα ο Χίτλερ ασπαζόταν αυτές τις θέσεις κυρίως του Haushofer, τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά μέσω του Ρούντολφ Ές. Πιθανόν όμως και να ενστερνιζόταν την ευρύτατα -από την αρχή του 19ου αι.- διαδεδομένη στη γερμανική ιστοριογραφία, δημοσιογραφία και λογοτεχνία, άποψη να συνεχιστεί η γερμανική μετακίνηση προς Ανατολάς, που είχε διακοπεί κατά τον Μεσαίωνα.

Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και η ακόλουθη ατυχέστατη διατύπωση από το Mein Kampf: «Αν κάποιος ήθελε να κερδίσει έδαφος στην Ευρώπη, αυτό μπορούσε να γίνει μόνο σε βάρος της Ρωσίας, τότε θα έπρεπε η καινούργια αυτοκρατορία να πορευτεί ξανά στην οδό των παλιών ιπποτών, προκειμένου να παράσχει με το γερμανικό σπαθί, το έδαφος για το γερμανικό αλέτρι και την ημερήσια τροφή για το έθνος».

Ο Χίτλερ είχε σίγουρα πειστεί για την ανάγκη να κερδισθεί ζωτικός χώρος σε βάρος της Ρωσίας, προς Ανατολάς, «Αλλά ,αν μιλάμε σήμερα για νέο έδαφος στην Ευρώπη μπορούμε να σκεπτόμαστε μόνο τη Ρωσία και τις υποταγμένες σε αυτή χώρες». Σε αυτόν τον στόχο καθυπέταξε όλη την εξωτερική του πολιτική. Στο πλαίσιο –εξάλλου- της ακύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ήθελε πρώτα να απομονώσει πολιτικά τη Γαλλία και να ακολουθήσει η στρατιωτική της εξουθένωση.

Αυτή η επιλογή συμμάχων δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920 στα δεξιά κόμματα. Η Βρετανία είχε δυσφημιστεί από τη γερμανική προπαγάνδα του πολέμου και η Ιταλία είχε μισηθεί γιατί το 1915 μπήκε στον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία και την Αυστρία και από τότε κατέχει το Νότιο Τιρόλο.

Ο Χίτλερ αντιπαρέταξε τα εξής επιχειρήματα:

Η Ιταλία υπό τον Μουσσολίνι, τον οποίο παρομοίαζε με τον Βίσμαρκ, άλλαξε προς το καλύτερο. Η Αγγλία, την οποία θαύμαζε σαν αποκιοκρατική δύναμη, δε θα αντιδρούσε στο να γίνει η Γερμανία αποικιοκρατική δύναμη αν η τελευταία εγγυούνταν τη συνέχιση της βρετανικής αυτοκρατορίας και εγκατέλειπε την προσπάθειά της να ξανακερδίσει τις γερμανικές αποικίες.

Με τις Η.Π.Α. και την Πολωνία, ασχολείται πολύ λίγο στο Mein Kampf. Κυρίως ασχολείται με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία θεωρεί εβραϊκό δημιούργημα, που όμως είναι ώριμο να διαλυθεί, κατοικούμενο από τους επίσης κατώτερους Σλάβους. Ο Χίτλερ, υποστήριζε με θέρμη την άποψη που διατύπωνε και ο Franz Neuman στο έργο «Behemoth» ότι ο ρατσισμός αποτελούσε τη βάση του Εθνικοσοσιαλισμού.

Αλλά και μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας υπάρχουν – όσο κι αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως περίεργο και ξενίζει – πολλά κοινά σημεία. Πράγματι, στο γερμανόφωνο χώρο τιμάται ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. (Παλιότερα, ήταν υποχρεωμένοι οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να μαθαίνουν τους είκοσι πρώτους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας απέξω). Και η νεώτερη Ελληνική Ιστορία απολαμβάνει μεγάλης εκτίμησης στη Γερμανία. Κατά την Τουρκοκρατία αναπτύχθηκε εντονότατο φιλελληνικό ρεύμα. Αν βρεθεί κανείς στην Konigsplatz του Μονάχου, θα δεί τα ονόματα των αγωνιστών του 1821, γραμμένα σε μαρμάρινες κολώνες. Ο Όθωνας και η Αμαλία θάφτηκαν με τη φουστανέλα. Ακόμα, ο Β΄ Παγκόσμιος για τις δύο χώρες ειδικά, δεν τελείωσε το 1945 αλλά το 1949. Η ελληνική Αντίσταση κατά του Ναζισμού τιμάται πάρα πολύ. Ο πρώτος Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Theodor Heu? πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι του εκτός Γερμανίας στην Ελλάδα, για να τιμήσει τα θύματα του αγώνα. Το πρώτο Ινστιτούτο Goethe εκτός Γερμανίας, ιδρύθηκε το 1952 στην οδό Φειδίου, στην Αθήνα. ‘Εξάλλου, κατά την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας πολλοί Έλληνες δημοκράτες βρήκαν άσυλο στη Γερμανία, ενώ εκεί έγιναν και πολλές εκδηλώσεις αλληλλεγγύης.

Συνομιλία Μεταξά και του αρχιστρατήγου Παπάγου στο Ξενοδοχείο «Grande Bretagne», το οποίο στέγαζε το Γενικό Στρατηγείο

Β. Οι Ελληνογερμανικές επαφές πριν το ξέσπασμα του πολέμου

1. Η συνάντηση του Fussl

Σε αυτό το σημείο θεωρείται σκόπιμο να γίνει μια αναφορά [3] στο πως διαμορφωνόταν οι Ελληνογερμανικές σχέσεις τις παραμονές του Ελληνοιταλικού πολέμου.

Στις 25.8.1940, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο Ραγκαβής ειδοποιήθηκε να μεταβεί την επομένη στο Fussl της Αυστρίας κοντά στο Salzburg και σε μικρή απόσταση από το Obersalzerg της Βαυαρίας, όπου βρισκόταν η εξοχική χειμερινή κατοικία του Χίτλερ (Berghof), για να συναντήσει τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Joachim von Ribbentrop. (Ας τονιστεί εδώ ότι όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία η γερμανική πλευρά είχε πολύ πριν την 4η Αυγούστου 1936 επισημάνει ότι οι συνθήκες για την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα είχαν προ πολλού ωριμάσει. Η εγκαθίδρυση της έγινε δεκτή στη Γερμανία με μεγάλη ικανοποίηση διότι όχι μόνο ένα συγγενές καθεστώς – αν όχι φασιστικό- σίγουρα δεξιό αυταρχικό, εγκαθιδρύθηκε στην Ν.Α. Ευρώπη, αλλά και διότι δημιουργήθηκαν σαφείς προσδοκίες για σύμπραξη στην Άντικομιντερν, οι οποίες τελικά δεν επαληθεύτηκαν).

Κατά την ως άνω συνάντηση ο Ribbentrop ενημέρωσε τον Έλληνα πρέσβη σύμφωνα με το γερμανικό μνημόνιο, ότι η κυβέρνηση του διαιρούσε τις ευρωπαϊκές χώρες σε εκείνες που υποστήριζαν τον Άξονα και –από την άλλη πλευρά- σε αυτές που τάσσονταν με το μέρος της Αγγλίας, στις οποίες κατέτασσαν και την Ελλάδα διότι θεωρούσαν ότι είχε εγκαταλείψει την διακηρυγμένη ουδετερότητα της. Ως αποδείξεις ισχυροποιητικές των απόψεων τους αυτών, αναφέρει το μνημόνιο μεταξύ άλλων, την αποδοχή από την Ελλάδα των αγγλικών εγγυήσεων, τον εφοδιασμό των Βρετανών με πολεμικό υλικό και την παραβίαση από Ελληνικά πλοία, του ναυτικού αποκλεισμού της Βρετανίας. Η ελληνική στάση χαρακτηρίζεται από τον αρχηγό της γερμανικής διπλωματίας σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, ως ασύνετη.

Ο Ραγκαβής από την πλευρά του όπως αναφέρει στην έκθεση του, που αποτελεί το έτερο των κειμένων σχετικά με τη συνάντηση, αντέκρουσε τις γερμανικές αιτιάσεις. Αντέτεινε ότι ο πόλεμος βρήκε την Ελλάδα υπό βρετανική εγγύηση, ενώ η Γερμανία «ουδέν μας εζήτησεν» και, αφού συνεχίζει λέγοντας ότι κατάφερε με την παρρησία του και την προθυμία του να μεσολαβήσει, ώστε να διαλευκανθούν αυτά για τα οποία υφίστανται γερμανικές αιτιάσεις, να μετριάσει κάπως τον υπουργό, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:

α) Εφόσον ισχύει η εχθρική κατά τους Γερμανούς βρετανική εγγύηση, είναι τελείως ανεδαφικό να πλανάται η Ελλάδα με την εντύπωση ότι αυτοί θα μεσολαβήσουν στη Ρώμη, προς αποτροπή Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας. β) Απόλυτη πεποίθηση των Γερμανών είναι ότι θα επικρατήσουν οι δυνάμεις του ΄Αξονα, κάτι που θεωρούσαν ότι φαίνεται ξεκάθαρα από τα πράγματα. γ) Ο πρέσβης συστήνει, να μη λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα εκδηλώσεις μεροληπτικές υπέρ της Βρετανίας, πράγμα το οποίο θα θεωρείτο δυσμενές για τη Γερμανία.

(Η σημασία της συνάντησης αυτής είναι, κατά τον γράφοντα πάρα πολύ μεγάλη και δε θεωρείται ότι έχει ως τώρα επαρκώς επισημανθεί. Καταδεικνύεται ολοφάνερα για μια ακόμη φορά, ότι η Γερμανία ήθελε πάση θυσία να αποφύγει να εμπλακεί η Ελλάδα στον πόλεμο. Άραγε, εκείνοι που με το παραμικρό δαιμονοποιούν και χαρακτηρίζουν αφοριστικά και στο σύνολο του ένα λαό η τόπο ή μια πολιτική ιδεολογία ή παράταξη, ως «απολίτιστους που ζούσαν στις σπηλιές», «Ούννους», «βάρβαρους», «μιάσματα» κ.λ.π., για – όντως πολύ φρικαλέα-εγκλήματα που διαπράχθηκαν από αυτό το λαό ή τους οπαδούς αυτής της παράταξης (π.χ σχετικά με τον Ελληνικό εμφύλιο η εκατέρωθεν, εν πολλοίς ακόμα και σήμερα ισχύουσα, παρά τη σημαντική πρόοδο στις έρευνες για αυτό το θέμα, άποψη ότι μόνο η αντίπαλη παράταξη διέπραξε εγκλήματα η τουλάχιστο ήταν η αιτία του πολέμου) δεν έχουν ποτέ σκεφθεί το ενδεχόμενο κάποιας έστω μερικής αναθεώρησης των απόψεωντους; Μήπως τους διαφεύγει το γεγονός ότι αυτός ο λαός πλήρωσε πρώτα από όλα ο ίδιος για όλα αυτά; (Διαίρεση της Γερμανίας για 44 χρόνια, με συνέπεια ακόμα και τη διάλυση οικογενειών, φαινόμενα πάρα πολύ έντονα ειδικά μέχρι την ανάληψη της Καγκελλαρίας το 1969 από τον πρόεδρο της SPD Willy Brandt’ και προσωποποίηση του αγώνα του Γερμανικού λαού για δημοκρατία και ελευθερία, ενάντια στο φασισμό και μάλιστα κάτω από πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες διότι υπήρχε πολύ μεγάλη τρομοκρατία, που με την πολιτική της προσέγγισης των δύο Συνασπισμών-Ostpolitik- μπορεί να υποστηριχθεί ότι όχι μόνο έφερε κάποια βελτίωση έστω και με μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις για τους Δυτικούς, αλλά αν δεν είχε λάβει χώρα η αποκάλυψη ότι ο Γραμματέας του ήταν πράκτορας των Ανατολικών, γνωστή και ως σκάνδαλο Guilliaume με συνέπεια την παραίτηση του, πιθανόν η Γερμανική ενοποίηση και γενικότερα η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, να είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα και πιο ομαλά).

Η δολοφονία από αγνώστους δράστες (μάλλον Αλβανούς πράκτορες των Ιταλών) του στρατηγού Τελίνι και των συνεργατών του, στον δρόμο Κακαβιάς- Ιωαννίνων, έδωσε την αφορμή στον Μουσσολίνι για την προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας το 1923

2. Η κατάληψη της Κέρκυρας.

Πολύ ενδιαφέρον ιδιαίτερα για ορισμένες απόψεις που εκφράζονται σε αυτό και ενδεχομένως ξενίζουν πολλούς, είναι ένα βιβλίο του Heinz A. Richter [4]. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο κεφάλαιο για την πρώτη κρίση των Ελληνοιταλικών σχέσεων τον Αύγουστο του 1939 [5], η κυρίαρχη άποψη στην Ελλάδα για τον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940-41,ότι η Ίταλική επίθεση ήταν προ πολλού σχεδιασμένη, βρήκε την Ελλάδα απροετοίμαστη και γενικά ο πόλεμος αυτός ήταν αγώνας Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά έναν σκέτο, απλό μύθο. Η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας κάθε άλλο παρά καρπός ιδιαίτερης προετοιμασίας υπήρξε, οι Έλληνες είχαν έγκαιρα λάβει γνώση των Ιταλικών προθέσεων και πραγματοποιήσει την κατάλληλη προετοιμασία και γενικά, αυτή η αναμέτρηση δεν ήταν αγώνας Δαβίδ κατά Γολιάθ, αλλά περισσότερο μεταξύ δύο Δαβίδ.

Οι ρίζες αυτής της διαμάχης φτάνουν μέχρι το έτος 1923. Τότε,ο Μουσολίνι προσπάθησε να κατακτήσει την Κέρκυρα, αλλά οι Αγγλογάλλοι τον εμπόδισαν. Αυτός, φαίνεται πως δεν ξέχασε αυτή τη στάση. Πόσο τον επηρέασε το συγκεκριμένο περιστατικό, καθίσταται ολοφάνερο από μια μαρτυρία του η οποία μνημονεύεται από τον Υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του, Τσιάνο. Ακόμα και τον Αύγουστο του 1940, δήλωνε ότι οι Έλληνες απατώνται αν θεωρούν πως η υπόθεση αυτή έχει ξεχαστεί. Παραμένει ανοιχτή [6]. Στην πραγματικότητα, ο στόχος του ήταν να ιδρύσει μια αυτοκρατορία στη Μεσόγειο. Όσον αφορά την Ελλάδα, την Τουρκία και την Αίγυπτο, τις θεωρούσε κομμάτια ενός δακτυλίου δημιουργημένου από τους Βρετανούς, με σκοπό να τον περικυκλώσουν και –επομένως- τεχνητούς εχθρούς του. Καθοριστικές αιτίες για το γεγονός ότι, ακόμα και μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, η ιταλική πλευρά δεν επεδίωξε συμμαχία με την Ελλάδα, ήταν ο βαθιά ριζωμένος θυμός του Μουσολίνι για τη διαμάχη περί της Κέρκυρας και τα επεκτατικά του σχέδια. [7]

3. Η επίσκεψη του Γεώργιου στη Ρώμη

Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1937 ένα άλλο, σχετικά ασήμαντο, περιστατικό ερέθισε τους Ιταλούς. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του στη Μ. Βρετανία, ο – τότε – βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος ο 2ος επισήμανε ενώπιον του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Eden, ότι ελπίζει πως μια μέρα η Βρετανία θα βάλει τους Ιταλούς στη θέση τους. Η δήλωση αυτή έγινε γνωστή αμέσως στη Ρώμη από το Foreign Office, το οποίο τη μετέφερε στην εκεί Βρετανική Πρεσβεία. Μόλις την πληροφορήθηκαν μέσω της ιταλικής στρατιωτική μυστικής υπηρεσίας’ SIM’ (Servizio Informazioni MIlitari), ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο θύμωσαν πάρα πολύ, αν και – κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του στη Ρώμη – ο Γεώργιος προσπάθησε επίπονα να εξηγήσει στον Τσιάνο, ότι αν πραγματικά η Ιταλία γίνει μεγάλη δύναμη, δε χρειάζεται να μνημονεύει συνέχεια η κυβέρνηση της, την ως άνω δήλωση του.[8]

Φωτογραφία από την επίσκεψη Γκαίμπελς στην Ελλάδα

4. Η συνέχιση των επαφών Ελλάδας-Γερμανίας

Το Βερολίνο και η Αθήνα στο μεταξύ, συνέχιζαν τις εκατέρωθεν επαφές.

Ωστόσο, αυτή η διαδικασία δεν διεξαγόταν δια της διπλωματικής τετριμμένης, αλλά δια μέσου μεσολαβητών, διπλωματών τρίτων χωρών και Πρωτοκόλλων Μυστικών Υπηρεσιών (Geheimdienstprotokol-le).

Το γεγονός αυτό, όπως αναφέρει ο Richter, κάνει μόνο υπό προϋποθέσεις, δυνατή την ανακατασκευή του περιεχομένου αυτών των επαφών, μάλιστα πολλά στοιχεία έχουν καθαρά υποθετικό χαρακτήρα. Παρόλα ταύτα είναι σίγουρο ότι αυτές οι συζητήσεις αφορούσαν τον Ελληνο-ιταλικο πόλεμο. Ακόμα και ο χωρισμός του σε φάσεις ακολουθεί την χρονική εξέλιξη των σχετικών επιχειρήσεων.

5. Η “οδηγία 18”

Όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ο Χίτλερ δε χάρηκε ιδιαίτερα για την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, διότι -συν τοις άλλοις- διακατεχόταν από το φόβο ότι θα δοθεί ερέθισμα στους Βρετανούς να εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις στη Β.Ελλάδα, από όπου θα μπορούσαν να πλήξουν τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι στη Ρουμανία.

Πάραυτα, σε ορισμένους κύκλους στο Βερολίνο παρατηρήθηκε μια ικανοποίηση για τις ιταλικές απώλειες λόγω της σθεναρής ελληνικής αντίστασης. Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν εμπόδισε τον Χίτλερ, με προσοχή να δώσει εντολή στο Γενικο Επιτελείο Στρατού (Oberkommando des Heeres-OKH) στις 4.11.1940, να προετοιμάσει την κατάληψη της Β.Ελλάδας. Αυτή η εντολή έλαβε συγκεκριμένα πλαίσια με το σχέδιο της λεγόμενης «οδηγίας 18» (Weisung Nr.18).

6α. Η συνάντηση Ραγκαβή-Morris

Από το γεγονός ότι οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών συνεχίστηκαν,ο Ραγκαβής κατέληξε σε χαρακτηριστικά συμπεράσματα, όταν ισχυριζόταν ενώπιον του Αμερικανού απεσταλμένου στο Βερολίνο Leland B. Morris, ότι οι Γερμανοί θα μπορούσαν να παρέμβουν στην Ελληνο-ιταλική διένεξη. Κατά την προσωπική του άποψη,θα ήταν δυνατό να παραχωρήσει η ελληνική Κυβέρνηση κάποια στρατηγικά σημεία στους Ιταλούς. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Γερμανοί θεωρούσε ότι έβλεπαν την εν λόγω διένεξη σαν απομονωμένο γεγονός, αλλά, αν η Ελλάδα αποδεχόταν βρετανική βοήθεια, θα λογαριαζόταν από την κυβέρνηση του Βερολίνου, ως σύμμαχος της Βρετανίας. Έπρεπε να γίνουν κάποιες «λογικές» παραχωρήσεις στους Ιταλούς και να αποχωρήσει η χώρα από τον πόλεμο. Όλα αυτά, βέβαια, ως ένα σημείο τουλάχιστο, ήταν ευχές αλλά όχι παντελώς. Ίσως κατά αυτόν τον τρόπο, να βρισκόταν μια λύση του ζητήματος με μια δεύτερη ουδετεροποίηση της Ελλάδας

6β. Η υπογραφή της οδηγίας 18,από τον Χίτλερ

Τις επόμενες ημέρες έγινε η επεξεργασία της ανωτέρω οδηγίας, η οποία υπεγράφη από τον Χίτλερ στις 12.11. 1940. Σε αυτό το κείμενο βρίσκονται τα σχέδια του ,σχετικά με την πορεία του πολέμου στη Μεσόγειο ,με επίκεντρο την κατάληψη του Γιβλαρτάρ (Operation Felix). Όσον αφορά τα Βαλκάνια, δινόταν εντολή για την κατάληψη της Β.Ελλάδας.

Γεώργιος ο Β΄, βασιλιάς των Ελλήνων

7. Ο απόηχος των πρώτων ελληνικών επιτυχιών, στην Αλβανία.

Στο μεταξύ, οι πρώτες Ελληνικές επιτυχίες στην Αλβανία ήταν γεγονός. Ο Morris στέλνει την ακόλουθη ανταπόκριση:

“Ελληνικοί κύκλοι στο Βερολίνο ακόμη πιστεύουν ότι ο Χίτλερ αναζητά βάση για μεσολάβηση στη διένεξη ή αν δε βρεθεί βάση… σαν ένα μάθημα στον Μουσσολίνι, να αφήσει τους Ιταλούς να συνεχίζουν αβοήθητοι για κάποιο χρονικό διάστημα. Από την άλλη πλευρά,είναι σκεπτικοί για το αν μπορεί να βρεθεί κάποια μεσολαβητική βάση από την άποψη της αίγλης των Ιταλών, που να γίνει αποδεκτή από τον Μουσσολίνι. Η πεποίθηση αυτών των κύκλων ότι η Γερμανία επιδιώκει πραγματικά μια μεσολαβητική ενέργεια, βασίζεται σε εκτιμήσεις… τέτοιες παρατηρήσεις όπως η έκφραση ελπίδας ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στην Αλβανία δε θα οδηγήσουν σε μεγάλη ήττα τους Ιταλούς ,πράγμα που θα εξωθούσε τους τελευταίους να συνεχίσουν τον πόλεμο… Η εντύπωση στους Ελληνικούς κύκλους από αυτές τις εκμυστηρεύσεις,…μεταφράζεται ως στοιχείο ότι ο Χίτλερ διακατεχόταν από μυστικιστική αντίθεση στη χρήση βίας κατά της Ελλάδας, καθώς και από αμφιβολία για την πολιτική και στρατιωτική σκοπιμότητα μιας τέτοιας επιχείρησης.[9]”

Φυσικά, η έκφραση “μυστικιστική αντίθεση” εξέφραζε ελληνικές προσδοκίες και εκπορευόταν από έναν “φιλελληνισμό” του Χίτλερ.[10] Ωστόσο, το υπόλοιπο της μαρτυρίας πρέπει να βρίσκεται αρκετά κοντά στην αλήθεια, όπως μαρτυρεί η εκτίμηση της κατάστασης (Lagebeurteilung) του στρατηγού Keitel, κατά την επίσκεψη του στρατηγού Badoglio, στις 13.11. Πράγματι,από αυτή συνάγεται ότι αν η ελληνική πλευρά δε συνέχιζε να συμπορεύεται με τους Βρετανούς αφενός, και αφετέρου, τερμάτιζε την ελληνοιταλική διένεξη τότε δε θα χρειαζόταν καμία γερμανική επέμβαση. Από αυτή την πρώτη φάση των επαφών, συνάγεται πως, αν οι Έλληνες δεν προξενούσαν μεγάλη ζημιά στους Ιταλούς και τους παραχωρούσαν κάποια στρατηγικά για αυτούς σημεία, (Θεσπρωτία, Κέρκυρα και Κεφαλονιά),ο συμβιβασμός ήταν εφικτός. Το κυριότερο αποτέλεσμα, θα ήταν η δεύτερη ουδετεροποίηση της Ελλάδας.

8. Η έκθεση Έρμπαχ.

Πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως φιλελληνική – μέχρι σημείου έμμεσης πλήν σαφούς – επίκρισης της ασκούμενης ακόμη και από την ίδια την κυβέρνηση της χώρας του, πολιτικής έναντι της Ελλάδας, είναι η έκθεση του Γερμανού πρέσβη στην Αθήνα, Έρμπαχ της 15.11.1940. Στο κείμενο αυτό διατυπώνονταν οι εντυπώσεις του από τις αντιδράσεις της ελληνικής κοινής γνώμης τις πρώτες ημέρες του πολέμου, καθώς και οι εκτιμήσεις του αφενός για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη, και αφετέρου για τις προοπτικές για το ρόλο της Γερμανίας. Ορισμένα, κατά τον γράφοντα, βασικά σημεία είναι τα ακόλουθα:” Ό,τι ελέχθη για την από μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως παραβίασιν της ουδετερότητος προς όφελος της Αγγλίας(.) δεν θα έπρεπε να συζητείται σοβαρώς…η Ελληνική Κυβέρνησις ηκολούθησε την πλέον συνετή ουδετερότητα και ότι αυτής της πολιτικής της ουδετερότητος οι δύο δυνάμεις του Άξονος επωφελούντο πολύ περισσότερο παρά οι Άγγλοι, των οποίων τώρα οι πράκτορες κινούνται ανενόχλητοι γύρω μας”. Χαρακτηρίζει ηλίθια την Ιταλική προπαγάνδα, η οποία αντί να επιδιώξει την εξασθένηση της Κυβέρνησης και τη μείωση του γοήτρου των αγγλοφίλων, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Επίσης, αναφέρει ότι ορισμένα μέλη του διπλωματικού σώματος γνώριζαν ήδη από το βράδυ της Κυριακής 27.10. ότι την επομένη θα εκδηλωνόταν η Ιταλική επίθεση.¨Αλλωστε, το γνώριζε και ο ίδιος ο Μεταξάς και δε φάνηκε να εκπλήσσεται από το τελεσίγραφο. Στη συνέχεια αναφέρει τα εξής: “Ο Μεταξάς έδωσε την μόνην απάντησιν που ημπορούσε να δώσει, δηλαδή να θεωρήσει το τελεσίγραφον ως κήρυξιν πολέμου (…). Εάν ο Μεταξάς αντέδρα καθ οιονδήποτε άλλον τρόπον, είναι ζήτημα εάν θα διετηρείτο επί έξι ακόμα ώρας εις την αρχήν, είναι ζήτημα εάν θα επέζη καν(.. .) εξεπροσώπησε την θέλησιν και του τελευταίου υποδηματοποιού των Αθηνών (…) τούτο δε βεβαίως δύναται να κατανοήσει μόνον εκείνος που γνωρίζει την τεραστίαν εθνικήν συνείδησιν του ελληνικού λαού και ακόμη, πέραν αυτής, την αντίθεσιν του ορθοδόξου ελληνισμού εναντίον της καθολικής Ρώμης.” [11]

Είσοδος του Ελληνικού Στρατού στην Ελληνική Κορυτσά

9. Η δεύτερη φάση των επαφών

Οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία και ο αυξανόμενος προσανατολισμός του Χίτλερ προς την έναρξη της εισβολής στη Σ.Ένωση [επιχείρηση “Μπαρμπαρόσσα”], οδήγησαν σε ένα νέο κύκλο ελληνογερμανικών επαφών. Πράγματι, με την ιταλική οπισθοχώρηση προς το εσωτερικό της Αλβανίας, πραγματοποιούνται συχνά – πυκνά ανεπίσημες διμερείς συναντήσεις, στις οποίες αναζητούνται τρόποι διεξόδου. Διακρίνονται δύο φάσεις: Το διάστημα από την έναρξη της ελληνικής αντεπίθεσης στις 15.11. ως την κρίση των Ιταλών στις 4.12 και το επόμενο. Για την πρώτη περίοδο, υπάρχουν μόνο ελάχιστες αναφορές, σε αντίθεση με τη δεύτερη για την οποία χαρακτηριστικά λέγεται ότι λαμβάνει χώρα μια επίθεση διαμεσολάβησης (Vermittlungsoffensive).

10. Οι πρώτες επίσημες ενδείξεις για επερχόμενη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα

Το Νοέμβριο του ιδίου έτους, υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες ότι ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα, ταγματάρχης Christian Clement von Hohenberg, κατ’ εξουσιοδότηση του αρχηγού της γερμανικής αντικατασκοπείας – ελληνικής καταγωγής – ναύαρχου von Canaris, ζήτησε να πληροφορηθεί, υπό ποιές προυποθέσεις θα ήσαν διατεθειμένοι οι Έλληνες να αποχωρήσουν από τη σύρραξη.[12] Στις 25.11, τρείς μέρες μετά την κατάληψη της Κορυτσάς, το ελληνικό Υπ. Εξωτερικών απέρριψε γερμανικές αιτιάσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Βρετανοί σκόπευαν να πλήξουν από την Ελλάδα τα ρουμανικά πετρέλαια, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι η βρετανική βοήθεια χορηγείται προς αντιμετώπιση των Ιταλών.[13]

Στο μεταξύ, είχε αρχίσει η ραγδαία χειροτέρευση για τους Ιταλούς στην Αλβανία. Την 29. 11. ανέφερε για πρώτη φορά ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρώμη Rintelen,ότι έφτασε η ώρα να βοηθηθούν οι Ιταλοί στην Αλβανία.[14] Περίπου την ίδια περίοδο, ο Κanaris δήλωσε ενώπιον του Rintelen, ότι έπρεπε να επιδιωχθεί μια εκεχειρία στην Αλβανία, με γερμανική μεσολάβηση.[15] Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τις ελληνογερμανικές επαφές αυτές, αλλά οι καταγραφές στο ημερολόγιο του Μεταξά μαρτυρούν ότι ήταν πληροφορημένος για τις κινήσεις των Γερμανών διότι στις 30.11. εξέφρασε ανοικτά την υποψία ότι αυτοί θα αναμιχθούν. Με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να φοβάται τυχόν στρατιωτική επέμβαση, όλο και περισσότερο. Έτσι, κανέναν δεν παραξενεύει το γεγονός πως η κατάληψη των Αγίων Σαράντα, στις 6.12. τον γέμισε με φόβο. Πράγματι, βρισκόταν μπροστά σε μεγάλο δίλημμα: Εάν συνέχιζε τις επιχειρήσεις, υπήρχε κίνδυνος γερμανικής επέμβασης και εάν τις σταματούσε, δε μπορούσε να εμπιστευθεί τους Γερμανούς. Δύο μέρες μετά, σημείωνε μεν τον ενθουσιασμό του λαού, για την κατάληψη του Αργυροκάστρου, αλλά δε διέβλεπε λύση του προβλήματος. Στις 7.12, ανέφερε στον Αμερικανό απεσταλμένο Lincoln Mac Veagh, ότι ο πόλεμος στην Αλβανία έπρεπε να τελειώσει και ότι την άνοιξη ανέμενε γερμανική επίθεση. [16]

Βομβαρδισμός των ελληνικών θέσεων από το γερμανικό πυροβολικό στις 27 Απριλίου 1941 (Bundesarchiv)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

Αν ήταν δυνατό να συνοψιστούν τα όσα ανωτέρω διεξοδικά αναλύθηκαν, θα μπορούσαν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα: Οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν ανάφλεξη στα Βαλκάνια. Μάλιστα, ειδικά από την αντίδραση του Χίτλερ όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα της 28/10/1940, προκύπτει κατεξοχήν ότι οι εκατέρωθεν σχέσεις των δύο Ευρωπαίων- μελών του Άξονα δεν εξελίχθηκαν χωρίς να υπάρχουν τριβές μεταξύ τους. Εάν, σχετικά με την Ελλάδα αυτές έλαβαν χώραν λόγω “φιλελληνισμού” του Χίτλερ ή φόβου του για τα σχέδια του, αυτό θα μπορούσε να συζητηθεί ίσως. Επίσης, γενικά για τη μελέτη τέτοιων περιόδων και τέτοιων πολιτικών συστημάτων και ιδιαίτερα για ζητήματα σχετικά με τον Εθνικοσοσιαλισμό είτε αφορούν την εσωτερική είτε την εξωτερική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας, χρειάζεται πολύ περισσότερο ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό απότι λ.χ. στο Σταλινισμό ή το Μαοϊσμο, μια διεξοδική προσέγγιση του ρόλου προσώπων, ομάδων συμφερόντων και-τυχόν-άλλων παραγόντων, αφανών εκ πρώτης όψεως και καλυμμένων πίσω από τον εκάστοτε ηγέτη και της επίδρασης τους στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.KUHNL REINHARD FORMEN BURGERLICHER HERRSCHAFT LIBERALISMUS-FASCHISMUS ΕΚΔ. ROWOHLT ΕΠΙΜ. FREIMUT DUVE

2.BENZ WOLFGANG-GRAMML HERMANN- WEISS HERMANN (ΕΚΔ.) : ENZUKLOPADIE DES NATIONALSOZIALISMUS KLETT-COTTA ΣΤΟΥΤΤΓΚΑΡΔΗ 1997’σελ. 15-17.

3 ΒΕΛΛΙΑΔΗΣ ΑΝΝΙΒΑΣ-ΠΡΕΣΒΗΣ Ε.Τ:’ΜΕΤΑΞΑΣ-ΧΙΤΛΕΡ ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΞΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1936-1941 2003 ΕΚΔ. ΕΝΑΛΙΟΣ Ν.ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ ΑΘΗΝΑ’ σελ. 191-235

4 RICHTER HEINZ GRIECHENLAND IM ZWEITEN WELTKRIEG ^1939-1941^OPERATIONEN BARBARITZ LUSTRE UND MARITA -ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ FRANZ PHILIP RUTZEN MAINZ-RUHPOLDING

5 Ibid.σελ.12

6. CIANO GALEAZZO TAGESBUCHER^1939-1943^(8ERN ALFRED SCHERZ^1947) σελ.264

7′ MC GREGOR KNOX MUSSOLINI UNLEASHED 1939-1941 POLITICS AND STRATEGY IN FASCIST ITALY’S LOST WAR CAMBRIDGE-CAMBRIDGE UNIVERSITY PRESS 1982′ σελ.40

8 Στο ίδιο σελ. 6..

9.Στο ίδιο, σελ.6

10.’UNITED STATES OF AMERICA FOREIGN RELATIONS OF THE UNITED STATES 1940 III WASHINGTON U.S. GOVERNMENT PRINTING OFFICE 1958 σελ. 560 f.

11’RICHTER ‘ο.π. σελ 133

12′ ΒΕΛΛΙΑΔΗΣ’ ο.π. σελ. 237- 238

13′ RICHTER’ ο.π.σελ 133

14 Στο ίδιο σελ.133

15 Στο ίδιο σελ.133

16 Στο ίδιο σελ. 134

17 Στο ίδιο σελ.134

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Ελληνική

1) Α. Βελλιάδης, Μεταξάς-Χίτλερ, Ελληνογερμανικές Σχέσεις στην μεταξική δικτατορία 1936-1941, Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2003

Β. Ξενόγλωσση

1) B. Wolfgang-G. Hermann-W. Hermann, Εκδόσεις ENZYKLOPADIE DES NATIONALSOZIALISMUS KLETT-COTTA, Στουττγκάρδη 1997
2) Ciano Galeazzo Tagesbucher 1939-1943, Alfred Scherz, Βέρνη 1947
3) R. Kuhnl, Formen Burgerlicher Herssshaft Liberalismus – Faschsismus Rowohlt Επιμ. Freimut Duve
4) R. Heinz, Griecehnland im zweiten weltkrieg 1939-1941, contingenza Grecia? Operation – En Barbarity Lustre und Marita B’ διευρυμένη έκδοση Franz Philipp Rutzen Mainz und Ruhpolding
5) Knox / MacGreggor, Musollini unleashed 1939-1941 Politics and Strategy in Fascist Italy’s lost War, Cambridge, Cambridge, Univeristy Press 1982
6) United States of America Foreign Relations of the United States, 1940 III U.S.Government Printing Office 1958.

historical-quest.com

, , , , , , ,

1 thought on “Η προσέγγιση του ελληνοϊταλικού πολέμου από τη ναζιστική Γερμανία

  1. Ο von Canaris ηταν γιος του Καρλ καναρις και της Anas pop.Ο ιδιος διεδιδε πως εχει Ελληνικες ριζες αλλα στην πραγματικοτητα ο πατερας του ειχε ριζες απο την Λομβαρδια της Ιταλιας οπου η οικογενεια του εκει λεγοταν Canarisi.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *