Μιχάλης Ρέττος*
Ἡ Μάνη, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας, εἶχε ἕναν ἰδιαίτερο τῦπο κοινωνικῆς ὀργάνωσης, μὲ ὀρεσίβια, φυλετικὰ καὶ πολεμικὰ χαρακτηριστικά. Ἡ περιοχὴ τῆς Μάνης δὲν ἦταν ἄμεσα ὑποταγμένη στὶς ὀθωμανικὲς ἀρχές. Ὁ πολεμικὸς χαρακτήρας τῆς μανιάτικης κοινωνίας καὶ ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ τόπου στὶς νότιες καὶ ἄγονες ὀροσειρὲς τοῦ Ταΰγετου καθιστοῦσαν τὴν ἄμεση καθυπόταξη τῆς περιοχῆς -καὶ τὴν τοποθέτηση μονίμων φρουρῶν σὲ αὐτὴ- ἀσύμφορη γιὰ τοὺς Ὀθωμανούς.[1]
Τὰ μανιάτικα χωριὰ διατήρησαν τὰ μεσαιωνικά τους ἤθη ὄντας σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν εὐρύτερη κατακτημένη κοινωνία.[2] Ἡ μανιάτικη κοινωνία ἦταν ὀργανωμένη σὲ γένη (στὴ βάση τῆς συγγένειας καὶ τῶν οἰκογενειακῶν διακλαδώσεων),[3] τὰ ὁποία ἦταν αὐτόνομα -μὲ ἔνοπλα μέλη- καὶ πολιτικὰ ὀργανωμένα· συγκροτοῦσαν τὸ συμβούλιο τοῦ γένους, τὴ γεροντική, ὅπου λαμβάνονταν ἀποφάσεις γιὰ ἀρκετὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὸ γένος (γιὰ ἀνεκδικήσεις για τὸν φόνο μέλους τοῦ γένους, γιὰ συγκρούσεις μεταξὺ μελῶν του, γιὰ κληρονομικά, ἀποζημιώσεις, συνοικέσια, πώληση γῆς κ.ἄ.).[4]
Στὴ Μάνη ὑπῆρχαν δύο κοινωνικὲς τάξεις, αὐτὲς τῶν φαμέγιων (famiglia) καὶ τῶν νικλιάνων ἤ εὐγενῶν ποὺ κατοικοῦσαν συνήθως στοὺς πύργους. Οἱ οἰκογένειες τῶν φαμέγιων συνήθιζαν νὰ τίθενται ὑπὸ τὴν προστασία μιᾶς οἰκογένειας νικλιάνων, τὴν ὁποία καὶ ἀκολουθοῦσαν σὲ ἐκστρατεῖες, ληστρικὲς ἐπιδρομὲς ἤ οἰκογενειακὲς ἔριδες.[5] Ὑπῆρχαν ἐπίσης στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ (καπετάνοι), τριῶν τάξεων -στὸ ἐπίπεδο τῶν τοπαρχιῶν ἤ ἐπαρχιῶν, τῶν χωριῶν καὶ τῶν γενῶν- οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἱεραρχικὴ συνήθως σχέση μεταξύ τους καὶ ἀντίστοιχες τῆς τάξης τους ἁρμοδιότητες, ποὺ στὴν περίπτωση τῶν καπετάνων τῶν ἐπαρχιῶν ἤ τοῦ χωριοῦ περιλάμβανε τὴ διανομὴ τοῦ φόρου. Ἡ περιοχὴ τῆς Μάνης ἦταν μερικῶς μόνο διαιρεμένη σὲ ἐπαρχίες καὶ φαίνεται ὅτι ἀρκετὰ χωριὰ ὑπάγονταν ἀπευθείας στὸν μπέη ἤ ἦταν ἐντελῶς αὐτόνομα.[6]
Μετὰ τὴν ἐξέγερση τῶν Ὀρλωφικῶν τοῦ 1770, ἡ Μάνη ἀποσχίστηκε ἀπὸ τὸ σαντζάκι τοῦ Μορέως καὶ ὑπήχθη στὴ δικαιοδοσία τοῦ Καπουδὰν-πασᾶ. Ἡ Πύλη ἀνέλαβε νὰ διορίζει τὸν ἀρχηγὸ τῶν καπετάνων, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ μπέη ἤ μανιατμπέη καὶ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ καταβάλλει κεφαλικὸ φόρο 15.000 γρόσια, ἐνῶ ἕως τότε ὁ φόρος ὑποτέλειας κυμαινόταν στὰ 4.000 γρόσια. Ὡστόσο, στὴν πράξη, οἱ Μανιάτες συνέχιζαν νὰ ἐκλέγουν τὸν ἀρχηγό τους, τὸν ὁποῖο ἡ Πύλη ἀναγνώριζε μὲ τὴν τυπικὴ πράξη τοῦ διορισμοῦ.[7]
Ἡ Μάνη, ὡς ἰδιαίτερος καὶ «ἀπόρθητος» τόπος, ἀποτέλεσε ἄσυλο γιὰ ἀρκετοὺς κυνηγημένους ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία, καθὼς καὶ περιοχὴ ἐπαναστατικῶν ζυμώσεων ἀπὸ τὸ 1770 μέχρι τὸ 1821, στὰ πλαίσια τῶν ρωσοτουρκικῶν καὶ ναπολεόντειων πολέμων καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης.[8] Ὁ τελευταῖος μπέης τῆς Μάνης, ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1819 καὶ ἔβγαλε τὴν περιοχὴ στὴν Ἐπανάσταση. Ὁ ἴδιος διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὰ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ γεγονότα τοῦ εἰκοσιένα. Διετέλεσε μάλιστα Πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ στὰ 1823, ὅταν κορυφώθηκαν οἱ πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις.
[1] Ἀπόστολος Δασκαλάκης, Ἡ Μάνη καὶ ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία 1453-1821 (Ἐν Ἀθήναις: Τύποις Ε. & Ι. Μπλαζουδάκη, 1923), 34–36.
[2] Νικόλαος Μοσχοβάκης, Τὸ ἐν Ἑλλάδι Δημόσιον Δίκαιον ἐπὶ Τουρκοκρατίας (Ἐν Αθήναις: ἐκ τοῦ τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδέλφεως, 1882), 106.
[3] Γιὰ τὴ δομή, τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τῶν γενῶν βλ. Ἐλευθέριος Ἀλεξάκης, Τὰ γένη καὶ ἡ οἰκογένεια στὴν παραδοσιακὴ κοινωνία τῆς Μάνης (Ἀθήνα: Διδακτορικὴ Διατριβὴ στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, 1980), 25–165.
[4] Στὸ ἴδιο, 116-17.
[5] Μοσχοβάκης, ὅ.π., 106-9.
[6] Στὸ ἴδιο, 107-8. Ἀλεξάκης, ὅ.π., 122-23.
[7] Δασκαλάκης, ὅ.π., 195· Μοσχοβάκης, ὅ.π., 109-12.
[8] Γιὰ τὶς ἐπαναστατικὲς ζυμώσεις στὴ Μάνη σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο βλ. Δασκαλάκης, ὅ.π., 168-244.
*Εκπαιδευτικός, φιλόλογος, με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού.