του Μανώλη Χατζημανώλη,
Ο Γ’ Μεσσηνιακός Πόλεμος, αν και παραδοσιακά τείνει να μελετάται ως ακόμα ένα επεισόδιο της αέναης σύγκρουσης ανάμεσα στους Δωριείς κατοίκους της πεδιάδας του ποταμού Παμίσου και τους Λακεδαιμονίους επικυριάρχους τους, είναι γενικά αποδεκτό πλέον πως αποτελεί συνισταμένη των γεωπολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων των αρχών του 5ου αιώνα. Το ενδιαφέρον όσον αφορά την σύγκρουση αυτή έγκειται στο γεγονός πως αποτέλεσε την αφορμή για την οριστική διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ των δύο ισχυρότερων ελληνικών δυνάμεων της περιόδου, όπως και στο σχετικό με αυτήν πολιτικό παρασκήνιο που υπονοείται από τις αρχαίες πηγές .
Το 478 π.Χ, και με πρόσχημα την απόδραση κάποιων Περσών αιχμαλώτων, τα πληρώματα του ενωμένου ελληνικού στόλου που επιχειρούσε στα Στενά κατά των εκεί μηδικών φρουρών, κατηγόρησαν τον Λακεδαιμόνιο αρχιστράτηγο Παυσανία για αυταρχικότητα και μηδισμό και αφού αφαίρεσαν την ηγεσία από τους Λακεδαιμόνιους την ανέθεσαν τον επόμενο χρόνο στους Αθηναίους, που άλλωστε διέθεταν τον μεγαλύτερο στόλο στη συμμαχία (180 πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας). Ο Παυσανίας, νικητής των Πλαταιών και συγγενής και επίτροπος του ανήλικου Αγιάδα βασιλιά Πλειστάρχου, υιού του ηρωικού Λεωνίδα που έπεσε το 480 στις Θερμοπύλες, όταν επέστρεψε στην Σπάρτη παραπέμφθηκε πράγματι σε δίκη από τους εφόρους· αν και oι κατηγορίες τελικά εξέπεσαν, ο Παυσανίας τέθηκε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής της πόλης. Την ίδια περίπου εποχή (το 476 ή το 475 π.Χ) καταδικάστηκε και εξορίστηκε από την Σπάρτη κατηγορούμενος για δωροληψία ο Λεωτυχίδης, ο έτερος Λακεδαιμόνιος βασιλιάς από το βασιλικό γένος των Ευρυποντιδών. Ο Λεωτυχίδης, διοικητής του ελληνικού στόλου στην μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ), ηγείτο του συμμαχικού στρατού που είχε αναλάβει την τιμωρία των Θεσσαλών για τον μηδισμό τους κατά την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα (480-479 π.Χ). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στην σκηνή του Λεωτυχίδη βρέθηκαν αργυρά νομίσματα με τα οποία είχε δωροδοκηθεί από το αριστοκρατικό γένος των Αλευάδων της Λάρισας ώστε να μην καταλύσει την ηγεμονία τους. Ο Ευρυποντίδης βασιλιάς θα πέθαινε τελικά εξόριστος το 469 π.Χ στην αρκαδική πόλη Τεγέα.
Αυτές είναι οι πληροφορίες που έφτασαν σε εμάς από τους αρχαίους ιστορικούς και προέρχονται είτε από ανακοινώσεις της μυστικοπαθούς σπαρτιατικής κυβέρνησης, είτε από φήμες. Σύγχρονοι ιστορικοί, αν και δέχονται πως οι παραπάνω κατηγορίες για δωροληψία και κακοδιοίκηση ενδεχομένως να ευσταθούν εν μέρει, θεωρούν πως τα αίτια της πολιτικής εξουδετέρωσης των δύο ηρώων των Περσικών Πολέμων από το σπαρτιατικό ολιγαρχικό καθεστώς ήταν βαθύτερα. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αφού έφυγε από τη Λακωνία ως ιδιώτης και ηγήθηκε της επανίδρυσης της πόλεως του Βυζαντίου που είχε ερημωθεί μετά την Ιωνική Επανάσταση (499-493 π.Χ), ο Παυσανίας ανακλήθηκε εκ νέου στην Σπάρτη το 469 π.Χ από τις μικρασιατικές Κολωνές όπου βρισκόταν· μετά από περιπετειώδη δίκη καταδικάστηκε σε θάνατο από τις σπαρτιατικές αρχές με την κατηγορία πως υποκινούσε τους είλωτες δουλοπάροικους σε επανάσταση και συνεργαζόταν με τον Πέρση βασιλιά ώστε να κυβερνήσει ως τύραννος στην Ελλάδα. Η παραπάνω αναφορά υποδεικνύει πως η πραγματική αιτία ανησυχίας των εφόρων, τουλάχιστον όσον αφορά την περίπτωση του Παυσανία, ήταν οι πιθανές επαφές των επιφανών Λακεδαιμονίων στρατηγών με είλωτες και περιοίκους, στους οποίους ενδεχομένως να είχαν υποσχεθεί ελευθερία και πολιτικά δικαιώματα με αντάλλαγμα την πολιτική και στρατιωτική τους στήριξη. Πράγματι, τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Λεωτυχίδης είχαν ηγηθεί πολυπληθών σωμάτων περιοίκων και ειλώτων (5.000 περίοικοι και 35.000 είλωτες πολέμησαν στις Πλαταιές και ίσως 16 σκάφη στη Μυκάλη με πληρώματα άνω των 3.000 ανδρών, κατά βάση ειλώτων και περιοίκων των παραλίων) και ο σχεδόν ταυτόχρονος παραμερισμός τους δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση.

Η θεωρία πως τα παραπάνω γεγονότα αποτελούσαν επεισόδια στον αγώνα ανάμεσα στο ολιγαρχικό κατεστημένο της Σπάρτης και ισχυρές προσωπικότητες που εκμεταλλεύονταν για ιδιοτελείς σκοπούς την αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ των Λακεδαιμονίων που δεν άνηκαν στο πολιτικό σώμα των Ομοίων δικαιώνεται και από τα όσα ακολούθησαν. ‘Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 470-460 π.Χ Μεσσήνιοι είλωτες από την πεδιάδα της Στενυκλάρου κατέφυγαν στο όρος Ιθώμη, από όπου διενεργούσαν επιδρομές στους γύρω οικισμούς και αγροκτήματα, ενώ ταραχές φαίνεται να υπήρξαν και στην ίδια την Λακωνία που πάντως καταπνίγηκαν αποφασιστικότερα.
Στα 471-470 π.Χ, και πιθανότατα με σπαρτιατική υποκίνηση, οστρακίστηκε από την Αθήνα ο Θεμιστοκλής και πολιτικός κυρίαρχος για την επόμενη δεκαετία αναδείχθηκε ο φιλολάκωνας Κίμων, γόνος του αριστοκρατικού γένους των Φιλαϊδών και υιός του θριαμβευτή του Μαραθώνα Μιλτιάδη. Ο δαιμόνιος Αθηναίος, εμπνευστής μιας ηγεμονικής πολιτικής εκ μέρους της Αθήνας που τον είχε καταστήσει “κόκκινο πανί” για τους Λακεδαιμόνιους ιθύνοντες, εγκαταστάθηκε το ίδιο έτος στο Άργος, παραδοσιακό αντίπαλο της πόλης του Ευρώτα για την ηγεμονία στην Πελοπόννησο. Κατόπιν αιτήματος των Αργείων οργάνωσε το πολίτευμα της πόλης κατά τα αθηναϊκά πρότυπα. Η δημοκρατική πλέον πόλη, όπου μετά την καταστροφική ήττα από τους Σπαρτιάτες στην Σηπεία (494 π.Χ) οι αριστοκρατικές οικογένειες είχαν αποδεκατιστεί και χάσει ήδη εν πολλοίς την πολιτική τους ισχύ, έγινε η εστία μιας γενικευμένης δημοκρατικής κίνησης στην Πελοπόννησο με σαφή αντιλακωνικό χαρακτήρα· το παράδειγμα των Αργείων ακολούθησαν σύντομα οι Ηλείοι και οι Μαντινείς, που συνοίκισαν τις επιμέρους κοινότητές τους σε πόλεις-κράτη με δημοκρατικούς θεσμούς, ενώ οι Τεγεάτες συμμάχησαν με το δημοκρατικό Άργος και αποπειράθηκαν να σχηματίσουν συμπολιτεία με τις άλλες αρκαδικές κοινότητες.
Αν και απασχολημένοι με τις εξεγέρσεις των ειλώτων, οι Σπαρτιάτες κινητοποιήθηκαν για να ανακτήσουν την κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο. Το 469 π.Χ νίκησαν σε μάχη κοντά στην Τεγέα τους Τεγεάτες και τους Αργείους συμμάχους τους, ενώ το 465 π.Χ νίκησαν τους ενωμένους Αρκάδες στην Διπαία ακυρώνοντας εν τη γενέση της την προσπάθειά τους να οργανωθούν σε Κοινό. Την ίδια περίοδο και σε συνεργασία με την φιλολακωνική παράταξη στην Αθήνα προσκόμισαν στις εκεί αρχές στοιχεία από τα προσωπικά έγγραφα του Παυσανία που ενοχοποιούσαν τον Θεμιστοκλή για επαφές με τον καταδικασθέντα στρατηγό και κατ’επέκταση για μηδισμό· ο νικητής της Σαλαμίνας καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και αναγκάστηκε διωκόμενος από παντού να καταφύγει στην περσική Αυλή. Η δημοκρατική κίνηση στην Πελοπόννησο φαινόταν να έχει καταπνιγεί, ενώ και η κατάσταση στο εσωτερικό του λακεδαιμονικού κράτους παρέμενε υπό τον έλεγχο των ολιγαρχικών Ομοίων, παρά την παρατεινόμενη αντίσταση στην Μεσσηνία. Τα πράγματα όμως θα έπαιρναν αναπάντεχη τροπή και η πόλη του Λυκούργου σύντομα θα αγωνιζόταν για την ίδια της την ύπαρξη.

Το 464 π.Χ ένας πρωτοφανούς έντασης σεισμός έπληξε την Λακωνία. Η Σπάρτη κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε, παρασύροντας στον θάνατο 20.000 ανθρώπους, κυρίως γυναικόπαιδα και πολλούς εφήβους που ασκούνταν στο δημόσιο γυμναστήριο της πόλης. Στην γη άνοιξαν χάσματα και οι κορυφές του Ταϋγέτου σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες σχίστηκαν, κάνοντας πολλούς να αποδώσουν την θεομηνία στον “κοσμοσείστη” Ποσειδώνα· δεν είχε περάσει πολύς καιρός άλλωστε από τότε που επαναστάτες είλωτες που είχαν αναζητήσει άσυλο στο ιερό του θεού στο Ταίναρο είχαν συλληφθεί και εκτελεστεί κατά παράβαση των άγραφων ιερών κανόνων.
Με την Σπάρτη να έχει μετατραπεί σε σωρό ερειπίων, ανάμεσα στα οποία οι αλαφιασμένοι επιζήσαντες έψαχναν για τα συγγενικά τους πρόσωπα, οι είλωτες της πεδιάδας του Ευρώτα θεώρησαν την ευκαιρία ιδανική για να εξεγερθούν κατά των Ομοίων και να επιχειρήσουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά της πόλης. Ο νεαρός βασιλιάς Αρχίδαμος όμως (469-428/7), διάδοχος του Λεωτυχίδη, αντιλήφθηκε έγκαιρα την απειλή και έδρασε ψύχραιμα· βλέποντας την ορδή των Λακώνων δουλοπάροικων να πλησιάζει με άγριες διαθέσεις, ο Αρχίδαμος έδωσε εντολή να ηχήσουν οι σάλπιγγες του πολέμου· οι Όμοιοι, πειθαρχώντας ακόμα και σε αυτή την δύσκολη ώρα στο κάλεσμα του βασιλιά τους, σταμάτησαν την αναζήτηση των οικείων τους και, αφού οπλίστηκαν, παρατάχθηκαν για μάχη, αιφνιδιάζοντας τους είλωτες, που στη θέα των πάνοπλων πολεμιστών διασκορπίστηκαν.
Η πόλη του Λυκούργου σώθηκε εκείνη την ημέρα από τον αφανισμό, όμως η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι κρίσιμη. Αν και η εξέγερση στην Λακωνία φαίνεται πως κατεστάλη σχετικά σύντομα, ολόκληρη η Μεσσηνία είχε ξεσηκωθεί προκαλώντας δυνητικά πρόβλημα επιβίωσης στους Ομοίους που είχαν τις περιουσίες τους εκεί. Οι επιζήσαντες επαναστάτες της Λακωνίας είχαν ενωθεί με τους Μεσσήνιους στην Ιθώμη, ενώ συμπαρέσυραν στην εξέγερση και τις περιοικίδες πόλεις της Θουρίας και της Αιθαίας, στην πεδιάδα του ποταμού Παμίσου. Οι Σπαρτιάτες σύντομα εισέβαλαν και εκεί· o μεσσηνιακός Ισθμός, όπου άλλωστε βρίσκονταν εγκατεστημένοι και φιλολακωνικοί πληθυσμοί*, υποτάχτηκε σύντομα, όμως μια μονάδα 300 ανδρών υπό τον επιφανή Όμοιο Αρίμνηστο έπεσε σε ενέδρα στην Στενύκλαρο και εξοντώθηκε μέχρις ενός.
Ο σπαρτιατικός στρατός, ως συνέπεια του σεισμού και των απωλειών του πολέμου, είχε αποδεκατιστεί και μοιραία οι συνέπειες αυτής της αδυναμίας έγιναν εμφανείς και εκτός Λακωνίας, καθώς οι Αργείοι βρήκαν την ευκαιρία να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη την Αργολίδα· οι Μυκήνες και η Τίρυνθα καταστράφηκαν και η γη τους μοιράστηκε σε κλήρους για τους φτωχούς Αργείους, οι Κλεωνείς εξαναγκάστηκαν σε υποταγή, ενώ την ίδια μοίρα ακολούθησαν οι Ορνεάτες και οι κάτοικοι των Υσιών και της Μιδείας. Προ του φάσματος μιας παρατεταμένης σύγκρουσης μέσα στην ίδια τους την χώρα, οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καλέσουν σε βοήθεια τους συμμάχους τους.
Άμεσα στο κάλεσμα των Σπαρτιατών ανταποκρίθηκαν οι Πλαταιές που έστειλαν το ένα τρίτο του στρατού τους, καθώς και η Αίγινα, η αρκαδική Μαντινεία και οι περισσότερες πελοποννησιακές πόλεις. Μέχρι το τέλος του 463 π.Χ, οι εξεγερμένοι είχαν περιοριστεί στην ορεινή Ιθώμη, θέση φύση οχυρή που πιθανότατα είχε ενισχυθεί και με κάποια πρόχειρα οχυρωματικά έργα.

Στην Αθήνα όμως το ζήτημα της βοήθειας προς τους Λακεδαιμόνιους είχε προκαλέσει διχογνωμία. Ο Λακεδαιμόνιος απεσταλμένος Περικλείδας, θέλοντας να τονίσει την κρισιμότητα της κατάστασης, είχε καθήσει ως ικέτης μπροστά στους βωμούς στην Αγορά και επικαλέστηκε την συμμαχία των δύο πόλεων που τυπικά ίσχυε ακόμα από την εποχή της εισβολής του Ξέρξη στην Ελλάδα. Στην εκκλησία του δήμου ο αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης Εφιάλτης του Σοφωνίδου επέμενε να αφήσουν οι Αθηναίοι την Σπάρτη να καταστραφεί, ώστε να γίνουν οι ίδιοι οι αδιαμφισβήτητοι ηγεμόνες της Ελλάδας. Από την άλλη ο Κίμων, επικεφαλής της φιλολακωνικής αριστοκρατικής παράταξης, με το επιχείρημα πως αν χανόταν η Σπάρτη η Ελλάδα θα έχανε το ένα από τα δύο πόδια της, έπεισε τελικά τους συμπολίτες του να στείλουν βοήθεια.
Την άνοιξη του 462 π.Χ, μια δύναμη 4.000 Αθηναίων οπλιτών, σχεδόν το ένα τρίτο του στρατού της πόλης, εκστράτευσε στην Μεσσηνία με αρχηγό τον ίδιο τον Κίμωνα. Παρά την φήμη των Αθηναίων ως έμπειρων πολιορκητών, λόγω των επιτυχημένων επιχείρησεων που είχαν διεξάγει εναντίον περσικών φρουρών στη Θράκη και αποστατών συμμάχων όπως οι Νάξιοι και Θάσιοι, οι μάχες στην Ιθώμη δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στο μεταξύ πίσω στην Αθήνα, οι δημοκρατικοί εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του Κίμωνα και πολλών οπαδών του που τον είχαν ακολουθήσει στην Πελοπόννησο για να περάσουν μια σειρά πολιτειακών μεταρρυθμίσεων που μετέφεραν εξουσίες από τον Άρειο Πάγο, το κατεξοχήν αριστοκρατικό στοιχείο στο αθηναϊκό πολίτευμα, στην συνέλευση του λαού, την Εκκλησία του Δήμου, και την Ηλιαία. Με τις αλλαγές αυτές το πολίτευμα έγινε ριζοσπαστικότερο, εξέλιξη που αποτέλεσε μέγιστη πολιτική ήττα για τον Κίμωνα και τους οπαδούς του και, όπως ήταν λογικό, θορύβησε τους Σπαρτιάτες όταν έγινε γνωστή. Φοβούμενοι μήπως δημοκρατικά στοιχεία εντός του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος συμπράξουν με τους πολιορκημένους στην Ιθώμη, οι Λακεδαιμόνιοι απέπεμψαν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς τον Κίμωνα και τους 4.000 οπλίτες του. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε μεγάλη ατίμωση στην Αθήνα. Ο Κίμωνας θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ταπείνωση της πόλης και, μετά και από μια αποτυχημένη προσπάθειά του να ανατρέψει τις πολιτικές αλλαγές που είχαν επιφέρει οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οστρακίστηκε το 461/460 π.Χ ως φιλολάκων και μισόδημος. Ανενόχλητοι πλέον, οι ριζοσπάστες δημοκρατικοί κατήγγειλαν τη συμμαχία με τη Σπάρτη και σε μια σαφώς εχθρική προς την πολιτεία του Λυκούργου κίνηση συμμάχησαν το ίδιο έτος με το ισχυροποιημένο Άργος.
Πίσω στη Μεσσηνία, οι πολιορκημένοι στην Ιθώμη εξακολούθησαν να αντιστέκονται επί ένα ακόμη έτος (460/459 π.Χ). Καθώς και οι δύο πλευρές είχαν εξαντληθεί από τον πόλεμο που μετρούσε πια σχεδόν δέκα χρόνια, αναγκάστηκαν τελικά να έρθουν σε συμβιβασμό: Οι εξεγερμένοι θα εγκατέλειπαν ανενόχλητοι την Πελοπόννησο με τον όρο να μην επιστρέψουν ποτέ· αν κάποιος επέστρεφε, θα γινόταν δούλος όποιου τον ανακάλυπτε. Οι Αθηναίοι όμως θα εγκαθιστούσαν τελικά τους Μεσσηνίους πρόσφυγες στην Ναύπακτο, πόλη των Εσπερίων Λοκρών, εισβάλλοντας ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο στην περιοχή του Ιονίου που ήταν παραδοσιακά εντός της ζώνης επιρροής της συμμάχου της Σπάρτης Κορίνθου.
Μόλις είκοσι χρόνια μετά το έπος των Μηδικών, ο ελληνικός κόσμος ήταν ανεπανόρθωτα διχασμένος. Ήδη οι Αθηναίοι συγκρούονταν με τους Κορινθίους και τους Αιγινήτες στη Μεγαρίδα και στα ανοικτά του Σαρωνικού, καθώς το 459 π.Χ έλαβαν χώρα οι μάχες των Αλιέων, των Γερανείων ορέων και της νησίδας Κεκρυφάλαιας. Ο σπαρτιατικός λέων από την άλλη, αν και βαθιά τραυματισμένος από τις δοκιμασίες του Γ’ Μεσσηνιακού Πολέμου και του σεισμού του 464, θα έδειχνε εκ νέου τα δόντια του δύο χρόνια αργότερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι επικεφαλής 15.000-20.000 Πελοποννησίων και Βοιωτών θα εισέβαλλαν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες με εχθρικές διαθέσεις στην Αττική. Η ένδοξη εποχή των Μηδικών είχε φτάσει στο τέλος της και τώρα θα άνοιγε ένας νέος τραγικός κύκλος συγκρούσεων, όχι απλά μεταξύ δύο πόλεων, αλλά μάλλον μεταξύ δύο τελείως διαφορετικών κόσμων που είχαν διαμορφωθεί…
*Εκεί είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την Ασίνη, πόλη της Αργολίδας που καταστράφηκε τον 8ο αιώνα από τους Αργείους.