Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Mετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάδρου το 323 π.Χ, η αχανής αυτοκρατορία του μετατράπηκε σε πεδίο σύγκρουσης των φιλόδοξων στρατηγών του, με τους νόμιμους διαδόχους να παρακολουθούν ανήμποροι, όμηροι ουσιαστικά των ισχυρών πολέμαρχων που έλεγχαν τις επαρχίες και τον στρατό. Ισχυρότερος όλων είχε αναδειχθεί ο ικανότατος Αντίγονος ο Κύκλωψ ή Μονόφθαλμος. Βετεράνος στρατηγός της γενιάς του Φιλίππου Β’, με πολλές μάχες στο ενεργητικό του, επιβλητικό παράστημα και μεγάλη φιλοδοξία παρά την ήδη προχωρημένη ηλικία του, κατάφερε να κυριαρχήσει στην Ασία και να συγκεντρώσει αμύθητο πλούτο και ένα πανίσχυρο στράτευμα Μακεδόνων, αλλά και μισθοφόρων που συνέρρεαν στις τάξεις του δελεασμένοι από τους θησαυρούς των περσικών θησαυροφυλακίων που είχε υπό τον έλεγχό του. Ανήσυχοι λόγω της υπέρμετρης δύναμης που είχε συγκεντρώσει, οι άλλοι ισχυροί πολέμαρχοι, ο Κάσσανδρος στην Μακεδονία, ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο και ο Λυσίμαχος στην Θράκη συνασπίστηκαν και αξίωσαν ισότιμο μερίδιο στις επαρχίες, το στράτευμα και τα πλούτη που είχε υπό τον έλεγχό του ο Αντίγονος. Σε απάντηση αυτός επιτέθηκε στην Συροπαλαιστίνη που έλεγχε ο Πτολεμαίος το 314 π.Χ και ξεκίνησε την πολιορκία της Τύρου. Ο Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων ήταν γεγονός.
Η Συροπαλαιστίνη ήταν περιοχή μεγάλης στρατηγικής και οικονομικής σημασίας. Αποτελούσε το κατώφλι της πλούσιας Αιγύπτου, που αποτελούσε τον μεγαλύτερο σιτοβολώνα της αρχαιότητας. Διέθετε σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και κυρίως την καλής ποιότητας ξυλεία του όρους Λιβάνου, απαραίτητη για την κατασκευή στόλου. Τέλος από κει διέρχονταν θαλάσσιοι και χερσαίοι εμπορικοί δρόμοι, με σημαντικότερο τον δρόμο των αρωμάτων. Τα καραβάνια με το μύρρο και το λιβάνι ξεκινούσαν από την Ευδαίμονα Αραβία (σημερινή Υεμένη), διέρχονταν την δυτική αραβική χερσόνησο και κατέληγαν στο λιμάνι της Γάζας, από όπου τα πολύτιμα φορτία έφευγαν με πλοία για τις χώρες της Μεσογείου.
Σημαντικός σταθμός σε αυτόν τον δρόμο ήταν η Πέτρα. Οι Ναβαταίοι, αρχαίος βορειο-αραβικός λαός που διαβιούσε στην έρημο της σημερινής Ιορδανίας, ίδρυσε στην θέση αυτή την πρωτεύουσά του. Πιθανότατα τίποτα περισσότερο εκείνη την εποχή από έναν νομαδικό καταυλισμό, αλλά σε καλά οχυρωμένη θέση κυκλωμένη από απόκρυμνους λόφους και με ένα εξαιρετικό σύστημα διαχείρισης υδάτων που εξασφάλιζε την βιωσιμότητά της μέσα στην έρημο, σύντομα συγκέντρωσε μεγάλο πλούτο από την φορολογία των διερχόμενων καραβανιών και οι Ναβαταίοι από απλοί σκηνίτες καμηλιέρηδες έγιναν πάμπλουτοι από το εμπόριο και τις υπηρεσίες “προστασίας” που παρείχαν στους εμπόρους των αρωμάτων. Ο πλούτος αυτός μοιραίο ήταν να τραβήξει και την προσοχή του Αντίγονου.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Αντίγονος ενδιαφερόταν απλά για μια επιχείρηση λεηλασίας ή είχε ευρύτερες βλέψεις για τον έλεγχο του δρόμου των καραβανιών. Πάντως το 312 π.Χ έστειλε τον στρατηγό του Αθήναιο με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Πέτρα. Διασχίζοντας τα 161 χλμ από την Ιουδαία σε τρεις μέρες, ο Αθήναιος κατέλαβε την Πέτρα εύκολα, καθώς οι άντρες έλειπαν σε εκστρατεία και στην πόλη είχαν μείνει μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι στρατιώτες φορτώθηκαν όσο λιβάνι και μύρρο βρήκαν, 13.7 τόνους αργύρου και απήγαγαν τα γυναικόπαιδα για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Μεσογείου.
Ο Αθήναιος και οι στρατιώτες του ανασυντάχθηκαν την αυγή και ξεκίνησαν για την Ιουδαία, στρατοπεδεύοντας τελικά 36 χλμ μακριά από την λεηλατημένη πόλη. Εντοπίστηκαν όμως από τους Ναβαταίους που στο μεταξύ είχαν επιστρέψει και σύντομα δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 8.000 έξαλλους καμηλιέρηδες. Πλεονεκτώντας σε κινητικότητα στην έρημο λόγω των καμήλων τους, οι Ναβαταίοι έπιασαν τους Μακεδόνες στρατιώτες κυριολεκτικά στον ύπνο, κατασφάζοντάς τους με τα ακόντιά τους και απελευθερώνοντας τις οικογένειές τους. Μόνο 50 Έλληνες ιππείς κατάφεραν να ξεφύγουν από την σφαγή.
Οι Ναβαταίοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον Αντίγονο για την επίθεση του Αθήναιου, δηλώνοντας πως δεν επιθυμούν τον πόλεμο, αλλά ότι αντέδρασαν βρισκόμενοι σε άμυνα. Ο Αντίγονος τους καθησύχασε λέγοντας πως ο Αθήναιος έδρασε με δική του πρωτοβουλία.
Παρά τα λεγόμενά του ο Αντίγονος, έστειλε τον γιο του Δημήτριο, τον επονομαζόμενο Πολιορκητή, με 4000 ιππείς και 4000 ελαφρά οπλισμένους πεζούς να επιδράμει στην χώρα των Ναβαταίων. Αυτή τη φορά όμως οι Άραβες ήταν προετοιμασμένοι. Έχοντας απομακρύνει τα κοπάδια τους για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων και έχοντας οχυρωθεί στους λόφους γύρω από την Πέτρα με τις περιουσίες τους κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις των στρατιωτών του Δημητρίου. Τελικά ο Δημήτριος μην μπορώντας να συνεχίσει επ’άπειρον την πολιορκία και αφού απέσπασε από τους Άραβες 700 καμήλες και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως λύτρα, αποχώρησε.
H ήττα του Δημητρίου από τον Πτολεμαίο στην μάχη της Γάζας το ίδιο έτος (312 π.Χ) απομάκρυνε τελικά τον κίνδυνο για το αραβικό βασίλειο, ενώ με το πέρασμα των ετών οι Ναβαταίοι ισχυροποιήθηκαν περαιτέρω. Καθώς οι ελληνιστικές ηγεμονίες παρήκμαζαν, το κενό ισχύος στην περιοχή το κάλυψαν οι πλούσιοι νομάδες οι οποίοι επεκτάθηκαν στην περιοχή του Ιορδάνη και εξελίχθηκαν σε σημαντική περιφερειακή δύναμη της εποχής. Μετά από μια ένδοξη πορεία 400 ετών, το βασίλειό τους μετατράπηκε σε προτεκτοράτο της Ρώμης και τελικά προσαρτήθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊνό το 107 μ.Χ.
Από την ομάδα ΦΒ Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία