Ο Σελήμ Β΄ και ο Κυπριακός Πόλεμος (1570-1573)

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 41-44.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Ο νέος σουλτάνος Σελήμ Β΄ (1566-1574) ακολούθησε την ίδια επιθετική εξωτερική πολιτική όπως και ο πατέρας του, χωρίς όμως να επιδείξει προσωπικά τον ίδιο ζήλο και ενεργητικότητα. Αυτός που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Σελήμ ήταν ο μεγάλος βεζίρης Μεχμέτ Σοκολού (Mehmed Sokollu). Η αδιαφορία του νέου σουλτάνου για τις κρατικές υποθέσεις, και κυρίως η μη ανάληψη εκ μέρους του του ρόλου του αρχιστράτηγου, δημιούργησε ήδη από την εποχή του την εικόνα της παρακμάζουσας κρατικής ισχύος. Η πρόσληψη αυτή υιοθετήθηκε εύκολα από πολλούς πολιτικούς αναλυτές, παρατηρητές, συγγραφείς αλλά και επαγγελματίες ιστορικούς, γεγονός το οποίο στιγμάτισε τον Σελήμ ως τον πρώτο σουλτάνο της «παρακμής».

Αποτέλεσμα εικόνας για Σελήμ β΄
Σελήμ Β΄ (1566-1574)

Πρόκειται για υπεραπλούστευση, η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε προσωποκεντρική ιστοριογραφική πρόσληψη, σύμφωνα με την οποία οι σύνθετες δομές και λειτουργίες του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας ταυτίζονται με την πολιτική ικανότητα και ηθική υπόσταση του μονάρχη. Το ζήτημα υπερβαίνει κατά πολύ το στόχο του συγκεκριμένου κεφαλαίου και δε θα συζητηθεί – απλά αρκεί να τονιστεί ότι οι στρατιωτικές επιτυχίες και η εδαφική εξάπλωση της αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν και μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν, με πρωταγωνιστή των εξελίξεων το μεγάλο βεζίρη.

Αποτέλεσμα εικόνας για Σελήμ β΄


Ο Σοκολού αποδείχθηκε περισσότερο φιλόδοξος από τον αποθανόντα Σουλεϊμάν, καθώς εκπόνησε σειρά από φιλόδοξα, μεγαλεπήβολα, και στα όρια του αδύνατου για τα δεδομένα της εποχής, κατακτητικά σχέδια. Αρχικά, στα 1568 μια άσκοπη και ανώφελη εκστρατεία στη κεντρική Ασία με στόχο την ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης στην περιοχή του Αστραχάν και την κατασκευή ενός καναλιού που θα συνέδεε τους ποταμούς Βόλγα και Ντον μεταξύ τους, στη συνέχεια ο σχεδιασμός καναλιού στον ισθμό του Σουέζ, τέλος σχέδιο εκστρατείας εναντίον της ίδιας της Ισπανίας για την απελευθέρωση των μουσουλμάνων της, ήταν μερικά από τις ατελέσφορες ενέργειες του Σοκολού τα τρία πρώτα χρόνια της βασιλείας του Selim.
Η απόφαση για νέο πόλεμο κατά της Βενετίας με ειδικό στόχο την κατάληψη της Κύπρου ήταν αποτέλεσμα της επιρροής του Σεφαρδίτη τραπεζίτη και Δούκα της Νάξου Γιόσεφ Νάσι (Joseph Nasi), ο οποίος ως βασικός χρηματοδότης του Σοκολού και του σουλτάνου ασκούσε μεγάλη επιρροή στο Παλάτι. Ο Νάσι είχε εξασφαλίσει το μονοπώλιο των εξαγωγών κρασιού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την Πολωνία και για αυτόν το λόγο είχε βλέψεις στην αμπελοπαραγωγική Κύπρο, η οποία ήταν διάσημη για τα κρασιά της. Η απόφαση σχετιζόταν και με τις πολιτικές ισορροπίες στο εσωτερικό του Παλατιού, καθώς ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του Σοκολού ήταν η Σαφιγέ (Safiye), η βενετικής καταγωγής μητέρα του σουλτάνου. Κατά συνέπεια, ήταν εύκολο για τον Σοκολού να θεωρήσει μια πολεμική αναμέτρηση με τη Βενετία ως μέσο ταπείνωσης της Σαφιγέ και πολιτικής επιβολής του στο εσωτερικό του Παλατιού.


Πρώτο και αναγκαίο στάδιο στην πολεμική προετοιμασία των Οθωμανών ήταν η εξασφάλιση τουλάχιστον ενός συμμάχου στη Δύση, καθώς θεωρούνταν βέβαιο ότι η σύγκρουση με τη Βενετία θα προκαλούσε σταυροφορικές κινήσεις στην Ευρώπη. Στις 18 Οκτωβρίου 1569 παραχωρήθηκαν στους Γάλλους εμπορικά προνόμια βάσει ειδικής συνθήκης, των λεγόμενων Διομολογήσεων, για τις οποίες θα γίνει λόγος στο κεφάλαιο περί οικονομίας. Παράλληλα, στις 17 Φεβρουαρίου 1568 η υπογραφή συνθήκης ειρήνης για οκτώ έτη με τον Αψβούργο αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β΄ εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και απέτρεψε το ενδεχόμενο αντιπερισπασμού και ταυτόχρονου αγώνα σε δύο μέτωπα. Οι Οθωμανοί είχαν δίκιο όταν ανέμεναν την αναζήτηση εκ μέρους της Βενετίας συμμάχων στην Ευρώπη και τη συγκρότηση Ιεράς Συμμαχίας. Αν και στην έκκληση της Βενετίας για βοήθεια δεν ανταποκρίθηκαν η Γαλλία και η Γερμανική Αυτοκρατορία για τους προαναφερθέντες λόγους, η επιρροή του πάπα Πίου Ε΄ έπεισε τη Γένοβα και την Ισπανία να συνδράμουν με τους στόλους τους τη δοκιμαζόμενη Γαληνοτάτη Δημοκρατία.


Ο πόλεμος κηρύχθηκε το Μάρτιο του 1570˙ οθωμανικός στρατός ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη στα μέσα Απριλίου, και αφού απέτυχε να καταλάβει την Τήνο, αποβιβάστηκε στην Κύπρο στα μέσα Μαΐου του 1570. Επικεφαλής του γιγαντιαίου στόλου των 350 σκαφών ήταν ο Πιγιαλέ Πασά και του αποβατικού στρατού ο Λαλά Μουσταφά Πασά.


Οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν ότι η στάση του τοπικού ελληνικού αγροτικού στοιχείου απέναντι στους εισβολείς θα ήταν κομβική, καθώς το νησί δεν είχε αξιόλογο αριθμό Ιταλών ή άλλων Δυτικών μόνιμα εγκατεστημένων. Για αυτό το λόγο ο Λαλά Μουσταφά Πασά εξέδωσε αλλεπάλληλες διαταγές με τις οποίες απαγορεύονταν οι βιαιοπραγίες κατά των χωρικών και η καταστροφή των περιουσιών τους. Η τακτική αυτή είχε άμεσα αποτελέσματα, καθώς η θέση των Ελλήνων αγροτών ήταν δεινή στο φεουδαλικό γαιοκτητικό σύστημα της Κύπρου. Οι κοινωνικές και οικονομικές δομές της υπαίθρου χώρας ήταν καθαρά μεσαιωνικές και αποτελούσαν άμεση συνέχεια του καθεστώτος των Λουζινιάν, το οποίο οι Βενετοί είχαν διατηρήσει στην προσπάθειά τους να κερδίσουν την υποστήριξη της γαλλόφωνης γαιοκτητικής ελίτ. Αυτό σήμαινε ότι οι χωρικοί ήταν κυριολεκτικά δουλοπάροικοι και ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, με αποτέλεσμα να μην έχουν κανένα ενδιαφέρον για τη διαιώνιση της κατάστασής τους, πολύ περισσότερο όταν οι Οθωμανοί υπόσχονταν κατάργηση της κοινωνικής και οικονομικής υποτέλειας τους. Επιπρόσθετα, και οι Έλληνες των πόλεων δεν έδειχναν να είναι ικανοποιημένοι από τη βενετική πολιτική κυριαρχία όπως μπορούμε να κρίνουμε από αποτυχημένες συνωμοσίες και ενδείξεις εξέγερσης εναντίον των Βενετών με αφορμή την οθωμανική εισβολή.

Αποτέλεσμα εικόνας για κυπριακος πολεμος 1570


Οι Οθωμανοί προέλασαν γρήγορα προς τη Λευκωσία, την οποία πολιόρκησαν από τις 30 Ιουλίου ως την άλωσή της στις 9 Αυγούστου. Η πόλη λεηλατήθηκε, ο δε άμαχος πληθυσμός της στο σύνολό του σφαγιάσθηκε ή εξανδραποδίστηκε. Η άλωση της Λευκωσίας καταρράκωσε το ηθικό όσων ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν στο πλευρό των Βενετών και τους εξώθησε στην παράδοση. Έτσι, κάστρα όπως η Κερύνεια, η Πάφος και η Λεμεσός, και αρχηγοί ελληνικών σωμάτων πολιτοφυλάκων εγκατέλειψαν τους Βενετούς και προσήλθαν στο οθωμανικό στρατόπεδο. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1570 άρχισε η πολιορκία της καλά οχυρωμένης Αμμοχώστου, η οποία διήρκεσε ως την 1 Αυγούστου 1571. Η πόλη παραδόθηκε με συνθηκολόγηση, την οποία όμως οι Οθωμανοί δε σεβάστηκαν προχωρώντας σε μαζική σφαγή των υπερασπιστών και των κατοίκων της πόλης. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε στην Ευρώπη η σύλληψη με δόλο και η μαρτυρική εκτέλεση του Βενετού διοικητή της πόλης Bragadin.

Αποτέλεσμα εικόνας για κυπριακος πολεμος 1570
Άλωση της Λευκωσίας (1570)


Οι Οθωμανοί προχώρησαν σε αναδιοργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου του νησιού, ο οποίος είχε διαταραχθεί τόσο εξαιτίας του πολέμου όσο και της φυγής των βενετικής και γαλλόφωνης πολιτικής και οικονομικής ελίτ. Οι βασικότερες μεταβολές που επέβαλαν οι νέοι πολιτικοί κυρίαρχοι ήταν η απελευθέρωση των χωρικών, δηλαδή η μετατροπή τους από δουλοπάροικους σε καλλιεργητές με τα αυξημένα δικαιώματα του αγρότη ενός οθωμανικού τιμαρίου, η αποκατάσταση και ενίσχυση του κύρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και ο εποικισμός του νησιού με χριστιανούς από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας και με Τουρκομάνους νομάδες από την Ανατολία – με την υποχρέωση των τελευταίων να μετατραπούν σε εδραίοι πληθυσμοί. Ο εποικισμός εξυπηρετούσε τόσο ζητήματα ασφαλείας όσο και δημογραφικές αναγκαιότητες του νησιού το οποίο είχε ανάγκη από αριθμητική ενίσχυση του πληθυσμού του ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την οικονομική ανάπτυξή του. Από την άλλη, συνέπεια της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου ήταν η αναβάθμιση της Κρήτης στο βενετικό εμπορικό και οικονομικό δίκτυο αλλά και στο σύστημα άμυνας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.


Όπως έχει προαναφερθεί, μετά από έκκληση της Βενετίας και μεσολάβηση του πάπα Πίου Ε΄ συγκροτήθηκε στις 20 Μαΐου 1571 Ιερά Συμμαχία (Sacra Liga) αποτελούμενη από ναυτικές δυνάμεις της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένοβας, του παπικού κράτους, των Ιωαννιτών Ιπποτών, της Τοσκάνης και της Σαβοΐας. Η σύναψη της συμφωνίας καθυστέρησε ένα ολόκληρο χρόνο λόγω της διστακτικότητας των Βενετών και των Ισπανών να συνεργαστούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος και να καταληφθεί η Κύπρος. Επικεφαλής του αξιόμαχου συμμαχικού στόλου τέθηκε ο διάσημος για τα στρατιωτικά κατορθώματά του Δον Χουάν ο Αυστριακός (Don Juan d’Austria), ο οποίος το καλοκαίρι του 1571 οδήγησε το στόλο στο Ιόνιο. Εκεί τον αναζήτησε ο αντίστοιχος οθωμανικός, με ναύαρχο τον Μουχσίνζαντε Αλή Πασά (Muhsinzade Ali Paşa), που είχε ήδη λεηλατήσει σε καταδρομικές επιχειρήσεις την Κρήτη, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την ύπαιθρο χώρα της Κέρκυρας. Όταν οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στη Ναύπακτο στις 7 Οκτωβρίου 1571, ακολούθησε μια διασημότερες ναυμαχίες της νεότερης ιστορίας. Οι Οθωμανοί συνετρίβησαν με τεράστιες απώλειες σε πλοία και άντρες, αλλά και οι χριστιανοί είχαν σημαντικές απώλειες οι οποίες δεν τους επέτρεψαν να αξιοποιήσουν το θρίαμβό τους. Έτσι η ναυτική νίκη πρακτικά έμεινε τελείως ανεκμετάλλευτη για τους χριστιανούς, ειδικά από τη στιγμή που οι Οθωμανοί ναυπήγησαν έναν εξίσου ισχυρό στόλο την επόμενη χρονιά καταδεικνύοντας τα κολοσσιαία αποθέματα υλικών και ανθρώπινων πόρων που διέθεταν. Παρόλα αυτά, η νίκη γιορτάστηκε στη Δύση ως το τέλος του αήττητου της οθωμανικής στρατιωτικής ισχύος και σαν αρχή της πτώσης της. Από την άλλη, για τους Οθωμανούς η ναυμαχία ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση στρατιωτική ήττα τους μετά τη μάχη της Άγκυρας το 1402, κατέδειξε τις ναυτικές αδυναμίες τους, και κυρίως τη δύσκολη θέση στην οποία θα μπορούσαν να βρεθούν σε περίπτωση ενωμένης και καλά σχεδιασμένης δράσης των Ευρωπαίων.


Ο νέος οθωμανικός στόλος υπό τη διοίκηση του Ουλούτς Αλή Πασά (Uluç Ali Paşa) συγκρούστηκε ξανά με τις χριστιανικές ναυτικές δυνάμεις στα Κύθηρα στις 7 και 10 Αυγούστου 1572 με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Τον επόμενο χρόνο, η Ιερά Συμμαχία δεν υπήρχε πλέον εξαιτίας εσωτερικών συμμαχικών διαφωνιών, ενώ και η εξασθενημένη Βενετία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει στις 7 Μαρτίου 1573, δεχόμενη να αναγνωρίσει την οριστική απώλεια της Κύπρου σε αντάλλαγμα ανανέωσης των εμπορικών προνομίων της.

Αποτέλεσμα εικόνας για κυπριακος πολεμος 1570


Η ναυμαχία φαίνεται ότι προκάλεσε αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, αν και η σχετική τεκμηρίωση είναι ελλειπτική και απαιτείται συστηματική έρευνα σε ευρωπαϊκά και οθωμανικά αρχεία πριν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι Έλληνες Ηπειρώτες, και κυρίως οι κάτοικοι της Χιμάρας, συνεργάζονταν ενεργά με τις βενετικές χερσαίες δυνάμεις οι οποίες πολεμούσαν τις τοπικές οθωμανικές δυνάμεις στην περιοχή της Αλβανίας και Ηπείρου ήδη από την έκρηξη του πολέμου και πριν τη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Οι σύμμαχοι μετά τη ναυμαχία έστειλαν πράκτορές τους στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα για να δημιουργήσουν ψυχολογικές συνθήκες για την έκρηξη στασιαστικών κινημάτων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Φαίνεται ότι υπήρχαν δύο επαναστατικές εστίες, η πρώτη στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στην οποία αναμείχθηκαν οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου, των Σαλώνων και του Λιδορικίου και η δεύτερη στην περιοχή της Μάνης. Το κίνημα του Γαλαξιδίου κατέρρευσε πριν ξεκινήσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις, όταν οι αρχηγοί του αντιλήφθηκαν την απροθυμία των συμμάχων να τους βοηθήσουν, και το όλο εγχείρημα έληξε άδοξα με την εκτέλεση των προκρίτων της πόλης από το διοικητή των Σαλώνων.

Ο αγώνας ανάμεσα στους Ισπανούς και τους Οθωμανούς συνεχίστηκε αμείωτος στην κεντρική Μεσόγειο, με βασικό αντικείμενο διεκδίκησης την Τύνιδα, την οποία τελικά επανεκατέλαβαν οι δεύτεροι το 1574. Η οθωμανική επέκταση στα δυτικά άγγιξε το αποκορύφωμά της με την ένταξη του Μαρόκου στα υποτελή κράτη της Πύλης μετά τη μεγάλη νίκη των Οθωμανικών όπλων επί των Πορτογάλων στη μάχη του Alcazaquivir το 1578.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *