Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 38-40.
Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου
Ο Σελήμ Α΄ και η επέκταση στη Μέση Ανατολή
Με τον Σελήμ Α΄ η Οθωμανική Αυτοκρατορία πέρασε σε μια νέα φάση εξαιρετικά ενεργής επιθετικότητας και το κοσμοκρατορικό όραμα του Μεχμέτ Β΄ έγινε πάλι η καθοδηγητική αρχή της εξωτερικής πολιτικής. Ο Σελήμ έστρεψε την αυτοκρατορία σε μια νέα περίοδο εξωστρέφειας, και μαζί με τον επόμενο σουλτάνο Σουλεϊμάν Α΄ αποτέλεσαν τους κορυφαίους εκφραστές της λεγόμενης οθωμανικής κλασσικής περιόδου.

Ο Σελήμ Α΄ (1512-1520) ήταν γνωστός για το βίαιο χαρακτήρα του ήδη πριν ανέλθει στο θρόνο. Η φήμη του δικαιώθηκε καθώς ήταν ο πρώτος σουλτάνος ο οποίος εκτέλεσε μαζικά όλους τους πρώτου βαθμού άρρενες συγγενείς του μόλις ανέλαβε το αξίωμά του. Στη συνέχεια, έθεσε σε εφαρμογή το κατακτητικό πρόγραμμά του, το οποίο αφορούσε στη Μέση Ανατολή˙ ως αποτέλεσμα ο ελλαδικός χώρος, και τα Βαλκάνια γενικότερα, γνώρισαν περίοδο ειρήνης σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του.
Η σύντομη βασιλεία του Σελήμ ήταν αφιερωμένη στην πιο άγρια εξόντωση του σιιτισμού και την εξουδετέρωση του βασικού εκπροσώπου του, Πέρση σάχη Ισμαήλ. Ο Σελήμ κινήθηκε με αποφασιστικότητα και κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον του Ιρανού μονάρχη. Η αναμέτρηση στην Ανατολία έληξε με οθωμανικό θρίαμβο στη μάχη του Çalderan και την εκδίωξη των Περσών από την ανατολική Μικρά Ασία. Εντούτοις, η επιρροή του σιιτισμού δεν περιορίστηκε στη Μικρά Ασία, καθώς το ετερόδοξο Ισλάμ είχε βαθιές ρίζες στους τουρκομανικούς πληθυσμούς της, όπως εξάλλου φαίνεται και από τη νέα, αποτυχημένη βέβαια, εξέγερση σιιτών το 1519.
Το 1516 ο Σελήμ στράφηκε εναντίον των Μαμελούκων, των οποίων το κράτος διέλυσε οριστικά και με εκπληκτική ταχύτητα, αφού τους νίκησε διαδοχικά στις μάχες του Marc Dabik κοντά στο Χαλέπι και του Ridaniyye στην Αίγυπτο. Συνέπεια του οθωμανικού θριάμβου ήταν η προσάρτηση της Συρίας και της Αιγύπτου στην αυτοκρατορία και η ανακήρυξη του σουλτάνου ως προστάτη όλων των μουσουλμάνων και των ιερών πόλεων Μέκκας και Μεδίνας. Με αυτό τον τρόπο, ο Οθωμανός σουλτάνος, χωρίς να γίνει χαλίφης, έγινε η κεφαλή του ισλαμικού κόσμου. Όταν τρία χρόνια αργότερα ο Σελήμ πέθανε, η έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε διπλασιαστεί για μια ακόμη φορά. Όμως, η σημαντικότερη συνέπεια της βασιλείας του Σελήμ ήταν η στροφή του οθωμανικού κράτους σε περισσότερο ορθόδοξους ισλαμικούς τρόπους διακυβέρνησης, καθώς ο θρησκευτικός νόμος έγινε περισσότερο από ό,τι πριν καθοδηγητική αρχή της κεντρικής διοίκησης.
Στην πράξη, η εγγυημένη και προσδιορισμένη από το Κοράνι θέση των χριστιανών δεν άλλαξε σε σχέση με το παρελθόν, χάθηκε όμως το πνεύμα φιλελεύθερης όσμωσης των διαφορετικών κοινωνικών και θρησκευτικών συστημάτων που χαρακτήριζε τους δύο πρώτους αιώνες ύπαρξης του οθωμανικού κράτους. Στο εξής, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την επίσημη ορθοδοξία δεν γινόταν ανεκτή για τους μουσουλμάνους, και οι οδοί πολιτισμικής επικοινωνίας ανάμεσα σε κοινότητες διαφορετικής θρησκευτικής ταυτότητας στένεψαν πολύ, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι έκλεισαν τελείως.
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και οι αγώνες του στην κεντρική Ευρώπη
Αν η περίοδος της βασιλείας του Σελήμ αποτέλεσε ειρηνική περίοδο για τους Έλληνες, λόγω της απασχόλησης του σουλτάνου με την επέκταση του κράτους του στην Ανατολή, η άνοδος στο θρόνο του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή ή Νομοθέτη σήμαινε μετατόπιση του κέντρου βάρους του οθωμανικού κατακτητικού προγράμματος στα Βαλκάνια. Βέβαια, το κύριο θέατρο του πολέμου παρέμεινε η βόρεια Βαλκανική, εντούτοις υπήρχαν ακόμη θύλακες Δυτικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο, η εξουδετέρωση των οποίων αποτέλεσε αιτία αναστατώσεων για τους Έλληνες κατοίκους των περιοχών.

Με εξαίρεση την περίπτωση της Ρόδου, η απόσπαση αυτών των θυλάκων από τη δυτική πολιτική κυριαρχία δεν αποτέλεσε στόχο με γεωστρατηγική προτεραιότητα για το πρόγραμμα του Σουλεϊμάν, και για αυτόν το λόγο η ενασχόλησή του με την ολοκλήρωση της οθωμανικής κατάκτησης της νότιας Βαλκανικής ήταν ευκαιριακή. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο οποίος φαίνεται ότι διαμόρφωσε την επεκτατική πολιτική του ακολουθώντας ιδεολογικές επιταγές αναφορικά στη θέση του οθωμανικού κράτους στο μουσουλμανικό κόσμο, και ίσως θεολογικές ανησυχίες του ιδίου, ο Σουλεϊμάν θεώρησε αποστολή του την ολοκλήρωση του κατακτητικού έργου του προπάππου του Μεχμέτ. Ακολούθως, η δράση του νέου σουλτάνου ξεκίνησε από εκεί όπου το έργο του Πορθητή έμεινε ημιτελές, και υπαγορεύτηκε από λογικές ενοποίησης οικονομικών ζωνών, ελέγχου εμπορικών οδών και επιβολής της αυτοκρατορίας ως διαμορφωτή των διεθνών σχέσεων τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και στον ασιατικό ορίζοντα. Σε αυτό το έργο, ο Σουλεϊμάν είχε ένα επιτελείο εξαιρετικών συνεργατών, οι οποίοι συνετέλεσαν στον πραγμάτωση των σχεδίων που κάθε φορά κατάστρωνε. Ανάμεσα σε αυτούς τους συνεργάτες ξεχώριζαν τρεις μεγάλοι βεζίρηδες, ο ελληνικής καταγωγής Ιμπραήμ Πασά, ο Ρουστέμ Πασά, και ο Μεχμέτ Σοκολού.
Ο Σουλεϊμάν έθεσε ως πρώτο στόχο της βασιλείας του την επιτυχή αυτή τη φορά επανάληψη δύο ατυχών εγχειρημάτων του Μεχμέτ Β΄, δηλαδή την άλωση του Βελιγραδίου και της Ρόδου, δύο βαριά οχυρωμένων κάστρων, προωθημένων προμαχώνων της χριστιανοσύνης και αναστολέων της οθωμανικής εξάπλωσης. Στις 29 Αυγούστου 1521 κατέλαβε το Βελιγράδι και αμέσως μετά στράφηκε εναντίον της Ρόδου.
Η πολιορκία ήταν αναμενόμενη από τους Ιππότες, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε ο Σουλεϊμάν να δώσει την εντύπωση ότι οι προετοιμασίες του στόλου αφορούσαν σε εκστρατεία κατά της Βενετίας. Έτσι, ο μέγας μάγιστρος προχώρησε σε επισκευές των οχυρώσεων και συγκέντρωση εφοδίων, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε όλους τους Ιππότες να μεταβούν στο νησί. Η πόλη της Ρόδου πολιορκήθηκε από ξηρά και θάλασσα στο διάστημα Ιουλίου-Δεκεμβρίου 1522. Επικεφαλής των οθωμανικών χερσαίων δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο σουλτάνος, ενώ ο αγώνας στα τείχη πήρε επικές διαστάσεις. Η πόλη παραδόθηκε με όρους στις 20 Δεκεμβρίου 1522. Σύμφωνα με τη συνθήκη οι Έλληνες κάτοικοι θα διατηρούσαν τις εκκλησίες τους, δεν θα υπόκεινταν σε παιδομάζωμα ή εξισλαμισμούς, θα απαλλάσσονταν από φόρους για πέντε έτη και όποιος επιθυμούσε θα μπορούσε να αποχωρήσει από το νησί στα επόμενα τρία χρόνια. Οι Ιππότες αναχώρησαν από το νησί διατηρώντας τα όπλα τους και κατέφυγαν αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Μάλτα, όπου επανίδρυσαν το πειρατικό-σταυροφορικό κράτος τους.
Στη συνέχεια, ο Σουλεϊμάν ενεπλάκη σε μια μακρόχρονη σύγκρουση με τους Αψβούργους, στην προσπάθειά του να επιβάλει την οθωμανική κυριαρχία στην κεντρική Ευρώπη. Τα κίνητρα εμπλοκής του σε αυτή τη δύσκολη αναμέτρηση ήταν σύνθετα. Βασικός στόχος του ήταν η συγκρότηση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου στα Βαλκάνια, ο οποίος εκτεινόμενος από το Δούναβη μέχρι την Κωνσταντινούπολη, θα περιλάμβανε και τις ουγγρικές πεδιάδες. Επιπλέον, αυτή η ζώνη θα αποτελούσε μια πρώτη γραμμή άμυνας των Οθωμανών απέναντι στη διαρκώς εντεινόμενη αψβουργική πίεση. Ακόμη, η επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην κεντρική Ευρώπη θα της επέτρεπε να παίζει ρυθμιστικό, διαιτητικό και κατ’ επέκταση ηγεμονικό ρόλο στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Τέλος, η οθωμανική επεκτατικότητα στην κεντρική Ευρώπη απέβλεπε στην εξασθένηση των Αψβούργων, στη διάσπαση των χριστιανικών δυνάμεων και στην αποτροπή Δυτικών σταυροφοριών. Αντί να προσπαθούν οι Οθωμανοί να αποφύγουν την πρόκληση σταυροφορίας ή να την αντιμετωπίζουν στο έδαφός τους όπως στο παρελθόν, ο Σουλεϊμάν μετέφερε την προληπτική πολιτική του στο έδαφος των εχθρών.
Έτσι από το καλοκαίρι του 1526 ως το 1566 ο Σουλεϊμάν εξαπέλυσε έξι μεγάλες εκστρατείες στην Ουγγαρία και στην κεντρική Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και επικίνδυνες στρατιωτικές επιχειρήσεις δεδομένου ότι λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό εχθρικού εδάφους, ο οθωμανικός στρατός κινούνταν πολύ μακριά από τις βάσεις ανεφοδιασμού του, και κατακτούσε περιοχές που δύσκολα θα εντάσσονταν οργανικά στο οθωμανικό κράτος. Επιπλέον, ο οθωμανικός στρατός όφειλε να κινείται γρήγορα και αποτελεσματικά παρά το μεγάλο μέγεθός του, να βρίσκει τον εχθρό και να τον κατανικά σε ανοιχτό πεδίο˙ οι εκστρατείες του οθωμανικού στρατού είχαν εποχικό ορίζοντα το τέλος του καλοκαιριού, καθώς οι σπαχήδες έπρεπε να επιστρέψουν στα τιμάριά τους το φθινόπωρο για την ολοκλήρωση των αγροτικών εργασιών τους, η απουσία του σουλτάνου από την πρωτεύουσα για μεγάλο διάστημα ήταν επικίνδυνη, ενώ ο ιρανικός κίνδυνος επέβαλε παρακολούθηση των εξελίξεων και ετοιμότητα για ανάλογη στρατιωτική δράση στη Μέση Ανατολή. Έχοντας γνώση αυτών των περιορισμών οι Αψβούργοι υιοθέτησαν εφεκτική τακτική εμπλέκοντας τον οθωμανικό στρατό σε επιχειρήσεις που απαιτούσαν μεγάλες χρονικότητες, όπως πολιορκίες κάστρων και πόλεων, και περιορίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητά του.
Η πλέον σημαντική από αυτές τις εκστρατείες ήταν η πρώτη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Οθωμανοί συνέτριψαν τους Ούγγρους στο Μόχατς (Mohacs) στις 28 Αυγούστου 1526, κατέλαβαν και έκαψαν τη Βούδα, και μετέβαλαν την Ουγγαρία σε κράτος φόρου υποτελές με βασιλιά τον προστατευόμενό τους πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Jan Zapolya. Η δεύτερη εκστρατεία το καλοκαίρι του 1529 είχε ως σκοπό την αποκατάσταση του φιλο-οθωμανού βασιλιά Zapolya στον ουγγρικό θρόνο μετά την απομάκρυνσή του από τους Αψβούργους και περιλάμβανε στα πλαίσια τιμωρητικής λογικής την πολιορκία της Βιέννης για τρεις εβδομάδες. Η τρίτη εκστρατεία έλαβε χώρα το 1532 και πάλι για να εκδιωχθούν οι Αψβούργοι από την Ουγγαρία. Η εκστρατεία ήταν ατυχής καθώς ο οθωμανικός στρατός δε μπόρεσε να συναντήσει τους Αυστριακούς και επέστρεψε στις βάσεις του άπραγος. Στα πλαίσια της αναμέτρησης της ίδιας χρονιάς, οι Αψβούργοι, ενώ απέφευγαν τον Σουλεϊμάν στις πεδιάδες της Ουγγαρίας, μετέφεραν τον πόλεμο στην ανατολική Μεσόγειο με το ναύαρχο του ισπανικού στόλου Αντρέα Ντόρια (Andrea Doria) να καταλαμβάνει για λογαριασμό των Αψβούργων την Κορώνη, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Για την ανάσχεση της αψβουργικής επιθετικότητας στην ανατολική Μεσόγειο, ο Σουλεϊμάν διόρισε αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου τον περίφημο Αλγερινό κουρσάρο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα (Haireddin Barbarossa) και υπέγραψε το 1536 συμμαχία με τη Γαλλία για την από κοινού μεταφορά του πολέμου στην Ιταλία. Η κοινή εισβολή τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά η οθωμανική στρατιωτική προετοιμασία οδήγησε στον τρίτο βενετο-οθωμανικό πόλεμο για τον οποίο θα γίνει αναλυτική αναφορά στη συνέχεια.
Ο πόλεμος στη θάλασσα
Το βάρος του πολέμου στη νότια Ευρώπη ανέλαβε ο ισπανικός κλάδος των Αψβούργων. Εξάλλου, στις 7 Απριλίου 1502 ο προαναφερθείς Ανδρέας Παλαιολόγος είχε κληροδοτήσει στους βασιλείς της Ισπανίας τα δικαιώματά του στο βυζαντινό θρόνο. Φυσικά, η επίκληση σε αυτή τη μεταβίβαση δεν αποτελούσε παρά μόνο νομιμοποιητική πρόφαση για την ισπανική επέμβαση στην Ανατολή. Κυρίως στρατιωτικοί ήταν οι λόγοι που ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄ να χρησιμοποιήσει τον ισπανικό στόλο του. Καθώς η οθωμανική πίεση γινόταν όλο και περισσότερο ασφυκτική στα λεκανοπέδια της Ουγγαρίας, και η έδρα του Αψβούργου αυτοκράτορα τελούσε υπό διαρκή κίνδυνο, η δημιουργία νέου μετώπου στο νότο ήταν αναγκαίος στρατιωτικός αντιπερισπασμός για τους Αυστριακούς. Αυτό σημαίνει ότι οι Ισπανοί δεν είχαν πραγματικές βλέψεις σε οθωμανικά εδάφη και το μέγιστο στο οποίο απέβλεπαν ήταν η εκτροπή της προσοχής του σουλτάνου από τις πεδιάδες του βορρά στις θάλασσες του νότου. Ακόμη, η μεταφορά του πολέμου στις θάλασσες του νότου αύξανε τις πιθανότητες να επιτευχθεί μια μεγάλη νίκη επί των Οθωμανών. Με άλλα λόγια, στόχος ήταν μια νίκη η οποία θα ανύψωνε το ηθικό των χριστιανών μετά από τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές ταπεινώσεις από τους Οθωμανούς τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε το κύρος του Γερμανού αυτοκράτορα, ώστε να μπορέσει να συσπειρώσει την υπόλοιπη Ευρώπη σε σταυροφορία εναντίον του σουλτάνου.

Ήδη το 1531 πλοία των Ιωαννιτών Ιπποτών είχαν λεηλατήσει τη Μεθώνη μετά από καταδρομική επιχείρηση. Στόχος της επιδρομής ήταν η λαφυραγώγηση της πόλης και ο εξανδραποδισμός κατοίκων της, αδιακρίτως θρησκείας. Καθώς οι Ιωαννίτες Ιππότες ήταν σταθεροί μέτοχοι όλων των αντι-οθωμανικών συνασπισμών είναι πιθανό ότι η επιδρομή έγινε σε συνεννόηση με τους Ισπανούς και είχε αναγνωριστικό χαρακτήρα.
Το 1532 αρχηγός του συμμαχικού στόλου, αποτελούμενου από ισπανικά, παπικά και μαλτέζικα πλοία, διορίστηκε ο περίφημος Γενουάτης ναύαρχος Αντρέα Ντόρια. Ο στόλος παρέπλευσε στα παράλια της Μεσσηνίας και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πολιόρκησε και κατέλαβε την Κορώνη, στις 15 Οκτωβρίου την Πάτρα και στις 27 Οκτωβρίου το Ρίο και το Αντίρριο. Υπάρχουν ασαφείς μαρτυρίες για σύμπραξη ντόπιων με τα ισπανικά στρατεύματα, αλλά το ζήτημα δεν έχει ερευνηθεί τεκμηριακά και κατά συνέπεια δεν γνωρίζουμε ούτε την έκταση του φαινομένου ούτε και το χαρακτήρα της συνεργασίας.
Τον επόμενο χρόνο, ο οθωμανικός στόλος αντεπιτέθηκε και πολιόρκησε την Κορώνη. Η πολιορκούμενη φρουρά της πόλης άντεξε για ένα έτος στη στρατιωτική πίεση και στον οικονομικό αποκλεισμό, αλλά καθώς δεν υπήρχε προοπτική βοήθειας από τη Δύση ούτε η κατοχή της πόλης φαινόταν να εξυπηρετεί κάποιον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό της Ισπανίας, ο Ντόρια ανέλαβε την πρωτοβουλία να εκκενώσει την πόλη, η όποια στη συνέχεια ανακαταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Βασική αιτία για την άδοξη κατάληξη της ισπανικής επιχείρησης ήταν κυρίως η αδιαφορία του Γερμανού αυτοκράτορα για τη νέα κτήση του στη νότια Πελοπόννησο. Η άρνησή του να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την άμυνα της πόλης καταδεικνύει με τον πιο ευκρινή τρόπο τον τυχοδιωκτικό και παρελκυστικό χαρακτήρα της ναυτικής εκστρατείας του 1532, η οποία σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά ως τακτικός αντιπερισπασμός. Όταν ο κίνδυνος στην κεντρική Ευρώπη εξέλειψε, έστω και προσωρινά, δεν υπήρχε πλέον λόγος για τη Γερμανική αυτοκρατορία να δαπανεί χρηματικούς και ανθρώπινους πόρους στη νότια Βαλκανική. Ο ναυτικός πόλεμος συνεχίστηκε, αυτή τη φορά στην κεντρική Μεσόγειο, όπου ο Μπαρμπαρόσσα το 1534 μετά από μια εύκολη επιχείρηση προσάρτησε την Τυνησία, την πρωτεύουσα της οποίας Τύνιδα ανακατέλαβε μετά από λίγο ο Ντόρια.